ΕΙΣΗΓΗΣΙΣ
TOTΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΕΡΓΑΜΟΥ
κ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΥΝΑΞΙΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ
(29.08.2015)
Παναγιώτατε Δέσποτα,
Σεβασμιώτατοι, Πανιερώτατοι καί Θεοφιλέστατοι άγιοι αδελφοί,
Αποτελεί ιδιαιτέραν τιμήν διά τήν ταπεινότητά μου η ευκαιρία που μου δίδεται να ενημερώσω το ιερόν αυτό Σώμα περί της πορείας της προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου,
η οποία απεφασίσθη όπως συγκληθή, Θεού θέλοντος, κατά το προσεχές έτος. Ευχαριστώ την Υμετέραν Θ. Παναγιότητα διά τήν τιμήν αυτήν ως επίσης και διά την απόφασιν Αυτής και της Εκκλησίας να εμπιστευθούν εις τας ταπεινάς μου δυνάμεις την ευθύνην της προεδρίας των Προπαρασκευαστικών Επιτροπών και Προσυνοδικών Διασκέψεων, αι οποίαι διεξάγουν το έργον της προετοιμασίας του μεγάλου και ιστορικού τούτου γεγονότος εις την ζωήν της Εκκλησίας. Εις τηνπαρούσαν Έκθεσιν θα προσπαθήσω εν συντομία να ενημερώσω το ιερόν Σώμα περί των οργάνων και της όλης διαδικασίας της προετοιμασίαςτης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, του επιτελεσθέντος ήδη και του υπολειπομένου έργου της προπαρασκευής αυτής, καθώς και περί των προβλημάτων τα οποία αντιμετωπίζει αύτη.
Α’. Διαδικασία και Οργανα Προπαρασκευής της Συνόδου.
Η ιδέα περί συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου, η οποία είχε συλληφθή εν τω Οικουμενικώ Πατριαρχείω ήδη από του έτους 1923, απετέλεσεν αντικείμενον προετοιμασίας διά πρώτην φοράν επί του μακαριστού Οικουμενικού Πατριάρχου Φωτίου Β’, ο οποίος συνεκάλεσεν εις την Ιεράν Μονήν Βατοπαιδίου Διορθόδοξον Προπαρασκευαστικήν Επιτροπήν κατά μήνα Μάϊον του 1930, η οποία και κατήρτισε τον πρώτον κατάλογον θεμάτων της Συνόδου.
Μετά από πάροδον πολλών ετών, κατά τα οποία αι ιστορικαί συνθήκαι δεν επέτρεψαν την περαιτέρω προώθησιν της πραγματοποιήσεως της ιδέας ταύτης, ο αοίδιμος Πατριάρχης Αθηναγόρας διά Γράμματος αυτού προς τους Αρχηγούς των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών υπό ημερομηνίαν 12 Φεβρουαρίου 1951, ως και δι’άλλου Γράμματος της 25ης Σεπτεμβρίου 1952, επανέφερε το θέμα, αλλά τελικώς μόνον κατά την εν Ρόδω πρώτην Πανορθόδοξον Διάσκεψιν το 1961 ελήφθησαν αι οριστικαι αποφάσεις διά την προπαρασκευήν και σύγκλησιν της Συνόδου.
Κατά τήν Διάσκεψιν ταύτην κατηρτίσθη κατάλογος θεμάτων της Συνόδου, ο οποίος περιελάμβανε τας ακολούθους οκτώ ομάδες : α’) Πίστις και Δόγμα˙ β’) Θεία Λατρεία˙ γ’) Εκκλησιαστική Διοίκησις καί Τάξις˙ δ’) Σχέσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών προς αλλήλας˙ ε’) Σχέσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον˙ στ’) Ορθοδοξία και Κόσμος˙ ζ’) Θεολογικά Ζητήματα (Οικονομία και Ακρίβεια. Ορθοδοξία και λοιπαί θρησκείαι)˙ η’) Κοινωνικά προβλήματα.
Ο κατάλογος ούτος λίαν συντόμως εκρίθη πρακτικώς ανεφάρμοστος, διό και ανεθεωρήθη τελικώς υπό της Α’ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1976), ήτις καί κατέληξεν εις τά ακόλουθα δέκα θέματα, τα οποία εκρίθησαν ως τα πλέον σημαντικά προβλήματα χρήζοντα αυθεντικής Πανορθοδόξου αποφάσεως α’) Το ζήτημα του ημερολογίου˙ β’) Τα κωλύματα του γάμου˙ γ’) Προσαρμογή των περί νηστείας κανόνων εις τας σημερινάς συνθήκας˙ δ’) Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τας άλλας Εκκλησίας και Ομολογίας˙ ε’) Σχέσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών προς την Οικουμενικήν κίνησιν˙ στ’) Σχέσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον κόσμον˙ ζ’) Το πρόβλημα της Ορθοδόξου Διασποράς˙ η’) Το αυτοκέφαλον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού˙ θ’) Το αυτόνομον και ο τρόπος ανακηρύξεώς του˙ και ι’) Τα Δίπτυχα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Η προπαρασκευή των θεμάτων τούτων ώστε να φθάσουν ώριμα εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον, ήτις και θα ελάμβανε τας τελικάς επ’ αυτών αποφάσεις, ανετέθη εις τα ακόλουθα όργανα και κατά την έξης διαδικασίαν.
1. Έκαστον θέμα θα έδει να μελετηθή υφ’ εκάστης κατά τόπον Εκκλησίας, ήτις και θα απέστελεν εις την εν Chambésyεδρεύουσαν Γραμματείαν Προπαρασκευής της Συνόδου τάς σχετικάς εισηγήσεις αυτής επί του θέματος τούτου. Εν συνεχεία η Γραμματεία θα επεξεργάζετο τας εισηγήσεις ταύτας και θα συνέθετε έκθεσιν περιλαμβάνουσαν τας συγκλίσεις και αποκλίσεις των Εκκλησιών επί του εν λόγω θέματος. Την έκθεσιν ταύτην η Γραμματεία θα υπέβαλεν εις την Διορθόδοξον Προπαρασκευαστικήν Επιτροπήν, την οποίαν θα συνεκάλει ο Οικουμενικός Πατριάρχης επί τω τέλει όπως διαμόρφωση αύτη κοινόν κείμενον επί του θέματος, αποδεκτόν υφ’ όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Εις περίπτωσιν μη επιτεύξεως συμφωνίας επί του κειμένου η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή θα έδει να συνέλθη εκ νέου πάλιν και πολλάκις έως ου επιτευχθή η επ’ αυτού συμφωνία όλων των μελών αυτής (δύναται να φαντασθή τις περί πόσον επιπόνου έργου πρόκειται!).
Επιτευχθείσης της ομοφωνίας της Προπαρασκευαστικής Επιτροπής η Γραμματεία θα έδει να αποστείλη το συμφωνηθέν κείμενον εις τας κατά τόπους Εκκλησίας, αι οποίαι και θα απέστελλον εντός καθωρισμένου χρόνου τας παρατηρήσεις αυτών. Τας παρατηρήσεις ταύτας μετά του συμφωνηθέντος κειμένου η Γραμματεία θα έδει να υποβάλη εις το επόμενον και τελικόν όργανον Προπαρασκευής της Συνόδου, τήν Προσυνοδικήν Πανορθόδοξον Διάσκεψιν.
Η Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις συγκαλουμένη υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου, αποτελεί το τελικόν στάδιον Προπαρασκευής της Συνόδου και αι αποφάσεις της δεν επιδέχονται περαιτέρω επεξεργασίαν, αλλά παραπέμπονται εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον ως έχουν. Η σύνθεσις του οργάνου τούτου είναι διηυρημένη περιλαμβάνουσα δύο αρχιερείς εξ εκάστης Εκκλησίας μεθ’ ενός συμβούλου, έχει δε επίσημον χαρακτήρα ως οιονεί Σύνοδος (εξ ου και ο όρος “Προσυνοδική”) και αι εργασίαι της άρχονται και λήγουν διά διορθοδόξου αρχιερατικής Θείας Λειτουργίας. Ούτως επισφραγίζεται δι’ εκαστον εκ των θεμάτων της Συνόδου η προπαρασκευή αυτού.
Συμφώνως τω Κανονισμώ τω εγκριθέντι υπό της Γ’ Προσυνοδικής Διασκέψεως (1986) πάσαι αι αποφάσεις των Προπαρασκευαστικών Επιτροπών και των Προσυνοδικών Διασκέψεων λαμβάνονται εν ομοφωνία, πλην των περιπτώσεων διαδικαστικής φύσεως θέματος, επί του οποίου η απόφασις δύναται να ληφθή διά πλειονοψηφίας των δυο τρίτων των παρόντων Αρχηγών των Αντιπροσωπειών.
Τόσον των Προπαρασκευαστικών Επιτροπών όσον και των Προσυνοδικών Διασκέψεων προεδρεύει ο εκάστοτε Εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Β.’ Το επιτελεσθέν άχρι τούδε και το υπολειπόμενον έργον προπαρασκευής της Συνόδου.
Εκ των δέκα θεμάτων του Καταλόγου της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου τα ακόλουθα διήλθον το στάδιον της προπαρασκευής εγκριθέντων των τελικών κειμένων υπό των αρμοδίων Προσυνοδικών Διασκέψεων :
α) Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς την Οικουμενικήν Κίνησιν.
Το θέμα τούτο έτυχεν επεξεργασίας υπό Διορθοδόξων Προπαρασκευαστικών Επιτροπών του τελικού Κειμένου εγκριθέντος υπό της Γ’ Προσυνοδικής Διασκέψεως (1986). Δοθέντος ότι παρήλθε πολύς χρόνος από της εγκρίσεώς του, καθ’ ον εσημειώθησαν διάφοροι μεταβολαί, η εν Φαναρίω συνελθούσα Σύναξις των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών κατά μήνα Μάρτιον του 2014 ανέθηκεν εις ειδικήν διορθόδοξον Επιτροπήν όπως προβή εις αναθεώρησιν και επικαιροποίησίν του, ήτις και εγένετο κατά τον παρελθόντα Φεβρουάριον εν Chambésyτης Γενεύης. Κατά την αναθεώρησιν ταύτην εγένετο προσπάθεια υπό των αντιπροσωπειών των Εκκλησιών Ρωσσίας, Σερβίας και Γεωργίας, όπως απαλειφθή εκ του Κειμένου ο όρος «Οικουμενική Κίνησις» ως προσλαβών ήδη ειςτην συνείδησιν των Ορθοδόξων πιστών αρνητικόν περιεχόμενον, απεκρούσθη όμως η πρότασις αύτη υπό των αντιπροσωπειών του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των λοιπών ελληνοφώνων Εκκλησιών, ως και εκείνων των Εκκλησιών Αντιοχείας και Ρουμανίας, και ούτω παρέμεινεν ο όρος εντός του Κειμένου. Γενικώς, εις το Κείμενον τούτο καταφάσκεται η σπουδαιότης της συμμετοχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις την Οικουμενικήν Κίνησιν ως προσφέρουσα εις αυτήν την δυνατότητα μαρτυρίας της Ορθοδόξου πίστεως και επί τη βάσει ταύτη προωθήσεως της ενότητος των Χριστιανών.
Αι επελθούσαι ήσσονος σημασίας τροποποιήσεις παραπέμφθησαν προς τελικήν έγκρισιν εις τήν Ε΄ προσυνοδικήν Πανορθόδοξον Διάσκεψιν, ήτις αναμένεται να συνέλθη τον προσεχή Οκτώβριον.
β) Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον.
Το κείμενον τούτο, το οποίον ενεκρίθη υπό της Γ’ Προσυνοδικής
Διασκέψεως (1986) παρεπέμφθη ωσαύτως εις την ως άνω
μνημονευθείσαν ειδικήν επιτροπήν προς αναθεώρησιν καί
επικαιροποίησιν. Η Επιτροπή απεφάσισε να συνένωση το κείμενον
τούτο μετά του προηγουμένου ως εκ της συγγενείας του
περιεχομένου των, εσημείωσε δε ως επελθούσας μεταβολάς την
αποχώρησιν εκ του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών των
Εκκλησιών Βουλγαρίας και Γεωργίας. Και εις την περίπτωσιν αυτήν αι επελθούσαι μεταβολαί παρεπέμφθησαν εις την Ε’ Προσυνοδικήν Διάσκεψιν πρός έγκρισιν.
γ) Περί της ειρήνης, δικαιοσύνης και αδελφοσύνης μεταξύ των λαών και καταδίκης των φυλετικών και λοιπών διακρίσεων.
Το Κείμενον τούτο εγκριθέν υπό της Γ’ Προσυνοδικής Διασκέψεως έφερε σαφή την επίδρασιν των τότε ιστορικών συνθηκών του ψυχρού πολέμου και έχρηζεν εκτεταμένης αναθεωρήσεως, ήτις και εγένετο υπό της μνημονευθείσης ειδικής Επιτροπής προκαλέσασα οξείας διαφωνίας μεταξύ των Ορθοδόξων αντιπροσωπειών ιδία ως προς το θέμα της καταδίκης του πολέμου και των διαφόρων κοινωνικών διακρίσεων. Ούτω, ως προς το θέμα του πολέμου επεκράτησε συμβιβαστική λύσις, καθ’ ην η Ορθόδοξος Εκκλησία καταδικάζει πάσαν μορφήν πολέμου, εις περιπτώσεις όμως, κατά τας οποίας ούτος καθίσταται αναπόφευκτος, συμπαρίσταται ποιμαντικώς εις τα αγωνιζόμενα τέκνα της˙ ως προς την καταδίκην των φυλετικών και λοιπών διακρίσεων, κατόπιν μακρών συζητήσεων λόγω της εμμονής της Ρωσσικής, κυρίως, αντιπροσωπείας όπως μη καταδικασθή η άσκησις βίας κατά των λεγομένων «σεξουαλικών μειονοτήτων»,παρέμεινε το αρχικόν κείμενον του 1986, διά του οποίου καταδικάζονται γενικώς «αι φυλετικαί και λοιπαί διακρίσεις». Και αι τροποποιήσεις αύται υπόκεινται εις την έγκρισιν της Ε’ Προσυνοδικής Διασκέψεως του προσεχούς Οκτωβρίου.
δ) Περί προσαρμογής των περί νηστείας κανόνων.
Το κείμενον τούτο εγκριθέν υπό της Β’ Προσυνοδικής Διασκέψεως (1982) παρεπέμφθη υπό της Συνάξεως των Προκαθημένων εις την αυτήν ειδικήν Επιτροπήν ουχί προς αναθεώρησιν, αλλά προς απλήν επιμέλειαν (editing), ήτις και εγένετο χωρίς να επέλθουν ουσιώδεις αλλαγαί. Οι περί νηστείας κανόνες παραμένουν ως αυτοί ισχύουν σήμερον με την προσθήκην περιπτώσεων οικονομίας περί την τήρησιν της νηστείας, ως εκείναι της ασθενείας, στρατεύσεως, ελλείψεως των απαραιτήτων νηστησίμων τροφών, ως διά τους εν τη Διασπορά διαβιούντας κ.λ.π.. Και αιεπελθούσαι μεταβολαί εις το εν λόγω κείμενον δέον να τύχουν της εγκρίσεως της Ε’ Προσυνοδικής Διασκέψεως.
ε) Περί κοινού εορτασμού του Πάσχα.
Το θέμα τούτο απησχόλησε την Β’ Προσυνοδικήν Διάσκεψιν κατόπιν μακράς προετοιμασίας, η οποία περιελάμβανε γνωμοδοτήσεις και συσκέψεις ειδικών αστρονόμων, διά των οποίων κατεδεικνύετο η ανάγκη προσαρμογής του τρόπου υπολογισμού του χρόνου εορτασμού του Πάσχα και διετυπούτο η πρότασις περί διερευνήσεως της δυνατότητος κοινού χρόνου εορτασμού του Πάσχα υφ’ όλων των χριστιανών. Κατά τας εργασίας της ειδικής Επιτροπής, εις την οποίαν το κείμενον παρεπέμφθη υπό των Προκαθημένων δι’ επιμέλειαν διετυπώθη υπό των εκπροσώπων των Εκκλησιών Ρωσσίας, Σερβίας και Γεωργίας η πρότασις όπως το όλον θέμα εκπέση του καταλόγου των θεμάτων της Συνόδου ως μη απασχολούν πλέον την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, αλλά το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και αιλοιπαί αντιπροσωπείαι έκριναν ότι το ζήτημα τούτο δέον να παραμείνη ανοικτόν δοθέντος ότι, ιδία εν τη Διασπορά, το θέμα κοινού εορτασμού του Πάσχα αποτελεί ποιμαντικόν πρόβλημα ιδία εις περιπτώσεις μικτών γάμων και γενικώς λόγω της ανάγκης της αρμονικής συμβιώσεως μετά των μη Ορθοδόξων. Ούτω,
τοΚείμενοντηςΒ’ΠροσυνοδικήςΔιασκέψεωςμηυποστάν
οιανδήποτε μεταβολήν υπό της Επιτροπής παραπέμπεται ως έχει εις
την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον.
στ) Περί των κωλυμάτων Γάμου.
Και το κείμενον τούτο εγκριθέν υπό της Β’ Προσυνοδικής Διασκέψεως παρεπέμφθη υπό των Προκαθημένων εις την αυτήν ειδικήν Επιτροπήν προς επιμέλειαν, αλλά δεν κατέστη δυνατόν να επέλθη εν ομοφωνία ουδεμία αλλαγή, διό και υποβάλλεται ως έχει εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον. Προσπάθειαι περί περιλήψεως εις αυτό μερίμνης διά τον δεύτερον γάμον των εν χηρεία κληρικών απέτυχον ως μη τυχούσαι ομοφωνίας των μελών της Επιτροπής. Το κείμενον χρήζει διασαφήσεως ως προς την σχετικήν προς τους βαθμούς συγγενείας διά την εφαρμογήν της οικονομίας, αλλά τούτο δεν κατέστη δυνατόν κατά τας εργασίας της Επιτροπής.
ζ) Το πρόβλημα της Ορθοδόξου Διασποράς.
Τό θέμα τούτο απησχόλησε σειράν ολην Διορθοδόξων Προπαρασκευαστικών Επιτροπών επετεύχθη δε συμφωνία επί Κοινού Κειμένου επ’ αυτού μόλις κατά την Δ’ Προσυνοδικήν Διάσκεψιν (2009). Συμφώνως προς το Κείμενον τούτο, αναγνωρίζεται κατ’ αρχήν ότι η παρούσα κατάστασις εν τη Ορθοδόξω Διασπορά, κατά την οποίαν υφίστανται πλέον του ενός επίσκοποι εις τον αυτόν τόπον, προσκρούει εις την Ορθόδοξον Εκκλησιολογίαν και τους ιερούς κανόνας (βλ. καν. 8 Α’ Οικουμενικής Συνόδου) και θα έδει να διορθωθή επί το κανονικώτερον. Συγχρόνως όμως διαπιστούται ότι το γε νυν έχον διά διαφόρους ποιμαντικούς και άλλους λόγους η άμεσος μετάβασις εις την κανονικήν κατάστασιν δεν είναι δυνατή, διό και προτείνεται ως μεταβατικόν στάδιον η συγκρότησις επισκοπικών συνελεύσεων κατά γεωγραφικάς περιοχάς προς καλλιέργειαν του πνεύματος συνεργασίας των εκεί Ορθοδόξων και λήψιν κατά το δυνατόν κοινών αποφάσεων επί θεμάτων απασχολούντων σύνολον την Ορθοδοξίαν. Αι αποφάσεως της Δ’ Προσυνοδικής Διασκέψεως καθορίζονται αι γεωγραφικαί περιοχαί, εις τας οποίας θα συγκροτηθούν αι συνελεύσεις αύται, ο τρόπος και αι αρμοδιότητες λειτουργίας των, η προεδρία αυτών υπό του πρώτου εν τη περιοχή ιεράρχου του Οικουμενικού Πατριαρχείου κ.λ.π..
Αι επισκοπικαί συνελεύσεις, κατά την απόφασιν της Δ’ Προσυνοδικής Διασκέψεως θα έδει να τεθούν αμέσως εις λειτουργίαν, όπερ και εγένετο. Κατά τας υπάρχουσας επισήμους πληροφορίας αι εργασίαι των Συνελεύσεων τούτων διεξάγονται επιτυχώς εις όλας τας γεωγραφικάς περιοχάς, εξαιρέσει ίσως της Νοτίου Αμερικής, όπου υφίστανται προβλήματα λόγω της απροθυμίας των εκεί ιεραρχών του Πατριαρχείου Αντιοχείας, οι οποίοι διά διαφόρων προφάσεων αρνούνται να εφαρμόσουν τας αποφάσεις της Δ’ Προσυνοδικής Διασκέψεως ως προς την προεδρίαν των Συνελεύσεων φέροντες προσκόμματα εις την λειτουργίαν αυτών. Αντιθέτως, εις άλλας περιοχάς, ως η των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, περί της οποίας θα ομιλήση προς το ιερόν Σώμα ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ. Δημήτριος, αι Συνελεύσεις λειτουργούν κανονικώς και παράγουν σημαντικόν έργον.
Συμφώνως προς την απόφασιν της Δ’ Προσυνοδικής Διασκέψεως, εναπόκειται εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον να αξιολόγηση το έργον των Επισκοπικών Συνελεύσεων και να αποφασίση περί της κανονικής διευθετήσεως του ζητήματος της Ορθοδόξου Διασποράς.
η) Το Αυτόνομον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού.
Το θέμα τούτο διήλθε δι’ όλων των σταδίων των Διορθοδόξων Προπαρασκευαστικών Επιτροπών και είναι ήδη ώριμον προς εξέτασιν και έγκρισιν του τελικού Κειμένου υπό της προσεχούς Ε’ Προσυνοδικής Διασκέψεως του Οκτωβρίου. Δεδομένου ότι η Διάσκεψις αύτη έχει το δικαίωμα να προβή εις ριζικήν αναμόρφωσιν του τελικού Κειμένου θα ήτο πρόωρον να γίνη λόγος τήν στιγμήν αυτήν περί του περιεχομένου του.
Τα οκτώ ταύτα θέματα θα αποτελέσουν τελικώς την ημερησίαν διάταξιν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Τα έτερα δύο θέματα του αρχικού θεματολογίου, ήτοι το περί του Αυτοκεφάλου εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και του τρόπου ανακηρύξεως αυτού, ως εκείνο των Διπτύχων, παρά τας καταβληθείσας προσπαθείας δεν κατέστη δυνατόν να τύχουν της απαιτουμένης ομοφωνίας εις τας επανειλημμένας Διορθοδόξους Προπαρασκευαστικάς Επιτροπάς, και ούτω κοινή αποφάσει των Εκκλησιών θα παραμείνουν εκτός της ημερησίας διατάξεως της προσεχούς Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Τοιούτον υπήρξε το άχρι τούδε έργον της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ως προς την προετοιμασίαν των Κειμένων της αποφασισθείσης θεματολογίας. Το εναπομένον έργον μέχρι της συγκλήσεως της Συνόδου είναι εξ ίσου σημαντικόν και αφορά εις βασικάς πτυχάς της όλης λειτουργίας του υψίστου τούτου θεσμού, αι οποίαι δέον να καθορισθούν προ της συγκλήσεως της Συνόδου. Ούτω, εκτός της προαναφερθείσης Ε’ Προσυνοδικής Διασκέψεως, η οποία ωρίσθη διά τον προσεχή Οκτώβριον, αναμένεται να συνέλθη ένα περίπου μήνα αργότερον ειδική διορθόδοξος επιτροπή, η οποία θα προετοιμάση το Μήνυμα, το οποίον θα εκπέμψη η Σύνοδος εις τον κόσμον και θα καταρτίση σχέδιον Κανονισμού λειτουργίας της Συνόδου. Ταύτα δέον να εξετασθούν και εγκριθούν υπό νέας Συνάξεως των Προκαθημένων, η οποία αναμένεται να συγκληθή υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου εντός του προσεχούς Δεκεμβρίου ή Ιανουαρίου, το αργότερον. Η Σύναξις αύτη θα αποφασίση και επί άλλων θεμάτων, ως η πρόσκλησις παρατηρητών εκ των εντός και εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, το κανονικόν κύρος των αποφάσεων της Συνόδου και άλλα συναφή ζητήματα.
Μετά ταύτα και περί τας αρχάς του έτους 2016 η Αυτού Θειοτάτη Παναγιότης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, θα συγκάλεση επισήμως την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον, της οποίας και θα προεδρεύση.
Γ’ Παρατηρήσεις, κρίσεις και προοπτικαί.
Εξ όσων εν συντομία ελέχθησαν αντιλαμβανόμεθα πόσον επίπονον και δυσχερές υπήρξε το όλον εγχείρημα της προετοιμασίας του ιστορικού γεγονότος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το μέγιστον βάρος της πραγματοποιήσεως του εγχειρήματος τούτου έπεσεν επί των ώμων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίον κατηύθυνε και κατευθύνει την όλην πορείαν προς την, συν Θεώ, σύγκλησιν της Συνόδου ταύτης με κόπους και θυσίας των περιωρισμένων εις την διάθεσίν του δυνάμεων. Μεγάλη και αποφασιστική υπήρξεν η συμβολή των προεδρευσάντων των Προπαρασκευαστικών Επιτροπών και των Προσυνοδικών Διασκέψεων αειμνήστων Μητροπολιτών Χαλκηδόνος Μελίτωνος και Εφέσου Χρυσοστόμου, ως και του νυν Οικουμενικού Πατριάρχου ως Μητροπολίτου Χαλκηδόνος, οι οποίοι με σύνεσιν και επιδεξιότητα κατηύθυναν τας άκρως δυσχερείς συζητήσεις εις το επιτευχθέν αποτέλεσμα. Σημαντική επίσης υπήρξεν η βοήθεια της εν ChambésyΓραμματείας Προπαρασκευής της Συνόδου αρχικώς υπό τον αείμνηστον Μητροπολίτην Τρανουπόλεως και είτα Ελβετίας και Αδριανουπόλεως Δαμασκηνόν και νυν υπό τον Σεβ. Μητροπολίτην Ελβετίας κ. Ιερεμίαν μετά των συνεργατών των. Οφείλομεν προς πάντας τούτους και άλλους αφανείς συνεργάτας των να εκφράσωμεν την ευγνωμοσύνην μας.
Το έργον της προετοιμασίας της Συνόδου παρετάθη πολύ πέραν του αναμένου χρόνου του προβλεφθέντος υπό των συλλαβόντων την ιδέαν της. Τούτο οφείλεται τόσον εις εξωγενείς όσον και ενδο-ορθοδόξους παράγοντας. Η πτώσις των κομμουνιστικών καθεστώτων επέφερεν αλλαγάς και ανακατατάξεις εντός των κόλπων της Ορθοδοξίας, ενώ αι τάσεις εθνοφυλετισμού και πολιτικών επιδιώξεων, εις τας οποίας ανεφέρθη και η Υμετέρα Θειοτάτη Παναγιότης εις την Εισηγητικήν Ομιλίαν Της, εξακολουθούν να δυσχεραίνουν το έργον της προετοιμασίας. Προς πάντα ταύτα καλείται το Οικουμενικόν Πατριαρχειον να αντιπαλεύη διαρκώς έχον ως σταθερόν στόχον την ενότητα της Ορθοδοξίας και την πραγματοποίησιν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Εκ της κτηθείσης προσωπικής πείρας λόγω της υπό της Εκκλησίας ανατεθείσης μοι διακονίας εις τον τομέα τούτον κατά τα τελευταία έτη επιτραπήτω μοι να υποβάλω ευλαβώς τας ακολούθους κλίσεις και παρατηρήσεις μου.
α’) Η επί αιώνας ολοκλήρους αναπτυχθείσα ατροφία της συνοδικότητος επί οικουμενικού επιπέδου εν συνδυασμώ προς τον θεσμόν της αυτοκεφαλίας συνετέλεσαν εις την ανάπτυξιν ενός αισθήματος αυταρκείας και εσωστρεφείας εις τους κόλπους εκάστης Ορθοδόξου Εκκλησίας. Εις πολλάς περιπτώσεις κατά τας συνεδρίας των Επιτροπών καί Διασκέψεων, των οποίων προήδρευσα, οι αντιπρόσωποι των κατά τόπους Εκκλησιών δεν έρχονται διά να ακούσουν τας θέσεις των αδελφών των και να θέσουν υπό το φως των τας ιδικάς των απόψεις, ως αρμόζει εις το πνεύμα της συνοδικότητος, αλλά διά να επιβάλουν, ενίοτε διά της ασκήσεως της αρνησικυρίας, τας θέσεις της Εκκλησίας των. Διά του τρόπου τούτου καθίσταται δυσχερής, ει μη αδύνατος, η ενιαία φωνή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις πλείστας περιπτώσεις.
β’) Εκ της νοοτροπίας ταύτης προέκυψε και η επικράτησις τελικώς του όρου αι αποφάσεις της Συνόδου να λαμβάνονται εν ομοφωνία. Επί του όρου τούτου επέμενεν ιδιαιτέρως η αγιωτάτη Εκκλησία της Ρωσσίας, ενώ άλλαι Εκκλησίαι, ως η των Ιεροσολύμων και της Κωνσταντινουπόλεως, προετίμων την προβλεπομένην υπό των ιερών Κανόνων αρχήν “η ψήφος των πλειόνων κρατείτω” (Καν. 6 Α’ Οικ. Συνόδου). Το επιχείρημα ότι η αρχή αύτη ίσχυε μόνον διά τας εκλογάς επισκόπων δεν ευσταθεί ιστορικώς, διότι και κατά τας Οικουμενικάς Συνόδους, προκειμένου ακόμη και περί δογματικών θεμάτων, εφηρμόζετο η αρχή αύτη. Ούτω, εις την Α’ Οικουμενικήν Σύνοδον εμειοψήφισαν αρχικώς περί τούς είκοσι Αρειανοί επίσκοποι μεταπεισθέντες τελικώς, πλήν δύο, ως προς τον τελικόν δογματικόν όρον της Συνόδου, (Θεοδωρήτου, Εκκλ. Ιστ. I, 6-7) εις την Β’ Οικουμενικήν εκλήθησαν και παρήσαν 36 Μακεδονιανοί (Πνευματομάχοι) επίσκοποι υπό τον Κυζίκου Ελεύσιον (Σωκράτους, Εκκλ. ιστορ. V, 13) εις την Δ’ Οικουμενικήν Σύνοδον οι υποστηρικταί του Ευτυχούς μετείχον επί ίσοις όροις (MANSI, VI, 580), εις την Στ’ Οικουμενικήν ομοίως οι υπό τον Μακάριον Αντιοχείας υποστηρικταί του Μονοθελητισμού (MANSIXI, 209) κ.λ.π..
Η αρχή της ομοφωνίας αποτελεί, βεβαίως, ιδεατήν και επιθυμητήν επιδίωξιν, αλλ’ εν τη πράξει σημαίνει ότι μία και μόνον Εκκλησία δύναται να αναστείλη και παρεμποδίση την λήψιν οιασδήποτε αποφάσεως. Τούτο, άλλωστε, απεδείχθη κατά την προπαρασκευαστικήν διαδικασίαν και ωδήγησε τόσον εις την μακροχρόνιον διάρκειαν αυτής όσον και εις το τελικόν αδιέξοδον ως προς τα θέματα του Αυτοκεφάλου και των Διπτύχων.
γ’) Η τάσις αύτη εσωστρεφείας και αυταρκείας των κατά τόπους αυτοκεφάλων Εκκλησιών, προϊόν της επί μακρόν απουσίας της συνοδικότητος επί οικουμενικού επιπέδου, κινδυνεύει να εμφανίση την Ορθόδοξον Εκκλησίαν αδιάφορον έναντι των συγχρόνων ρευμάτων και εξελίξεων και των συναφών προς αυτάς κοινωνικών προβλημάτων, επί των οποίων ο κόσμος αναμένει να ακούση τον λόγον της Ορθοδοξίας. Πολλαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι διαβιούν εισέτι εις πολιτισμικώς αμιγείς πληθυσμούς και δεν έχουν επηρεασθή ακόμη από τας κοσμογονικάς αλλαγάς, αι οποίαι συντελούνται σήμερον εις πολλάς περιοχάς του κόσμου. Τούτο είναι δυνατόν να εμπόδιση την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον από του να αρθρώση λόγον επίκαιρον διά την εποχήν μας και να απογοήτευση πολλούς.
δ’) Η επί αιώνας απουσία της συνοδικότητος επί οικουμενικού επιπέδου καθιστά εμφανές το ερώτημα περί του κανονικού κύρους της μελλούσης Συνόδου. Καθ’ όλην αυτήν την μακράν περίοδον η Ορθόδοξος Εκκλησία πορεύεται με πυξίδα τους ιερούς Κανόνας, οι οποίοι εθεσπίσθησαν κατά την Βυζαντινήν περίοδον, όταν ο συνοδικός θεσμός επί οικουμενικού επιπέδου ήτο ακόμη ενεργός. Με την επάνοδον εις την οικουμενικήν συνοδικότητα διά της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου τίθεται αυτομάτως το ερώτημα εάν αι αποφάσεις αυτής θα έχουν κανονικόν κύρος και πώς τούτο θα διασφαλισθή έναντι όσων τυχόν αμφισβητήσουν ή παραβούν αυτάς. Επί του θέματος τούτου αναμένεται μετά πολλού ενδιαφέροντος η τοποθέτησις των σεπτών Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών κατά την προσεχή Σύναξιν αυτών.
ε’) Σημαντικόν ωσαύτως θέμα πρός αντιμετώπισιν και απόφασιν είναι το της παρουσίας παρατηρητών εις τας εργασίας της Συνόδου. Κατά την Ορθοδόξον Εκκλησιολογίαν και κανονικήν τάξιν αι αποφάσεις των Συνόδων λαμβάνονται μόνον διά της ψήφου των μετεχόντων επισκόπων. Η φωνή όμως των λαϊκών δέον να ακουσθή και ληφθή υπ’ όψιν. Ο τρόπος συμμετοχής των θα πρέπει να αποτελέση θέμα σοβαράς μελέτης.
Παραπλήσιον είναι και το θέμα προσκλήσεως παρατηρητών εκ των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών. Ούτοι βεβαίως δεν αποτελούν πλήρωμα της Εκκλησίας, αλλ’ εις μίαν εποχήν διαλόγου, συνεργασίας και συμπράξεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετ’ αυτών εις πολλούς τομείς δεν δύναται να αγνοηθούν. Άλλωστε, την φωνήν της Συνόδου αναμένουν μετά ζωηρού ενδιαφέροντος να ακούσουν και οι μη ανήκοντες εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν Χριστιανοί.
στ) Τέλος, επιτραπήτω μοι να επισημάνω την μεγίστην σημασίαν, την οποίαν προσλαμβάνει εν όψει των ανωτέρω το Μήνυμα, το οποίον θα εκπέμψη προς τον κόσμον η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος μετά το πέρας των εργασιών αυτής. Ως εκ της φύσεώς της η θεματολογία της Συνόδου αφορά κυρίως εις ζητήματα εσωτερικής φύσεως της Ορθοδοξίας. Τούτο ίσως αφήση αδιάφορον τον έξω της Ορθοδόξου Εκκλησίας κόσμον. Αλλά το γεγονός της Συνόδου δεν θα πρέπει να αποτελέση απλώς μίαν εσωτερικήν υπόθεσιν των Ορθοδόξων. Η περιθωρειοποίησις της Ορθοδοξίας δεν συνάδει προς την φύσιν της.
Παναγιώτατε Δέσποτα,
Τας ταπεινάς ταύτας σκέψεις υποβάλλω ευλαβώς εις την Υμετέραν σεπτήν Κορυφήν και το ιερόν τούτο Σώμα. Αποτελούν καρπόν της πείρας μου εκ της άχρι τούδε διακονίας μου εις το ιερόν και κρίσιμον λειτούργημα της προετοιμασίας του πλέον ίσως σημαντικού γεγονότος εις την σύγχρονον ιστορίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το γεγονός τούτο, το οποίον ωραματίσθησαν διαπρεπείς προκάτοχοι Υμών ηυδόκησεν η θεία Πρόνοια να εγγίζη την πραγμάτωσίν του επί της Υμετέρας Πατριαρχείας. Μέγα το κλέος, αλλ’ έτι μείζων η ευθύνη και ο κόπος, τον οποίον αύτη συνεπάγεται. Σύμπασα η Ιεραρχία του Θρόνου συμπαρίσταται ετοίμη να συνεισφέρη το κατ’ αυτήν εις την ευόδωσιν του μεγαλοπνόου και ιερού σκοπού, ευχομένη ταπεινώς όπως Κύριος ο Θεός αξιώση την Υμετέραν Παναγιότητα να υπουργήση την πραγμάτωσιν του ιστορικού τούτου γεγονότος από της θέσεως εις την οποίαν έταξε τον Θρόνον τούτον η Πρόνοια του Θεού.
Είησαν τα έτη της Υμετέρας Παναγιότητος πολλά επ’ αγαθώ της Εκκλησίας.
Ευχαριστώ, αδελφοί, διά την υπομονήν σας.