Σύμφωνα με το Άρθρο 98 στην ιστοσελίδα του σχολείου θα καταγράφονται τα αποτελέσματα της «κράχτης» για τους γονείς – πελάτες, αναφέρουν οι Παρεμβάσεις Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Δ.Ε.

Η ανακοίνωση

Το αντιεκπαιδευτικό τσουνάμι των τελευταίων μηνών είναι πρωτοφανές σε σφοδρότητα και οξύτητα. Η κυβέρνηση με την τακτική του «σοκ και δέος» πατώντας στο έδαφος της κρίσης, εν μέσω πανδημίας και μέσα στο κατακαλόκαιρο επελαύνει εξαιρετικά επιθετικά σε όλα τα μέτωπα. Το νέο αντιεκπαιδευτικό τερατούργημά τους αλλάζει ριζικά το τοπίο της εκπαίδευσης.

Το νέο που φέρνει τον κακόγουστο τίτλο «αναβάθμιση του σχολείου» έρχεται να συμπληρώσει και να κλιμακώσει τις αντιεκπαιδευτικές τομές που ξεκίνησε η κυβέρνηση με τον ν.4962/2020, που ανάμεσα στα άλλα περιλαμβάνει την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, τον νόμο για την Τεχνική – Επαγγελματική Εκπαίδευση, τις αντιδραστικές αλλαγές στα ΑΕΙ και την θέσπιση της πανεπιστημιακής αστυνομίας, με την επιβολή της κακόφημης «Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής», που τώρα εφαρμόζεται για πρώτη φορά, και πλήθος άλλων μέτρων. Τα μέτρα που έρχονται τώρα για ψήφιση δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Αντίθετα αποτελούν πάγια απαίτηση της ΕΕ, μόνιμες ντιρεκτίβες του ΟΟΣΑ, ενώ και ο ΣΕΒ εδώ και χρόνια πιέζει τις κυβερνήσεις για να παρθούν παρόμοια εξίσου ακραία νεοφιλελεύθερα μέτρα στη Δημόσια Εκπαίδευση. Τα τελευταία 30 χρόνια έγιναν πολλές προσπάθειες επιβολής τέτοιων μέτρων, από τον Αρσένη και τη Διαμαντοπούλου ως τον Αρβανιτόπουλο και τον Γαβρόγλου, οι οποίες συνάντησαν την ισχυρή αντίσταση του εκπαιδευτικού κινήματος.

Χρησιμοποιώντας τα ίδια σκουριασμένα επιχειρήματα, πως τάχα ο στόχος είναι η «ποιοτική αναβάθμιση» της εκπαίδευσης, στοχοποιούν ξανά τους εκπαιδευτικούς, χρεώνοντάς τους τις ευθύνες για την υποβάθμιση του Δημόσιου Σχολείου. Προσπαθούν να συγκαλύψουν τον πραγματικό ένοχο, δηλαδή την κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική, που φτωχαίνει διαρκώς το Δημόσιο Σχολείο, το υποβαθμίζει καθημερινά, εντείνει τους ταξικούς φραγμούς, δείχνει τον δρόμο προς την έξοδο για ολοένα και περισσότερα παιδιά ιδίως των λαϊκών οικογενειών.

Αυτονομία της σχολικής μονάδας – Ανοίγει ο δρόμος για την ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης

Εδώ και πολλά χρόνια η λεγόμενη «αυτονομία» της σχολικής μονάδας παρέμενε ανεκπλήρωτος πόθος της άρχουσας τάξης. Η κυβέρνηση, θεωρώντας ότι τώρα είναι η «χρυσή ευκαιρία», προωθεί την πολιτική αυτή, επιχειρώντας πολλαπλά χτυπήματα στο Δημόσιο Σχολείο. Μέσα από τη λεγόμενη «αυτονομία» στοχεύει στο χτύπημα του ενιαίου αναλυτικού προγράμματος σπουδών με τη θέσπιση του «πολλαπλού βιβλίου», φορτώνοντας την ευθύνη της επιλογής στους Συλλόγους Διδασκόντων και τους εκπαιδευτικούς. Ακόμα περισσότερο όμως ανοίγει ο δρόμος για την εισβολή των ιδιωτών στα Δημόσια Σχολεία, τα οποία θα υποχρεώνονται να αναζητούν «πόρους» από χορηγούς και δωρεές από επιχειρήσεις για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών τους. Ο σχολικός χώρος και οι υποδομές γίνονται αντικείμενο εμπορευματικής αξιοποίησης από τρίτους με το «αζημίωτο»! Ο Διευθυντής σε νέο «αναβαθμισμένο» ρόλο manager αναλαμβάνει την ευθύνη αυτή (άρθρα 92,93).

Μέσω της αυτονομίας επανέρχεται με ένταση η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας. Σύμφωνα με το Άρθρο 98 στην ιστοσελίδα του σχολείου θα καταγράφονται τα αποτελέσματα της εσωτερικής αξιολόγησης «κράχτης» για τους γονείς – πελάτες. Στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων του ΥΠΑΙΘ θα καταχωρούνται περίπου όλα όσα αφορούν στο σχολείο. Με τον διευθυντή – μάνατζερ και το άγρυπνο μάτι της ηλεκτρονικής παρακολούθησης επιχειρείται ο ολοκληρωτικός έλεγχος της εκπαιδευτικής καθημερινότητας.

Η κυβέρνηση προσπαθεί, μέσω της «αυτονομίας», να βγάλει από το κάδρο την – ως τώρα αποκλειστική – υποχρέωση του κράτους για τη χρηματοδότηση της Δημόσιας Εκπαίδευσης και να ρίξει την ευθύνη αυτή στους εκπαιδευτικούς και τα ίδια τα σχολεία. Η περίφημη αυτονομία θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στην ταξική διαφοροποίηση και κατηγοριοποίηση των σχολείων, σε οικονομικό μαρασμό και λουκέτα. Αδιάψευστος μάρτυρας των συνεπειών αυτών είναι οι χώρες όπου εφαρμόστηκαν τέτοιες πολιτικές. Όσο κι αν υπόσχεται η κυβέρνηση πως δεν επηρεάζονται οι εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών, το βέβαιο είναι πως το αμέσως επόμενο βήμα είναι να περάσει η διαχείριση των εργασιακών τους ζητημάτων στους Δήμους, όπως ακριβώς επιτάσσει στις εκθέσεις του ο ΟΟΣΑ.

Αξιολόγηση εκπαιδευτικών – Ολική επαναφορά του επιθεωρητισμού!

Στο ν/σ προωθούνται τα πιο σκληρά νεοφιλελεύθερα μοντέλα ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών σε τρία επίπεδα, στην υπηρεσιακή, διδακτική και παιδαγωγική επάρκεια. Τα αποτελέσματα της ατομικής αξιολόγησης και η «επάρκεια» των εκπαιδευτικών ποσοτικοποιείται μάλιστα σε τετράβαθμη κλίμακα («μη ικανοποιητική, ικανοποιητική, επαρκής, εξαιρετική), παρά τις δηλώσεις Κεραμέως περί του αντιθέτου. Ο Διευθυντής και ο Σχολικός Σύμβουλος αποκτούν πλέον τον ρόλο του αξιολογητή – επιθεωρητή του εκπαιδευτικού και του έργου του, ασκώντας ασφυκτική περιοδική εποπτεία και επιτήρηση ανά δύο (ο δ/ντης) και ανά τέσσερα (ο σύμβουλος) χρόνια.

Ανάμεσα στα άλλα «θα αξιολογείται η εφαρμογή και η προώθηση των νόμων για την εκπαίδευση». Με άλλα λόγια διαμορφώνεται ένα νέο αντιδραστικό καθεστώς στο οποίο ο εκπαιδευτικός πρέπει να συμμορφώνεται πλήρως προς την κυβερνητική πολιτική. Θα αξιολογείται για το αν είναι αποδοτικός «κυνηγός χορηγών» στο σχολείο του, στα πλαίσια της «αυτονομίας», αν συμμετέχει στην αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, αν «προσανατολίζει» την πλειοψηφία των μαθητών προς την κατάρτιση, τις δεξιότητες και τη μαθητεία σύμφωνα με το κυρίαρχο αντιδραστικό δόγμα που θέλει το 70% του μαθητικού δυναμικού έξω από τις τάξεις της γενικής εκπαίδευσης. Μάλιστα το ΥΠΑΙΘ εφοδιάζει με «νέα» εργαλεία τους εκπαιδευτικούς για να εφαρμόσουν αυτή την πολιτική, όπως είναι η ελληνική PISA (άρθρο 97), που προβλέπει εξετάσεις στις τάξεις – σταθμούς της Στ’ Δημοτικού και Γ’ Γυμνασίου. Τα μετρήσιμα αποτελέσματα που παράγουν τέτοια εργαλεία θα χρησιμοποιηθούν για την κατάταξη/απόρριψη των μαθητών/τριών με ταξικά πάντα κριτήρια καθώς και για την «επάρκεια» των εκπαιδευτικών. Θα γίνουν οδηγός για πιο σκληρά αντιεκπαιδευτικά μέτρα στο μέλλον.

Για πρώτη φορά η ατομική αξιολόγηση θα αποτελέσει το σκαλοπάτι για τη μονιμοποίηση ή όχι των εκπαιδευτικών. Η κυβέρνηση μάλιστα θα επιχειρήσει να εφαρμόσει τα μέτρα αυτά στους νεοδιόριστους εκπαιδευτικούς που θα περάσουν το κατώφλι της Δημόσιας Εκπαίδευσης. Επιδιώκει να διαμορφώσει ένα νέο στρώμα αξιολογημένων εκπαιδευτικών που θα χρησιμοποιηθούν ως «Δούρειος Ίππος» για τη γενικευμένη εφαρμογή της σε όλη την έκταση της εκπαίδευσης. Καθοριστικό ρόλο στην αξιολόγηση των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών θα έχουν οι λεγόμενοι «μέντορες» εκπαιδευτικοί.

Όσο κι αν υπόσχεται η κυβέρνηση ότι  τάχα η «αξιολόγηση δεν θα έχει τιμωρητικό χαρακτήρα», δεν θα πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι θα αξιοποιηθεί στον κατάλληλο χρόνο για να χτυπηθούν οι εργασιακές σχέσεις, να καθηλωθούν οι μισθοί, να ανοίξει ο δρόμος ακόμα και στις απολύσεις. Άλλωστε οι ίδιες οι διατάξεις που υπάρχουν μέσα στο ν/σ διαψεύδουν τις κυβερνητικές υποσχέσεις. Ο νεοδιόριστος που αξιολογείται ως «ανεπαρκής» δεν μονιμοποιείται. Ο εκπαιδευτικός που δεν προωθεί την αυτοαξιολόγηση δεν έχει δικαίωμα να διεκδικήσει θέση διευθυντική.

Στήνουν έναν μηχανισμό αυστηρής επιτήρησης της Δημόσιας Εκπαίδευσης – Επιβάλλουν τον φόβο και την ανασφάλεια – Καταστρατηγούν τη δημοκρατική λειτουργία των σχολείων

Για να εφαρμόσει και να εποπτεύει την πορεία της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών η κυβέρνηση και το ΥΠΑΙΘ στήνουν ένα νέο συντηρητικό, συγκεντρωτικό, μοντέλο εκπαίδευσης, κατά τα πρότυπα των επιχειρήσεων, ένα ιεραρχικό σώμα αξιολογητών – επιθεωρητών που περιλαμβάνει Περιφερειακούς Επόπτες Ποιότητας της Εκπαίδευσης, Περιφερειακά Συμβούλια Εποπτών, Επόπτες Ποιότητας της Εκπαίδευσης ανά Διεύθυνση Εκπαίδευσης και Συμβούλους Εκπαίδευσης, το οποίο καταλήγει σε επίπεδο σχολικής μονάδας στους ενδοσχολικούς συντονιστές, τους συντονιστές τάξεων και τους μέντορες που θα αποτελούν τους άμεσους κρίκους υλοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής. Δίπλα σε αυτό έρχεται να προστεθεί και ένα τμήμα των εκπαιδευτικών «παρά τω διευθυντή», με την ελπίδα «καλής» αξιολόγησης, που προς το παρόν θα συνδέεται με μόρια για μια θέση στελέχους.

Στόχος της κυβέρνησης είναι να στήσει ένα μηχανισμό αυταρχικού ελέγχου, επιτήρησης και συνεχούς αξιολόγησης που κατατείνουν στη συμμόρφωση των εκπαιδευτικών απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική. Επιδίωξη της κυβέρνησης είναι η επιβολή της πολιτικής της μέσω του φόβου και της ανασφάλειας, καταπατώντας τα δημοκρατικά κεκτημένα δικαιώματα των σχολείων και των Συλλόγων Διδασκόντων. Γι’ αυτό στο «νέο σχολείο» ο διευθυντής έχει «αυξημένα» καθήκοντα και ρόλους αφού ορίζεται ως ο μόνος παιδαγωγικά και διοικητικά υπεύθυνος, που αποφασίζει για όλα, ενώ ο σύλλογος διδασκόντων μένει σε ρόλο διακοσμητικό. Ακόμα εκχωρούνται νέες εξουσίες στον διευθυντή, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να ορίζει υποδιευθυντή, ενδοσχολικό συντονιστή και μέντορα, μονοπρόσωπα όργανα εντός της σχολικής μονάδας. Καθίσταται υπεύθυνος για τα προγράμματα ενδοσχολικής επιμόρφωσης, είναι ο πειθαρχικός προϊστάμενος των εκπαιδευτικών και μπορεί να τους επιβάλει έγγραφη επίπληξη καθώς και πειθαρχική ποινή.

Στο ίδιο πλαίσιο των αυξημένων αρμοδιοτήτων του ο Δ/ντης μπορεί να αποφασίζει (άρθρο 90) ακόμα και για την πραγματοποίηση επιμορφωτικών σεμιναρίων, τη θεματολογία τους, τον φορέα υλοποίησης, ο οποίος μπορεί να είναι και ιδιώτης ή ένα ιδιωτικό σχολείο, εκτός του διδακτικού ωραρίου.

Ταυτόχρονα, επειδή ο διευθυντής έχει και την ευθύνη διοργάνωσης διαδικασιών αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας, θα αποτελέσει όργανο καταστολής της συνδικαλιστικής δράσης αφού η απεργία – αποχή από την αυτοαξιολόγηση μπαίνει, εμμέσως πλην σαφώς, στο επίκεντρο του ν/σ. Ο διευθυντής έχει το ελεύθερο να εκβιάζει εκπαιδευτικούς που συμμετέχουν στην απεργία – αποχή απειλώντας με αρνητική αξιολόγηση με ό,τι αυτό σημαίνει για τους νεοδιόριστους και την μονιμοποίησή τους, καθώς και για όσους θα διεκδικήσουν θέση ευθύνης.

Καταστρατηγώντας κάθε έννοιας συλλογικής και δημοκρατικής έκφρασης αλλάζει ακόμα και το Σχολικό Συμβούλιο (άρθρο 100) που γίνεται πλέον επταμελές με μέλη τον Διευθυντή, δύο εκπρόσωπους του Δήμου, τρεις εκπαιδευτικούς, και έναν εκπρόσωπο του Συλλόγου Γονέων.

Κρίσιμη διάσταση αποκτά η εντατικοποίηση της εργασίας των εκπαιδευτικών με την πολύωρη παραμονή τους στο σχολείο. Προωθείται η απλήρωτη εργασία και διεύρυνση του εργασιακού ωραρίου (άρθρο 86), αφού πλέον οι παιδαγωγικές συναντήσεις θα γίνονται είτε δια ζώσης είτε εξ αποστάσεως και με απόφαση του Διευθυντή της σχολικής μονάδας θα καθορίζεται ο τρόπος και ο χρόνος διεξαγωγής. Το ίδιο ισχύει και για τη συγκρότηση των λεγόμενων εκπαιδευτικών ομίλων.

Εντείνουν τους ταξικούς φραγμούς στη μόρφωση

Η κυβέρνηση προεκτείνει τις πλευρές της τηλεκπαίδευσης θεσμοθετώντας την περίφημη «ανεστραμμένη μάθηση», αλλοιώνοντας βαθιά την ουσία της ζωντανής διδασκαλίας. Με τη φορεσιά του «μοντέρνου» και του «ψηφιακού εκσυγχρονισμού» η κυβέρνηση προωθεί μέτρα που αμφισβητούν τη διδασκαλία, την αξία της τάξης ως τον φυσικό χώρο όπου γεννιούνται τα ερωτήματα, η αμφισβήτηση, ο διάλογος και ο προβληματισμός, ως πλευρές που προάγουν η μάθηση. Αντίθετα προς αυτά το ΥΠΑΙΘ προάγει την ατομική – παθητική μάθηση, την μονόδρομη επικοινωνία, μέσω της «ανεστραμμένης τάξης» και των βιντεοσκοπημένων μαθημάτων.

Ταυτόχρονα η επιχειρηματικότητα, η προσαρμοστικότητα, ο εθελοντισμός, η ευελιξία και οι δεξιότητες αποκτούν χώρο μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία. Με σημαία την αξιολόγηση, την ατομική ευθύνη, την αριστεία, προωθούν τη λεγόμενη «αξία χρήσης» της γνώσης. Η αγορά δεν επιτρέπει ελεύθερο χρόνο, ούτε γενική γνώση αλλά πιστοποιημένες ικανότητες. Αυτό επιβεβαιώνει άλλωστε και ο εξοβελισμός των εικαστικών/καλλιτεχνικών μαθημάτων και των κοινωνικών επιστημών. Κατά την κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική δεν χρειάζονται οι ανθρωπιστικές σπουδές και η τέχνη, παρά μόνο οι δεξιότητες.

Να ανατραπεί η αντιεκπαιδευτική πολιτική – να μην περάσει το αντιδραστικό ν/σ που σαρώνει την Δημόσια Εκπαίδευση!

Τα μέτρα που φέρνει η κυβέρνηση διαμορφώνουν ένα ριζικά διαφορετικό και αντιδραστικό τοπίο στην εκπαίδευση. Η πολιτική τους εντείνει τους ταξικούς φραγμούς, προωθεί το σχολείο των «δεξιοτήτων», τη μόρφωση για λίγους κι εκλεκτούς. Ανοίγει τον δρόμο για το χτύπημα των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, για να αρθεί η μονιμότητα στην εργασία και να ανοίξει ο δρόμος για απολύσεις. Επιβάλλει νέα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια στη λειτουργία των σχολείων και στρώνει το έδαφος για την ταξική κατηγοριοποίησή τους. Στραγγαλίζει οποιαδήποτε ελευθερία και όσα δημοκρατικά δικαιώματα έχουν απομείνει στο Δημόσιο Σχολείο. Το μοντέλο της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού συνδέεται με το περιεχόμενο και τον ρόλο του «νέου» αγοραίου σχολείου. Επιδίωξη της κυρίαρχης τάξης είναι η ιδεολογική χειραγώγηση των εκπαιδευτικών ως απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβολή της πολιτική της και αυτό προσπαθεί να πετύχει με τα μέτρα που έρχονται.

Είναι λοιπόν επιτακτική η ανάγκη αποφασιστικής συλλογικής απάντησης με Γ/Σ και Γ/Σ προέδρων το αμέσως επόμενο διάστημα που θα βάλουν φραγμό στις επιδιώξεις τους. Είναι επίσης επιτακτική ανάγκη να υπάρξει ώσμωση με το μαθητικό και γονεϊκό κίνημα, να συγκροτηθεί πανεκπαιδευτικό μέτωπο ενάντια στα επιχειρούμενα κυβερνητικά μέτρα, διεκδικώντας:

  • Ενιαίο Δωδεκάχρονο Δημόσιο και Δωρεάν Σχολείο για όλα τα παιδιά!
  • Ουσιαστική και πραγματική αναβάθμιση του Δημόσιου Σχολείου με βάση τις μορφωτικές ανάγκες των παιδιών του λαού!
  • Γενναία αύξηση της χρηματοδότησης της Δημόσιας Εκπαίδευσης αποκλειστικά από τον κρατικό προϋπολογισμό – Όχι στην ομηρία της εκπαίδευσης από τα ιδιωτικά συμφέροντα των επιχειρήσεων!
  • Σταθερή και μόνιμη εργασία για όλους τους εκπαιδευτικούς! Να ζούμε με αξιοπρέπεια από το μισθό μας! Όχι στην αξιολόγηση – χειραγώγηση των εκπαιδευτικών!
  • Δημόσιο Σχολείο με δημοκρατικά δικαιώματα στους Συλλόγους Διδασκόντων! Όχι στην ποινικοποίηση των αγώνων!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025