Η ΕΛΜΕ Πειραιά εξέδωσε επιστολή προς τους γονείς μαθητών για τη συμμετοχή τους στο διαγωνισμό «ελληνική PISA» στα σχολεία.
Αναλυτικά η επιστολή:
Αγαπητοί γονείς,
Όπως ίσως έχετε ενημερωθεί ήδη από το σχολείο σας, στις 18 Μάη 6.000 παιδιά Στ΄ Δημοτικού και Γ’ Γυμνασίου θα εξεταστούν στον «ελληνικό διαγωνισμό PISA» στα μαθήματα της Γλώσσας και των Μαθηματικών. Η διεξαγωγή του διαγωνισμού αυτού γίνεται με βάση το νόμο που ψηφίστηκε το καλοκαίρι για την εκπαίδευση. Φέτος θα γίνει δοκιμαστικά σε 300 δημοτικά και 300 γυμνάσια σε όλη τη χώρα. Ο διαγωνισμός αυτός δεν είναι κάτι νέο. Γίνεται εδώ και πολλά χρόνια σε διεθνές επίπεδο.
Το έργο όμως είναι χιλιοπαιγμένο και πλέον έχουμε αρκετή πείρα τόσο από τις «εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις» της χώρας μας αλλά και της ΕΕ και το πού οδηγούν τέτοιου είδους εξετάσεις.
Οι εξετάσεις της PISA διεξάγονται κάθε τρία χρόνια στη Γλώσσα (κατανόηση κειμένου), Μαθηματικά και Φυσικές Επιστήμες, ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ (Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη). Αρκεί να θυμίσουμε ότι ο ΟΟΣΑ είναι ο οργανισμός που υποστηρίζει ότι στην Ελλάδα έχουμε λίγους μαθητές στην τάξη και πρέπει να υπάρχουν περισσότεροι (!), πολλά σχολεία και πρέπει να γίνουν συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων (!) και πάρα πολλοί εκπαιδευτικοί, παρά τα χιλιάδες κενά κάθε σχολική χρονιά!
Όπως μας πληροφορεί σε σχετικό βίντεο η ιστοσελίδα του ΙΕΠ «Η PISA είναι πνευματικό παιδί του ΟΟΣΑ και είναι ένα εργαλείο, προκειμένου οι βέλτιστες πρακτικές που υπάρχουν στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ να γενικευτούν και να υιοθετηθούν στα υπόλοιπα εκπαιδευτικά προγράμματα». Άρα λοιπόν, το ερώτημα: “Γιατί αντιδράτε τόσο στην «ελληνική» όσο και στη διεθνή PISA” πρέπει να μπει στη σωστή του βάση: “Γιατί αντιδράτε στην πολιτική της κυβέρνησης για την παιδεία και στις πρακτικές του ΟΟΣΑ”;
Τέτοιου τύπου εξετάσεις, ειδικά στην κρίσιμη ηλικία της αποφοίτησης από το Δημοτικό, δεν είναι ελληνική πατέντα, αλλά εφαρμόζονται διεθνώς και σαν στόχο έχουν την κατηγοριοποίηση σχολείων και μαθητών. Στην Αγγλία στο τέλος του Primary School, ο μαθητής δίνει εξετάσεις στα Μαθηματικά και τη Γλώσσα (SAT ‘s) και με βάση τα αποτελέσματα προκύπτει το λεγόμενο flight path (προσδοκία μάθησης) η οποία τον ακολουθεί τα επόμενα μαθητικά του χρόνια και τον προσανατολίζει σε τι επίπεδο σχολείου δευτεροβάθμιας θα φοιτήσει, με βάση την έντονη ταξική διαφοροποίηση που υπάρχει στα σχολεία της Αγγλίας. Στη Γερμανία, στην ηλικία των 11 ετών, το συμβούλιο του σχολείου αποφασίζει με βάση την επίδοση του μαθητή σε ποιον από τους τρεις τύπους σχολείου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης θα οδηγηθεί: Hauptschule (τετραετές τεχνικό σχολείο) Realschule (πενταετές γενικού χαρακτήρα σχολείο) και Gymnasium (επταετές ή οκταετές που οδηγεί στο Πανεπιστήμιο).
Η απάντηση του ΟΟΣΑ, της ΕΕ αλλά και της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στις ανισότητες και στην αποτύπωσή τους στα αποτελέσματα των διαγνωστικών εξετάσεων, είναι ο διαχωρισμός των μαθητών και η διοχέτευση αυτών που προέρχονται από τα πιο χαμηλά κοινωνικά στρώματα σε σχολεία υποβαθμισμένα. Έχει αποδειχθεί σε όλες τις χώρες που εφαρμόστηκε, ότι αυτή η τακτική λειτουργεί ως «αυτοεκπληρούμενη προφητεία» για αυτούς τους μαθητές: όχι μόνο δε βοηθά στη γνωστική ανάπτυξη αυτών των μαθητών , αλλά πολύ περισσότερο δε λειαίνει τις ταξικές ανισότητες, όπως οι ίδιοι ευαγγελίζονται, αλλά τις αποτυπώνει, παγιώνοντάς τες. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, σε πολλές Πολιτείες των ΗΠΑ, ο μαθητές τοποθετούνται σε τμήματα στο Δημοτικό Σχολείο με βάση την επίδοσή τους στη γραφή και την ανάγνωση. Εννιά στους δέκα μαθητές που τοποθετούνται στο χαμηλό επίπεδο, παραμένουν και αποφοιτούν από αυτό. Γι’ αυτή την προοπτική ανοίγουν δρόμο!
Απέναντι λοιπόν στη μομφή ότι δε θέλετε εξετάσεις, δε θέλετε να αξιολογηθεί η δουλειά σας, απαντάμε: πώς μπορεί και γιατί να είναι μετρήσιμο με τέτοιου τύπου ποσοτικούς δείκτες το αποτέλεσμα της διδασκαλίας; Με τέτοιου είδους κλίμακες και «διαγωνισμούς» ανοίγουν σήμερα το δρόμο ώστε, σε συνδυασμό με την εφαρμογή της λεγόμενης «αξιολόγησης», να βαθμολογήσουν και να κατηγοριοποιήσουν τα σχολεία, να δημιουργήσουν σχολεία, μαθητές και εκπαιδευτικούς πολλών ταχυτήτων. Δεν επιδιώκουν να βελτιώσουν το μορφωτικό επίπεδο των μαθητών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στους διαγωνισμούς τύπου PISA “πρωτεύουν” χώρες όπως η Σιγκαπούρη και η Νότια Κορέα…
Ξέρουμε πολύ καλά εμείς οι εκπαιδευτικοί της τάξης ότι δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε τη δουλειά μας με τέτοιους όρους, η διδασκαλία δεν είναι ένα μονόπρακτο έργο που κρίνεται μέσα σε ένα δίωρο εξετάσεων, με ενιαίους ισοπεδωτικούς όρους.
Κανένα σύστημα δεν μπορεί να βελτιωθεί αν δεν ικανοποιούνται αυτά που χρόνια τώρα και εσείς οι γονείς και εμείς οι εκπαιδευτικοί διεκδικούμε. Λιγότερα παιδιά στην τάξη, μόνιμο και σταθερό εκπαιδευτικό προσωπικό, δομές που θα υποστηρίζουν τις ειδικές ανάγκες των μαθητών μας , γενναία χρηματοδότηση, βιβλία και προγράμματα σπουδών που θα κάνουν τα παιδιά να αγαπούν τη γνώση.
Το Υπουργείο θα σας πει ότι η συμμετοχή των παιδιών σας είναι «υποχρεωτική». Το λέει για να σας πιέσει. Το λέει γιατί ξέρει ότι υπάρχουν αντιδράσεις. Σας το λέμε καθαρά: δεν υπάρχει καμία συνέπεια για τα παιδιά σας αν δεν συμμετέχουν στο διαγωνισμό. Εμείς από τη δική μας πλευρά, μέσα από τα εκπαιδευτικά μας σωματεία και εσείς από τη δική σας, με τη δυνατότητα που έχετε να μην συμφωνήσετε στη συμμετοχή των παιδιών σας, να ματαιώσουμε τη διεξαγωγή του.
Γιατί αν πραγματοποιηθεί φέτος, από του χρόνου θα αφορά όλους τους μαθητές της Στ΄ τάξης του Δημοτικού και της Γ΄ τάξης του Γυμνασίου και αργότερα και άλλες τάξεις και άλλα μαθήματα, κάτι που προβλέπει ο νόμος.
Γιατί θέλουμε ένα σχολείο που θα μορφώνει ολόπλευρα και ουσιαστικά, που δε «θα διδάσκει για το τεστ». Γιατί δε θέλουμε να γίνει και ο διαγωνισμός PISA άλλος ένας τρόπος που θα χωρίζει σε κατηγορίες μαθητές και σχολεία, που θα ανοίγει το δρόμο για ακόμα περισσότερες αντιεκπαιδευτικές πολιτικές.