Με βάση την παρουσίαση της Υπουργού Παιδείας και χωρίς να έχουμε όλη την εικόνα του πολυνομοσχεδίου μπροστά μας, μπορούμε να πούμε ότι οι συγκεκριμένοι κυβερνητικοί σχεδιασμοί αποτελούν βαθιά, αντιδραστική τομή στη δομή και στο περιεχόμενο του , αναφέρει η Πανελλαδική Γραμματεία Εκπαιδευτικών του Π.Α.ΜΕ σε ανακοίνωση της.

Η ανακοίνωση

Πραγματοποιήθηκε η συνάντηση των ΔΣ της ΔΟΕ και της ΟΛΜΕ με την πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΙΘ, έπειτα από πρόσκλησή της, με θέμα το πολυνομοσχέδιο για την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, το οποίο θα παρουσιάσει αύριο (Τετάρτη 23/6) στο Υπουργικό Συμβούλιο.

Η Υπουργός, ακόμα και στη συγκεκριμένη προσχηματική συνάντηση, δεν έδωσε στις Ομοσπονδίες το σύνολο των διατάξεων του νομοσχεδίου αλλά παρουσίασε επιλεκτικά ορισμένους άξονες που αποκαλύπτουν, βέβαια, τον βαθιά αντιεκπαιδευτικό χαρακτήρα των επιχειρούμενων αλλαγών. Δεν έχουμε καμία αυταπάτη για τον χαρακτήρα τέτοιων συναντήσεων, μιας και η ίδια η εμπειρία δείχνει ότι αξιοποιούνται για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους. Άλλωστε, η ίδια η Υπουργός δήλωσε ότι «νομοθετούμε με βάση το κυβερνητικό μας πρόγραμμα».

Η Υπουργός εξαρχής στη συνάντηση απέκλεισε κάθε συζήτηση για το θέμα των μόνιμων διορισμών, το χρονοδιάγραμμα, τις κατανομές, τον αριθμό, κ.ο.κ. Και μόνο αυτό το γεγονός αποδεικνύει ότι ο κυβερνητικός σχεδιασμός στην εκπαίδευση δεν αφορά την επίλυση των τεράστιων προβλημάτων που οξύνθηκαν μέσα στην πανδημία, δεν αφορά κανένα σαφές σχέδιο με σκοπό να αναχαιτιστούν οι επιπτώσεις της πανδημίας στα παιδιά μας. Αντιθέτως, η πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΙΘ υπερασπίστηκε τα 25αρια τμήματα, την επιλογή να στεγαστούν νήπια και προνήπια σε κοντέινερς, τις περικοπές στα προγράμματα της Β/θμιας, την έναρξη της επόμενης σχολικής χρονιάς με «μια απ’ τα ίδια», χωρίς μέτρα ώστε τα σχολεία να μην ξανακλείσουν από Σεπτέμβρη. Στις επίμονες ερωτήσεις μας για όλα αυτά δε δόθηκε καμία απάντηση!

Η κυβέρνηση και το ΥΠΑΙΘ δεν είναι απλά εκτός πραγματικότητας. Κάνουν πολιτική επιλογή να συνεχίσουν στον δρόμο της υλοποίησης μιας πολιτικής που έχει απορριφθεί συντριπτικά από τον εκπαιδευτικό κόσμο. Ακόμη και σε αυτή τη συγκυρία, μετά από όσα έχουν τραβήξει εκπαιδευτικοί, μαθητές και οι οικογένειές τους, το ΥΠΑΙΘ, συνεχίζει να δίνει καταστροφικά χτυπήματα στην εκπαίδευση, αδιαφορώντας για τη μορφωτική, ψυχοσυναισθηματική και κοινωνική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι μαθητές, αδιαφορώντας για το ότι, εδώ και δυο χρόνια σχεδόν, οι εκπαιδευτικοί είναι στα όριά τους!

Με βάση την παρουσίαση της Υπουργού Παιδείας και χωρίς να έχουμε όλη την εικόνα του πολυνομοσχεδίου μπροστά μας, μπορούμε να πούμε ότι οι συγκεκριμένοι κυβερνητικοί σχεδιασμοί αποτελούν βαθιά, αντιδραστική τομή στη δομή και στο περιεχόμενο του σχολείου.

Η εφαρμογή αυτών των σχεδιασμών διαμορφώνουν ένα ακόμα πιο ταξικό, κατηγοριοποιημένο σχολείο και συνιστούν πλήγμα στα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών. Αλλάζουν βασικές πλευρές του σχολείου, ενισχύεται ο κατακερματισμός του ενιαίου χαρακτήρα της γνώσης και του σχολικού προγράμματος, δημιουργείται ένα ασφυκτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κληθούν να εργαστούν οι εκπαιδευτικοί και μέσω της λεγόμενης «ατομικής αξιολόγησης» μεταφέρεται η ευθύνη για το καθετί στον εκπαιδευτικό.

Συγκεκριμένα το πολυνομοσχέδιο, με βάση τα όσα ανέφερε η Υπουργός, περιλαμβάνει 4 άξονες, τη λεγόμενη «αυτονομία» το σχολείου, την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, τις αλλαγές στις δομές εκπαίδευσης – επιλογή στελεχών και τα ζητήματα της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης. Εκτιμάμε ότι το τελικό νομοσχέδιο θα είναι ακόμα πιο αποκρουστικό απ’ όσο διαφαίνεται ως τώρα.

Πιο συγκεκριμένα, ο πρώτος άξονας του νομοσχεδίου αφορά την μεγαλύτερη «αυτονομία» της σχολικής μονάδας στο παιδαγωγικό κομμάτι, στο κομμάτι της λήψης αποφάσεων και εν γένει στη συνολική λειτουργία της. Η ίδια η εμπειρία μας δείχνει ότι πίσω από τις εύηχες λέξεις περί αυτονομίας κρύβεται ο στόχος της απαλλαγής του κράτους από τις υποχρεώσεις του στη χρηματοδότηση, τη στελέχωση, την επιμόρφωση, κ.α. Δεν ξεχνάμε ότι κριτήρια της λεγόμενης αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας (που έμεινε στα χαρτιά από τη συντριπτική συμμετοχή του κλάδου στην απεργία – αποχή) ήταν η διαχείριση των οικονομικών πόρων και του προσωπικού.

«Αυτονομία» με βάση αυτή την εμπειρία σημαίνει μεγαλύτερη εξάρτηση του σχολείου από την τσέπη των γονιών και τις ανάγκες της αγοράς. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά της Υπουργού ότι «το σχολείο θα μπορεί να αξιοποιεί τις υποδομές του με σκοπό την ανεύρεση οικονομικών πόρων», όπως επίσης και οι αναφορές για συνεργασία με διάφορους φορείς (ιδρύματα, ΜΚΟ, επιχειρήσεις) που αποκτούν λόγο ακόμα και στο τι θα διδάσκεται. Επιχειρείται ένα ακόμα χτύπημα στον ενιαίο χαρακτήρα του περιεχομένου σπουδών στο σχολείο με την εισαγωγή του λεγόμενου πολλαπλού βιβλίου.

Η ίδια η Υπουργός ανέφερε ότι με βάση τα νέα προγράμματα σπουδών θα κληθούν διάφορες συγγραφικές ομάδες να παράγουν τα δικά τους βιβλία, από τα οποία θα μπορεί να αποφασίζει το κάθε σχολείο ή ο εκπαιδευτικός ποιο θα αξιοποιεί. Η συγγραφή των βιβλίων από αρμοδιότητα του κράτους μεταφέρεται στους ιδιώτες, ενώ δεν εξασφαλίζεται η ευθύνη του κράτους για τη δωρεάν παροχή τους (εκτός αν το Υπουργείο σκέφτεται να λύσει το θέμα με φωτοτυπίες!!). Η δήθεν «ελευθερία επιλογής» υπονομεύει την πραγματική σύγχρονη ανάγκη για ένα ενιαίο, σύγχρονο, επιστημονικά και παιδαγωγικά τεκμηριωμένο πρόγραμμα σπουδών. Ο διαχωρισμός των σχολείων σε «καλά» και «κακά» και η δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων είναι άμεσα συνδεδεμένο και με τη διαφοροποίηση της σχολικής γνώσης, με την επιταγή να μη μαθαίνουν όλα τα παιδιά «τα ίδια γράμματα».

Ο διευθυντής της σχολικής μονάδας αποκτά υπερ-εξουσίες και συρρικνώνεται ο ρόλος του Συλλόγου Διδασκόντων. Δημιουργείται ο θεσμός του μέντορα που θα έχει στην ευθύνη του τους νέους συναδέλφους, όπως επίσης και οι συντονιστές τάξεων και αντικειμένων. Οι συγκεκριμένοι εκπαιδευτικοί, που θα επιλέγονται από τον διευθυντή του σχολείου, θα πριμοδοτούνται με μόρια για τις μελλοντικές επιλογές στελεχών και θα έχουν απαλλαγή από εξωδιδακτικά καθήκοντα. Σε αυτό το πλαίσιο προβλέπεται και η αύξηση της θητείας των διευθυντών από 3 χρόνια σε 4, καθώς και η κατάργηση του αριθμητικού περιορισμού της θητείας τους.

Δεύτερος πυλώνας θα είναι η λεγόμενη «ατομική αξιολόγηση» των εκπαιδευτικών, δηλαδή ο ασφυκτικός έλεγχος ώστε να υλοποιούν κατά γράμμα τις κατευθύνσεις της εκάστοτε κυβέρνησης. Με αυτόν τον τρόπο θα προβλέπεται εξοντωτική αξιολόγηση σε 2 πεδία: 1) ανά 4 χρόνια α)στη «γενική και ειδική διδακτική επάρκεια» από τον σύμβουλο εκπαίδευσης του εκάστοτε αντικειμένου β) στο «παιδαγωγικό κλίμα και τη διαχείριση της τάξης», από τον διευθυντή του σχολείου 2) ανά 2 χρόνια στο πεδίο της υπηρεσιακής «συνέπειας και επάρκειας» από τον σύμβουλο εκπαίδευσης και παιδαγωγικής ευθύνης και τον διευθυντή του σχολείου από κοινού. Ο εκπαιδευτικός θα αξιολογείται ατομικά σε 4βαθμη κλίμακα και θα χαρακτηρίζεται ως μη ικανοποιητικός, ικανοποιητικός, πολύ καλός, εξαιρετικός. Οι εκπαιδευτικοί που θα κρίνονται ως μη ικανοποιητικοί και ικανοποιητικοί θα οδηγούνται σε «επιμόρφωση», για την οποία η Υπουργός απάντησε ότι δεν έχουν σκεφτεί τον τρόπο που θα γίνει!!

Ξεπερνάει κάθε παιδαγωγική λογική η παρουσίαση της επιμόρφωσης ως φόβητρο! Το Υπουργείο Παιδείας κρύβει συνειδητά ότι ο χαρακτηρισμός υπαλλήλων με βάση τον Δημοσιοϋπαλληλικό Κώδικα ως μη επαρκείς ανοίγει τον δρόμο έως και για την απόλυσή τους!! Η Υπουργός Παιδείας δεν έκανε αναφορά στις διαδικασίες της αξιολόγησης αλλά είναι γνωστό ότι αυτή θα συνδέεται με ατομικά φύλλα αξιολόγησης, συνέντευξη και παρατήρηση εντός της σχολικής τάξης. Ανέφερε ότι ο διευθυντής του σχολείου, για να αποκτά εικόνα στο αξιολογικό του πεδίο, θα παρακολουθεί το μάθημα του κάθε συναδέλφου όποτε αυτός κρίνει. Η ατομική αξιολόγηση και τα κριτήριά της είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την αυτοαξιολόγηση, δημιουργείται ένα ασφυκτικό, γραφειοκρατικό πλέγμα γύρω από τον εκπαιδευτικό της τάξης που καμία σχέση δεν έχει με την ουσιαστική και απαραίτητη στήριξη της καθημερινής διδακτικής πράξης, τη βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, την αντιμετώπιση υπαρκτών προβλημάτων. Άλλωστε, οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί αντιμετωπίζουν κριτικά και αυτοκριτικά τη δουλειά τους, αναζητούν τρόπους υπέρβασης καθημερινών προβλημάτων και σε αυτό ακριβώς χρειάζονται στήριξη. Το αξιολογικό πλέγμα που διαμορφώνεται στοχεύει στον πιο ασφυκτικό έλεγχο της δουλειάς του εκπαιδευτικού με βάση τις αντιεκπαιδευτικές κατευθύνσεις. Αντίστοιχα συστήματα αξιολόγησης έχουν εφαρμοστεί σε πολλές χώρες του εξωτερικού με τραγικά αποτελέσματα. Στον αντίποδα της λογικής του Υπουργείου («όποιος αξιολογεί αξιολογείται») προτάσσουμε τη βαθιά παιδαγωγική θεώρηση πως όποιος εκπαιδεύει, πρέπει να στηρίζεται!

Δεμένος με τους δύο παραπάνω είναι και ο τρίτος πυλώνας που αφορά τις δομές εκπαίδευσης και τις επιλογές στελεχών. Προωθούνται αλλαγές στις δομές των ΠΕΚΕΣ. Ο Συντονιστής Εκπαίδευσης αντικαθίσταται με τον Σύμβουλο Εκπαίδευσης που θα αναφέρεται σε επίπεδο Διεύθυνσης Εκπαίδευσης και ταυτόχρονα δημιουργείται ο θεσμός του Περιφερειακού Επόπτη Ποιότητας (ένας ανά Περιφερειακή Διεύθυνση) και του Επόπτη Ποιότητας (διαμοιρασμένοι σε επίπεδο Διεύθυνσης). Οι συγκεκριμένοι κρίκοι της διοικητικής πυραμίδας σχετίζονται άμεσα με την προώθηση των διαδικασιών της αξιολόγησης, δηλαδή με τη μεταβίβαση των κατευθύνσεων του Υπουργείου Παιδείας προς τα κάτω και τον έλεγχο της προώθησης της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής. Είναι «ηλίου φαεινότερο» ότι οι Σύμβουλοι και οι Επόπτες, όπως φυσικά και οι Συντονιστές Εκπαίδευσης (επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ), ουσιαστικά και πρακτικά δε θα ενισχύουν τη δουλειά των συναδέλφων στην τάξη (κάτι τέτοιο είναι και πρακτικά αδύνατο με βάση τον όγκο σχολείων που ο καθένας θα έχει στην ευθύνη του), αλλά θα προωθούν την αξιολόγηση. Ζήσαμε άλλωστε την «υποστήριξή» τους όλο αυτό το διάστημα της πανδημίας και ιδιαίτερα κατά την περίοδο της υποχρεωτικής αναστολής των σχολικών μονάδων, όταν οι εκπαιδευτικοί είτε ατομικά είτε συλλογικά μεταξύ τους προσπαθούσαν να διαχειριστούν τα προβλήματα αλλά και τα εμπόδια που πολλάκις έβαζε το ίδιο το ΥΠΑΙΘ. Επιπλέον, σε αδρές γραμμές χωρίς να δώσει λεπτομέρειες η Υπουργός αναφέρθηκε σε αλλαγές στο περιεχόμενο κα το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των ΚΕΣΥ.

Έγιναν ορισμένες σκόρπιες αναφορές στα ζητήματα των κριτηρίων επιλογής στελεχών, τα οποία με βάση τις δηλώσεις της Υπουργού θα παρουσιαστούν στην πορεία αναλυτικότερα.

Είναι δεδομένο ότι η παρουσίαση του κυρίως σώματος του νομοσχεδίου στο αυριανό Υπουργικό Συμβούλιο και η τελική του δημοσίευση θα αποκαλύψει και άλλες πτυχές στις οποίες απέφυγε σήμερα το Υπουργείο να αναφερθεί και θα φανερώσει το βαθιά αντιεκπαιδευτικό χαρακτήρα των επερχόμενων αλλαγών. Ακόμα όμως και με τα δεδομένα που έχουμε ήδη στα χέρια μας, ξεκαθαρίζουμε ότι το νομοσχέδιο δεν αποτελεί βάση συζήτησης, δεν παίρνει βελτιώσεις και επιμέρους τροποποιήσεις, απορρίπτεται.

Το πώς εννοεί το ΥΠΑΙΘ τον διάλογο φαίνεται ξεκάθαρα από τη χρονική στιγμή που η κυβέρνηση φέρνει το εν λόγω νομοσχέδιο, μέσα στο καλοκαίρι, με την ψήφιση να πηγαίνει Ιούλιο μήνα με τα σχολεία κλειστά. Η ίδια τακτική εδώ και χρόνια: αντιεκπαιδευτικά μέτρα να έρχονται με κλειστά σχολεία ώστε να μην υπάρχουν αντιδράσεις.

Τα ΔΣ της ΔΟΕ και της ΟΛΜΕ έχουν ευθύνη, τις επόμενες μέρες, να ενημερώσουν αναλυτικά τον κλάδο για τις αλλαγές, να προετοιμάσουν τους εργαζόμενους για ουσιαστική αναμέτρηση με την κυβέρνηση, να προτάξουν τις πραγματικές ανάγκες της λειτουργίας των σχολείων.

Συναδέλφισσες, συνάδελφοι,

Το ΥΠΑΙΘ και η κυβέρνηση συνεχίζουν να νομοθετούν έχοντας γυρισμένη την πλάτη στους μαθητές, τους εκπαιδευτικούς και τις οικογένειές τους. Γνωρίζουν ότι το επερχόμενο νομοσχέδιο είναι αντιεκπαιδευτικό, για αυτό και επιδιώκουν να το περάσουν μέσα στο κατακαλόκαιρο. Ομολογούν βέβαια με αυτόν τον τρόπο ποιον πραγματικά φοβούνται: την οργανωμένη διεκδίκηση και πάλη των συναδέλφων μέσα από τα Σωματεία τους. Άλλωστε, ήδη οι εκπαιδευτικοί έδωσαν τις απαντήσεις τους 5 φορές στην κυβέρνηση και στο ΥΠΑΙΘ (ηλεκτρονικές εκλογές, αξιολόγηση, κάμερες στην τάξη, τηλεαπουσίες, επέκταση ωραρίου νηπιαγωγών). Το ίδιο θα κάνουν και τώρα και αυτό η κυβέρνηση καλό είναι να το γνωρίζει.

Είμαστε σε θέση μάχης για μια ακόμη φορά! Έχουμε τη δύναμη να τους χαλάσουμε τα σχέδια! Απαιτούμε από την κυβέρνηση και το ΥΠΑΙΘ να μην καταθέσουν το εν λόγω νομοσχέδιο και να πάρουν τώρα μέτρα για την προετοιμασία της επόμενης σχολικής χρονιάς με βάση τις διεκδικήσεις των εργαζομένων.

Καλούμε τα ΔΣ των ΣΕΠΕ και των ΕΛΜΕ να βρίσκονται σε ετοιμότητα, να πάρουν άμεσες πρωτοβουλίες ενημέρωσης των συναδέλφων και να απαντήσουν αγωνιστικά και άμεσα. Καλούμε τα ΔΣ της ΔΟΕ και της ΟΛΜΕ να συνεδριάσουν άμεσα, να πάρουν θέση, να αναλάβουν τις ευθύνες τους για την οργάνωση της πάλης του κλάδου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025