Όσον αφορά στα πρότυπα σχολεία, διαφωνούμε κάθετα με τα σχολεία «ελίτ» για λίγους άριστους μαθητές, καθώς μόνιμο αίτημα της εκπαιδευτικής κοινότητας είναι τα δημόσια ποιοτικά σχολεία για όλους τους μαθητές και όλες τις μαθήτριες, αναφέρει η ΕΛΜΕ Κέρκυρας σε ανακοίνωση της.
Η ανακοίνωση:
Αντίθετα με ό,τι προβλέπεται στο ισχύον νομικό πλαίσιο, πεποίθηση μας είναι ότι τα Πειραματικά σχολεία θα πρέπει να είναι συνδεδεμένα με τα Πανεπιστημιακά ιδρύματα ώστε να εφαρμόζουν τα προτεινόμενα καινοτόμα προγράμματα σε προσδιορισμένο χρονικό πλαίσιο σε τυχαίο και αντιπροσωπευτικό δείγμα μαθητών. Τυχαίο πρέπει να είναι και το δείγμα των διδασκόντων/ουσών σε αυτά.
Επίσης, επιβάλλεται η περιοδική μετατροπή σχολείων της Δημόσιας εκπαίδευσης σε Πειραματικά. Με αυτή τη διαδικασία μπορούμε να εξάγουμε ασφαλή επιστημονικά συμπεράσματα τα οποία θα συμβάλουν στην ποιοτική αναβάθμιση της παρεχόμενης γνώσης σε όλη τη Δημόσια εκπαίδευση. Ωστόσο, στον ν.4692/20 καμία από τις παραπάνω προϋποθέσεις δεν τηρείται.
Όσον αφορά στα πρότυπα σχολεία, διαφωνούμε κάθετα με τα σχολεία «ελίτ» για λίγους άριστους μαθητές, καθώς μόνιμο αίτημα της εκπαιδευτικής κοινότητας είναι τα δημόσια ποιοτικά σχολεία για όλους τους μαθητές και όλες τις μαθήτριες. Η ίδρυση προτύπων σχολείων αποτελεί μία εκ των προτέρων κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων, ενάντια στην οποία το εκπαιδευτικό κίνημα έχει δώσει μεγάλους αγώνες με πιο πρόσφατη την μαζική συμμετοχή στην απεργία αποχή της ΟΛΜΕ από τις διαδικασίες αξιολόγησης των σχολείων που προβλέπονται στο ν. 4692/20.
Η προσπάθεια γενίκευσης των Πρότυπων και Πειραματικών Σχολείων δεν είναι ξεκομμένη από την υπόλοιπη αντιεκπαιδευτική πολιτική. Συνδέεται άμεσα με την προσπάθεια να ενισχυθεί η διαφοροποίηση, η πολυκατηγοριοποίηση, η δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων. Δεν έχει καμία σχέση με την αναγκαία αναβάθμιση για όλα τα σχολεία ανεξάρτητα από την περιοχή, τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, τη σύνθεση μαθητικού πληθυσμού.
Ο βασικός ρόλος της εκπαιδευτικής διαδικασίας δε θα πρέπει να υποβαθμίζεται στην «εκπαίδευση των λίγων άριστων μαθητών», αλλά να είναι η ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου ανεξαιρέτως όλων των παιδιών ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση, τη φυλή, το χρώμα και τη θρησκεία. Αυτή πρέπει να είναι η πραγματική πρόκληση του κάθε σχολείου και του κάθε εκπαιδευτικού και στον τομέα αυτό χρειάζεται στήριξη και βοήθεια, οι οποίες δεν δίνονται. Αποτελεί μεγάλη υποκρισία του Υπ. Παιδείας όταν μετά από ένα χρόνο πανδημίας έχει πραγματικά αφήσει χιλιάδες σχολεία, μαθητές και εκπαιδευτικούς κυριολεκτικά στην τύχη τους, χωρίς κανένα ουσιαστικό μέτρο, να μιλά για «αριστεία» των λίγων.
Το πλαίσιο του νόμου 4692/20, με βάση το οποίο καλούνται οι Σύλλογοι Διδασκόντων να αποφασίσουν αν επιθυμούν τη μετατροπή τους σχολείου τους σε Πρότυπο ή Πειραματικό, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, τα εξής:
- Εργασιακό καθεστώς εκπαιδευτικών
α) Άρθρο 19 παρ.15: «Οι εκπαιδευτικοί που είναι τοποθετημένοι οριστικά σε σχολείο που χαρακτηρίζεται ως Π.Σ. ή ΠΕΙ.Σ. παύουν να είναι οριστικά τοποθετημένοι σε αυτό. Οι εκπαιδευτικοί του προηγούμενου εδαφίου μπορούν να παραμείνουν στο σχολείο που χαρακτηρίστηκε ως Π.Σ. ή ΠΕΙ.Σ. με διετή θητεία, προκειμένου να επιμορφωθούν και προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις, κατόπιν αίτησής τους. Οι εκπαιδευτικοί αξιολογούνται στο τελευταίο έτος της θητείας τους για την εκπαιδευτική, διδακτική και υπηρεσιακή τους επάρκεια, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 3 του άρθρου 20. Αξιολογούνται, επίσης για την επιστημονική-παιδαγωγική τους συγκρότηση και κατάρτιση, το επιστημονικό-συγγραφικό τους έργο και την υπηρεσιακή κατάσταση, διδακτική εμπειρία και καθοδηγητικό έργο…». Επομένως, αν ένα σχολείο μετατραπεί σε Πρότυπο ή Πειραματικό, οι ήδη υπηρετούντες σε αυτό χάνουν αυτόματα την οργανική τους. Μπορούν να παραμείνουν με διετή θητεία κατά την οποία θα πρέπει να φροντίσουν για την αυτοεπιμόρφωσή τους, καθώς θα ακολουθήσει σχετική αξιολόγησή τους για το αν θα παραμείνουν ή όχι στο σχολείο. Αντί να επικεντρωθούν στα εκπαιδευτικά τους καθήκοντα ωθούνται σε ένα ατέρμονο κυνήγι προσόντων, προκειμένου να διατηρήσουν την έτσι κι αλλιώς επισφαλή θέση τους.
β) Άρθρο 19 παρ.18: «Λειτουργικά κενά που προκύπτουν, για οποιονδήποτε λόγο, κατά την έναρξη ή κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους σε Π.Σ. και ΠΕΙ.Σ., καλύπτονται από εκπαιδευτικούς άλλων Π.Σ. ή ΠΕΙ.Σ. που δεν συμπληρώνουν το υποχρεωτικό διδακτικό τους ωράριο, σύμφωνα με την παρ. 22. Αν δεν είναι δυνατή η κάλυψη των κενών από τους εκπαιδευτικούς του πρώτου εδαφίου, τα λειτουργικά κενά καλύπτονται με αποσπάσεις εκπαιδευτικών που υπηρετούν σε σχολεία της οικείας Π.Δ.Ε. και διαθέτουν αυξημένα ακαδημαϊκά προσόντα.» Ακόμα και οι εκπαιδευτικοί που τοποθετούνταν με προσωρινή τοποθέτηση στα σχολεία αυτά, με βάση τα μόρια που κατείχαν, εξοβελίζονται από αυτά, αφού προτεραιότητα δίνεται σε συναδέλφους με αυξημένα προσόντα, ακόμα κι αν αυτοί προέρχονται από άλλο ΠΥΣΔΕ.
γ) Άρθρο 19 παρ. 23: «Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, που εκδίδεται μετά από εισήγηση της Δ.Ε.Π.Π.Σ., μπορεί να τροποποιείται το διδακτικό ωράριο των υπηρετούντων εκπαιδευτικών στα Π.Σ. και ΠΕΙ.Σ.»
δ) Επιπλέον αρμοδιότητες και φόρτος εργασίας των εκπαιδευτικών σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ.2: «Ο Σύλλογος Διδασκόντων των Π.Σ. και ΠΕΙ.Σ., πέραν των αρμοδιοτήτων των Συλλόγων Διδασκόντων των λοιπών σχολικών μονάδων, έχει και τις ακόλουθες ειδικές αρμοδιότητες:
α) εισηγείται στο ΕΠ.Ε.Σ. τον ορισμό των Σχολικών Συντονιστών Εκπαιδευτικού Έργου της παρ. 3, ανά ειδικότητα ή ομάδα ειδικοτήτων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή ανά τάξη ή ομάδα μαθημάτων στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση,
β) εισηγείται στο ΕΠ.Ε.Σ. τη δημιουργία ομίλων,
γ)έχει από κοινού με το ΕΠ.Ε.Σ. την ευθύνη για τα προγράμματα πρακτικής άσκησης προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών στο Π.Σ. ή ΠΕΙ.Σ., τις επιμορφωτικές δραστηριότητες των εκπαιδευτικών, τις ερευνητικές δραστηριότητες του Π.Σ. ή ΠΕΙ.Σ. και τη συνεργασία του με Α.Ε.Ι., ερευνητικούς φορείς και κοινωφελή ιδρύματα, και
δ) συνεργάζεται με τον Διευθυντή και τον Υποδιευθυντή του Π.Σ. ή ΠΕΙ.Σ., υπό την καθοδήγηση του Προέδρου και του Συντονιστή Εκπαιδευτικού έργου του οικείου ΕΠ.Ε.Σ., στην κατάρτιση του σχεδίου προγραμματισμού δράσεων και στη χάραξη των εκπαιδευτικών στόχων του σχολείου, που αποτελούν το αντικείμενο της εσωτερικής αξιολόγησης του»
Αξιολόγηση εκπαιδευτικών και σχολικής μονάδας
α) Αξιολόγηση εκπαιδευτικών:
Οι νεοεισερχόμενοι στα Πρότυπα και Πειραματικά τοποθετούνται με μονοετή θητεία και εφόσον αξιολογηθούν θετικά, τοποθετούνται με τετραετή θητεία (άρθρο 19, παρ. 14).
Αξιολογούνται επίσης στη διάρκεια του τελευταίου έτους της 2ετους ή 4ετούς τους θητείας (άρθρο 20, παρ.1) από το Επιστημονικό Εποπτικό Συμβούλιο, από τον ΣΕΕ και από τον Διευθυντή. Πρόκειται για εξαντλητική και ακραία γραφειοκρατική αξιολόγηση.
β) Αξιολόγηση σχολικής μονάδας (άρθρο 21):
«Εσωτερική»: Ο Διευθυντής του Π.Σ. ή του ΠΕΙ.Σ., σε συνεργασία με τον Υποδιευθυντή και τον Σύλλογο Διδασκόντων και υπό την καθοδήγηση του Προέδρου και του Συντονιστή Εκπαιδευτικού Έργου του οικείου ΕΠ.Ε.Σ., στην αρχή του έτους συντάσσουν προγραμματισμό δράσεων και στο τέλος του έτους έκθεση εσωτερικής αξιολόγησης, που δημοσιοποιούνται στην ιστοσελίδα του σχολείου και υποβάλλονται σε ηλεκτρονική πλατφόρμα του Ι.Ε.Π.
Εξωτερική: Η εξωτερική αξιολόγηση πραγματοποιείται από τη Δ.Ε.Π.Π.Σ., σε συνεργασία με το Ι.Ε.Π. και Α.Ε.Ι. της ημεδαπής στο τέλος του σχολικού έτους και υποβάλλεται σε ηλεκτρονική πλατφόρμα του Ι.Ε.Π.
Μεταξιολόγηση: Η Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε. αξιοποιεί το περιεχόμενο της ηλεκτρονικής πλατφόρμας σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, με έμφαση στις εκθέσεις εξωτερικής αξιολόγησης και συντάσσει ανά τετραετία έκθεση μεταξιολόγησης.
Επιστημονικό Εποπτικό Συμβούλιο (άρθρο 17)
Δημιουργείται μια «σκιώδης διεύθυνση», το Επιστημονικό Εποπτικό Συμβούλιο το οποίο αποτελείται από : ένα (1) μέλος Δ.Ε.Π. ελληνικού Α.Ε.Ι., τον Συντονιστή Εκπαιδευτικού Έργο, τον Διευθυντή ή Προϊστάμενο του σχολείου, δύο (2) εκπαιδευτικούς του Π.Σ. ή ΠΕΙ.Σ., οι οποίοι επιλέγονται με τους αναπληρωτές τους με απόφαση της Π.Ε.Π.Π.Σ., με κριτήριο τα ακαδημαϊκά τους προσόντα και κατόπιν αξιολόγησης της «προσφοράς» τους στο σχολείο, Το ΕΠΕΣ έχει αυξημένες αρμοδιότητες, αποφασιστικού χαρακτήρα, (αξιολόγηση εκπαιδευτικών, υποβολή της έκθεσης εσωτερικής αξιολόγησης, δημιουργία ομίλων, αναμόρφωση του αναλυτικού και ωρολόγιου προγράμματος, προγράμματα πρακτικής άσκησης προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών, ερευνητικές δραστηριότητες κλπ) υποβαθμίζοντας έτσι το ρόλο του Συλλόγου Διδασκόντων.
Συμβούλιο στήριξης σχολείου (Άρθρο 22)
Δημιουργείται πενταμελές συμβούλιο στήριξης του σχολείου με τετραετή θητεία, το οποίο αποτελείται από: α) τον Διευθυντή του Π.Σ. ή ΠΕΙ.Σ., ως Πρόεδρο, β) έναν (1) εκπρόσωπο του δήμου με γνώσεις και εμπειρία σε θέματα εκπαίδευσης που επιλέγεται από το δημοτικό συμβούλιο, ως Αντιπρόεδρο, γ) έναν (1) εκπρόσωπο του Συλλόγου Γονέων και δ) δύο (2) διακεκριμένες προσωπικότητες της τοπικής κοινωνίας, το οποίο αποφασίζει για θέματα που σχετίζονται με την προσφορά του σχολείου στην τοπική κοινωνία, θέματα που σχετίζονται με την υλικοτεχνική υποδομή και τους οικονομικούς πόρους του σχολείου, την αξιοποίηση και διάθεση των οικονομικών πόρων της σχολικής μονάδας κλπ. Βασικές διαδικασίες του σχολείου περνούν σε εξωσχολικούς και άρα αναρμόδιους φορείς.
Χρηματοδότηση (άρθρο 23)
Άρθρο 23 παρ 2: Η χρηματοδότηση των Π.Σ. και ΠΕΙ.Σ. πραγματοποιείται με τους όρους και τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων χρηματοδοτούνται τα λοιπά σχολεία και επιπροσθέτως: α) από τον Ειδικό Λογαριασμό Κονδυλίων Έρευνας (Ε.Λ.Κ.Ε.) του Α.Ε.Ι., με το οποίο συνεργάζονται ή άλλον συνεργαζόμενο φορέα, β) από δωρεές, χορηγίες, κληρονομίες, κληροδοσίες και άλλες παροχές τρίτων, καθώς και επιχορηγήσεις από άλλες πηγές
Συμπερασματικά, τα Πρότυπα και Πειραματικά σχολεία, πέραν της προφανούς κατηγοριοποίησης των σχολείων που επιφέρουν, αποτελούν μία συνεχώς αξιολογούμενη δομή στην οποία οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν οργανική θέση, έχουν επιπλέον γραφειοκρατικό φόρτο εργασίας και αξιολογούνται διαρκώς. Ο Σύλλογος Διδασκόντων δεν αποτελεί επί της ουσίας το κυρίαρχο όργανο του σχολείου καθώς το ΕΠ.Ε.Σ και το Συμβούλιο Στήριξης αποφασίζουν για όλα σχεδόν τα θέματα του σχολείου. Ταυτόχρονα, θεσμοθετείται και επίσημα η αναζήτηση χορηγιών και δωρεών για τη χρηματοδότησή τους.
Ο τρόπος επιλογής των μαθητών, η επιλογή των διευθυντών και των εκπαιδευτικών των σχολείων, το ωρολόγιο πρόγραμμα, η διδακτέα ύλη, άλλα ακόμα και η χρηματοδότηση των σχολείων θα αποφασίζεται από Διοικούσα Επιτροπή (Δ.Ε.Π.Π.Σ.) που θα διορίζεται εξολοκλήρου από το Υπουργείο Παιδείας και θα μπορεί με απόφαση του να τροποποιεί, δηλαδή να «κάνει λάστιχο», το διδακτικό πρόγραμμα των υπηρετούντων εκπαιδευτικών στα Πρότυπα και Πειραματικά Σχολεία.
Η γενίκευση των Πρότυπων και Πειραματικών σχολείων σε κάθε περιοχή, η επιλογή και η συγκέντρωση των «καλών» μαθητών αντικειμενικά υποβαθμίζει το σύνολο των σχολείων, ανακατανέμει το μαθητικό δυναμικό, καταργεί τα γεωγραφικά όρια, ανοίγει το δρόμο για την επιλογή σχολείου από τους γονείς. Αντικειμενικά ανοίγει ο δρόμος για τη δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων, με διαφορετική χρηματοδότηση, διαφορετικό πρόγραμμα, διαφορετικά μαθήματα. Οι στοχεύσεις της λεγόμενης «εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης» που απέρριψε μαζικά ο κλάδος με τη μαζική συμμετοχή στην απεργία – αποχή υπηρετούνται και μέσα από την επέκταση τέτοιων θεσμών.
Το ΥΠΑΙΘ και η κυβέρνηση επιμένουν εμμονικά στον αντιεπιστημονικό διαχωρισμό των μαθητών με τα Πρότυπα σχολεία, θέλοντας να δημιουργήσουν μία «ελίτ» μαθητών, που τίποτα δεν έχει να προσφέρει στην παρεχόμενη εκπαίδευση. Ταυτόχρονα, ταυτίζουν επί της ουσίας τα Πρότυπα με τα Πειραματικά, τα οποία υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται παραπάνω θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στη δημόσια εκπαίδευση.
Επιμένουμε να διεκδικούμε δημόσιο δωρεάν ποιοτικό σχολείο για όλους/ες!
Καλούμε τους Συλλόγους Διδασκόντων να μην επιτρέψουν τη μετατροπή των σχολείων τους σε Πρότυπα αλλά ούτε και σε Πειραματικά, όσο αυτά ταυτίζονται νομοθετικά με τα Πρότυπα
Καλούμε τις ΔΔΕ να σεβαστούν τις αποφάσεις των Συλλόγων Διδασκόντων και να μην προτείνουν την μετατροπή των σχολείων σε Πρότυπα ή Πειραματικά, εφόσον ο Σύλλογος έχει αποφασίσει διαφορετικά