Οι Διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης σε όλη τη χώρα, υλοποιώντας την αντιεκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης, βάζουν σε εφαρμογή τον νόμο 4692/2020 με τον παραπλανητικό τίτλο «Αναβάθμιση του σχολείου και άλλες διατάξεις», ενώ τα Δημοτικά και τα Γυμνάσια παραμένουν κλειστά μέχρι τις 10 Μάη και τα Λύκεια άνοιξαν πριν από τις διακοπές του Πάσχα, αλλά άρχισαν να κλείνουν το ένα μετά το άλλο λόγω κρουσμάτων και η πλειοψηφία εκπαιδευτικών και μαθητών παρέμεναν χαμένοι στην τηλεκπαίδευση.
Αρθρο από την Αννα ΚΟΥΤΕΛΙΔΑ
Μέλος του ΔΣ της ΕΛΜΕ Τρικάλων εκλεγμένη με την ΑΣΕ
Οι διευθυντές Εκπαίδευσης σε πολλές περιοχές (Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Ρέθυμνο, Κόρινθο και αλλού), μετά από υπόδειξη του υπουργείου Παιδείας, υποβάλλουν προτάσεις για μετατροπή συγκεκριμένων σχολείων σε πρότυπα και πειραματικά. Ο αντιδημοκρατικός κατήφορος δεν έχει τέλος, καθώς δεν λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των συλλόγων διδασκόντων, οι οποίοι είτε δεν έχουν συνεδριάσει είτε έχουν πάρει αρνητικές αποφάσεις, σε πολλές περιπτώσεις ομόφωνες.
Η προσπάθεια του υπουργείου Παιδείας να επεκτείνει το θεσμό των πρότυπων και πειραματικών σχολείων σε όλη τη χώρα και ο προκλητικός τρόπος υλοποίησής του βρίσκουν την αντίθεση των γονιών, των εκπαιδευτικών και των μαθητών, που αντέδρασαν δυναμικά με μαζικές κινητοποιήσεις σε μια σειρά από πόλεις.
Το παράδειγμα των Τρικάλων είναι χαρακτηριστικό. Ο διευθυντής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, ύστερα και από την προτροπή βουλευτή της ΝΔ, η οποία, όπως δήλωσε, έβαλε προσωπικό στοίχημα για το συγκεκριμένο θέμα, άσχετα με το πολιτικό κόστος, ανακοίνωσε τις προθέσεις του. Οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς και οι μαθητές απάντησαν δυναμικά με μεγάλη πανεκπαιδευτική συγκέντρωση και συλλαλητήριο, μετά από πρόσκληση της ΕΛΜΕ και του Συλλόγου Δασκάλων και Νηπιαγωγών Τρικάλων. Παράλληλα, συνεδρίασαν οι Σύλλογοι Γονέων και Κηδεμόνων και διατύπωσαν την αντίθεσή τους στην πρόταση για μετατροπή των συγκεκριμένων σχολείων σε πρότυπα και πειραματικά.
Σοβαρές επιπτώσεις σε εκπαιδευτικούς και μαθητές
Οι εκλεγμένοι της «Αγωνιστικής Συσπείρωσης Εκπαιδευτικών» σε Συλλόγους Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και ΕΛΜΕ μπήκαν μπροστά στη μάχη για να μην περάσουν τα μέτρα αυτά. Με παρεμβάσεις, ανακοινώσεις και δημοσιεύματα ανέδειξαν στην εκπαιδευτική κοινότητα ότι η προσπάθεια γενίκευσης των πρότυπων και πειραματικών σχολείων συνδέεται άμεσα με την προσπάθεια να ενισχυθούν η διαφοροποίηση, η κατηγοριοποίηση, η δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων, ο διαχωρισμός των μαθητών σε αρίστους και «κακούς». Αυτή η πολιτική, παρά τις διακηρύξεις της κυβέρνησης, δεν έχει καμία σχέση με την αναγκαία αναβάθμιση για όλα τα σχολεία ανεξάρτητα από την περιοχή, τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, τη σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού.
Επιπλέον, η μετατροπή των σχολείων σε πρότυπα και πειραματικά επιδεινώνει τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών. Το εκπαιδευτικό δυναμικό των σχολείων αυτών επιλέγεται με βάση τα προσόντα του, τοποθετείται όχι με οργανική θέση, αλλά με διετή θητεία, στη διάρκεια της οποίας θα πρέπει με προσωπική ευθύνη να φροντίσει για την επιμόρφωσή του, με νέα προσόντα, προκειμένου να εξασφαλίσει μία καλή αξιολόγηση, για να παραμείνει στη θέση του.
Οι οργανικές θέσεις στα σχολεία αυτά επί της ουσίας καταργούνται. Το υπάρχον εκπαιδευτικό προσωπικό των σχολείων που θα μετατραπούν σε πρότυπα και πειραματικά θα έχει μια «περίοδο χάριτος» για να προσαρμοστεί, να «αυτομορφωθεί» και να μπει στην παρέα των «λίγων και εκλεκτών», αλλιώς θα χάσει τη θέση του. Οι εκπαιδευτικοί δηλαδή θα μπαίνουν σε ένα ατέρμονο κυνήγι προσόντων, προκειμένου να διατηρήσουν την έτσι κι αλλιώς επισφαλή θέση τους. Πρακτικά, αν αξιολογηθούν θετικά, μπορεί και να μείνουν. Αν όχι, πάνε σε άλλο σχολείο, όχι σε πρότυπο – πειραματικό, αλλά σε ένα από… «αυτά», τα… «κανονικά»… Αλλά σε ποιο σχολείο περισσεύουν θέσεις για να καλύψουν οι «έκπτωτοι» συνάδελφοι; Θα περιφέρονται από σχολείο σε σχολείο με την κινητικότητα στο μεγαλείο της. Αυτό ήταν το στοιχείο που οδήγησε τους εκπαιδευτικούς να αντιδράσουν με μαζικό τρόπο.
Ταυτόχρονα, αρνητικές επιπτώσεις θα έχουν και οι μαθητές που ανήκουν σε αυτά τα σχολεία και δεν θα επιλεγούν στο πειραματικό σχολείο ή δεν θα πετύχουν στις εξετάσεις για το πρότυπο. Τα παιδιά αυτά θα αναγκαστούν να φοιτήσουν σε άλλες σχολικές μονάδες, πιθανώς μακριά από τη γειτονιά τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται τόσο για την εκπαιδευτική διαδικασία όσο και για τον προγραμματισμό της οικογένειας. Με δυο λόγια, οι μαθητές αυτοί «χάνουν» το σχολείο της γειτονιάς τους.
Συνολικά, η γενίκευση των πρότυπων και πειραματικών σχολείων σε κάθε περιοχή, η επιλογή και η συγκέντρωση των «καλών» μαθητών αντικειμενικά υποβαθμίζουν το σύνολο των σχολείων, ανακατανέμουν το μαθητικό δυναμικό, καταργούν τα γεωγραφικά όρια, ανοίγουν το δρόμο για την επιλογή σχολείου από τους γονείς. Αντικειμενικά ανοίγει ο δρόμος για τη δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων, με διαφορετική χρηματοδότηση, διαφορετικό πρόγραμμα, διαφορετικά μαθήματα. Οι στοχεύσεις της λεγόμενης «εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης», που απέρριψε ο κλάδος με τη μαζική συμμετοχή στην απεργία – αποχή υπηρετούνται και μέσα από την επέκταση τέτοιων θεσμών.
Χάνεται κάθε υγιής έννοια πειραματισμού
Είναι αυτονόητο ότι ο ρόλος και η αποστολή των πρότυπων και των πειραματικών σχολείων δεν ταυτίζονται. Είναι πολύ διαφορετικό πράγμα ο διαχωρισμός των σχολείων σε άριστα και στα «υπόλοιπα», με τον πειραματισμό και την καινοτομία στην Εκπαίδευση. Ο διαχωρισμός σε «καλά» και σε «κακά σχολεία» και κατ’ επέκταση σε καλούς και σε κακούς μαθητές έχει ξεπεραστεί παιδαγωγικά εδώ και πολλές δεκαετίες στην εκπαιδευτική πρακτική.
Ο πειραματισμός και η καινοτομία αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για τη συνολική άνοδο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, δεν είναι όμως κενές περιεχομένου για το σημερινό σχολείο. Εντάσσονται και αυτές στην εκάστοτε εκπαιδευτική πολιτική, στους στόχους που θέτει, στο σχολείο που θέλουν να οικοδομήσουν. Αντί να εξασφαλιστούν ο πειραματικός χαρακτήρας των σχολείων αυτών, η ευρύτητα, όσο το δυνατόν, του δείγματος των μαθητών, η προοπτική να εναλλάσσονται σε εύλογα χρονικά διαστήματα (3 – 6 χρόνια) για τη μεγαλύτερη διασπορά των «καλών πρακτικών» και την εξέταση για την παραπέρα εφαρμογή τους σε πανεθνική κλίμακα, η κυβέρνηση προχωρά χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο και με λογικές «εντέλλεσθε» στην ίδρυση τέτοιων σχολείων.
Στην πράξη, τα πειραματικά σχολεία θα λειτουργούν και αυτά ως πρότυπα, χωρίς να εκπληρώνουν τον πραγματικό τους ρόλο πολλές φορές, ή, ακόμα χειρότερα, θα αξιοποιούνται στην προώθηση και τη γενίκευση των αντιεκπαιδευτικών αλλαγών στα υπόλοιπα σχολεία.
Αποτελεί μεγάλη υποκρισία του υπουργείου Παιδείας να μιλά για «αριστεία» των λίγων, όταν μετά από ένα χρόνο πανδημίας έχει πραγματικά αφήσει χιλιάδες σχολεία, μαθητές και εκπαιδευτικούς κυριολεκτικά στην τύχη τους, χωρίς κανένα ουσιαστικό μέτρο.
Η απάντηση βρίσκεται στη συνέχιση και το δυνάμωμα της κοινής πάλης εκπαιδευτικών, γονιών, μαθητών για ουσιαστική αναβάθμιση της Εκπαίδευσης για όλα τα παιδιά, για την ικανοποίηση των σύγχρονων μορφωτικών αναγκών των παιδιών του λαού μας.
Και είναι ένα στοίχημα που πρέπει να το κερδίσουμε.