«ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ»
Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες
Ἐπιστημονική Θεολογική Ἡμερίδα. Πειραιᾶς, Τετάρτη, 9 Μαρτίου 2016,
Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας, Αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη»
Ἀρχιμ. Αθανάσιος Αναστασίου, Προηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου
Ἡ συμμετοχή τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ.
Μία Πανορθόδοξη Σύνοδος χωρίς τό ὀρθόδοξο πλήρωμα
Σεβασμιώτατοι,
Ἅγιοι Καθηγούμενοι,
Ἁγιορείτικο λῆμμα τῆς καλῆς ἁγιοπατερικῆς ὁμολογίας,
Σεβαστοί Πατέρες,
Ὁσιώτατοι Μοναχοί,
Ὁσιώτατες Γερόντισσες καί μοναχές
Ἐλλογιμώτατοι κύριοι Καθηγητές,
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῶ ἀδελφοί,
Με­λε­τών­τας κα­νείς τήν ἱ­στο­ρί­α τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, δι­α­πι­στώ­νει ὅ­τι αὐ­τές συγ­κα­λοῦν­ταν κά­θε φο­ρά πού κά­ποι­α αἵ­ρε­ση ἀ­πει­λοῦ­σε τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ἀ­λή­θειας καί τήν ἔκ­φρα­σή της ἀ­πό τό Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό σῶ­μα.
Στούς ἀν­τί­πο­δες αὐ­τῆς τῆς ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως, ἡ μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, δέν ὁ­ρι­ο­θε­τεῖ τήν πί­στη ἔ­ναν­τι τῆς αἱ­ρέ­σε­ως. Ἀν­τί­θε­τα, μά­λι­στα, ἀμ­φι­σβη­τεῖ τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, ὡς Μί­ας, Ἁ­γί­ας, Κα­θο­λι­κῆς καί Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, κα­θώς ἀ­να­γνω­ρί­ζει ὡς «Ἐκ­κλη­σί­ες» καί τούς αἱ­ρε­τι­κούς, πα­πι­κούς καί προ­τε­στάν­τες. Νο­μι­μο­ποι­εῖ, δη­λα­δή, καί ἀ­να­γνω­ρί­ζει θε­σμι­κά τήν αἵ­ρε­ση.
Ἀκριβῶς γιά τόν λόγο αὐτό, ὄ­χι μό­νον δέν στη­ρί­ζε­ται στήν ἐμ­πει­ρί­α τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σώ­μα­τος, ἀλ­λά ἀν­τί­θε­τα τήν ὑ­πο­βαθ­μί­ζει, τήν ὑ­πο­τι­μᾶ, τήν πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­εῖ καί τήν πα­ρα­βλέ­πει. Ὑ­πο­βαθ­μί­ζει, ὑ­πο­τι­μᾶ καί πα­ρα­βιά­ζει τήν δογ­μα­τι­κή καί ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή συ­νεί­δη­ση τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ, τόν ὁποῖο καί ἀ­πο­κλεί­ει παν­τε­λῶς. Ὅ­πως πο­λύ εὔ­στο­χα πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Πει­ραι­ῶς κ. Σε­ρα­φείμ: «Δέν θά ἦ­ταν κα­θό­λου ὑ­περ­βο­λή νά λε­χθεῖ ὅ­τι ἡ ἐ­πι­κεί­με­νη Σύ­νο­δος θά εἶ­ναι μιά Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δος χω­ρίς Ὀρ­θο­δό­ξους»[1].
Ὑ­πο­βαθ­μί­ζει, δη­λα­δή, αὐτή ἡ Σύνοδος καί πα­ρα­βλέ­πει ὅ­λη τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας ἱ­στο­ρί­α[2], ἡ ὁ­ποί­α μᾶς δι­δά­σκει ὅ­τι στά θέ­μα­τα τῆς πί­στε­ως ἦ­ταν πάν­το­τε ἐ­νερ­γός ἡ συμ­με­το­χή τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ[3]. Ἦ­ταν, δη­λα­δή, πάν­το­τε ἐ­νερ­γός ἡ συμ­με­το­χή τῶν κλη­ρι­κῶν, τῶν μο­να­χῶν καί τῶν λα­ϊ­κῶν. Ὁ Ἅ­γιος Θε­ό­δω­ρος Στου­δί­της το­νί­ζει κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά ὅ­τι: «Εἶ­ναι ἐν­το­λή τοῦ Κυ­ρί­ου νά μή σι­ω­πᾶ­με ὅ­ταν κιν­δυ­νεύ­ει ἡ Πί­στη.­.. ὅ­ταν πρό­κει­ται γιά τήν πί­στη, δέν μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με· Ἐ­γώ ποι­ός εἶ­μαι; Εἶ­μαι ἱ­ε­ρέ­ας; Ὄ­χι. Ἄρ­χον­τας; Οὔ­τε. Στρα­τι­ώ­της; Ἀ­πό ποῦ; Γε­ωρ­γός; Οὔ­τε καί αὐ­τό. Εἶ­μαι φτω­χός, ἐ­ξα­σφα­λί­ζον­τας μό­νο τήν κα­θη­με­ρι­νή μου τρο­φή. Δέν ἔ­χω λό­γο, οὔ­τε ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τό θέ­μα αὐ­τό. Ἀλ­λοί­μο­νο! Οἱ πέ­τρες θά κρά­ξουν, καί σύ μέ­νεις σι­ω­πη­λός καί ἀ­δι­ά­φο­ρος;­.­.. Ὥ­στε ἀ­κό­μα καί ὁ φτω­χός τήν ἡ­μέ­ρα τῆς κρί­σε­ως δέν θά ἔ­χει καμ­μιά δι­και­ο­λο­γί­α, ἄν τώ­ρα δέν μι­λᾶ, για­τί θά κρι­θεῖ καί μό­νο γι’ αὐ­τό»[4].
Ὁ πι­στός λα­ός τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ὁ ἔ­σχα­τος κρι­τής τῆς ὀρ­θό­τη­τος καί τῆς ἐγ­κυ­ρό­τη­τος τῶν ἀ­πο­φά­σε­ων ὁ­ποι­ασ­δή­πο­τε Συ­νό­δου· εἶ­ναι αὐ­τός, πού μέ τήν γρη­γο­ροῦ­σα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή καί δογ­μα­τι­κή του συ­νεί­δη­ση ἐ­πι­κυ­ρώ­νει ἤ ἀ­πορ­ρί­πτει αὐ­τά πού ἀ­πο­φαί­νον­ται οἱ Σύ­νο­δοι. Ὅ­πως το­νί­ζει ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ος: «…καί οἱ λα­ϊ­κοί εἶ­ναι μάρ­τυ­ρες τῆς ἀ­λη­θεί­ας, εἶ­ναι ποι­μέ­νες (ἐμ­μέ­σως) τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ, εἶ­ναι συ­νερ­γοί τῶν Ποι­μέ­νων, ἀ­κό­μα συμ­με­τέ­χουν ὡς σύμ­βου­λοι στίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους καί ἐ­πί πλέ­ον δέ­χον­ται ἤ ἀ­πορ­ρί­πτουν τίς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Ὁ λα­ός (κλῆ­ρος καί λα­ϊ­κοί) δέν δέ­χθη­καν τήν ἕ­νω­ση τῶν «Ἐκ­κλη­σι­ῶν» πού ἔ­γι­νε στή Φερ­ρά­ρα-Φλω­ρεν­τί­α»[5].
 
Ὁ πι­στός λα­ός τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ὁ θε­μα­το­φύ­λα­κας καί ὑ­πε­ρα­σπι­στής τῆς ἀ­λη­θεί­ας τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας· εἶ­ναι αὐ­τός πού στέ­κε­ται πάν­το­τε τό ἀ­νά­χω­μα ἐ­νάν­τια σέ κά­θε ἀ­πό­πει­ρα και­νο­το­μί­ας· εἶ­ναι αὐ­τός πού ἀν­θί­στα­ται σέ κά­θε ἐ­πι­χεί­ρη­ση ἀλ­λοί­ω­σης καί πα­ρα­ποί­η­σης τῆς δογ­μα­τι­κῆς ἀ­λή­θειας· εἶ­ναι αὐ­τός πού μέ­νει ἀ­νύ­στα­κτος φρου­ρός τῆς πα­ρα­δό­σε­ώς μας.
Ὁ π. Γε­ώρ­γιος Κα­ψά­νης ση­μει­ώ­νει σχε­τι­κά: «Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾷ δέ εἰς τήν δι­οί­κη­σιν καί τήν δι­δα­σκα­λί­αν, ἡ συμ­με­το­χή τοῦ λα­οῦ εἶ­ναι θε­με­λι­ώ­δης, ἐ­φ’ ὅ­σον οὗ­τος, χα­ρι­σμα­τοῦ­χος ὤν καί δι­δα­κτός Θε­οῦ, ἀ­πο­τε­λεῖ με­τά τοῦ κλή­ρου τήν ἀ­γρυ­πνοῦ­σαν συ­νεί­δη­σιν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἥ­τις μαρ­τυ­ρεῖ (κρί­νει, δι­α­κρί­νει, ἐγ­κρί­νει καί ἀ­πο­δέ­χε­ται, ἤ κα­τα­κρί­νει καί ἀ­πορ­ρί­πτει) τήν δι­δα­σκα­λί­αν καί τάς πρά­ξεις τῆς ἱ­ε­ραρ­χί­ας, ὡς ἀ­πε­φάν­θη­σαν καί οἱ Πα­τριά­ρχαι τῆς Ἀ­να­το­λῆς ἐν τῇ Ἐγ­κυ­κλί­ῳ αὐ­τῶν τῆς 6ης Μα­ΐ­ου 1848».[6]
Ἡ Ἐγκύκλιος αὐτή τοῦ 1848 καταλήγει μέ τήν διακήρυξη ὅτι: «Παρ᾿ ἡ­μῖν οὔ­τε Πα­τριά­ρχαι οὔ­τε Σύ­νο­δοι ἐ­δυ­νή­θη­σάν πο­τε εἰ­σα­γα­γεῖν νέ­α, δι­ό­τι ὁ ὑ­πε­ρα­σπι­στὴς τῆς θρη­σκεί­ας ἐ­στὶν αὐ­τὸ τὸ σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἤ­τοι αὐ­τὸς ὁ λα­ός, ὅ­στις ἐ­θέ­λει τὸ θρή­σκευ­μα αὐ­τοῦ αἰ­ω­νί­ως ἀ­με­τά­βλη­τον καὶ ὁ­μο­ει­δὲς τῷ τῶν Πα­τέ­ρων αὐ­τοῦ».[7]
Ὁ π. Γε­ώρ­γιος Φλω­ρόφ­σκυ, σχολιάζοντας τήν ἐγ­κύ­κλιο αὐ­τή, ἐ­ξη­γεῖ πώς: «Τὸ ὅ­λο σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἔ­χει τὸ δι­καί­ω­μα νὰ ἐ­πα­λη­θεύ­η, ἤ, γιὰ νὰ εἴ­μα­στε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­κρι­βεῖς, τὸ δι­καί­ω­μα, καὶ ὄ­χι μό­νο τό δι­καί­ω­μα, ἀλ­λὰ τὸ κα­θῆ­κον τῆς «ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σε­ως»­. Μ’ αὐ­τὴν τὴν ἔν­νοι­α οἱ Πα­τριά­ρχες τῆς Ἀ­να­το­λῆς ἔ­γρα­φαν στὴ γνω­στὴ Ἐγ­κύ­κλιο ἐ­πι­στο­λὴ τοῦ 1848 ὅ­τι «ὁ λα­ὸς ὁ ἴ­διος ἀ­πὸ μό­νος του ὑ­πῆρ­ξεν ὁ ὑ­πε­ρα­σπι­στὴς τῆς θρη­σκεί­ας»[8].
Αὐ­τή τήν πα­ρα­κα­τα­θή­κη μᾶς πα­ρέ­δω­σε ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α καί αὐ­τή ὀ­φεί­λου­με καί ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε νά δι­α­φυ­λά­ξου­με[9]. Αὐ­τή τήν ὀρ­θό­δο­ξη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας πα­ρά­δο­ση ἐ­πι­δι­ώ­κει νά ἀλ­λοι­ώ­σει ἡ μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Σύ­νο­δος. Ταυ­τό­χρο­να δέ, ἐ­πι­δι­ώ­κει νά ἐ­πι­βά­λει ἕ­να συγ­κεν­τρω­τι­κοῦ τύ­που ἐ­πι­σκο­πο­κεν­τρι­κό σύ­στη­μα λή­ψε­ως ἀ­πο­φά­σε­ων, στη­ρι­ζό­με­νο στή χρή­ση τῆς ἐ­πι­σκο­πι­κῆς αὐ­θεν­τί­ας, ὄ­χι ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας καί χά­ρι­τος, ἀλ­λ’ ὡς ἀ­πό­το­κο τοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τος (exo­f­f­i­c­io). Δι­α­μορ­φώ­νε­ται, ἔ­τσι, ἕ­να ἐκ­κο­σμι­κευ­μέ­νο ἐ­πι­σκο­πι­κό κα­τε­στη­μέ­νο, πού ὄ­χι μό­νον δέν με­τέ­χει στήν ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή ποι­μαν­τι­κή φρον­τί­δα καί τήν δι­α­μόρ­φω­ση ὀρ­θό­δο­ξης καί ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς δογ­μα­τι­κῆς συ­νει­δή­σε­ως τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά τήν τορ­πι­λί­ζει μέ ἀλ­λό­τρι­ες καί αἱ­ρε­τί­ζου­σες ἀ­πό­ψεις, ὥ­στε σι­γά-σι­γά, κα­τά τρό­πο νε­ο­ε­πο­χί­τι­κο, νά ἀλ­λοι­ώ­σει τήν σώ­ζου­σα ἀ­λή­θεια ἀ­πό δε­δο­μέ­νη σέ ζη­τού­με­νο καί ἐν τέ­λει σέ ἀμ­φι­σβη­τού­με­νο. Ἕ­να κα­τε­στη­μέ­νο, φο­ρέ­α καί ἐκ­φρα­στή μιᾶς ἐγ­κε­φα­λι­κῆς ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κῆς θε­ο­λο­γί­ας, στο­χα­στι­κῆς καί ἀ­πνευ­μά­τι­στης, μιᾶς θε­ο­λο­γί­ας τῶν συ­νε­δρί­ων, τῶν κλει­στῶν ὁ­μά­δων καί τῶν «ἡ­με­τέ­ρων», ἀ­πο­κομ­μέ­νη ἀ­πό τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό σῶ­μα. Γι’ αὐ­τό καί ἐ­πί χρό­νια το­πο­θε­τοῦν­ται ὡς ἐκ­πρό­σω­ποι τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν τά ἴ­δια πάν­το­τε ἐ­πι­σκο­πι­κά πρό­σω­πα. Λέ­τε ἀ­πό σύμ­πτω­ση; Φυ­σι­κά ὄ­χι.
Τό κατεστημένο αὐτό συμπληρώνεται καί συνεπικουρεῖται ἀπό ἕναν ὁμόκεντρο καί περιφερειακό κύκλο Πανεπιστημιακῶν Καθηγητῶν καί θεολόγων, καί ὄχι μόνον, πού ἐκφράζουν ἐπίμονα, ζηλωτικά καί ἀποκλειστικά τίς οἰκουμενιστικές ἀντιλήψεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί προάγουν τό διαβρωτικό οἰκουμενιστικό του ἔργο, λειτουργώντας ὡς προπομποί καί προοδοποιοί του στήν ἐκπαίδευση, στά ΜΜΕ καί στήν πληθώρα τῶν ἐπιστημονικῶν συνεδρίων, πού οἱ ἴδιοι διοργανώνουν.
Τό ἀντίθετο, ὅμως, μᾶς δι­α­σώ­ζει ἡ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας πα­ρά­δο­ση, τήν ὁποία μᾶς πε­ρι­γρά­φει ἀ­νά­γλυ­φα ὁ π. Γε­ώρ­γιος Φλω­ρόφ­σκυ: «­.­.. Ὁ ἐ­πί­σκο­πος πρέ­πει ν΄ ἀγ­κα­λιά­ση μέ­σα του ὅ­λη του τήν Ἐκ­κλη­σί­α· πρέ­πει νά ἐκ­δη­λώ­ση, νά φα­νε­ρώ­ση τήν ἐμ­πει­ρί­α καί τήν πί­στι της. Δέν πρέ­πει νά ὁ­μι­λῆ ἀ­φ’ ἑ­αυ­τοῦ ἀλ­λά ἐν ὀ­νό­μα­τι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, «e­x c­o­n­s­e­n­s­u e­c­c­l­e­s­i­ae»­.­[­.­.­.] Τήν πλή­ρη ἱ­κα­νό­τη­τα νά δι­δά­σκη δέν τήν ἔ­χει λά­βει ὁ ἐ­πί­σκο­πος ἀ­πό τό ποί­μνιό του, ἀλ­λά ἀ­πό τό Χρι­στό, μέ­σω τῆς Ἀπο­στο­λι­κῆς δι­α­δο­χῆς. Ἀλ­λ’ ἡ πλή­ρης αὐτή ἱκα­νό­της, πού ἔχει δο­θῆ σ’ αὐτόν, εἶναι ἱκα­νό­της τοῦ νά φέ­ρη τή μαρ­τυ­ρί­α τῆς κα­θο­λι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται ἀπό τήν ἐμ­πει­ρί­α αὐ­τήν. Ἑ­πο­μέ­νως, σέ ἐρω­τή­μα­τα πε­ρί πί­στε­ως, ὁ λα­ός πρέ­πει νά κρί­νη ἀ­νά­λο­γα μέ τή δι­δα­σκα­λί­α του. Τό κα­θῆ­κον τῆς ὑ­πα­κο­ῆς παύ­ει νά ἰσχύ­η, ὅταν ὁ ἐπί­σκο­πος ξε­φεύ­γη ἀ­πό τό κα­θο­λι­κό πρό­τυ­πο, ὁπό­τε ὁ λα­ός ἔχει τό δι­καί­ω­μα νά τόν κα­τη­γο­ρή­ση ἀ­κό­μη καί νά τόν κα­θαι­ρέ­ση»[10].
Καί σέ ἄλλο σημεῖο συμπληρώνει: «Οἱ ἐ­πί­σκο­ποι λοι­πόν ἐ­νερ­γοῦν ὡς οἱ ἀν­τι­πρό­σω­ποι συγ­κε­κρι­μέ­νων το­πι­κῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν καί αὐ­τές οἱ ἴ­δι­ες οἱ ἐκ­κλη­σί­ες, ὁ­λό­κλη­ρη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­νερ­γεῖ ἐν τῷ προ­σώ­πῳ τους. Γι’ αὐ­τό οἱ «ἀ­πο­λε­λυ­μέ­νες» χει­ρο­το­νί­ες (δη­λα­δή οἱ χει­ρο­το­νί­ες χω­ρίς τί­τλο, χω­ρίς ἀ­νά­θε­ση ἕ­δρας, χω­ρίς ἕ­να ἰ­δι­αί­τε­ρο ποί­μνιο) ἀ­πα­γο­ρεύ­ον­ται αὐ­στη­ρά (6ος κα­νό­νας τῆς Συ­νό­δου τῆς Χαλ­κη­δό­νος)».[11] Δέν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο, ἄλλωστε, ὅ­τι ἡ ὅ­λη προ­πα­ρα­σκευ­ή τῆς Με­γά­λης Συ­νό­δου στη­ρί­χτη­κε σέ μιά τε­χνη­τή πλει­ο­ψη­φί­α ἀ­πο­τε­λού­με­νη, ὡς ἐ­πί τό πλεῖ­στον, ἀ­πό Ἱ­ε­ράρ­χες τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Θρό­νου, πού ὄ­χι ἁ­πλά δέν ἐκ­προ­σω­ποῦν τό ποί­μνιό τους, ἀλ­λά οὔ­τε κἄν δι­α­θέ­τουν ποί­μνιο.
Τό γε­γο­νός αὐ­τό εἶ­χε ἀ­πό πο­λύ νω­ρίς στιγ­μα­τί­σει μέ τόν πιό ζω­η­ρό τρό­πο ὁ Με­γά­λος Ἅ­γιος τῆς ἐ­πο­χῆς μας, ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ου­στῖ­νος Πό­πο­βιτς, δι­α­κε­κρι­μέ­νος Δογ­μα­το­λό­γος καί Κα­θη­γη­τής τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Βε­λι­γρα­δί­ου. Ἔγραφε συγκεκριμένα ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος: «…ποῖ­ον ἀ­κρι­βῶς «ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν» αἱ «ἀν­τι­προ­σω­πεῖ­αι» αὗ­ται εἰς τήν Γε­νεύ­ην καί ἀλ­λα­χοῦ; Ποί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας καί ποῖ­ον λα­όν τοῦ Θε­οῦ ἐκ­προ­σω­ποῦν; Ἡ ἐμ­φα­νι­ζο­μέ­νη εἰς τό ἐ­ξω­τε­ρι­κόν πλει­ο­νό­της σχε­δόν τῆς ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ἡ τό­σον ἐ­πι­μό­νως ἐ­πι­βάλ­λου­σα ἑ­αυ­τήν εἰς ὅ­λας σχε­δόν τάς πα­νορ­θο­δό­ξους συ­νε­λεύ­σεις, ἀ­πο­τε­λεῖ­ται κυ­ρί­ως ἐκ τι­του­λα­ρί­ων μη­τρο­πο­λι­τῶν καί βο­η­θῶν ἐ­πι­σκό­πων, ἄ­ρα ἐκ ποι­μέ­νων ἄ­νευ ποι­μνί­ου καί συ­νε­πῶς ἄ­νευ τῆς συγ­κε­κρι­μέ­νης ποι­μαν­τι­κῆς εὐ­θύ­νης ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ καί τοῦ θε­ό­θεν ἐμ­πι­στευ­θέν­τος εἰς αὐ­τούς ποι­μνί­ου. Ὅ­θεν δι­ε­ρω­τᾶ­ται τις: ποῖ­ον ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει, καί ποῖ­ον θά ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ῃ εἰς τήν μέλ­λου­σαν νά συγ­κλη­θῆ Σύ­νο­δον;»[12]
Δι­α­τρέ­χον­τας, κα­νείς, τήν πο­ρεί­α τῆς προ­πα­ρα­σκευ­ῆς τῆς Με­γά­λης Συ­νό­δου, ἀ­να­κα­λύ­πτει πραγ­μα­τι­κά ὅ­τι αὐ­τή στη­ρί­χθη­κε σέ μιά σει­ρά ἀ­πο­κλει­σμῶν, ἀ­πο­κρύ­ψε­ων, ἄ­νω­θεν ἐ­πι­βο­λῶν καί συγ­κεν­τρω­τι­κῶν τα­κτι­κῶν, κυ­ρί­ως τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου, πού ἐ­ξω­τε­ρι­κά μό­νον πα­ρου­σι­α­ζό­ταν ὡς πα­νορ­θό­δο­ξη ἀ­πό­φα­ση[13]. Αὐ­τή ἡ συγ­κεν­τρω­τι­κή τα­κτι­κή ἐκ­φρά­ζε­ται καί στό Κεί­με­νο «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον», ὅ­που προ­βάλ­λε­ται ἡ ἄ­πο­ψη ὅ­τι: «ἡ δι­α­τή­ρη­σις τῆς γνη­σί­ας ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως δι­α­σφα­λί­ζε­ται μό­νον διά τοῦ συ­νο­δι­κοῦ συ­στή­μα­τος, τό ὁ­ποῖ­ον ἀ­νέ­κα­θεν ἐν τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ ἀ­πε­τέ­λει τόν ἁρ­μό­διον καί ἔ­σχα­τον κρι­τήν πε­ρί τῶν θε­μά­των τῆς πί­στε­ως».
Σύμ­φω­να μέ τόν Κα­θη­γη­τή κ. Δη­μή­τριο Τσε­λεγ­γί­δη, μέ τόν τρό­πο αὐ­τό: «.­.. ἡ Μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος προ­δι­κά­ζει τό ἀ­λά­θη­το τῶν ἀ­πο­φά­σε­ών της.­.­.»[14]. Καί ὅ­πως ὀρ­θά πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Λε­με­σοῦ κ. Ἀ­θα­νά­σιος, ἡ ἄ­πο­ψη αὐ­τή «ἐκ­φεύ­γει τῆς ἀ­λη­θεί­ας, κα­θό­τι στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἱ­στο­ρί­α πολ­λές σύ­νο­δοι ἐ­δί­δα­ξαν καί ἐ­νο­μο­θέ­τη­σαν λαν­θα­σμέ­να καί αἱ­ρε­τι­κά δόγ­μα­τα καί ὁ πι­στός λα­ός τίς ἀ­πέρ­ρι­ψε καί δι­ε­φύ­λα­ξε τήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη καί ἐ­θρι­άμ­βευ­σε τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ὁ­μο­λο­γί­α. Οὔ­τε σύ­νο­δος ἄ­νευ τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ, τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, οὔ­τε λα­ός ἄ­νευ συ­νό­δου Ἐ­πι­σκό­πων μπο­ροῦν νά θε­ω­ρή­σουν ἑ­αυ­τούς σῶ­μα Χρι­στοῦ καί Ἐκ­κλη­σί­αν Χρι­στοῦ καί νά ἐκ­φρά­σουν σω­στά τό βί­ω­μα καί τό δόγ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας»[15].
Πα­ρά τήν ἐ­ξαι­ρε­τι­κά χρο­νο­βό­ρα δι­α­δι­κα­σί­α προ­πα­ρα­σκευ­ῆς της, ἡ μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος δέν δι­εκ­δί­κη­σε καί δέν ἀ­πέ­κτη­σε πο­τέ τό πα­ρα­μι­κρό ἔ­ρει­σμα στόν πι­στό λα­ό, στό ὀρ­θό­δο­ξο πλή­ρω­μα. Ἀν­τί­θε­τα κρά­τη­σε σέ πλή­ρη ἀ­πο­μό­νω­ση καί ἀ­πό­λυ­τα ἀ­πλη­ρο­φό­ρη­τους τούς ὀρ­θο­δό­ξους πι­στούς, τούς κλη­ρι­κούς, τούς μο­να­χούς, ἀ­κό­μη καί αὐ­τούς τούς Ἐ­πι­σκό­πους. Τά Κεί­με­να μά­λι­στα πού θά πε­ρι­λαμ­βά­νει δέν ἐγ­κρί­θη­καν πο­τέ ἀ­πό τίς Συ­νό­δους τῶν Το­πι­κῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Εἶ­ναι, ἄλ­λω­στε, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ὅ­τι στη­ρί­χτη­κε σέ και­νο­φα­νεῖς με­θό­δους καί πρα­κτι­κές, ὅ­πως ἡ γιά πρώ­τη φο­ρά στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἱ­στο­ρί­α, κα­θι­έ­ρω­ση τῆς Συ­νά­ξε­ως τῶν Προ­κα­θη­μέ­νων.
Εὐ­θύ­νη, ὅ­μως, γιά ὅ­λα αὐ­τά δέν ἔ­χουν μό­νον αὐ­τοί πού ἐ­πι­χει­ροῦν νά τά ἐ­πι­βά­λουν, ἀλ­λά καί αὐ­τοί πού τά ἀ­νέ­χον­ται καί τά νομι­μο­ποι­οῦν εἴ­τε μέ τήν ἀ­δι­α­φο­ρί­α τους εἴ­τε μέ τήν ἔ­νο­χη σι­ω­πή τους εἴτε μέ τήν χλια­ρή καί γιά τούς τύ­πους μό­νον ἀν­τί­δρα­σή τους. Τό γε­γο­νός αὐ­τό εἶ­χε το­νι­σθεῖ μέ τόν πλέ­ον ἐμ­φα­τι­κό τρό­πο καί ἀ­πό τόν Ἅ­γιο Ἰ­ου­στῖ­νο Πό­πο­βιτς (τό κείμενο θά συμπεριληφθεῖ στά πρακτικά)[16].
Ἡ ἴ­δια ἀ­κρι­βῶς πα­θο­γέ­νεια πα­ρου­σι­ά­ζε­ται καί μέ ἀρκετούς ἀπό τούς ἀν­τι­προ­σώ­πους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, οἱ ὁ­ποῖ­οι δι­α­πνέ­ον­ται ἀ­πό οἰ­κου­με­νι­στι­κές ἀν­τι­λή­ψεις. Τίς ἀν­τι­λή­ψεις αὐ­τές ἐκ­φρά­ζουν στούς δι­α­χρι­στι­α­νι­κούς δι­α­λό­γους, στό ΠΣΕ, ἀλ­λά τίς με­τα­φέ­ρουν καί στίς Προ­συ­νο­δι­κές Ἐ­πι­τρο­πές, πού μᾶς ἀφορᾶ ἐν προκειμένῳ, χω­ρίς αὐ­τές νά ἔ­χουν ἐγ­κρι­θεῖ πο­τέ ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Θά πρέ­πει ἐ­δῶ νά ση­μει­ώ­σου­με ὅ­τι ἐ­πί δε­κα­ε­τί­ες τώ­ρα τη­ρεῖ­ται ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος μί­α πα­ρά­ξε­νη ὅ­σο καί πα­ρά­δο­ξη τα­κτι­κή ἀ­να­φο­ρι­κά μέ τούς οἰ­κου­με­νι­κούς δι­α­λό­γους καί τήν Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δο.
Ὅπως τονίζει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: «Σή­με­ρα γί­νον­ται πολ­λοὶ Δι­ά­λο­γοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας μὲ ἄλ­λες Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες, μὲ ἄλ­λες Ὁ­μο­λο­γί­ες καὶ ἄλ­λες Θρη­σκεῖ­ες. Εἶ­ναι δυ­να­τὸν ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α νὰ μὴν ἐ­νη­με­ρώ­νε­ται, οἱ Ἱ­ε­ράρ­χες νὰ μὴν ἐκ­φρά­ζουν τὶς ἀ­πό­ψεις τους καὶ νὰ μὴ κα­θο­ρί­ζουν τὴν στά­ση τους ἀ­πέ­ναν­τί σέ αὐ­τές; Κα­θὼς ἐ­πί­σης εἶ­ναι δυ­να­τὸν ὁ λα­ὸς νὰ πα­ρα­μέ­νη στὴν ἄ­γνοι­α, νὰ μὴν ἐ­νη­με­ρώ­νε­ται ἐ­παρ­κῶς;»[17]
Τό ἴ­διο δι­ε­ρω­τώ­με­θα καί μεῖς: εἶ­ναι δυ­να­τόν; Εἶ­ναι δυ­να­τόν, ἐ­νῶ βρί­σκον­ται σέ ἐ­ξέ­λι­ξη καί πα­ρα­μέ­νουν ἀ­νοι­κτά τό­σα οὐ­σι­α­στι­κά ζη­τή­μα­τα, ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α νά μήν ἀ­σχο­λεῖ­ται κἄν μέ αὐ­τά; Ὁ Κα­θη­γη­τής κ. Δη­μή­τριος Τσε­λεγ­γί­δης, σέ πρό­σφα­τη ἐ­πι­στο­λή του πρός τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι γιά δι­ά­στη­μα πενήντα περίπου ἐ­τῶν ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας δέν ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ μέ δογ­μα­τι­κά ζη­τή­μα­τα!
Εὔ­λο­γα, λοι­πόν, ἀ­να­κύ­πτουν μί­α σει­ρά ἀ­πό ἐ­ρω­τή­μα­τα. Για­τί τε­λι­κά δέν ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ δογματικά θέ­μα­τα ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α; Για­τί δέν ἐ­νη­με­ρώ­νον­ται οἱ Ἐ­πί­σκο­ποί μας γιά τήν πο­ρεί­α τῶν οἰ­κου­με­νι­κῶν δι­α­λό­γων; Για­τί δέν το­πο­θε­τοῦν­ται πά­νω στά ζη­τή­μα­τα αὐ­τά; Για­τί κρα­τοῦν σέ ἄ­γνοι­α τόν λα­ό τοῦ Θε­οῦ; Τί κρύ­βε­ται πί­σω ἀ­πό αυ­τή τήν συ­στη­μα­τι­κή ἐ­πι­χεί­ρη­ση συ­σκό­τι­σης καί ἀπο­προ­σα­να­το­λι­σμοῦ; Ποι­ός καί για­τί τήν ἐ­πι­βά­λλει; Ποι­οί καί για­τί τήν ἀ­νέ­χον­ται καί για­τί τήν νο­μι­μο­ποι­οῦν μέ τήν ἀ­νο­χή καί τήν σι­ω­πή τους;
Τό Ἀ­να­κοι­νω­θέν τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τοῦ Ὀ­κτω­βρί­ου τοῦ 2009 ἀ­να­φέ­ρε­ται στό Κεί­με­νο τῆς Ρα­βέν­νας καί στούς δι­με­ρεῖς δι­α­λό­γους μέ τούς πα­πι­κούς καί ση­μει­ώ­νει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Τό κεί­με­νο τῆς Ρα­βέν­νας καί τό κεί­με­νο πού πρό­κει­ται νά συ­ζη­τη­θεῖ στήν Κύ­προ τε­λοῦν ὑ­πό τόν ὅ­ρον τῆς ἀ­να­φο­ρᾶς καί ἐγ­κρί­σε­ώς τους ἀ­πό τίς κα­τά τό­πους Αὐ­το­κέ­φα­λες Ἐκ­κλη­σί­ες, ἑ­πο­μέ­νως καί ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος, Συ­νο­δι­κῶς δι­α­σκε­πτο­μέ­νης. Αὐ­τό πρα­κτι­κῶς ση­μαί­νει ὅ­τι δέν θά ὑ­πάρ­ξουν τε­τε­λε­σμέ­να γε­γο­νό­τα, χω­ρίς Συ­νο­δι­κή Ἀ­πό­φα­ση τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας. Οἱ Ἱ­ε­ράρ­χες εἶ­ναι φύ­λα­κες τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Πα­ρα­δό­σε­ως, ὅ­πως ὁ­μο­λό­γη­σαν κα­τά τήν εἰς Ἐ­πί­σκο­πον χει­ρο­το­νί­α τους»[18].
Ὅ­πως, ὅ­μως, ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται, οἱ φύ­λα­κες πα­ρα­μέ­νουν συ­στη­μα­τι­κά ἀ­πλη­ρο­φό­ρη­τοι σχε­τι­κά μέ ὅ­λα αὐ­τά. Καί ἀ­να­ρω­τι­ώ­μα­στε, ἄν οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, πού εἶ­ναι οἱ φύ­λα­κες τῆς πί­στε­ως, ἔ­χουν ἄ­γνοι­α γιά τό­σο σο­βα­ρά ζη­τή­μα­τα, τό­τε ποι­όν θά ἐμ­πι­στευ­τεῖ ὁ λα­ός, ποι­όν θά ἀ­κο­λου­θή­σει; Καί διερωτώμεθα ἐπίσης, αὐτή ἡ ἄγνοια εἶναι ἑκούσια ἤ τεχνητή καί ἐπιβαλλομένη ἀπό ἐξωσυνοδικά καί ξένα κέντρα; Μή­πως μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ὁ­δη­γοῦν τε­λι­κά τόν πι­στό λα­ό στό νά μήν ἐμ­πι­στεύ­ε­ται τήν Δι­οί­κη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας;
Τε­λι­κά, ποι­ά εἶ­ναι ἡ δι­α­δι­κα­σί­α ἐγ­κρί­σε­ως τῶν Κει­μέ­νων τῆς Μι­κτῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς Δι­α­λό­γου μέ τούς Παπι­κούς; Ἔ­χουν συ­ζη­τη­θεῖ ἤ ὄ­χι τά κεί­με­να αὐ­τά στήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α; Τό Κεί­με­νο τῆς Ρα­βέν­νας ἐκ­δό­θη­κε τό 2007. Δύ­ο χρό­νια με­τά, τό 2009, στό Ἀ­να­κοι­νω­θέν τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι θά ὑ­πάρ­ξει ἀ­πό­φα­ση «ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος, Συ­νο­δι­κῶς δι­α­σκε­πτο­μέ­νης» κι ὅ­τι«Αὐ­τό πρα­κτι­κῶς ση­μαί­νει ὅ­τι δέν θά ὑ­πάρ­ξουν τε­τε­λε­σμέ­να γε­γο­νό­τα, χω­ρίς Συ­νο­δι­κή Ἀ­πό­φα­ση τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας». Ἔ­κτο­τε πα­ρῆλ­θαν ἄλ­λα ἑ­πτά ἔ­τη (συμ­πλη­ρώ­νε­ται δη­λα­δή μιά δε­κα­ε­τί­α ἀ­πό τήν ἔκ­δο­ση τοῦ Κει­μέ­νου) καί ἡ ἀ­να­με­νό­με­νη ἀ­πό­φα­ση ἀ­κό­μη δέν ἐλή­φθη­. Μή­πως ἡ ἀ­πο­φυ­γή Συ­νο­δι­κῆς Ἀ­πό­φα­σης ἐ­ξυ­πη­ρε­τεῖ τά γνω­στά κέν­τρα πού ἀ­να­φέ­ρα­με, ὥ­στε νά ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ἤ καί νά θε­ω­ροῦν ὅ­τι τά κεί­με­να αὐ­τά ἔ­γι­ναν δε­κτά σι­ω­πη­ρῶς ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α μας;
Σέ ἀ­νά­λο­γα τε­τε­λε­σμέ­να γε­γο­νό­τα στη­ρί­ζε­ται, ἄλ­λω­στε, ὅ­λη ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ δι­α­λό­γου μέ τούς πα­πι­κούς. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα ἡ Συ­νέ­λευ­ση τῆς Μι­κτῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς Δι­α­λό­γου στό B­a­l­a­m­a­nd τό 1993, στήν ὁ­ποί­α ἀρ­νή­θη­καν νά λά­βουν μέ­ρος ἕ­ξι Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες (τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, τῆς Σερ­βί­ας, τῆς Βουλ­γα­ρί­ας, τῆς Γε­ωρ­γί­ας, τῆς Ἑλ­λά­δος καί τῆς Τσε­χίας καί Σ­λο­βα­κί­ας) δι­α­μαρ­τυ­ρό­με­νες γιά τίς προ­κλή­σεις τῶν Οὐ­νι­τῶν. Μέ τό ἀ­πα­ρά­δε­κτο καί προδοτικό Κεί­με­νο πού ἐκ­δό­θη­κε στό B­a­l­a­m­a­nd ἀ­να­γνω­ρί­ζον­ται ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη καί τά μυ­στή­ρια τῶν πα­πι­κῶν, ἀ­μνη­στεύ­ε­ται ἡ Οὐ­νί­α καί τῆς προσ­δί­δε­ται ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα μέ τό νά συμ­με­τέ­χει μά­λι­στα ἰ­σό­τι­μα στούς δι­ε­ξα­γο­μέ­νους δι­α­λό­γους Παπικῶν-Ὀρ­θο­δό­ξων. Τό κεί­με­νο, ὅ­μως, αὐτό συ­νε­χί­ζει νά γί­νε­ται ἀ­πο­δε­κτό στό πλαί­σιο τοῦ δι­α­λό­γου, πα­ρά τίς τε­ρά­στι­ες ἀν­τι­δρά­σεις πού προ­κά­λε­σε καί συ­νε­χί­ζει νά προ­κα­λεῖ. Κά­θε νέ­α Συ­νέ­λευ­ση τῆς Μι­κτῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς θε­ω­ρεῖ ὡς δε­δο­μέ­να ὅ­σα ἀ­πο­φα­σί­στη­καν καί συμ­πε­ρι­λή­φθη­καν στά κεί­με­να πού ἐκ­δό­θη­καν ἀ­πό τίς προ­η­γού­με­νες Συ­νε­λεύ­σεις, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τό ἄν ἔ­χουν τήν ἀ­παι­τού­με­νη συ­νο­δι­κή ἔγ­κρι­ση τῶν Το­πι­κῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Ὅ­λη ἡ πο­ρεί­α, ἄλ­λω­στε, τῶν οἰ­κου­με­νι­κῶν δι­α­λό­γων χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πό μί­α ἔν­το­νη ἀ­δι­α­φά­νεια καί ἀ­πό μί­α ἐ­νορ­χη­στρω­μέ­νη προ­σπά­θεια δη­μι­ουρ­γί­ας καί ἐ­πι­βο­λῆς ἀ­νά­λο­γων τε­τε­λε­σμέ­νων. Τό γε­γο­νός αὐ­τό προ­δί­δει τήν τή­ρη­ση καί ἐ­φαρ­μο­γή συγ­κε­κρι­μέ­νων σχε­δια­σμῶν καί προ­ει­λημ­μέ­νων ἀ­πο­φά­σε­ων.
Κά­τι ἀ­νά­λο­γο ἰ­σχύ­ει καί μέ τίς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Γε­νι­κῶν Συ­νε­λεύ­σε­ων τοῦ Παγ­κο­σμί­ου Συμ­βου­λί­ου Ἐκ­κλη­σι­ῶν καί μέ τά τε­λευ­ταῖ­α ἀ­πα­ρά­δε­κτα καί ἀν­τορ­θό­δο­ξα Κεί­με­να τοῦ Πόρ­το Ἀ­λέγ­κρε (2006) καί τοῦ Που­σάν (2013). Τά κεί­με­να αὐ­τά ἀ­να­τρέ­πουν ὅ­λη τήν ὀρ­θό­δο­ξη ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α, ἀ­φοῦ ἀ­να­φέ­ρουν ὅ­τι: «Κά­θε ἐκ­κλη­σί­α (σημ. πού συμ­με­τέ­χει στό Π.Σ.Ε.) εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κα­θο­λι­κὴ καὶ ὄ­χι ἁ­πλὰ ἕ­να μέ­ρος της. Κά­θε ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κα­θο­λι­κή, ἀλ­λὰ ὄ­χι στὴν ὁ­λό­τη­τά της. Κά­θε ἐκ­κλη­σί­α ἐκ­πλη­ρώ­νει τὴν κα­θο­λι­κό­τη­τά της ὅ­ταν εἶ­ναι σὲ κοι­νω­νί­α μὲ τὶς ἄλ­λες ἐκ­κλη­σί­ες»[19]. Ὦ τῆς παραφροσύνης!
Εἶ­ναι δυ­να­τόν νά γί­νον­ται ἀ­πο­δε­κτά τέ­τοι­α κεί­με­να; Πό­τε ἐγ­κρί­θη­καν ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας; Πό­τε τά ἐ­πι­κύ­ρω­σε καί τά ἐ­πι­βε­βαί­ω­σε μέ τήν ἔγ­κρι­σή του τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας; Ποι­όν ἐκ­προ­σω­ποῦ­σαν αὐ­τοί πού τά συ­νυ­πέ­γρα­ψαν ὡς ἀν­τι­πρό­σω­ποι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος; Ποι­όν ἐ­νη­με­ρώ­νουν καί σέ ποι­όν λο­γο­δο­τοῦν; Καί αὐ­τό συ­νι­στᾶ ἕ­να γε­νι­κώ­τε­ρο ἐ­ρώ­τη­μα γιά τά κρι­τή­ρια μέ τά ὁ­ποῖ­α ἐ­πι­λέ­γον­ται καί ὁ­ρί­ζον­ται οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι καί κα­θη­γη­τές – ἀν­τι­πρό­σω­ποι στό ΠΣΕ καί στούς δι­με­ρεῖς δι­α­λό­γους. Ὑ­πάρ­χει ἀ­ξι­ο­λό­γη­ση τοῦ ἔρ­γου τους καί πῶς ἀ­πο­τι­μᾶ­ται αὐ­τό;
Δη­μι­ουρ­γεῖ ἀρ­νη­τι­κή ἐν­τύ­πω­ση καί προ­κα­λεῖ τό ὀρ­θό­δο­ξο αἴ­σθη­μα τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ ἡ πά­για τα­κτι­κή τῆς Συ­νό­δου νά ἐ­πι­λέ­γει, ὡς ἀν­τι­προ­σώ­πους της στούς δι­α­λό­γους, Ἐ­πι­σκό­πους καί Κα­θη­γη­τές μέ δε­δο­μέ­νες καί ἐκ­πε­φρα­σμέ­νες οἰ­κου­με­νι­στι­κές ἀν­τι­λή­ψεις. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­πο­τε­λοῦν οἱ Μη­τρο­πο­λί­τες Με­σση­νί­ας κ. Χρυ­σό­στο­μος καί Δη­μη­τριά­δος κ. Ἰ­γνά­τιος. Παρακαλοῦμε καί ἔν τινι μέτρῳ ἀπαιτοῦμε ἡ Ἱερά Σύνοδος νά ὁρίσει νέους ἀντιπροσώπους, ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες μέ γενναῖο καί ὀρθόδοξο ὁμολογιακό φρόνημα, πού δέν θά προέρχονται ἀπό τούς γνωστούς οἰκουμενιστικούς καί φιλοπατριαρχικούς κύκλους. Νά ὁρίσει νέους ἐκπροσώπους, πού θά ἐνημερώνουν τήν Ἱερά Σύνοδο καί τό ὀρθόδοξο πλήρωμα καί δέν θά μεταφέρουν τίς προσωπικές τους ἀπόψεις, ἀλλά αὐτές πού θά λαμβάνονται ἐπίσημα ἀπό τά ἁρμόδια ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Αὐ­τό, ὅ­μως, πού συ­νι­στᾶ τόν με­γα­λύ­τε­ρο κίν­δυ­νο εἶ­ναι ὅ­τι οἱ οἰ­κου­με­νι­στι­κές αὐ­τές ἀν­τι­λή­ψεις καί ἀ­πο­φά­σεις ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται τώ­ρα νά ἐ­πι­βλη­θοῦν μέ­σῳ τῆς Με­γά­λης Συ­νό­δου καί νά λά­βουν πα­ναρ­θό­δο­ξο κῦ­ρος καί ἰ­σχύ. Πρό­κει­ται ὁ­λο­κά­θα­ρα γιά μιά ἀ­προ­κά­λυ­πτη ἐ­πι­χεί­ρη­ση θε­σμι­κῆς νο­μι­μο­ποί­η­σης τῶν αἱ­ρέ­σε­ων ἐ­ρή­μην τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ τε­λευ­ταί­α ἔ­κτα­κτη Σύ­νο­δος τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας (8-10 Μαρτίου 2016) ἀ­σχο­λή­θη­κε πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ τά δι­α­δι­κα­στι­κά ζη­τή­μα­τα τῆς Με­γά­λης Συ­νό­δου πα­ρά μέ τήν οὐ­σί­α τῶν θε­μά­των καί τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου της. Ἐ­νῶ ἀ­πο­μέ­νουν ἐ­λά­χι­στοι μῆ­νες γιά τήν σύγ­κλη­ση τῆς Συ­νό­δου, δέν πα­ρέ­χε­ται καμ­μί­α ἐ­νη­μέ­ρω­ση γιά τό ποι­ά στά­ση θά τη­ρή­σει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας σ’ αὐ­τή, δέν ἔ­χει ἐκ­δο­θεῖ καμ­μί­α ἐ­νη­με­ρω­τι­κή συ­νο­δι­κή ἐγ­κύ­κλιος, δέν ἔ­χει κα­νείς Μη­τρο­πο­λί­της ἀ­πευ­θυν­θεῖ στό ποί­μνιό του γιά νά τό ἐ­νη­με­ρώ­σει καί νά λά­βει τήν γνώ­μη του. Φω­τει­νή ἐ­ξαί­ρε­ση, βε­βαί­ως, οἱ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι Μη­τρο­πο­λί­τες, πού βρί­σκον­ται σή­με­ρα ἐ­δῶ καί μερικοί ἀκόμη πού ἔ­χουν ἀ­να­λά­βει αὐ­τή τήν τό­σο ση­μαν­τι­κή πρω­το­βου­λί­α ἐ­νη­μέ­ρω­σης τοῦ λα­οῦ, γιά τήν ὁ­ποί­α τούς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με θερ­μά. Προ­σβλέ­που­με δέ καί στήν ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή συμ­βο­λή τους, τό­σο στή Σύ­νο­δο τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας, πού πρό­κει­ται νά συγ­κλη­θεῖ γιά τό θέ­μα αὐ­τό, ὅ­σο καί στήν ἀ­με­τα­κί­νη­τη ὁ­μο­λο­για­κή τους στά­ση στήν μέλ­λου­σα Σύ­νο­δο, ἐ­φ’ ὅ­σον θέ­λει καί ἐ­πι­τρέ­ψει τε­λι­κά ὁ Θε­ός νά γί­νει.
Ἔ­χον­τας φτά­σει πλέ­ον στήν τε­λι­κή εὐ­θεί­α πρός τήν Με­γά­λη Σύ­νο­δο, οἱ πρω­τερ­γά­τες καί ὑ­πο­στη­ρι­κτές της ἐ­πι­χει­ροῦν, μέ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε τί­μη­μα, νά ὁ­λο­κλη­ρώ­σουν καί νά ἐ­πι­βά­λουν ὅ­σα σχε­δί­α­ζαν ἐ­πί 100 ὁλόκληρα χρό­νια, πού δι­ήρ­κε­σε ἡ προ­πα­ρα­σκευ­ή της. Κι αὐ­τό, για­τί θε­ω­ροῦν τήν σύγ­κλη­σή της, ἔ­στω καί ἀ­πο­ψι­λω­μέ­νη στή θε­μα­το­λο­γί­α της, ὡς μο­να­δι­κή εὐ­και­ρί­α γιά τό ἕ­να καί τό μεῖ­ζον γι’ αὐ­τούς, καί γιά τήν συγ­κε­κρι­μέ­νη αὐ­τή χρο­νι­κή στιγ­μή, νά προσ­δώ­σουν, δη­λα­δή, ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στίς αἱ­ρέ­σεις.
Ὁ συ­νο­λι­κός, ὅ­μως, σχε­δια­σμός τῶν γνω­στῶν κέν­τρων, στά ὁ­ποῖ­α προ­α­να­φερ­θή­κα­με, πε­ρι­λάμ­βα­νει καί ἄλ­λους το­μεῖς καί πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται, ὅ­πως ἀ­πο­δει­κνύ­ουν τά γε­γο­νό­τα, στα­δια­κά καί μέ στο­χευ­μέ­νες ἐ­πι­λο­γές.
Ὁ Οἰ­κου­με­νι­κός Πα­τριά­ρχης ἐ­ξέ­δω­σε πρό­σφα­τα ἐγ­κύ­κλιο (314/20-3-2016), μέ τήν ὁ­ποί­α ἐ­πι­ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ Σύ­νο­δος αὐ­τή ἀ­πο­τε­λεῖ τό πρῶ­το βῆ­μα καί ὅ­τι «με­τ’ οὐ πο­λύ» θά ἀ­κο­λου­θή­σουν καί ἄλ­λες ἀ­νά­λο­γες. Εἶ­ναι μά­λι­στα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή ἡ ἀ­να­φο­ρά τῆς πα­τρι­αρ­χι­κῆς ἐγ­κυ­κλί­ου ὅ­τι τά κεί­με­να δη­μο­σι­ο­ποι­οῦν­ται πρός τό ποί­μνιο «καί πρός ἔκ­φρα­σιν τῆς γνώ­μης του καί τῶν προσ­δο­κι­ῶν του ἀ­πό τήν Ἁ­γί­αν καί Με­γά­λην Σύ­νο­δον» κι αὐ­τό προ­φα­νῶς με­τά τίς ἔν­το­νες ἀν­τι­δρά­σεις πού δι­α­τυ­πώ­θη­καν ἀ­πό Ἐ­πι­σκό­πους, κλη­ρι­κούς, μο­να­χούς καί λα­ϊ­κούς γιά τίς ἀν­τορ­θό­δο­ξες θέ­σεις τῶν κει­μέ­νων, τήν κα­τά­λυ­ση τῆς συ­νο­δι­κό­τη­τας καί τόν ἀ­πο­κλει­σμό τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σώ­μα­τος.
Γιά αὐ­τές, λοι­πόν, τίς Συ­νό­δους, πού προ­γραμ­μα­τί­ζε­ται νά ἀ­κο­λου­θή­σουν, ὑ­πάρ­χουν μί­α σει­ρά ἀ­πό θέ­μα­τα, τά ὁποῖα προ­ε­τοι­μά­ζον­ται με­θο­δευ­μέ­να. Ὅ­πως μᾶς δι­δά­σκει ἡ ἱ­στο­ρί­α, οἱ θρη­σκευ­τι­κές ἐ­ξε­λί­ξεις ἀ­κο­λου­θοῦν, πολ­λές φο­ρές, ἤ καί ὑ­πα­γο­ρεύ­ον­ται, ἀ­πό πο­λι­τι­κές καί ποι­κί­λες ἄλ­λες σκο­πι­μό­τη­τες καί ὑ­πα­κού­ουν σέ δι­ε­θνεῖς συ­σχε­τι­σμούς καί ἰ­σορ­ρο­πί­ες. Εἶ­ναι, ἄλ­λω­στε, γνω­στό ὅ­τι ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή ἀ­κό­μη τοῦ Ψυ­χροῦ Πο­λέ­μου οἱ δυ­τι­κές δυ­νά­μεις, ὑπό τήν ἡγεμονία τῶν ΗΠΑ, πα­ρέ­χουν τήν ὑ­πο­στή­ρι­ξή τους στό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο καί τήν πά­για ἀ­ξί­ω­σή του γιά τήν ἐγ­κα­θί­δρυ­ση τοῦ πρω­τεί­ου του στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ἐ­πι­δι­ώ­κουν τήν ἐ­ξου­δε­τέ­ρω­ση τοῦ ρω­σι­κοῦ πα­ρά­γον­τα ἐ­πιρ­ρο­ῆς στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἀ­να­το­λή.
Σέ θε­ο­λο­γι­κό ἐ­πί­πε­δο ἡ ἐ­πι­δί­ω­ξη αὐ­τή ἐκ­δη­λώ­νε­ται μέ τήν προ­σπά­θεια γιά τήν ἐ­πι­βο­λή ἑ­νός «Πρώ­του» καί στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, ὁ ὁ­ποῖ­ος θά ἐγ­γυᾶ­ται καί θά ἐ­ξα­σφα­λί­ζει τήν δι­α­τή­ρη­ση τῶν ἀ­παι­τού­με­νων ἰ­σορ­ρο­πι­ῶν. Αὐ­τός εἶ­ναι καί ὁ λό­γος γιά τόν ὁποῖο τό ὅ­λο ζή­τη­μα προ­βάλ­λε­ται συ­στη­μα­τι­κά ἀ­πό κο­ρυ­φαί­ους ἐκ­προ­σώ­πους τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου.
Στό πλαί­σιο αὐ­τό ἐν­τάσ­σε­ται καί ἡ προ­σπά­θεια γιά τήν ἀ­πο­δυ­νά­μω­ση καί τήν ὑπονόμευση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος καί οἱ πι­έ­σεις πού φαί­νε­ται νά ἀ­σκοῦν­ται -ἀπό τά γνωστά πάντοτε κέντρα- γιά τήν αὐ­το­νό­μη­ση τῶν Νέ­ων Χω­ρῶν καί τήν ὑ­πα­γω­γή τους στό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο. Αὐ­τό εἶ­ναι πι­θα­νόν νά ἐ­πι­τευ­χθεῖ μέ τόν προωθούμενο χω­ρι­σμό Κρά­τους-Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ ὁ­ποῖ­ος φη­μο­λο­γεῖ­ται, ἤ μέ κά­ποι­ον ἄλ­λο τρό­πο, πού θά ἐ­πι­λε­γεῖ.
Ἡ ἐ­πι­βο­λή τῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας ἑ­νός «Πρώ­του» καί στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α γίνεται μέ βά­ση τά πα­πι­κά πρό­τυ­πα, δηλαδή ὄχι ὡς πρωτεῖο τιμῆς μεταξύ ἴσων, ἀλλά ὡς πρωτεῖο ἐξουσίας, ὡς Πάπα τῆς Ἀνατολῆς. Προ­ε­τοι­μά­ζε­ται δέ ἤ­δη καί προ­βάλ­λε­ται μέ­σῳ τῆς ἀν­τορ­θό­δο­ξης δι­δα­σκα­λί­ας «πε­ρί προ­σώ­που» τοῦ Μη­τρο­πο­λί­τη Περ­γά­μου Ἰ­ω­άν­νη, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α ἐμ­φο­ρεῖ­ται τό Κεί­με­νο «Ἡ ἀ­πο­στο­λή τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας ἐν τῷ συγ­χρό­νῳ κό­σμῳ»­ (Κείμενο 1), καθώς καί ἀπό ἄλλα ἐπιφανῆ στελέχη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (π.χ. ὁ Μητροπολίτης Προύσσης Ἐλπιδοφόρος)
Ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ος στίς «Πα­ρα­τη­ρή­σεις γιά τήν Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δο κα­τά τήν Σύ­νο­δο τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος» ση­μει­ώ­νει γιά τό συγ­κε­κρι­μέ­νο ζή­τη­μα: «Ἡ ὅ­λη προ­βλη­μα­τι­κή πε­ρί τοῦ προ­σώ­που ἀ­πο­τε­λεῖ, χω­ρίς νά κιν­δυ­νο­λο­γῶ, μιά αἵ­ρε­ση, συ­νέ­χεια τοῦ ἀ­ρει­α­νι­σμοῦ, τοῦ μο­νο­θε­λη­τι­σμοῦ καί εἶ­ναι ἐ­πη­ρε­α­σμός ἀ­πό τήν ὑ­παρ­ξι­στι­κή φι­λο­σο­φί­α τοῦ Κί­ρκε­γκαρντ, τοῦ Μαρ­σέλ, τοῦ Σάρ­τρ καί τόν γερ­μα­νι­κό ἰ­δε­α­λι­σμό τοῦ Χά­ϊν­τεγ­κερ»[20]. Πρό­σφα­τα μά­λι­στα δη­μο­σί­ευ­σε πο­λυ­σέ­λι­δη, ἐμ­βρι­θῆ καί ἀ­πό­λυ­τα τεκ­μη­ρι­ω­μέ­νη θε­ο­λο­γι­κή με­λέ­τη, στήν ὁ­ποί­α κα­τα­δει­κνύ­ει ὅ­τι ἡ θε­ο­λο­γία «πε­ρί προ­σώ­που» τοῦ Μη­τρο­πο­λί­τη Περ­γά­μου εἶ­ναι ἀ­νορ­θό­δο­ξη καί ἀ­πορ­ρι­πτέ­α.
Ἀπό τήν μέλλουσα Σύνοδο ἐπαπειλεῖται, ἐπίσης, ἡ ἐ­πι­βο­λή κυ­ρώ­σε­ων εἰς βάρος ὅ­σων ὀρ­θο­δό­ξων θά ἀν­τι­δρά­σουν, ὅ­πως ὀ­φεί­λουν, σέ πι­θα­νές ἀν­τορ­θό­δο­ξες ἀ­πο­φά­σεις τῆς Συ­νό­δου. Τό ἴ­διο τό Κεί­με­νο, ἄλ­λω­στε, «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον» καί στό ἄρ­θρο 22, ἀ­σκεῖ προ­λη­πτι­κή λο­γο­κρι­σί­α καί ἐ­πι­χει­ρεῖ νά φι­μώ­σει ἐκ τῶν προ­τέ­ρων κά­θε ὀρ­θό­δο­ξη ἀν­τίρ­ρη­ση σέ ἀν­τορ­θό­δο­ξες ἀ­πο­φά­σεις τῆς Συ­νό­δου: «ἩὈρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α θε­ω­ρεῖ κα­τα­δι­κα­στέ­αν πᾶ­σαν δι­ά­σπα­σιν τῆς ἑ­νό­τη­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὑ­πό ἀ­τό­μων ἤὁ­μά­δων, ἐ­πί προ­φά­σει τη­ρή­σε­ως ἤ δῆ­θεν προ­α­σπί­σε­ως τῆς γνη­σί­ας Ὀρ­θο­δο­ξί­ας».
Δί­και­α, λοι­πόν, δι­ε­ρω­τᾶ­ται ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ος: «Δη­λα­δή, ἄν τε­λι­κῶς λη­φθοῦν ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δο τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πο­φά­σεις, τίς ὁ­ποῖ­ες οἱ Ἀρ­χι­ε­ρεῖς, οἱ μο­να­χοί καί θε­ο­λό­γοι τίς ἀ­γνο­οῦν, καί οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀν­τι­βαί­νουν σέ πα­τε­ρι­κές θέ­σεις, θά ἔ­χουν εὐ­θύ­νη καί θά ὑ­πό­κειν­ται σέ κρί­σεις καί κα­τα­κρί­σεις, ἄν ἀρ­νη­θοῦν νά τίς ἐ­φαρ­μό­σουν;­»[21]. Κιν­δυ­νεύ­ουν, δηλαδή, νά χα­ρα­κτη­ρι­σθοῦν ὡς αἱ­ρε­τι­κοί ὅ­σοι ὀρ­θο­δο­ξοῦν καί πα­ρα­μέ­νουν «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι».
Ἐ­νώ­πιον αὐ­τοῦ τοῦ κιν­δύ­νου βρι­σκό­μα­στε σή­με­ρα. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Χρέ­ος μας ἦταν νά σᾶς τήν πα­ρου­σι­ά­σου­με χω­ρίς ὑ­πεκ­φυ­γές, χω­ρίς πε­ρι­στο­λές, χω­ρίς φό­βο καί χω­ρίς ἀ­να­στο­λές. Κα­τα­δι­κά­ζου­με ἀ­πε­ρί­φρα­στα και­νο­φα­νεῖς θε­ω­ρί­ες καί ἐ­νέρ­γει­ες πού στρέ­φον­ται κα­τά τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας. Κα­τα­δι­κά­ζου­με τούς ἐμ­πνευ­στές καί ὑ­πο­κι­νη­τές τῶν ἐ­νερ­γει­ῶν αὐ­τῶν, κα­θώς καί ὅ­λους αὐ­τούς, πού μέ τήν ἀ­δρά­νεια καί τήν ὀ­λι­γω­ρί­α τους τούς ἀ­νέ­χον­ται καί τούς νο­μι­μο­ποι­οῦν εἴτε εἶναι Πατριάρχες εἴτε Ἀρχιεπίσκοποι εἴτε Ἐπίσκοποι εἴτε Πανεπιστημιακοί Καθηγητές εἴτε ὅποιοιδήποτε ἄλλοι. Ἕ­ως πό­τε θά γι­νό­μα­στε συ­νέ­νο­χοι μέ τήν σι­ω­πή μας; Ἕ­ως πό­τε θά πα­ρα­μέ­νου­με θε­α­τές τῆς ἀλ­λο­τρί­ω­σης τῆς ἴ­διας τῆς ὀρ­θό­δο­ξης αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας μας; Ἕ­ως πό­τε θά πα­ρα­μέ­νου­με χει­ρο­κρο­τη­τές ὅ­σων ἐκ­χω­ροῦν τά ἅ­για καί ἱ­ε­ρά τῆς πί­στε­ώς μας στούς αἱ­ρε­τι­κούς; Ὁ κλοι­ός ἔ­χει στε­νέ­ψει πλέ­ον ἐ­πι­κίν­δυ­να καί οἱ ἐ­ξε­λί­ξεις εἶ­ναι ρα­γδαῖ­ες καί μπο­ροῦν νά ἀ­πο­βοῦν τρα­γι­κές γιά τό ὀρ­θό­δο­ξο πλή­ρω­μα. Εἶ­ναι ὁ­λο­φά­νε­ρη πλέ­ον ἡ συ­στη­μα­τι­κή καί στο­χευ­μέ­νη προ­σπά­θεια θε­σμι­κῆς νο­μι­μο­ποι­ή­σε­ως τοῦ παναιρετικοῦ, κατά τόν Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, οἰ­κου­με­νι­σμοῦ καί ἡ δη­μι­ουρ­γί­α μιᾶς ἀλ­λοι­ω­μέ­νης ὀρ­θο­δό­ξου αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας.
Ἀ­δελ­φοί, ἐ­σή­μα­νε ἡ ὥ­ρα. Ὄ­χι πι­ά ἄλ­λη ὀ­λι­γω­ρί­α. Ὄ­χι πι­ά ἄλ­λη ἀ­δρά­νεια. Ὄ­χι πι­ά ἄλ­λη ἔ­νο­χη σι­ω­πή. Ἀ­παι­τεῖ­ται ἐ­γρή­γορ­ση καί ἐ­νερ­γο­ποί­η­ση. Ἀ­παι­τεῖ­ται ἀν­τί­στα­ση καί ἀν­τί­δρα­ση. Ἄς με­λε­τή­σου­με, ἄς ἐ­νη­με­ρω­θοῦ­με, ἄς ἐ­νη­με­ρώ­σου­με καί τούς ἀ­δελ­φούς μας, ἄς ἐκ­φρά­σου­με τίς ἀ­νη­συ­χί­ες καί τίς ἐν­στά­σεις μας στούς ὑ­πευ­θύ­νους. Ἄς εἴ­μα­στε ἕ­τοι­μοι γι­ά ὁ­ποι­α­δή­πο­τε θυ­σί­α χρεια­σθεῖ -ἀκόμη κι αὐτῆς τῆς ζωῆς μας- γι­ά τήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη μας. Ἄς προ­σευ­χη­θοῦ­με νά φω­τί­σει ὁ Θε­ός ὅ­σους λαμ­βά­νουν τίς ἀ­πο­φά­σεις, ὅ­λο τόν ὀρ­θό­δο­ξο λα­ό καί ἐ­μᾶς, ὥ­στε νά πρά­ξου­με τά θε­ά­ρε­στα καί τά πρέ­πον­τα.
Ἀ­κό­μη καί ἄν δέν ἀ­πο­φευ­χθεῖ ἡ σύγ­κλη­ση τῆς Συ­νό­δου αὐ­τῆς (πού τό εὐχόμαστε), θά πρέ­πει νά προ­σευ­χό­μα­στε καί νά εὐ­χό­μα­στε μέ πό­νο καρ­διᾶς καί μέ πνεῦ­μα με­τά­νοι­ας καί τα­πεί­νω­σης νά κυ­ρι­αρ­χή­σει ἡ χα­ρι­σμα­τι­κή πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος στήν Ἐκ­κλη­σί­α μας. Ὅ­πως το­νί­ζει ὁ Κα­θη­γη­τής κ. Τσε­λεγ­γί­δης: «Στά δογ­μα­τι­κά θέ­μα­τα, ὡς γνω­στόν, ἡ ἀ­λή­θεια δέν βρί­σκε­ται στήν πλει­ο­νο­ψη­φί­α τῶν Συ­νο­δι­κῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων. Ἡ ἀ­λή­θεια κα­θε­αυ­τήν εἶ­ναι πλει­ο­ψη­φι­κή, για­τί στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι Ὑ­πο­στα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα»[22].
Ἡ Ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός. Γι’ αὐ­τό καί ἕ­νας ἀ­κό­μη, ὅ­ταν τήν ἐκ­φρά­ζει, αὐ­τή πλει­ο­ψη­φεῖ ἔ­ναν­τι ὅ­λων τῶν ἄλ­λων, ὅ­σοι κι ἄν εἶ­ναι αὐτοί.
Ἀδελφοί,
Ἡ νί­κη τῆς Ὀρθοδοξίας μας, μέ τήν βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ, τῆς Κυ­ρί­ας μας Θε­ο­τό­κου καί τῶν Ἁ­γί­ων μας, θά εἶ­ναι βε­βαί­α.
Ὁ Χριστός μας θά νικήσει.
Ὁ Χριστός μας θά ἀναδείξει τήν Ἀλήθεια.
Ὁ Χριστός μας θά φυλάξει καί τήν Ἁγία μας Ἐκκλησία καί τήν φιλτάτη πατρίδα μας. Ἀμήν.