Eἰσήγηση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου στὴν Θεολογικὴ-Ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα “Ἁγια καὶ Μεγάλη Σύνοδος” τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς, στὸ Στάδιο Εὶρήνης καὶ Φιλίας, 23 Μαρτίου 2016
Ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα χαρίσματα τῶν Χριστιανῶν (Κληρικῶν, Μοναχῶν καί λαϊκῶν) πού εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι ἀποτελοῦν τήν ἐγρηγοροῦσαν συνείδησιν, ἡ δέ μεγαλύτερη προσφορά τῶν Ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως γράφει ὁ μακαριστός Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος (Καψάνης), εἶναι νά ἐνεργοποιῆ τήν ἐγρήγορση τῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία, ὅταν μάλιστα ὁ λαός τοῦ Θεοῦ σήμερα ἀφήνη ἐν πολλοῖς «ἀδρανές καί ἀνενέργητον τό χάρισμα τοῦτο». Ἡ ἐγρήγορση τῆς Ὀρθοδόξου συνειδήσεως ἀποτελεῖ τήν μεγαλύτερη ἀπόδειξη ὅτι τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ζωντανά.
Ἐμεῖς δέ οἱ Κληρικοί, παντός βαθμοῦ, καί οἱ λαϊκοί θεολόγοι ἔχουμε μεγάλη εὐθύνη ὅταν δέν καλλιεργοῦμε στό ποίμνιό μας τήν «ἐγρήγορσιν τῆς συνειδήσεώς» του, ἀλλά ἀρκούμαστε σέ μιά κοινωνική διακονία καί σέ μιά πολιτιστική προσφορά, καί δέν προσφέρουμε τόν ὀρθόδοξο λόγο, πού εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς σωτηρίας. Ἡ θεολογία, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπό τούς ζωντανούς ὀργανισμούς, ἤτοι τούς Προφήτας, τούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρας, εἶναι μεγάλο χάρισμα, καί ἡ χάρη τῆς θεολογίας σώζει τόν ἄνθρωπο.
Αὐτή εἶναι μιά μικρή εἰσαγωγή γιά νά προχωρήσω στό θέμα μου, πού εἶναι: «θεολογία καί πολιτική» καί ὁπωσδήποτε ἔχει ἀναφορά στήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», ἡ ὁποία πρόκειται νά συνέλθη, ὅπως ἔχει προγραμματισθῆ, κατά τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ ἔτους πού διανύουμε. Πρόκειται ὄντως γιά μεγάλο ἐκκλησιαστικό γεγονός, τό ὁποῖο πρέπει νά κινηθῆ στήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, νά εἶναι προϊόν «τῆς ἐγρηγορούσης συνειδήσεως» τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καί φυσικά θά πρέπει νά ἀποδεσμεύεται ἀπό τήν κοσμική πολιτική.
Θά διαιρέσω τό θέμα μου σέ τρεῖς ἑνότητες: πρῶτον ἡ θεολογία τῆς Πεντηκοστῆς, δεύτερον τά σύγχρονα θεολογικά ρεύματα, καί τρίτον ἡ εἴσδυση τῆς πολιτικῆς στίς ἐνδοορθόδοξες σχέσεις. Θά προσπαθήσω νά ἐπεξεργασθῶ τό θέμα μου μέ ψυχραιμία καί νηφαλιότητα.
1. Ἡ θεολογία τῆς Πεντηκοστῆς
Ἡ μέλλουσα νά συγκληθῆ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος θά πραγματοποιηθῆ τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, καί ἀσφαλῶς ἔχει ἐπιλεγεῖ συμβολικά γιά νά ἐκφράση τήν ἑνότητα τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου.
Ὅμως, ἡ Πεντηκοστή εἶναι μιά ἡμέρα πού δείχνει ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ λειτουργική ἑνότητά της. Πρόκειται γιά τήν θεολογία τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ μέσα στό Φῶς. Οἱ Ἀπόστολοι διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἑνώθηκαν μέ τόν Χριστό καί ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματός Του.
Ὁ Χριστός στήν ἀρχιερατική Του προσευχή εὐχήθηκε στόν Πατέρα Του, ὥστε οἱ Μαθητές Του νά ἔχουν ἑνότητα μεταξύ τους: «τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς» (Ἰω. ιζ΄, 11). Αὐτό τό ἐπανάλαβε, «ἵνα πάντες ἓν ὦσι», «ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν» (Ἰω. ιζ΄, 21).
Αὐτή ἡ ἑνότητα τῶν Μαθητῶν ἐν Χριστῷ πραγματοποιήθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Δέν πρόκειται γιά μιά ἐξωτερική ἑνότητα οὔτε γιά μιά διανοητική ἑνότητα, ἀκόμη καί μέ τήν ἴδια πίστη, ἀλλά ἑνότητα μέσα στήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό φαίνεται ἀπό τούς ἴδιους λόγους τοῦ Χριστοῦ στήν Ἀρχιερατική προσευχή, ὅταν λέγη: «καὶ ἐγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν» (Ἰω. ιζ΄, 22-23), «θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ᾿ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἣν δέδωκάς μοι» (Ἰω. ιζ΄, 24).
Εἶναι φανερόν ὅτι τό «ἵνα ὦσιν ἕν» συνδέεται μέ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, μέ τό «τετελειωμένοι εἰς ἕν», μέ τό «θεωρῶσιν τήν δόξαν» τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιά τήν ἑνότητα τῶν Μαθητῶν στήν δόξα τοῦ Θεοῦ, τήν ἀνάβαση στό ὕψος τῆς Πεντηκοστῆς, στήν θέωση.
Ἡ ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς προξένησε τόση χαρά στούς Ἀποστόλους, ὥστε φάνηκαν ὡς μεθυσμένοι. Πρόκειται γιά τήν μέθη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Μιά καταπληκτική ἑρμηνεία τί εἶναι αὐτή ἡ μέθη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δίνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν προτρέπη τούς Χριστιανούς τῆς Ἐφέσου: «καί μή μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλά πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καί ὕμνοις καί ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καί ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ,» (Ἐφ. ε΄, 18-19). Οἱ ψαλμοί καί οἱ ὕμνοι καί οἱ ὠδές οἱ πνευματικές πού ἄδονται καί ψάλλονται στήν καρδιά εἶναι ἡ ἐσωτερική λειτουργία, εἶναι ἡ νοερά καρδιακή προσευχή, πού εἶναι ὁ πρῶτος βαθμός τῆς θεωρίας. Δέν μπορεῖ νά δοθῆ καμμιά ἄλλη ἐξήγηση αὐτοῦ τοῦ θεοπνεύστου χωρίου καί δείχνει ποιά ἦταν ἡ κατάσταση τῶν Χριστιανῶν μετά τό ἅγιο Βάπτισμα, καί ποιά εἶναι ἡ κατάλληλη πορεία πρός τήν αὐθεντική θεολογία, ὡς θεοπτία.
Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος πού βρέθηκε στήν Πεντηκοστή, καί προηγουμένως στό Ὄρος Θαβώρ, εἶναι ἀποκαλυπτικός ὅταν γράφη: «οὐ γάρ σεσοφισμένοις μύθοις ἐξακολουθήσαντες ἐγνωρίσαμεν ὑμῖν τήν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δύναμιν καί παρουσίαν, ἀλλ᾿ ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος» (Β΄ Πέτρ. α΄, 16). Οἱ «σεσοφισμένοι μύθοι» εἶναι ἡ φιλοσοφία τῆς κλασσικῆς μεταφυσικῆς, τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Ἀριστοτέλη, τῶν Νεοπλατωνικῶν, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν φιλοσοφία τήν εἰδωλολατρική θρησκεία, ὅταν ὁμιλοῦσαν γιά τόν κόσμο τῶν ἰδεῶν, τόν λεγόμενον ἐξεμπλαρισμό τοῦ Πλάτωνα καί τό πρῶτον ἀκίνητον κινοῦν, τόν λεγόμενον ὑλικομορφισμό τοῦ Ἀριστοτέλη. Ὅλοι αὐτοί «οἱ σεσοφισμένοι μύθοι» ἐξαφανίσθηκαν ἐπάνω στό Ὄρος Θαβώρ, ὅταν οἱ Ἀπόστολοι ἔγιναν «ἐπόπται τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος», εἶδαν τό ἄκτιστο Φῶς τοῦ Θεοῦ, καί μετεῖχαν αὐτοῦ, καί ὅταν στήν συνέχεια κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔγιναν μέλη τοῦ σώματος τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου.
Πρό τῆς Πεντηκοστῆς ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ μετεχόταν «ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς», ὅπως γινόταν στούς Προφήτας, ἀλλά μετά τήν Πεντηκοστή καί τό τεθεωμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ «μετέχεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς» καί οἱ Ἀπόστολοι βλέπουν τόν Χριστόν ἐν τῷ Φωτί καί μετέχουν τοῦ Φωτός ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Στήν συνέχεια, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος συνιστᾶ στούς Χριστιανούς νά προσέχουν τόν προφητικό λόγο, ὁ ὁποῖος ὁμοιάζει μέ λύχνο πού φέγγει στό σκοτάδι, ὥστε νά φθάσουν στήν θεωρία τοῦ Φωτός πού θά ἀνατείλη στίς καρδιές τους. Γράφει: «Καί ἔχομεν βεβαιότερον τόν προφητικόν λόγον, ᾧ καλῶς ποιεῖτε προσέχοντες ὡς λύχνῳ φαίνοντι ἐν αὐχμηρῷ τόπῳ, ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ καί φωσφόρος ἀνατείλῃ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν» (Β΄ Πέτρ. α΄, 19).
Αὐτή εἶναι ἡ πραγματική θεολογία τῶν ἁγίων, ὅπως καί πάλιν διδάσκει ὁ Πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος Πέτρος: «οὐ γάρ θελήματι ἀνθρώπου ἠνέχθη ποτέ προφητεία, ἀλλ᾿ ὑπό Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι» (Β΄ Πέτρ. α΄, 21).
Ἡ ἀναφορά αὐτή τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου δείχνει τήν ἰσχυρότατη σχέση μεταξύ τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων, διά μέσου τῶν αἰώνων, οἱ ὁποῖοι ἐμπνέονται ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, μετέχουν τοῦ θείου Φωτός τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, καί εἶναι πράγματι οἱ θεόπνευστοι καί οἱ πραγματικοί ἡγέτες τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Δέν ὁμιλοῦν μέ «σεσοφισμένους μύθους», πράγμα πού κάνουν οἱ αἱρετικοί, ἀλλά εἶναι «ἐπόπται τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος», ἀκοῦν τήν φωνή τοῦ Πατρός «ὑπό τῆς μεγαλοπρεποῦς δόξης», καί γίνονται πραγματικοί θεολόγοι στήν Ἐκκλησία καί φορεῖς τῆς Πεντηκοστῆς.
Ὅλη αὐτή ἡ θεολογία τῶν θεοπτῶν ἁγίων πέρασε μέσα στίς ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, στήν γλώσσα τῆς λατρείας καί στίς εὐχές τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι αὐτό πού ὁ μακαριστός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ εἶχε πῆ ὅτι ὑπάρχει σταθερή σχέση μεταξύ τοῦ lex credendi καί τοῦ lex orandi. Αὐτή εἶναι ἡ κοινή θεολογική γλώσσα τῶν Ἁγίων. Κάθε φορά πού μιά θεολογία ἀποδεσμεύεται ἀπό τήν θεολογία τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τήν θεολογία τῆς λατρείας καί τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐκκοσμικευμένη θεολογία καί δέν ἐκφράζει τό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς, ἀλλά τούς «σεσοφισμένους μύθους».
Βέβαια, οἱ ἅγιοι Πατέρες διά μέσου τῶν αἰώνων, κυρίως οἱ Πατέρες τοῦ 4ου αἰῶνος, χρησιμοποίησαν μιά ἄλλη ὁρολογία γιά νά ἀπαντήσουν στούς αἱρετικούς θεολόγους τῆς ἐποχῆς τους, ἀλλά ὅμως ἡ ἐμπειρική θεωρία ἦταν ἑνιαία. Δέν ὑφίσταται καμμιά διαφορά μεταξύ τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων ὡς πρός τό «ἄκτιστον ρῆμα», ἀλλά ἡ διαφορά ἦταν ὡς πρός τό «κτιστόν ρῆμα καί νόημα». Ἄν κάποιος δέν μπορεῖ νά καταλάβη αὐτήν τήν οὐσιαστική διαφορά, δέν μπορεῖ νά καταλάβη τί εἶναι ὀρθόδοξη θεολογία.
Αὐτή εἶναι ἡ Πεντηκοστή μέσα στήν ἱστορία καί αὐτοί οἱ θεολόγοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι τῆς Πεντηκοστῆς. Κι ἄν δέν διαθέτουμε ἀποκαλυπτική ἐμπειρία, ὅμως τό λιγότερο πού μποροῦμε νά κάνουμε εἶναι νά ἀκολουθοῦμε πιστά τήν ἐμπειρία καί τήν διδασκαλία τῶν θεοπτῶν ἁγίων καί νά πορευόμαστε «κατά τάς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκκλησίας εὐσεβές φρόνημα».
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος θά πραγματοποιηθῆ σύμφωνα μέ τόν προγραμματισμό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, καί ἐμεῖς εὐχόμαστε στήν Σύνοδο αὐτή νά παρευρίσκωνται Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι τουλάχιστον νά ἀκολουθοῦν τήν διδασκαλία τῶν θεουμένων ἁγίων.
2. Τά σύγχρονα θεολογικά ρεύματα
Δυστυχῶς, ἐκτός ἀπό τό ὀρθόδοξο θεολογικό ρεῦμα τῶν θεοπτῶν ἁγίων, οἱ ὁποῖοι εἶναι συνέχεια τῆς Πεντηκοστῆς, διά μέσου τῶν αἰώνων, ἐμφανίσθηκαν καί ἄλλα θεολογικά ρεύματα, καί ἄς ἐλπίσουμε νά μή ἐπικρατήσουν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, πού θά γίνη τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Στήν εἰσήγησή μου στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τίτλο «Ἡ θεολογική κρίση καί οἱ ἐπιπτώσεις της στήν καθημερινότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς», ἀφοῦ ἐξέθεσα ποιά εἶναι ἡ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν αὐθεντική ἔκφρασή της, στήν συνέχεια παρουσίασα τό πῶς ἀλλοιώθηκε ἡ θεολογία, μέ τήν σχολαστική θεολογία, τήν βιβλική κριτική θεολογία καί τήν παλαιότερη ρωσική θεολογία, καί ἔδωσα συγκεκριμένα παραδείγματα τῆς θεολογικῆς ἐκτροπῆς.
Ἐπίσης, στό Συνέδριο πού ἔγινε στόν χῶρο αὐτό ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Πειραιῶς τό 2012 εἰσηγήθηκα ἕνα θέμα μέ τίτλο: «Ἡ μεταπατερική θεολογία ἀπό ἐκκλησιαστικῆς προοπτικῆς», καί παρουσίασα τόν πυρῆνα τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας καί πῶς ἐφαρμόζεται στήν σύγχρονη ἐκκλησιαστική σκέψη.
Δέν ἐπιθυμῶ νά ἐπαναλάβω τά ἴδια θέματα, ἀλλά παραπέμπω κάθε ἐνδιαφερόμενο στίς εἰσηγήσεις αὐτές. Ἐδῶ θέλω νά ἐπισημάνω ὅτι ἡ στοχαστική θεολογία τῶν ἀρχαίων αἱρετικῶν τοῦ 3ου καί 4ου αἰῶνος πέρασε στόν δυτικό χῶρο τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καί μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου διαμόρφωσε μιά ἰδιαίτερη θεολογία, πού ἀποκλήθηκε φραγκολατινική ἤ σχολαστική θεολογία. Αὐτή ἡ θεολογία στηρίχθηκε κυρίως στίς ἀπόψεις τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Ἀριστοτέλους, ὅπως φαίνεται στό ἔργο τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη Summa Theologica. Ἔπειτα, οἱ Μεταρρυθμιστές ἀπέβαλαν τήν σχολαστική θεολογία καί ἑρμήνευσαν καί ἑρμηνεύουν τά βιβλικά κείμενα μέ μιά ἰδιαίτερη μέθοδο, δηλαδή οὐσιαστικά ἀπέρριψαν τήν Θεοπτική ἑρμηνευτική μέθοδο τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἐφαρμόζουν μεθόδους πού χρησιμοποιοῦνται στό πεδίο τῆς ἱστορίας, τῆς συγκρητικῆς θρησκειολογίας καί τῆς φιλοσοφίας. Κατά βάση ἐξετάζουν τό περιβάλλον στό ὁποῖο ἔζησε κάθε Προφήτης, χωρίς νά διακρίνουν μεταξύ ἀκτίστων ρημάτων καί κτιστῶν ρημάτων, νοημάτων καί εἰκονισμάτων. Στήν συνέχεια τά ρεύματα αὐτά, μαζί μέ τόν γερμανικό ἰδεαλισμό εἰσέρρευσαν στήν Ρωσία καί ἐκεῖ τόν 19ο αἰώνα διαμορφώθηκε μιά ἰδιαίτερη θεολογία πού ὀνομάσθηκε Ρωσική, ἡ ὁποία προσέλαβε ἐν πολλοῖς τά ὑπαρξιακά στοιχεῖα καί τῆς ὁποίας κέντρο σήμερα εἶναι τό Ρωσικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου στό Παρίσι.
Πρατηρώντας τά θεολογικά ρεύματα καί τήν σκέψη πού ἐπικρατεῖ σήμερα στόν θεολογικό κόσμο συμπεραίνουμε ὅτι εἶναι ἐπηρεασμένα ἀπό τόν νεοσχολαστικισμό, τόν προτεσταντικό βιβλισμό, τόν γερμανικό ἰδεαλισμό, τήν σλαβοφιλία καί τόν ὑπαρξισμό, τά ὁποῖα ἔχουν διαφοροποιηθῆ ἐν πολλοῖς ἀπό τήν ὀρθόδοξη βιβλικοπατερική παράδοση.
Εἶναι σημαντικό νά τονισθῆ ὅτι ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἀγωνίσθηκε ἐναντίον αὐτῆς τῆς παραχαράξεως τῆς πατερικῆς παραδόσεως. Ὁ π. Γεώργιος Δράγας, μαθητής του, ἔχει ἐπισημάνει ὅτι ὁ μεγάλος αὐτός θεολόγος σέ ὅλες τίς διαλέξεις του τόνιζε δύο σημεῖα: Πρῶτον ὅτι ἡ ἐμπειρική πατερική θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς διαφοροποιεῖται ἀπό τήν σχολαστική ἤ ὀρθολογική θεολογία τῆς Δύσεως. Δεύτερον ὅτι εἶναι λανθασμένη ἡ ἀντιπαράθεση τῆς βιβλικῆς θεολογίας πρός τήν δογματική ἤ πατερική θεολογία, ἡ ὁποία ἀντιπαράθεση, δυστυχῶς, ἑδραιώθηκε στήν Δύση. Αὐτήν τήν θεολογία μέ τά δύο αὐτά σημεῖα πού διαμορφώθηκε στούς ἀκαδημαϊκούς κύκλους τήν χαρακτήριζε ὡς «ψευδομόρφωση», ἐπέμενε δέ ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει μιά ἀρραγής συνέχεια ἀπό τούς Προφήτας στούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρας τοῦ 4ου αἰῶνος, καί στούς Πατέρας τῶν ἑπομένων αἰώνων μέχρι τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί τούς Φιλοκαλικούς Πατέρας. Σέ ὅλη αὐτήν τήν ὀρθόδοξη περίοδο ὑπάρχει ταυτότητα στήν θεολογία καί τήν μεθοδολογία.
Αὐτήν τήν θεολογική γραμμή συνέχισε καί ὁ καλύτερος μαθητής τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὁ ὁποῖος τόνιζε ὅτι ἡ θεοπτική ἐμπειρία εἶναι ἡ βάση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καί ὅτι ὅταν ἡ ἀκαδημαϊκή θεολογία ἀποκόπτεται ἀπό τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση εἶναι ἀντιεκκλησιαστική καί αἱρετικίζουσα. Ἐπίσης, στό θέμα τῆς ψευτοδιάκρισης τῆς βιβλικῆς ἑρμηνείας ἀπό τήν ἁγιοπατερική ἐμπειρία καί τήν δογματική, τόνιζε τήν ἑνότητα καί συμφωνία μεταξύ τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων.
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ περίπτωση τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καί γι’ αὐτό θά ἀναφερθῶ λίγο σέ αὐτόν. Μεγάλωσε καί σπούδασε στά μεγάλα κέντρα γνώσης τῆς Δύσης. Ἔμαθε ἀπό μαθητής στό Γυμνάσιο, καί στήν συνέχεια ὡς φοιτητής, τήν σχολαστική θεολογία τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη. Ἔπειτα, σπούδασε σέ μεγάλους βιβλικούς θεολόγους τήν βιβλική κριτική μέθοδο ἐρεύνης τῶν βιβλικῶν κειμένων. Ἀκόμη, γνώριζε ἐκ τοῦ σύνεγγυς τήν Ρωσική θεολογία στό Ρωσικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου. Ὅμως, ὅταν κατέληξε στήν μελέτη καί γνώση τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί γνώρισε τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, κυρίως τῶν Φιλοκαλικῶν Πατέρων καί τήν νηπτική παράδοση τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τότε ἄσκησε βαθύτατη κριτική στήν δυτική θεολογία. Γνώριζε καλύτερα ἀπό κάθε ἄλλον τήν δυτική θεολογική σκέψη, ἀλλά καί τήν οὐσία τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ, γι’ αὐτό καί καταλάβαινε πολύ καλά τίς ἐπιρροές πού δέχθηκε ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἀπό τά δυτικά θεολογικά ρεύματα.
Ὁ ἴδιος δέν ἦταν κλεισμένος σέ ἕνα γραφεῖο καί σέ κάποιο δωμάτιο, ἀλλά συμμετεῖχε σχεδόν σέ ὅλους τούς σύγχρονους θεολογικούς διαλόγους ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας, προσφέροντας εὔστοχο θεολογικό λόγο, ὅπως φαίνεται στίς ἐκθέσεις καί τά κείμενά του, καθώς ἐπίσης ὑπῆρξε μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῶν παρατηρητῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο. Γνώριζε, λοιπόν, ἀσφαλέστατα τήν σκέψη τῆς δυτικῆς θεολογίας καί τίς ἐπιρροές πού ἄσκησε αὐτή ἡ θεολογία, κυρίως ἡ Ρωσική θεολογία στούς σύγχρονους ὀρθοδόξους ἀκαδημαϊκούς θεολόγους. Γι’ αὐτό καί ἦταν δεινός ἐπικριτής ὅλων αὐτῶν τῶν θεολογικῶν ρευμάτων. Ἔχω ὑπ’ ὄψη μου τέτοια ἀνέκδοτα ἀκόμη κριτικά κείμενα, τά ὁποῖα θά δημοσιεύσω ἀργότερα καί θά προξενήσουν μεγάλη ἐντύπωση.
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον ὅσοι διακρίνονται ἀπό ξένες θεολογικές παραδόσεις τόν εἰρωνεύονται, τόν ὑποσκάπτουν, τόν πολεμοῦν, ὅπως κάνουν καί μέ καθένα πού ἀκολουθεῖ τήν πατερική παράδοση. Ἀλλά ὅ,τι καί νά κάνουν, ἡ θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, πού εἶναι θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, θά μείνη στήν Ἐκκλησία, γιατί ἐκφράζει τήν ζωή της.
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης εἶχε τήν εὐκαιρία νά σπουδάση στά μεγαλύτερα θεολογικά κέντρα τῆς ἐποχῆς του καί κατά συνέπεια εἶχε τήν εὐκαιρία νά γίνη μέγας κατά κόσμον, ἀλλά αὐτός ὡς ἄλλος Μωϋσῆς –ὁ ὁποῖος «μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱός θυγατρός Φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἤ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν, μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τόν ὀνειδισμόν τοῦ Χριστοῦ· ἀπέβλεπε γάρ εἰς τήν μισθαποδοσίαν» (Ἑβρ. ια΄, 24-26)– ἀρνήθηκε καί αὐτός τούς ἰσχυρούς κατά τήν δύναμη τήν κοσμική καί ὑποστήριζε τούς ταπεινούς ἡσυχαστές μοναχούς καί τήν θεολογία τους.
Καππαδόκης αὐτός συγγένευε πνευματικά μέ τόν Καππαδόκη Μέγα Βασίλειο, ὁ ὁποῖος, κατά δική του ὁμολογία, δαπάνησε πολύ χρόνο στήν ματαιότητα, ἡ ὁποία ἀφάνησε τήν νεότητά του στήν ματαιοπονία, καί ὅταν σηκώθηκε «ὥσπερ ἐξ ὕπνου βαθέος» ἀπέβλεψε «πρός τό θαυμαστόν φῶς τῆς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου». Καί ἀφοῦ εἶδε τό ἄχρηστον τῆς σοφίας τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος αὐτοῦ πού θά καταργηθῆ, θρήνησε τήν ἐλεεινή του ζωή καί εὐχήθηκε νά τοῦ προσφερθῆ χειραγωγία γιά νά εἰσαχθῆ στά δόγματα τῆς εὐσεβείας. Ἔτσι, πορεύθηκε στούς μοναχούς πού ζοῦσαν στήν Ἀλεξάνδρεια, τήν ὑπόλοιπη Αἴγυπτο, τήν Παλαιστίνη, τήν Κοίλη Συρία καί τήν Μεσοποταμία, γιά νά μάθη στήν ἀσκητική ἡσυχαστική παράδοση.
Γιατί ἔκανα αὐτήν τήν ἀναφορά στόν Μέγα Βασίλειο καί τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη; Διότι πολλοί σύγχρονοι σπουδαῖοι καί τρανοί θεολόγοι καί Κληρικοί χαίρονται νά μελετοῦν τά ἔργα μεγάλων κατά κόσμον θεολόγων, ἱκανοποιοῦνται νά τούς ἐπαινοῦν οἱ δυτικοί θεολόγοι καί παρουσιάζονται ὡς μεγάλοι θεολόγοι καί στήν Ἐκκλησία, ἐνῶ ταυτόχρονα ὑπονομεύουν τήν ἀσφαλῆ μέθοδο τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, πού εἶναι ἡ ἡσυχαστική παράδοση καί κατά συνέπεια περιφρονοῦν τούς συγχρόνους ἐμπειρικούς θεολόγους πού εἶναι συνεχιστές τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων.
Καί αὐτό εἶναι ἀξιοσημείωτο, γιατί τά κείμενα πού κατεργάζονται σύγχρονοι θεολόγοι γιά νά ἐγκριθοῦν ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο ἔχουν δεχθῆ ἐπιρροές ἀπό τήν δυτική σκέψη. Αὐτό φαίνεται καί στήν θεολογία καί στήν ὁρολογία. Ἐμένα μέ ἐνδιαφέρει καί ἡ ὁρολογία, ὅταν ἀποστασιοποιῆται ἀπό τήν γλώσσα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τήν γλώσσα τῆς λατρείας τῆς Ἐκκλησίας.
Γιά παράδειγμα, ἡ φράση πού ἔχει εἰσχωρήσει σέ θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά κείμενα «ἀξιοπρέπεια καί ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου», εἶναι ἀρκετά προβληματική καί ἐπικίνδυνη ἀπό πλευρᾶς θεολογικῆς. Αὐτή ἡ ἐπικινδυνότητα φαίνεται ἀπό τό ὅτι, ἐκτός τοῦ ὅτι δέν κάνουν τήν διάκριση μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ, καί συνδέουν τήν φύση μέ τήν ἀνάγκη, ὅπως καί τήν θέληση-βούληση μέ τό πρόσωπο, συγχρόνως ὑποσκελίζουν τόν ἁγιογραφικό ὅρο γιά τόν ἄνθρωπο ὡς κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ, μέ ἀποτέλεσμα νά περιορίζουν τόν λόγο στά ἀνθρώπινα δικαιώματα, τά ὁποῖα ἑρμηνεύονται πάντοτε κατά τό δοκοῦν.
Δέν εἶμαι ἐναντίον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ἐάν αὐτή συντονίζεται στήν θεολογία καί τήν μεθοδολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἄν μιά Σύνοδος ἔχει τήν δυνατότητα νά ἀρθῆ στό ὕψος τῶν Συνόδων ἀπό τίς ὁποῖες ἀπετελέσθη τό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας», πού διαβάζεται κατά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, τότε αὐτή ἡ Σύνοδος εἶναι ὄντως Ἁγία καί Μεγάλη.
3. Ἡ εἴσδυση τῆς πολιτικῆς στίς ἐνδοορθόδοξες ἐκκλησιαστικές σχέσεις
Ἡ λέξη πολιτική ἔχει πολλές ἔννοιες καί σημασίες. Σημαίνει «τό σύνολο τῶν θεμάτων πού ἔχουν σχέση μέ τά κοινά καί τήν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας»· «τόν τρόπο ἄσκησης τῆς κρατικῆς ἐξουσίας»· «τόν τρόπο δράσεως (προσώπου, ὀργανισμοῦ κλπ.) σύμφωνα μέ συγκεκριμένο σχέδιο» (Γεώργιος Μπαμπινιώτης).
Στήν προκειμένη περίπτωση ἰσχύουν ὅλα αὐτά μέ μιά εἰδικότερη σημασία. Δυστυχῶς, ἡ γεωπολιτική καί οἱ διάφορες ἐθνικές πολιτικές σκοπιμότητες εἰσέρχονται καί στίς ἐνδοορθόδοξες ἐκκλησιαστικές σχέσεις καί πολλές φορές καθορίζουν τούς διαλόγους καί τίς ἀποφάσεις τῶν Συνελεύσεων. Εἶναι γνωστόν σέ ὅλους μας ὅτι οἱ ἐθνικισμοί, παρ’ ὅτι ὁ ἐθνοφυλετισμός καταδικάστηκε ὡς αἵρεση στήν Σύνοδο τοῦ 1872, στήν Κωνσταντινούπολη, ἐν τούτοις ἐπηρεάζει τίς σχέσεις μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Αὐτό τό βλέπουμε σέ ὅσα ἔρχονται στό φῶς τῆς δημοσιότητος. Καί τό ὅτι ἀπό τά δέκα θέματα πού κατέληξαν νά συζητηθοῦν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, τελικά θά συζητηθοῦν τά ἕξι ἀπό αὐτά, καί μάλιστα τά κείμενα πού καταρτίζονται καί οἱ ἀποφάσεις θά εἶναι προϊόντα συμβιβασμῶν γιά νά ψηφισθοῦν, δείχνει τό μεγάλο πρόβλημα πού ὑφίσταται.
Θά ἤθελα νά ἀναφέρω ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα γιά νά γίνη κατανοητό αὐτό πού ὑποστηρίζω. Πρόκειται γιά τήν συζήτηση πού ἔγινε στήν Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή πού συνῆλθε στό Chambesy ἀπό 9 ἕως 16 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 2009, στήν ὁποία μεταξύ ἄλλων συζητήθηκε τό θέμα τῆς ὑπογραφῆς τοῦ Τόμου τοῦ Αὐτοκεφάλου. Βεβαίως, τελικά αὐτό τό θέμα δέν πρόκειται νά συζητηθῆ στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ἀφοῦ δέν βρέθηκε συμφωνία, ἀλλά εἶναι χαρακτηριστικά τά ὅσα διαδραματίσθηκαν στήν Ἐπιτροπή αὐτή, πού δείχνει τήν ὅλη νοοτροπία πού ἐπικρατεῖ στίς ἐνδοορθόδοξες ἐκκλησιαστικές σχέσεις, οἱ ὁποῖες ἐπηρεάζονται ἀπό τήν σύγχρονη πολιτική τῶν Κρατῶν, πιθανόν καί τήν γεωπολιτική στρατηγική τῶν Μεγάλων Δυνάμεων.
Κατά τήν Συνεδρίαση ἐκείνη ὁ Πρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς, Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης, ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τόνισε ὀρθῶς «ὅτι τό θέμα τῆς ὑπογραφῆς τοῦ Τόμου τοῦ Αὐτοκεφάλου ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου εἶναι βασικόν ἐκκλησιολογικόν θέμα ἐπί τοῦ ὁποίου δέν δύναται νά γίνη καμμιά ὑποχώρησις ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου».
Μέ τήν θέση αὐτή, πού εἶναι κατά τήν ἄποψή μου ὀρθή, συνετάγησαν ἕξι (6) Ἐκκλησίες, ἤτοι τά Πατριαρχεῖα Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων καί οἱ Ἐκκλησίες Ἑλλάδος καί Ἀλβανίας.
Μέ τήν θέση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας νά ὑπογράφεται ὁ Τόμος ἀπό ὅλους τούς Προκαθημένους τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν ἤ τουλάχιστον νά τό ὑπογράφη «καί» ἡ Ἐκκλησία-Μήτηρ συνετάγησαν ἑπτά (7) Ἐκκλησίες, ἤτοι Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας (γιά δικούς τους λόγους), Βουλγαρίας, Γεωργίας, Πολωνίας, καί Τσεχίας καί Σλοβακίας.
Καί ὑπέρ τοῦ νά ὑπογραφῆ ὁ Τόμος ἀπό ὅλες τίς Ἐκκλησίες ἐτάχθη ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου.
Δηλαδή ἡ ψηφοφορία ἀνέδειξε ἕξι (6) ψήφους ὑπέρ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί ὀκτώ (8) ψήφους ἐναντίον τῆς θέσεως του. Τελικά τό θέμα αὐτό δέν τέθηκε στήν θεματολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
Ἐκεῖνο πού ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ἀπό αὐτήν τήν Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή εἶναι οἱ παρατηρήσεις καί τά Συμπεράσματα τοῦ τότε Γραμματέως τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν Σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας μας ἀειμνήστου Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Ἀβραμίδη, πού παρευρισκόταν στίς Συνεδριάσεις, σέ ἔκθεσή του πρός τήν Ἱερά Σύνοδο.
Θά σᾶς ἀναγνώσω μερικά τμήματα τῆς ἐκθέσεως αὐτῆς, πολύ χαρακτηριστικά, γιά νά ἀντιληφθῆτε τό κλῖμα πού ἐπικρατεῖ σέ τέτοιες Ἐπιτροπές, ὄχι βέβαια σέ ὅλες.
Γράφει ὁ ἀείμνηστος π. Στέφανος Ἀβραμίδης:
«Ἄν κανείς θελήσει νά ἐκτιμήσει καί ἀξιολογήσει τά ἐν Γενεύῃ εἰς τήν Προπαρασκευαστικήν Διάσκεψιν ἀπό 9-17 Δεκεμβρίου 2009 διά τήν προετοιμασίαν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, θά πρέπει νά ὁμολογήςῃ ὅτι ξεκίνησε, συνεχίσθηκε καί ἔκλεισε μέσα σέ ἕνα πνεῦμα ὄχι ἁπλῶς ψυχρότητος, ἀλλά κατά κυριολεξία παγερότητος καί παγωνιᾶς. Τό 1993, δηλαδή πρό 16 ἐτῶν εἶχε διακοπῆ ὑπό θλιβεράς συνθήκας ἡ τότε Συνδιάσκεψις χωρίς ἐλπίδα. Κατά ἄκρα μακροθυμία ἡ Α.Θ.Π. ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐδέχθη νά συνεχισθοῦν κατά τό ἤδη παρελθόν ἔτος 2009».
Ἀλλοῦ γράφει:
«Τίποτε στήν Συνδιάσκεψη αὐτή δέν ἐνθύμιζε πνεῦμα Χριστοῦ, ἀγάπη, Ἐκκλησία, Πεντηκοστή. Οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν Ἐκκλησιῶν σεβάσμιοι ἱεράρχες ἀγωνίζονταν, ἤ παραταξιακά χωρισμένοι σέ δύο μπλόκ (τῶν ὑπερμάχων τῶν προνομίων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῶν πολεμίων του) ἤ μέ ἀγωνία νά ξεπερασθῇ αὐτό τό ψυχοφθόρον καί καταλυτικόν τῆς ἔννοιας τῆς Ἐκκλησίας πνεῦμα, πού ἔχει εἰσέλθει εἰς τά ἀνώτερα κλιμάκιά της καί σιγά-σιγά μεταβάλλεται σέ ἰδεολογική ταυτότητα τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Μάτην ἠκούσθησαν κραυγαί ἀγωνίας».
Καί καταλήγει:
«Ὅπως ἀναφέραμε ἀνωτέρω, διεφάνη ὁλοκάθαρα ὅτι ὑπάρχουν δύο “μπλόκ” μέσα στίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες: Τό “μπλόκ” ὑπέρ τῶν δικαίων καί προνομιῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τό “μπλόκ”, τό ὁποῖον θέλει νά μειώση, καί εἰ δυνατόν, νά καταργήςῃ τά προνόμια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, παρά τό γεγονός, ὅτι ἰσχυρίζεται τό ἀντίθετον».
«Ἡ πώλωσις αὐτή δυσκολεύει καί θά δυσκολεύςῃ ὄχι μόνον τήν πορείαν πρός τήν σύγκλησιν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ἀλλά καί κάθε ἄλλην πανορθόδοξον συνεργασίαν καί προσπάθειαν».
«Τό γεγονός, ὅτι μεταξύ τῶν ἐκπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ὑπῆρξαν ἀρκετοί πρώην ὑπότροφοι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, … εἰς οὐδέν ὠφέλησε τάς διεκδικήσεις τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου. Οὗτοι οὐδεμίαν φιλελληνικήν στάσιν ἐτήρησαν. Τό μόνον πού κατάφεραν, ἦτο νά ὁμιλήσουν ἐναντίον τῶν θέσεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἰς ἄπτεστα ἑλληνικά».
Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι κάθε Ὀρθόδοξη Σύνοδος γιά νά εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη πρέπει νά ἀσχολῆται μέ θέματα δογματικά καί νά συμμετέχουν στήν Σύνοδο αὐτή θεούμενοι Πατέρες, τοὐλάχιστον πρέπει νά συμμετέχουν ὅσοι ἀποδέχονται τήν θεολογία καί τήν μεθοδολογία τῶν δογμάτων καί τῶν εὐσεβῶν παραδόσεων καί ἀκολουθοῦν τούς ἁγίους Πατέρας, χωρίς νά τούς παρερμηνεύουν. Διαφορετικά δέν εἶναι Ὀρθόδοξη Σύνοδος.