Όταν η περιφερειακή διευθύντρια της UNICEF για την κεντρική και ανατολική Ευρώπη, Μαρί Πιέρ Πουαριέ, επισκέφθηκε πρόσφυγες στο λιμάνι του Πειραιά, ένα 13χρονο αγόρι από τη Συρία την πλησίασε και της έδειξε τις ασκήσεις πολλαπλασιασμού που έκανε.
«Χρησιμοποιώ τον χρόνο μου για να κάνω εξάσκηση, γιατί δεν θέλω να ξεχάσω τόσους μήνες που δεν πηγαίνω σχολείο. Μπορεί να έχω χάσει τους φίλους μου και τα πάντα στην πατρίδα μου, αλλά δεν θέλω να χάσω και το μέλλον μου», της είπε το παιδί χαρακτηριστικά.
Τη βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη εκπαίδευση των προσφυγόπουλων που βρίσκονται στην Ελλάδα σχεδιάζουν το ελληνικό υπουργείο Παιδείας και η UNICEF, και αυτά τα σχέδια συζήτησαν η Μαρί Πιέρ Πουαριέ με τον αρμόδιο υπουργό, Νίκο Φίλη, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης της περιφερειακής διευθύντριας της UNICEF στην Ελλάδα, η οποία ολοκληρώθηκε το περασμένο Σάββατο. Τους δύο πυλώνες του σχεδίου εκπαίδευσης παρουσιάζει, σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η κ. Πουαριέ.
Ο πρώτος πυλώνας αφορά την άμεση εκπαιδευτική παρέμβαση σε κέντρα φιλοξενίας, αρχής γενομένης από τα κέντρα με τον μεγαλύτερο αριθμό παιδιών, όπως ο Σκαραμαγκάς. Ήδη το υπουργείο Παιδείας, όπως εξηγεί η κ. Πουαριέ, έχει αρχίσει να χαρτογραφεί πόσα παιδιά, σε τι ηλικίες και με τι εκπαιδευτικές ανάγκες βρίσκονται σε κάθε κέντρο φιλοξενίας. Σε αυτήν τη φάση θα δοθεί έμφαση σε τρία ζητήματα.
Το πρώτο αφορά την ανάπτυξη της πρώτης παιδικής ηλικίας, με χώρους φιλικούς για παιδιά και διοργάνωση ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων γι’ αυτά, καθώς «είναι πολύ σημαντικό να αναδημιουργείς μία αίσθηση κανονικότητας για τα παιδιά, να μπορούν να είναι πάλι παιδιά αντί να είναι πρόσφυγες», τονίζει η κ. Πουαριέ.
Το δεύτερο ζήτημα θα είναι η έμφαση στους έφηβους, στους οποίους θα γίνεται εκμάθηση νέων σχολικών δεξιοτήτων και προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης. Σε αυτές τις ηλικίες, τα παιδιά θα διδάσκονται και «δεξιότητες ζωής», όπως τις ονομάζει η περιφερειακή διευθύντρια της UNICEF, δηλαδή πολιτιστικές αξίες, οι σχέσεις μεταξύ των φύλων και άλλα ζητήματα για την καθημερινότητα στην Ελλάδα.
Για τα παιδιά, αρχής γενομένης από τις μικρότερες ηλικίες, θα αναπτυχθεί ένα πακέτο εκμάθησης της μητρικής γλώσσας τους και των αγγλικών, ώστε όσα μετεγκατασταθούν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες να είναι έτοιμα να ενταχθούν σε αυτές. Για την εκμάθηση των γλωσσών θα χρειαστεί η εκπαίδευση των δασκάλων, που αποτελεί την τρίτη ενότητα της βραχυπρόθεσμης εκπαίδευσης. Στους δασκάλους θα δοθεί υλικό που έχει συγκεντρώσει η UNICEF από γραφεία της στις χώρες προέλευσης και ενδιάμεσου προορισμού των προσφύγων.
Στόχος είναι, με τον παραπάνω πυλώνα, να δημιουργηθούν οι συνθήκες για την ανάπτυξη του δεύτερου σταδίου, που είναι η φάση της ενσωμάτωσης των παιδιών. Όπως εκτιμά η κ. Πουαριέ, αυτή η φάση θα ξεκινήσει το φθινόπωρο. «Μέχρι τότε πιστεύουμε ότι θα έχουμε καλύτερη εικόνα για το ποιος θα μείνει και ποιος θα φύγει σε άλλες χώρες, οπότε θα μπορούμε να αρχίσουμε την ενσωμάτωση των παιδιών» σημειώνει η ίδια. Η ενσωμάτωση των παιδιών θα γίνει μέσα από την ένταξή τους στα ελληνικά σχολεία.
«Είναι πολύ σημαντικό για μένα ότι η ελληνική πλευρά σκέφεται, ήδη, πολύ στρατηγικά και για τις δύο πλευρές της προσέγγισης: Την άμεση ανθρωπιστική δράση και τη μεσοπρόθεσμη δουλειά για να προετοιμάσουν αυτούς που θα μείνουν για μία ομαλή ένταξη στην ελληνική κοινωνία», παρατηρεί η κ. Πουαριέ.
Μεγάλο στοίχημα θα αποτελέσει και η προστασία των ασυνόδευτων ανηλίκων, θέμα για το οποίο τα υπουργεία Μεταναστευτικής Πολιτικής, Παιδείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης συζητούν με τη UNICEF τις βέλτιστες λύσεις για τη φιλοξενία των παιδιών, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα. «Πρέπει να τα ταυτοποιήσουμε σωστά, να τα καταγράψουμε και να βοηθήσουμε τους ελληνικούς θεσμούς που ασχολούνται με τον καθορισμό του καθεστώτος τους να δουν τι είναι καλύτερο για κάθε παιδί. Θα θέλαμε να βοηθήσουμε να αναπτυχθούν ποιοτικά και αποτελεσματικά πρότυπα», εξηγεί η περιφερειακή διευθύντρια της UNICEF. Η ίδια επισημαίνει ότι σε συνεργασία με εισαγγελείς και κοινωνικούς λειτουργούς θα αναπτυχθούν νέα πρότυπα και ιδέες, μεταξύ των οποίων συζητείται η εξωϊδρυματική φιλοξενία των παιδιών σε οικογένειες ή οικογενειακού τύπου σπίτια. Εξάλλου, ένα από τα ζητήματα που έχει θέσει η UNICEF σε διεθνές επίπεδο είναι αυτό της οικογενειακής επανένωσης των παιδιών και ζητά να διευρυνθεί ο ορισμός της οικογένειας, που σήμερα στις συνθήκες του Δουβλίνου ορίζεται ως η μητέρα ή ο πατέρας. «Ωστόσο, σε πολλούς πολιτισμούς, οι οικογένειες περιλαμβάνουν και άλλους συγγενείς. Πρέπει να δούμε, λοιπόν, την οικογενειακή επανένωση με έναν ευρύτερο προσδιορισμό της οικογένειας», διευκρινίζει.
Επίσης, η UNICEF βρίσκεται σε συνεργασία με το ελληνικό υπουργείο Υγείας για την ανάπτυξη καμπάνιας εμβολιασμού των παιδιών. «Ανησυχούμε ότι με τις μετακινήσεις πληθυσμών ένας μεγάλος αριθμός παιδιών δεν έχει μία κανονική ζωή, δεν έχει εμβολιαστεί, δεν έχει πάει σχολείο. Αυτά τα παιδιά έχουν ένα είδος ζωής σε παρένθεση», τονίζει η κ. Πουαριέ. Ο διεθνής οργανισμός θα δώσει και τις κατευθυντήριες γραμμές για την προστασία του μητρικού θηλασμού.
Η κ. Πουαριέ βρέθηκε για τέσσερις ημέρες στην Αθήνα και τη Λέσβο, συνοδευόμενη από την Πρέσβειρα Καλής Θέλησης της UNICEF και διεθνούς φήμης ερμηνεύτρια, Νάνα Μούσχουρη, προκειμένου να εκτιμήσουν το έργο που επιτελείται για τα περίπου 22.000 παιδιά προσφύγων και μεταναστών, τα οποία έχουν εγκλωβιστεί στη χώρα.
Υπάρχουν κενά και προβλήματα στην ελληνική αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης; ρωτάμε την κ. Πουαριέ. «Ναι, υπάρχουν κενά, ναι, οι χώροι φιλοξενίας δεν έχουν τις απαραίτητες υπηρεσίες, ναι, ο νόμος δεν εφαρμόζεται πλήρως, ναι, υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα ασυνόδευτα παιδιά, κυρίως, στα νησιά κρατούνται σε κλειστά κέντρα. Αλλά η προσέγγισή μας είναι να έρθουμε και να προτείνουμε τι πρέπει να γίνει για να βελτιωθεί η κατάσταση», απαντά και συμπληρώνει: «Υπάρχει, εξάλλου, η αναγνώριση από τους κυβερνητικούς εταίρους ότι κάποια πράγματα δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι. Οπότε, αισθάνθηκα καθησυχασμένη, γιατί η Ελλάδα δεν μου είπε ότι όλα είναι καλά, μου είπε ότι αυτό μπορούμε να κάνουμε τώρα, βοηθήστε μας να πάμε καλύτερα».
Περιγράφοντας την επίσκεψή της στην Ελλάδα, η κ. Πουαριέ δεν παραλείπει να εκφράσει και τον θαυμασμό της για την «τεράστια γενναιοδωρία και αλληλεγγύη που έδειξε η Ελλάδα, ως χώρα, στους πρόσφυγες, μία χώρα που αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, λιτότητα και πραγματικές προκλήσεις», όπως λέει. «Αυτές τις ημέρες της επίσκεψής μου στην Ελλάδα αισθάνθηκα τα μηνύματα της συμπάθειας και της αλληλεγγύης των Ελλήνων, που θυμήθηκαν το παρελθόν τους και τις δύσκολες καταστάσεις που πέρασαν και έμειναν πιστοί στις αξίες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την αξιοπρέπεια», προσθέτει.
Τέλος, σχολιάζοντας τη συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας, χαρακτηρίζει ως καλή ιδέα «τη στρατηγική πρόθεση της συμφωνίας να φέρει τάξη στην κατάσταση, γιατί έπρεπε να υπάρχει μία ευρωπαϊκή προσέγγιση στη μαζική ροή ανθρώπων». Ωστόσο, σπεύδει να τονίσει ότι «οι καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης δεν μπορούν να οδηγήσουν στη μη εκπλήρωση των ανθρωπιστικών προτύπων». «Η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργήθηκε στη βάση των κοινών αξιών, όχι μόνο της αγοράς. Βασίστηκε στον πολιτισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αλληλεγγύης, οπότε όταν υπήρξε η ερμηνεία ότι αυτή η συμφωνία μπορούσε να οδηγήσει σε επιστροφές ανθρώπων στην Τουρκία, εμείς προειδοποιήσαμε ότι θα πρέπει να ακολουθηθούν οι συμφωνηθείσες αρχές για τα ανθρώπινα δικαιώματα και αυτές δεν είναι διαπραγματεύσιμες. Και είπαμε, επίσης, ότι η κράτηση ενός ανθρώπου επειδή είναι πρόσφυγας δεν μπορεί να υποστηριχθεί, γιατί το να ξεφεύγεις από τον πόλεμο και την ανασφάλεια δεν είναι έγκλημα», παρατηρεί.
«Ένα παιδί είναι πάντα ένα παιδί, είτε μιλάμε για πρόσφυγες, είτε για μετανάστες. Κάθε παιδί έχει το δικαίωμα σε διαδικασία εξατομικευμένου προσδιορισμού της κατάστασής του, που θα εντοπίσει τι είναι καλύτερο γι’ αυτό» καταλήγει η κ. Πουαριέ.