Ένα χρόνο τώρα βιώνουμε τα τραγικά αποτελέσματα της αναποτελεσματικής διαχείρισης της πανδημίας στη ζωή, την υγεία, τη μόρφωση και συνολικά στα δικαιώματά μας, αναφέρει σε ανακοίνωση της η ΕΛΜΕ Κέρκυρας.
Η ανακοίνωση:
Η πανδημία συνεχίζει και καλπάζει χωρίς φρένο. Η κυβέρνηση με τις αλλεπάλληλες παλινωδίες, τις αλληλοαναιρούμενες οδηγίες, τα συνεχή «άνοιξε – κλείσε», τα lockdown πάνω στα lockdown και τη μη λήψη ουσιαστικών μέτρων έχει περιέλθει σε πλήρες αδιέξοδο σε όλους τους τομείς.
Η ανύπαρκτη πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, η πολιτική διάλυσης του ΕΣΥ, ο χλευασμός απέναντι στις προτάσεις για περιορισμό του συνωστισμού στα ΜΜΜ και για αύξηση δρομολογίων, το γεγονός ότι δεν επιβάλλονται τα αναγκαία μέτρα στους μεγάλους εργασιακούς χώρους, αφήνοντας ασύδοτους τους εργοδότες, το γεγονός ότι δεν υπάρχουν μέτρα προστασίας στα στρατόπεδα και στους προσφυγικούς καταυλισμούς, η εγκατάλειψη των δημοσίων αγαθών, μας δείχνουν και τον λόγο για τον οποίο βρισκόμαστε σε αυτήν την τραγική κατάσταση.
Η πολιτική της κυβέρνησης εδώ και έναν χρόνο κινείται αταλάντευτα στις ράγες του αντιδραστικού δόγματος της «ατομικής ευθύνης», της καταστολής και αστυνομοκρατίας, ενοχοποιώντας τον λαό και τη νεολαία για τα δεινά και την αύξηση κρουσμάτων από τον covid 19.
Ειδικά στην εκπαίδευση, αντί το ΥΠΑΙΘ να θέσει ως προτεραιότητα την υποστήριξη των μαθητών, των γονέων και των εκπαιδευτικών σε όλα τα επίπεδα (παιδαγωγικό, διδακτικό, ηθικό – ψυχολογικό), έβαλε ως προτεραιότητα τη διεξαγωγή των εξ αποστάσεως διαγωνισμάτων, την υποχρεωτική κατάθεση βαθμολογίας, την αξιολόγηση, την τράπεζα θεμάτων, την υποχρεωτική διεξαγωγή της ψηφοφορίας για τα υπηρεσιακά συμβούλια με ηλεκτρονική κάλπη, τον διορισμό χωρίς διαδικασίες των ημετέρων στελεχών εκπαίδευσης και άλλα πολλά που δείχνουν όχι μόνο κουλτούρα αυταρχισμού και αυθαιρεσίας αλλά και πλήρη άγνοια της τρέχουσας ζώσας εκπαιδευτικής πραγματικότητας.
Αντί να λάβει ουσιαστικά μέτρα υγιεινής και ασφάλειας στα σχολεία, έστειλε ακατάλληλες μάσκες και παγουρίνο, έδωσε οδηγίες για ανοικτά παράθυρα μέσα στο χειμώνα, χωρίς καμία επιπλέον χρηματοδότηση για θέρμανση, άφησε τα ειδικά σχολεία ανοικτά σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας χωρίς καμία προστασία, αρνήθηκε να υλοποιήσει όλες τις προτάσεις που επανειλημμένα κατέθεσαν εκπαιδευτικοί, γονείς και μαθητές και αξιοποίησε την πανδημία ως «ευκαιρία» για να νομοθετήσει σκληρά αντιεκπαιδευτικά μέτρα (τράπεζα θεμάτων, ισοτιμία κολεγίων-ΑΕΙ, αξιολόγηση, τρίμηνες συμβάσεις αναπληρωτών, επαγγελματική εκπαίδευση, αστυνομία στα πανεπιστήμια, αύξηση των προτύπων κ.α.).
Δεν πήρε κανένα μέτρο για την ασφαλή λειτουργία των σχολείων από την αρχή της χρονιάς, με αποτέλεσμα να κλείσουν όλα τα σχολεία στις αρχές Νοέμβρη και αρκετά από αυτά να παραμένουν κλειστά για πέντε συνεχόμενους μήνες από τότε. Το Νοέμβριο τα σχολεία έκλεισαν με τα κρούσματα να κυμαίνονται γύρω στις 2.000 ημερησίως και τώρα το ΥΠΑΙΘ προσπαθεί πάση θυσία να τα ανοίξει, πιέζοντας την επιτροπή των λοιμωξιολόγων, παρότι τα κρούσματα ξεπερνούν πλέον τις 4000, με τους ειδικούς να προβλέπουν ακόμα περισσότερα τις επόμενες ημέρες.
Το μόνο «μέτρο» που ανακοίνωσε η κυβέρνηση είναι το self-test. Για μια ακόμα φορά η κυβέρνηση μεταφέρει τις δικές της ευθύνες στους γονείς, τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς και κουνάει το δάχτυλο περί υποχρεωτικότητας και υπεύθυνων δηλώσεων. Ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος (ΠΙΣ) σε ανακοίνωσή του τονίζει ότι η χρήση των self tests δεν αποτελεί τη λύση για την καταπολέμηση της πανδημίας, καθώς δεν εξασφαλίζεται η ορθή λήψη του δείγματος από τους πολίτες. Ως συνέπεια αυτού μπορεί να έχουμε ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα, που είναι πιθανό να οδηγήσουν σε εσφαλμένα συμπεράσματα και αύξηση της διασποράς του ιού.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση εμπαίζει για ακόμα μία φορά τους εκπαιδευτικούς με το ζήτημα του εμβολιασμού. Στα Ειδικά Σχολεία, αν και λειτουργούν κανονικά, ελάχιστοι εκπαιδευτικοί έχουν εμβολιαστεί, ενώ στη Γενική Εκπαίδευση η πρόβλεψη της κυβέρνησης για παροχή μόνο των αδιάθετων εμβολίων σε εκπαιδευτικούς σημαίνει ότι σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να είναι εμβολιασμένοι οι εκπαιδευτικοί εγκαίρως, πριν το άνοιγμα των σχολείων.
Από την αρχή της πανδημίας έχουν καταγραφεί πάνω από 19.000 επιβεβαιωμένα κρούσματα σε παιδιά ηλικίας ως 17 ετών. Με δεδομένο ότι δεν υπήρξε, με ευθύνη της κυβέρνησης, ούτε ιχνηλάτηση ούτε επιδημιολογική επιτήρηση των κρουσμάτων αυτών, κανείς δε μπορεί να γνωρίζει πόσα είναι τα συνολικά κρούσματα των μαθητών. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει από μία εκ νέου επαναλειτουργία των σχολείων, χωρίς να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα, είναι τεράστιος τόσο για την εκπαιδευτική κοινότητα όσο και για την κοινωνία συνολικά.
Είναι σαφές ότι η απόφαση για άνοιγμα των σχολείων, μετά την πολύμηνη αναστολή λειτουργίας τους, αντανακλά και την πίεση που δέχεται η κυβέρνηση από την κούραση και την αγανάκτηση γονέων, μαθητών και εκπαιδευτικών σε σχέση με την τηλεκπαίδευση που συνέβαλε στην ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων, στη μορφωτική και συναισθηματική «λιμοκτονία» των μαθητών/τριων μας, ιδιαίτερα όλων όσων προέρχονται από τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα.
Ένας επίσης λόγος που σχετίζεται με την απόφαση να ανοίξουν τα σχολεία (Λύκεια) είναι για να «ρίξει στάχτη στα μάτια» της κοινωνίας, ότι επιστρέφουμε σε μια «κανονικότητα», να δικαιολογήσει το άνοιγμα του λιανεμπορίου και σε λίγες ημέρες και του τουρισμού χωρίς κανένα ουσιαστικό μέτρο υγιεινής και ασφάλειας. Τέλος για να υλοποιήσει και να προωθήσει η κυβέρνηση όλα τα αντιεκπαιδευτικά μέτρα που έχει ψηφίσει όπως ελάχιστη βάση εισαγωγής, τράπεζα θεμάτων κλπ.
Όλο αυτό το διάστημα, της πολύμηνης αναστολής λειτουργίας των σχολείων, της αμφίβολης -σε σχέση με τα εκπαιδευτικά της αποτελέσματα – τηλεκπαίδευσης, που αποκλείει ταυτόχρονα χιλιάδες μαθητές, μια σειρά νέα προβλήματα συσσωρεύονται. Δημιουργούνται και οξύνονται εκπαιδευτικά – μαθησιακά κενά. Πολλοί μαθητές, ειδικά των μικρότερων ηλικιών, πισωγυρίζουν από ήδη κατακτημένη γνώση.
Χιλιάδες μαθητές ετοιμάζονται να δώσουν πανελλαδικές, έχοντας προετοιμαστεί μόνο πίσω από μια οθόνη, αν βεβαίως διαθέτουν τον απαιτούμενο εξοπλισμό. Μεγαλώνει το άγχος, ο φόβος και η ανασφάλεια στα παιδιά. Η πολύμηνη απουσία κοινωνικοποίησης, επαφής με φίλους και αγαπημένες δραστηριότητες αφήνει ισχυρά αποτυπώματα στα παιδιά μας. Οι επιστημονικές έρευνες και μελέτες, ακόμα και η ίδια η UNICEF, μιλούν για «χαμένη γενιά».
Δε θα επιτρέψουμε να υπάρξουν «χαμένες γενιές»! Δε θα επιτρέψουμε τα παιδιά μας να γίνουν τα μεγαλύτερα θύματα της πανδημίας και της κρίσης!
Μας ανησυχεί εξαιρετικά το γεγονός ότι η κυβέρνηση και το Υπουργείο Παιδείας όχι απλά δεν αναγνωρίζουν τα προβλήματα και τις επιπτώσεις στα παιδιά μας αλλά ισχυρίζονται πως «όλα έγιναν καλώς», πως «η εκπαίδευση στην Ελλάδα μετασχηματίστηκε», πως «η τηλεκπαίδευση εξισώνεται εκπαιδευτικά με τη δια ζώσης εκπαιδευτική διαδικασία».
Όλο αυτό το διάστημα οξύνθηκαν στο έπακρο οι ταξικοί φραγμοί και οι ανισότητες στην Εκπαίδευση και προωθήθηκε η περαιτέρω ιδιωτικοποίηση της. Ακόμη και τα προσωπικά δεδομένα, η εκπαιδευτική πράξη, οι μαθητές, οι εκπαιδευτικοί, αποτελούν ένα επικερδές εμπόρευμα.
Μας προβληματίζει το ότι δεν υπάρχει κανένα ουσιαστικό σχέδιο αντιμετώπισης των προβλημάτων, χρηματοδότησης και ενίσχυσης των σχολείων σε όλα τα επίπεδα. Αντιθέτως, τεράστιο μέρος από κονδύλια της Ε.Ε. αλλά και του κρατικού προϋπολογισμού πηγαίνουν στις μεγάλες επιχειρήσεις. Από το λεγόμενο «Εθνικό σχέδιο Ανάκαμψης», δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ούτε μισό € δεν πάει για την κάλυψη των αναγκών για την υγεία και τη μόρφωση του λαού.
Οι χιλιάδες εκπαιδευτικοί όλο αυτό το διάστημα, χωρίς καμία στήριξη, σταθήκαμε δίπλα στους μαθητές μας με όλα τα μέσα. Κρατήσαμε αναμμένη τη φλόγα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Συλλογικά και αγωνιστικά καθυστερήσαμε και ακυρώσαμε τα αντιεκπαιδευτικά σχέδια της κυβέρνησης, όπως να μπουν κάμερες στις τάξεις ή να γίνουν οι καθηγητές καταδότες των μαθητών που αγωνίζονται. Σταματήσαμε την εφαρμογή της βαθιά αντιεκπαιδευτικής αξιολόγησης.
Μπαίνουμε και πάλι μπροστά στον αγώνα.