«ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ»
Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες
Ἐπιστημονική Θεολογική Ἡμερίδα. Πειραιᾶς, Τετάρτη, 9 Μαρτίου 2016,
Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας, Αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη»
Ἀρχιμ. Αθανάσιος Αναστασίου, Προηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου
Ἡ συμμετοχή τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ.
Μία Πανορθόδοξη Σύνοδος χωρίς τό ὀρθόδοξο πλήρωμα
Σεβασμιώτατοι,
Ἅγιοι Καθηγούμενοι,
Ἁγιορείτικο λῆμμα τῆς καλῆς ἁγιοπατερικῆς ὁμολογίας,
Σεβαστοί Πατέρες,
Ὁσιώτατοι Μοναχοί,
Ὁσιώτατες Γερόντισσες καί μοναχές
Ἐλλογιμώτατοι κύριοι Καθηγητές,
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῶ ἀδελφοί,
Μελετώντας κανείς τήν ἱστορία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, διαπιστώνει ὅτι αὐτές συγκαλοῦνταν κάθε φορά πού κάποια αἵρεση ἀπειλοῦσε τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας καί τήν ἔκφρασή της ἀπό τό Ἐκκλησιαστικό σῶμα.
Στούς ἀντίποδες αὐτῆς τῆς ἁγιοπατερικῆς παραδόσεως, ἡ μέλλουσα νά συνέλθει Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέν ὁριοθετεῖ τήν πίστη ἔναντι τῆς αἱρέσεως. Ἀντίθετα, μάλιστα, ἀμφισβητεῖ τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καθώς ἀναγνωρίζει ὡς «Ἐκκλησίες» καί τούς αἱρετικούς, παπικούς καί προτεστάντες. Νομιμοποιεῖ, δηλαδή, καί ἀναγνωρίζει θεσμικά τήν αἵρεση.
Ἀκριβῶς γιά τόν λόγο αὐτό, ὄχι μόνον δέν στηρίζεται στήν ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλά ἀντίθετα τήν ὑποβαθμίζει, τήν ὑποτιμᾶ, τήν περιθωριοποιεῖ καί τήν παραβλέπει. Ὑποβαθμίζει, ὑποτιμᾶ καί παραβιάζει τήν δογματική καί ἐκκλησιολογική συνείδηση τοῦ πιστοῦ λαοῦ, τόν ὁποῖο καί ἀποκλείει παντελῶς. Ὅπως πολύ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ: «Δέν θά ἦταν καθόλου ὑπερβολή νά λεχθεῖ ὅτι ἡ ἐπικείμενη Σύνοδος θά εἶναι μιά Πανορθόδοξη Σύνοδος χωρίς Ὀρθοδόξους»[1].
Ὑποβαθμίζει, δηλαδή, αὐτή ἡ Σύνοδος καί παραβλέπει ὅλη τήν ἐκκλησιαστική μας ἱστορία[2], ἡ ὁποία μᾶς διδάσκει ὅτι στά θέματα τῆς πίστεως ἦταν πάντοτε ἐνεργός ἡ συμμετοχή τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ[3]. Ἦταν, δηλαδή, πάντοτε ἐνεργός ἡ συμμετοχή τῶν κληρικῶν, τῶν μοναχῶν καί τῶν λαϊκῶν. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης τονίζει κατηγορηματικά ὅτι: «Εἶναι ἐντολή τοῦ Κυρίου νά μή σιωπᾶμε ὅταν κινδυνεύει ἡ Πίστη... ὅταν πρόκειται γιά τήν πίστη, δέν μποροῦμε νά ποῦμε· Ἐγώ ποιός εἶμαι; Εἶμαι ἱερέας; Ὄχι. Ἄρχοντας; Οὔτε. Στρατιώτης; Ἀπό ποῦ; Γεωργός; Οὔτε καί αὐτό. Εἶμαι φτωχός, ἐξασφαλίζοντας μόνο τήν καθημερινή μου τροφή. Δέν ἔχω λόγο, οὔτε ἐνδιαφέρον γιά τό θέμα αὐτό. Ἀλλοίμονο! Οἱ πέτρες θά κράξουν, καί σύ μένεις σιωπηλός καί ἀδιάφορος;... Ὥστε ἀκόμα καί ὁ φτωχός τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως δέν θά ἔχει καμμιά δικαιολογία, ἄν τώρα δέν μιλᾶ, γιατί θά κριθεῖ καί μόνο γι’ αὐτό»[4].
Ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἔσχατος κριτής τῆς ὀρθότητος καί τῆς ἐγκυρότητος τῶν ἀποφάσεων ὁποιασδήποτε Συνόδου· εἶναι αὐτός, πού μέ τήν γρηγοροῦσα ἐκκλησιαστική καί δογματική του συνείδηση ἐπικυρώνει ἤ ἀπορρίπτει αὐτά πού ἀποφαίνονται οἱ Σύνοδοι. Ὅπως τονίζει ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: «…καί οἱ λαϊκοί εἶναι μάρτυρες τῆς ἀληθείας, εἶναι ποιμένες (ἐμμέσως) τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, εἶναι συνεργοί τῶν Ποιμένων, ἀκόμα συμμετέχουν ὡς σύμβουλοι στίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί ἐπί πλέον δέχονται ἤ ἀπορρίπτουν τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὁ λαός (κλῆρος καί λαϊκοί) δέν δέχθηκαν τήν ἕνωση τῶν «Ἐκκλησιῶν» πού ἔγινε στή Φερράρα-Φλωρεντία»[5].
Ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ θεματοφύλακας καί ὑπερασπιστής τῆς ἀληθείας τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας· εἶναι αὐτός πού στέκεται πάντοτε τό ἀνάχωμα ἐνάντια σέ κάθε ἀπόπειρα καινοτομίας· εἶναι αὐτός πού ἀνθίσταται σέ κάθε ἐπιχείρηση ἀλλοίωσης καί παραποίησης τῆς δογματικῆς ἀλήθειας· εἶναι αὐτός πού μένει ἀνύστακτος φρουρός τῆς παραδόσεώς μας.
Ὁ π. Γεώργιος Καψάνης σημειώνει σχετικά: «Ὅσον ἀφορᾷ δέ εἰς τήν διοίκησιν καί τήν διδασκαλίαν, ἡ συμμετοχή τοῦ λαοῦ εἶναι θεμελιώδης, ἐφ’ ὅσον οὗτος, χαρισματοῦχος ὤν καί διδακτός Θεοῦ, ἀποτελεῖ μετά τοῦ κλήρου τήν ἀγρυπνοῦσαν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις μαρτυρεῖ (κρίνει, διακρίνει, ἐγκρίνει καί ἀποδέχεται, ἤ κατακρίνει καί ἀπορρίπτει) τήν διδασκαλίαν καί τάς πράξεις τῆς ἱεραρχίας, ὡς ἀπεφάνθησαν καί οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἐν τῇ Ἐγκυκλίῳ αὐτῶν τῆς 6ης Μαΐου 1848».[6]
Ἡ Ἐγκύκλιος αὐτή τοῦ 1848 καταλήγει μέ τήν διακήρυξη ὅτι: «Παρ᾿ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ».[7]
Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, σχολιάζοντας τήν ἐγκύκλιο αὐτή, ἐξηγεῖ πώς: «Τὸ ὅλο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐπαληθεύη, ἤ, γιὰ νὰ εἴμαστε περισσότερο ἀκριβεῖς, τὸ δικαίωμα, καὶ ὄχι μόνο τό δικαίωμα, ἀλλὰ τὸ καθῆκον τῆς «ἐπιβεβαιώσεως». Μ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἔγραφαν στὴ γνωστὴ Ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ τοῦ 1848 ὅτι «ὁ λαὸς ὁ ἴδιος ἀπὸ μόνος του ὑπῆρξεν ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας»[8].
Αὐτή τήν παρακαταθήκη μᾶς παρέδωσε ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία καί αὐτή ὀφείλουμε καί ἀγωνιζόμαστε νά διαφυλάξουμε[9]. Αὐτή τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική μας παράδοση ἐπιδιώκει νά ἀλλοιώσει ἡ μέλλουσα νά συνέλθει Σύνοδος. Ταυτόχρονα δέ, ἐπιδιώκει νά ἐπιβάλει ἕνα συγκεντρωτικοῦ τύπου ἐπισκοποκεντρικό σύστημα λήψεως ἀποφάσεων, στηριζόμενο στή χρήση τῆς ἐπισκοπικῆς αὐθεντίας, ὄχι ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας καί χάριτος, ἀλλ’ ὡς ἀπότοκο τοῦ ἀξιώματος (exofficio). Διαμορφώνεται, ἔτσι, ἕνα ἐκκοσμικευμένο ἐπισκοπικό κατεστημένο, πού ὄχι μόνον δέν μετέχει στήν ἁγιοπατερική ποιμαντική φροντίδα καί τήν διαμόρφωση ὀρθόδοξης καί ἁγιοπνευματικῆς δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τήν τορπιλίζει μέ ἀλλότριες καί αἱρετίζουσες ἀπόψεις, ὥστε σιγά-σιγά, κατά τρόπο νεοεποχίτικο, νά ἀλλοιώσει τήν σώζουσα ἀλήθεια ἀπό δεδομένη σέ ζητούμενο καί ἐν τέλει σέ ἀμφισβητούμενο. Ἕνα κατεστημένο, φορέα καί ἐκφραστή μιᾶς ἐγκεφαλικῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, στοχαστικῆς καί ἀπνευμάτιστης, μιᾶς θεολογίας τῶν συνεδρίων, τῶν κλειστῶν ὁμάδων καί τῶν «ἡμετέρων», ἀποκομμένη ἀπό τό ἐκκλησιαστικό σῶμα. Γι’ αὐτό καί ἐπί χρόνια τοποθετοῦνται ὡς ἐκπρόσωποι τῶν Ἐκκλησιῶν τά ἴδια πάντοτε ἐπισκοπικά πρόσωπα. Λέτε ἀπό σύμπτωση; Φυσικά ὄχι.
Τό κατεστημένο αὐτό συμπληρώνεται καί συνεπικουρεῖται ἀπό ἕναν ὁμόκεντρο καί περιφερειακό κύκλο Πανεπιστημιακῶν Καθηγητῶν καί θεολόγων, καί ὄχι μόνον, πού ἐκφράζουν ἐπίμονα, ζηλωτικά καί ἀποκλειστικά τίς οἰκουμενιστικές ἀντιλήψεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί προάγουν τό διαβρωτικό οἰκουμενιστικό του ἔργο, λειτουργώντας ὡς προπομποί καί προοδοποιοί του στήν ἐκπαίδευση, στά ΜΜΕ καί στήν πληθώρα τῶν ἐπιστημονικῶν συνεδρίων, πού οἱ ἴδιοι διοργανώνουν.
Τό ἀντίθετο, ὅμως, μᾶς διασώζει ἡ ἐκκλησιαστική μας παράδοση, τήν ὁποία μᾶς περιγράφει ἀνάγλυφα ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: «... Ὁ ἐπίσκοπος πρέπει ν΄ ἀγκαλιάση μέσα του ὅλη του τήν Ἐκκλησία· πρέπει νά ἐκδηλώση, νά φανερώση τήν ἐμπειρία καί τήν πίστι της. Δέν πρέπει νά ὁμιλῆ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἀλλά ἐν ὀνόματι τῆς Ἐκκλησίας, «ex consensu ecclesiae».[...] Τήν πλήρη ἱκανότητα νά διδάσκη δέν τήν ἔχει λάβει ὁ ἐπίσκοπος ἀπό τό ποίμνιό του, ἀλλά ἀπό τό Χριστό, μέσω τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Ἀλλ’ ἡ πλήρης αὐτή ἱκανότης, πού ἔχει δοθῆ σ’ αὐτόν, εἶναι ἱκανότης τοῦ νά φέρη τή μαρτυρία τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Περιορίζεται ἀπό τήν ἐμπειρία αὐτήν. Ἑπομένως, σέ ἐρωτήματα περί πίστεως, ὁ λαός πρέπει νά κρίνη ἀνάλογα μέ τή διδασκαλία του. Τό καθῆκον τῆς ὑπακοῆς παύει νά ἰσχύη, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος ξεφεύγη ἀπό τό καθολικό πρότυπο, ὁπότε ὁ λαός ἔχει τό δικαίωμα νά τόν κατηγορήση ἀκόμη καί νά τόν καθαιρέση»[10].
Καί σέ ἄλλο σημεῖο συμπληρώνει: «Οἱ ἐπίσκοποι λοιπόν ἐνεργοῦν ὡς οἱ ἀντιπρόσωποι συγκεκριμένων τοπικῶν ἐκκλησιῶν καί αὐτές οἱ ἴδιες οἱ ἐκκλησίες, ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία ἐνεργεῖ ἐν τῷ προσώπῳ τους. Γι’ αὐτό οἱ «ἀπολελυμένες» χειροτονίες (δηλαδή οἱ χειροτονίες χωρίς τίτλο, χωρίς ἀνάθεση ἕδρας, χωρίς ἕνα ἰδιαίτερο ποίμνιο) ἀπαγορεύονται αὐστηρά (6ος κανόνας τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος)».[11] Δέν εἶναι τυχαῖο, ἄλλωστε, ὅτι ἡ ὅλη προπαρασκευή τῆς Μεγάλης Συνόδου στηρίχτηκε σέ μιά τεχνητή πλειοψηφία ἀποτελούμενη, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, ἀπό Ἱεράρχες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, πού ὄχι ἁπλά δέν ἐκπροσωποῦν τό ποίμνιό τους, ἀλλά οὔτε κἄν διαθέτουν ποίμνιο.
Τό γεγονός αὐτό εἶχε ἀπό πολύ νωρίς στιγματίσει μέ τόν πιό ζωηρό τρόπο ὁ Μεγάλος Ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας, ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, διακεκριμένος Δογματολόγος καί Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Βελιγραδίου. Ἔγραφε συγκεκριμένα ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος: «…ποῖον ἀκριβῶς «ἀντιπροσωπεύουν» αἱ «ἀντιπροσωπεῖαι» αὗται εἰς τήν Γενεύην καί ἀλλαχοῦ; Ποίας Ἐκκλησίας καί ποῖον λαόν τοῦ Θεοῦ ἐκπροσωποῦν; Ἡ ἐμφανιζομένη εἰς τό ἐξωτερικόν πλειονότης σχεδόν τῆς ἱεραρχίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ τόσον ἐπιμόνως ἐπιβάλλουσα ἑαυτήν εἰς ὅλας σχεδόν τάς πανορθοδόξους συνελεύσεις, ἀποτελεῖται κυρίως ἐκ τιτουλαρίων μητροπολιτῶν καί βοηθῶν ἐπισκόπων, ἄρα ἐκ ποιμένων ἄνευ ποιμνίου καί συνεπῶς ἄνευ τῆς συγκεκριμένης ποιμαντικῆς εὐθύνης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τοῦ θεόθεν ἐμπιστευθέντος εἰς αὐτούς ποιμνίου. Ὅθεν διερωτᾶται τις: ποῖον ἀντιπροσωπεύει, καί ποῖον θά ἀντιπροσωπεύῃ εἰς τήν μέλλουσαν νά συγκληθῆ Σύνοδον;»[12]
Διατρέχοντας, κανείς, τήν πορεία τῆς προπαρασκευῆς τῆς Μεγάλης Συνόδου, ἀνακαλύπτει πραγματικά ὅτι αὐτή στηρίχθηκε σέ μιά σειρά ἀποκλεισμῶν, ἀποκρύψεων, ἄνωθεν ἐπιβολῶν καί συγκεντρωτικῶν τακτικῶν, κυρίως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πού ἐξωτερικά μόνον παρουσιαζόταν ὡς πανορθόδοξη ἀπόφαση[13]. Αὐτή ἡ συγκεντρωτική τακτική ἐκφράζεται καί στό Κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», ὅπου προβάλλεται ἡ ἄποψη ὅτι: «ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τόν ἁρμόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεμάτων τῆς πίστεως».
Σύμφωνα μέ τόν Καθηγητή κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, μέ τόν τρόπο αὐτό: «... ἡ Μέλλουσα νά συνέλθει Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος προδικάζει τό ἀλάθητο τῶν ἀποφάσεών της...»[14]. Καί ὅπως ὀρθά παρατηρεῖ ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ κ. Ἀθανάσιος, ἡ ἄποψη αὐτή «ἐκφεύγει τῆς ἀληθείας, καθότι στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία πολλές σύνοδοι ἐδίδαξαν καί ἐνομοθέτησαν λανθασμένα καί αἱρετικά δόγματα καί ὁ πιστός λαός τίς ἀπέρριψε καί διεφύλαξε τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ἐθριάμβευσε τήν Ὀρθόδοξη Ὁμολογία. Οὔτε σύνοδος ἄνευ τοῦ πιστοῦ λαοῦ, τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε λαός ἄνευ συνόδου Ἐπισκόπων μποροῦν νά θεωρήσουν ἑαυτούς σῶμα Χριστοῦ καί Ἐκκλησίαν Χριστοῦ καί νά ἐκφράσουν σωστά τό βίωμα καί τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας»[15].
Παρά τήν ἐξαιρετικά χρονοβόρα διαδικασία προπαρασκευῆς της, ἡ μέλλουσα νά συνέλθει Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν διεκδίκησε καί δέν ἀπέκτησε ποτέ τό παραμικρό ἔρεισμα στόν πιστό λαό, στό ὀρθόδοξο πλήρωμα. Ἀντίθετα κράτησε σέ πλήρη ἀπομόνωση καί ἀπόλυτα ἀπληροφόρητους τούς ὀρθοδόξους πιστούς, τούς κληρικούς, τούς μοναχούς, ἀκόμη καί αὐτούς τούς Ἐπισκόπους. Τά Κείμενα μάλιστα πού θά περιλαμβάνει δέν ἐγκρίθηκαν ποτέ ἀπό τίς Συνόδους τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Εἶναι, ἄλλωστε, χαρακτηριστικό ὅτι στηρίχτηκε σέ καινοφανεῖς μεθόδους καί πρακτικές, ὅπως ἡ γιά πρώτη φορά στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, καθιέρωση τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων.
Εὐθύνη, ὅμως, γιά ὅλα αὐτά δέν ἔχουν μόνον αὐτοί πού ἐπιχειροῦν νά τά ἐπιβάλουν, ἀλλά καί αὐτοί πού τά ἀνέχονται καί τά νομιμοποιοῦν εἴτε μέ τήν ἀδιαφορία τους εἴτε μέ τήν ἔνοχη σιωπή τους εἴτε μέ τήν χλιαρή καί γιά τούς τύπους μόνον ἀντίδρασή τους. Τό γεγονός αὐτό εἶχε τονισθεῖ μέ τόν πλέον ἐμφατικό τρόπο καί ἀπό τόν Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς (τό κείμενο θά συμπεριληφθεῖ στά πρακτικά)[16].
Ἡ ἴδια ἀκριβῶς παθογένεια παρουσιάζεται καί μέ ἀρκετούς ἀπό τούς ἀντιπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι διαπνέονται ἀπό οἰκουμενιστικές ἀντιλήψεις. Τίς ἀντιλήψεις αὐτές ἐκφράζουν στούς διαχριστιανικούς διαλόγους, στό ΠΣΕ, ἀλλά τίς μεταφέρουν καί στίς Προσυνοδικές Ἐπιτροπές, πού μᾶς ἀφορᾶ ἐν προκειμένῳ, χωρίς αὐτές νά ἔχουν ἐγκριθεῖ ποτέ ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας. Θά πρέπει ἐδῶ νά σημειώσουμε ὅτι ἐπί δεκαετίες τώρα τηρεῖται ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μία παράξενη ὅσο καί παράδοξη τακτική ἀναφορικά μέ τούς οἰκουμενικούς διαλόγους καί τήν Πανορθόδοξη Σύνοδο.
Ὅπως τονίζει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: «Σήμερα γίνονται πολλοὶ Διάλογοι τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, μὲ ἄλλες Ὁμολογίες καὶ ἄλλες Θρησκεῖες. Εἶναι δυνατὸν ἡ Ἱεραρχία νὰ μὴν ἐνημερώνεται, οἱ Ἱεράρχες νὰ μὴν ἐκφράζουν τὶς ἀπόψεις τους καὶ νὰ μὴ καθορίζουν τὴν στάση τους ἀπέναντί σέ αὐτές; Καθὼς ἐπίσης εἶναι δυνατὸν ὁ λαὸς νὰ παραμένη στὴν ἄγνοια, νὰ μὴν ἐνημερώνεται ἐπαρκῶς;»[17]
Τό ἴδιο διερωτώμεθα καί μεῖς: εἶναι δυνατόν; Εἶναι δυνατόν, ἐνῶ βρίσκονται σέ ἐξέλιξη καί παραμένουν ἀνοικτά τόσα οὐσιαστικά ζητήματα, ἡ Ἱεραρχία νά μήν ἀσχολεῖται κἄν μέ αὐτά; Ὁ Καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, σέ πρόσφατη ἐπιστολή του πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀναφέρει ὅτι γιά διάστημα πενήντα περίπου ἐτῶν ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ἔχει ἀσχοληθεῖ μέ δογματικά ζητήματα!
Εὔλογα, λοιπόν, ἀνακύπτουν μία σειρά ἀπό ἐρωτήματα. Γιατί τελικά δέν ἀσχολεῖται μέ δογματικά θέματα ἡ Ἱεραρχία; Γιατί δέν ἐνημερώνονται οἱ Ἐπίσκοποί μας γιά τήν πορεία τῶν οἰκουμενικῶν διαλόγων; Γιατί δέν τοποθετοῦνται πάνω στά ζητήματα αὐτά; Γιατί κρατοῦν σέ ἄγνοια τόν λαό τοῦ Θεοῦ; Τί κρύβεται πίσω ἀπό αυτή τήν συστηματική ἐπιχείρηση συσκότισης καί ἀποπροσανατολισμοῦ; Ποιός καί γιατί τήν ἐπιβάλλει; Ποιοί καί γιατί τήν ἀνέχονται καί γιατί τήν νομιμοποιοῦν μέ τήν ἀνοχή καί τήν σιωπή τους;
Τό Ἀνακοινωθέν τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ 2009 ἀναφέρεται στό Κείμενο τῆς Ραβέννας καί στούς διμερεῖς διαλόγους μέ τούς παπικούς καί σημειώνει χαρακτηριστικά: «Τό κείμενο τῆς Ραβέννας καί τό κείμενο πού πρόκειται νά συζητηθεῖ στήν Κύπρο τελοῦν ὑπό τόν ὅρον τῆς ἀναφορᾶς καί ἐγκρίσεώς τους ἀπό τίς κατά τόπους Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ἑπομένως καί ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, Συνοδικῶς διασκεπτομένης. Αὐτό πρακτικῶς σημαίνει ὅτι δέν θά ὑπάρξουν τετελεσμένα γεγονότα, χωρίς Συνοδική Ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας. Οἱ Ἱεράρχες εἶναι φύλακες τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὅπως ὁμολόγησαν κατά τήν εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονία τους»[18].
Ὅπως, ὅμως, ἀποδεικνύεται, οἱ φύλακες παραμένουν συστηματικά ἀπληροφόρητοι σχετικά μέ ὅλα αὐτά. Καί ἀναρωτιώμαστε, ἄν οἱ Ἐπίσκοποι, πού εἶναι οἱ φύλακες τῆς πίστεως, ἔχουν ἄγνοια γιά τόσο σοβαρά ζητήματα, τότε ποιόν θά ἐμπιστευτεῖ ὁ λαός, ποιόν θά ἀκολουθήσει; Καί διερωτώμεθα ἐπίσης, αὐτή ἡ ἄγνοια εἶναι ἑκούσια ἤ τεχνητή καί ἐπιβαλλομένη ἀπό ἐξωσυνοδικά καί ξένα κέντρα; Μήπως μέ τόν τρόπο αὐτό ὁδηγοῦν τελικά τόν πιστό λαό στό νά μήν ἐμπιστεύεται τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας;
Τελικά, ποιά εἶναι ἡ διαδικασία ἐγκρίσεως τῶν Κειμένων τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Διαλόγου μέ τούς Παπικούς; Ἔχουν συζητηθεῖ ἤ ὄχι τά κείμενα αὐτά στήν Ἱεραρχία; Τό Κείμενο τῆς Ραβέννας ἐκδόθηκε τό 2007. Δύο χρόνια μετά, τό 2009, στό Ἀνακοινωθέν τῆς Ἱεραρχίας ἀναφέρεται ὅτι θά ὑπάρξει ἀπόφαση «ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, Συνοδικῶς διασκεπτομένης» κι ὅτι«Αὐτό πρακτικῶς σημαίνει ὅτι δέν θά ὑπάρξουν τετελεσμένα γεγονότα, χωρίς Συνοδική Ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας». Ἔκτοτε παρῆλθαν ἄλλα ἑπτά ἔτη (συμπληρώνεται δηλαδή μιά δεκαετία ἀπό τήν ἔκδοση τοῦ Κειμένου) καί ἡ ἀναμενόμενη ἀπόφαση ἀκόμη δέν ἐλήφθη. Μήπως ἡ ἀποφυγή Συνοδικῆς Ἀπόφασης ἐξυπηρετεῖ τά γνωστά κέντρα πού ἀναφέραμε, ὥστε νά ἰσχυρίζονται ἤ καί νά θεωροῦν ὅτι τά κείμενα αὐτά ἔγιναν δεκτά σιωπηρῶς ἀπό τήν Ἐκκλησία μας;
Σέ ἀνάλογα τετελεσμένα γεγονότα στηρίζεται, ἄλλωστε, ὅλη ἡ ἐξέλιξη τοῦ διαλόγου μέ τούς παπικούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἡ Συνέλευση τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Διαλόγου στό Balamand τό 1993, στήν ὁποία ἀρνήθηκαν νά λάβουν μέρος ἕξι Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες (τῶν Ἱεροσολύμων, τῆς Σερβίας, τῆς Βουλγαρίας, τῆς Γεωργίας, τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Τσεχίας καί Σλοβακίας) διαμαρτυρόμενες γιά τίς προκλήσεις τῶν Οὐνιτῶν. Μέ τό ἀπαράδεκτο καί προδοτικό Κείμενο πού ἐκδόθηκε στό Balamand ἀναγνωρίζονται ἡ ἱερωσύνη καί τά μυστήρια τῶν παπικῶν, ἀμνηστεύεται ἡ Οὐνία καί τῆς προσδίδεται ἐκκλησιαστικότητα μέ τό νά συμμετέχει μάλιστα ἰσότιμα στούς διεξαγομένους διαλόγους Παπικῶν-Ὀρθοδόξων. Τό κείμενο, ὅμως, αὐτό συνεχίζει νά γίνεται ἀποδεκτό στό πλαίσιο τοῦ διαλόγου, παρά τίς τεράστιες ἀντιδράσεις πού προκάλεσε καί συνεχίζει νά προκαλεῖ. Κάθε νέα Συνέλευση τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς θεωρεῖ ὡς δεδομένα ὅσα ἀποφασίστηκαν καί συμπεριλήφθηκαν στά κείμενα πού ἐκδόθηκαν ἀπό τίς προηγούμενες Συνελεύσεις, ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἄν ἔχουν τήν ἀπαιτούμενη συνοδική ἔγκριση τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ὅλη ἡ πορεία, ἄλλωστε, τῶν οἰκουμενικῶν διαλόγων χαρακτηρίζεται ἀπό μία ἔντονη ἀδιαφάνεια καί ἀπό μία ἐνορχηστρωμένη προσπάθεια δημιουργίας καί ἐπιβολῆς ἀνάλογων τετελεσμένων. Τό γεγονός αὐτό προδίδει τήν τήρηση καί ἐφαρμογή συγκεκριμένων σχεδιασμῶν καί προειλημμένων ἀποφάσεων.
Κάτι ἀνάλογο ἰσχύει καί μέ τίς ἀποφάσεις τῶν Γενικῶν Συνελεύσεων τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί μέ τά τελευταῖα ἀπαράδεκτα καί ἀντορθόδοξα Κείμενα τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε (2006) καί τοῦ Πουσάν (2013). Τά κείμενα αὐτά ἀνατρέπουν ὅλη τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ἀφοῦ ἀναφέρουν ὅτι: «Κάθε ἐκκλησία (σημ. πού συμμετέχει στό Π.Σ.Ε.) εἶναι ἡ Ἐκκλησία καθολικὴ καὶ ὄχι ἁπλὰ ἕνα μέρος της. Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἐκκλησία καθολική, ἀλλὰ ὄχι στὴν ὁλότητά της. Κάθε ἐκκλησία ἐκπληρώνει τὴν καθολικότητά της ὅταν εἶναι σὲ κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες ἐκκλησίες»[19]. Ὦ τῆς παραφροσύνης!
Εἶναι δυνατόν νά γίνονται ἀποδεκτά τέτοια κείμενα; Πότε ἐγκρίθηκαν ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας; Πότε τά ἐπικύρωσε καί τά ἐπιβεβαίωσε μέ τήν ἔγκρισή του τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας; Ποιόν ἐκπροσωποῦσαν αὐτοί πού τά συνυπέγραψαν ὡς ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος; Ποιόν ἐνημερώνουν καί σέ ποιόν λογοδοτοῦν; Καί αὐτό συνιστᾶ ἕνα γενικώτερο ἐρώτημα γιά τά κριτήρια μέ τά ὁποῖα ἐπιλέγονται καί ὁρίζονται οἱ Ἐπίσκοποι καί καθηγητές – ἀντιπρόσωποι στό ΠΣΕ καί στούς διμερεῖς διαλόγους. Ὑπάρχει ἀξιολόγηση τοῦ ἔργου τους καί πῶς ἀποτιμᾶται αὐτό;
Δημιουργεῖ ἀρνητική ἐντύπωση καί προκαλεῖ τό ὀρθόδοξο αἴσθημα τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἡ πάγια τακτική τῆς Συνόδου νά ἐπιλέγει, ὡς ἀντιπροσώπους της στούς διαλόγους, Ἐπισκόπους καί Καθηγητές μέ δεδομένες καί ἐκπεφρασμένες οἰκουμενιστικές ἀντιλήψεις. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ἀποτελοῦν οἱ Μητροπολίτες Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος καί Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιος. Παρακαλοῦμε καί ἔν τινι μέτρῳ ἀπαιτοῦμε ἡ Ἱερά Σύνοδος νά ὁρίσει νέους ἀντιπροσώπους, ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες μέ γενναῖο καί ὀρθόδοξο ὁμολογιακό φρόνημα, πού δέν θά προέρχονται ἀπό τούς γνωστούς οἰκουμενιστικούς καί φιλοπατριαρχικούς κύκλους. Νά ὁρίσει νέους ἐκπροσώπους, πού θά ἐνημερώνουν τήν Ἱερά Σύνοδο καί τό ὀρθόδοξο πλήρωμα καί δέν θά μεταφέρουν τίς προσωπικές τους ἀπόψεις, ἀλλά αὐτές πού θά λαμβάνονται ἐπίσημα ἀπό τά ἁρμόδια ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Αὐτό, ὅμως, πού συνιστᾶ τόν μεγαλύτερο κίνδυνο εἶναι ὅτι οἱ οἰκουμενιστικές αὐτές ἀντιλήψεις καί ἀποφάσεις ἐπιχειρεῖται τώρα νά ἐπιβληθοῦν μέσῳ τῆς Μεγάλης Συνόδου καί νά λάβουν παναρθόδοξο κῦρος καί ἰσχύ. Πρόκειται ὁλοκάθαρα γιά μιά ἀπροκάλυπτη ἐπιχείρηση θεσμικῆς νομιμοποίησης τῶν αἱρέσεων ἐρήμην τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ τελευταία ἔκτακτη Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας (8-10 Μαρτίου 2016) ἀσχολήθηκε περισσότερο μέ τά διαδικαστικά ζητήματα τῆς Μεγάλης Συνόδου παρά μέ τήν οὐσία τῶν θεμάτων καί τοῦ περιεχομένου της. Ἐνῶ ἀπομένουν ἐλάχιστοι μῆνες γιά τήν σύγκληση τῆς Συνόδου, δέν παρέχεται καμμία ἐνημέρωση γιά τό ποιά στάση θά τηρήσει ἡ Ἐκκλησία μας σ’ αὐτή, δέν ἔχει ἐκδοθεῖ καμμία ἐνημερωτική συνοδική ἐγκύκλιος, δέν ἔχει κανείς Μητροπολίτης ἀπευθυνθεῖ στό ποίμνιό του γιά νά τό ἐνημερώσει καί νά λάβει τήν γνώμη του. Φωτεινή ἐξαίρεση, βεβαίως, οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες, πού βρίσκονται σήμερα ἐδῶ καί μερικοί ἀκόμη πού ἔχουν ἀναλάβει αὐτή τήν τόσο σημαντική πρωτοβουλία ἐνημέρωσης τοῦ λαοῦ, γιά τήν ὁποία τούς εὐχαριστοῦμε θερμά. Προσβλέπουμε δέ καί στήν ἁγιοπατερική συμβολή τους, τόσο στή Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, πού πρόκειται νά συγκληθεῖ γιά τό θέμα αὐτό, ὅσο καί στήν ἀμετακίνητη ὁμολογιακή τους στάση στήν μέλλουσα Σύνοδο, ἐφ’ ὅσον θέλει καί ἐπιτρέψει τελικά ὁ Θεός νά γίνει.
Ἔχοντας φτάσει πλέον στήν τελική εὐθεία πρός τήν Μεγάλη Σύνοδο, οἱ πρωτεργάτες καί ὑποστηρικτές της ἐπιχειροῦν, μέ ὁποιοδήποτε τίμημα, νά ὁλοκληρώσουν καί νά ἐπιβάλουν ὅσα σχεδίαζαν ἐπί 100 ὁλόκληρα χρόνια, πού διήρκεσε ἡ προπαρασκευή της. Κι αὐτό, γιατί θεωροῦν τήν σύγκλησή της, ἔστω καί ἀποψιλωμένη στή θεματολογία της, ὡς μοναδική εὐκαιρία γιά τό ἕνα καί τό μεῖζον γι’ αὐτούς, καί γιά τήν συγκεκριμένη αὐτή χρονική στιγμή, νά προσδώσουν, δηλαδή, ἐκκλησιαστικότητα στίς αἱρέσεις.
Ὁ συνολικός, ὅμως, σχεδιασμός τῶν γνωστῶν κέντρων, στά ὁποῖα προαναφερθήκαμε, περιλάμβανει καί ἄλλους τομεῖς καί πραγματοποιεῖται, ὅπως ἀποδεικνύουν τά γεγονότα, σταδιακά καί μέ στοχευμένες ἐπιλογές.
Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐξέδωσε πρόσφατα ἐγκύκλιο (314/20-3-2016), μέ τήν ὁποία ἐπισημαίνει ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή ἀποτελεῖ τό πρῶτο βῆμα καί ὅτι «μετ’ οὐ πολύ» θά ἀκολουθήσουν καί ἄλλες ἀνάλογες. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστική ἡ ἀναφορά τῆς πατριαρχικῆς ἐγκυκλίου ὅτι τά κείμενα δημοσιοποιοῦνται πρός τό ποίμνιο «καί πρός ἔκφρασιν τῆς γνώμης του καί τῶν προσδοκιῶν του ἀπό τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον» κι αὐτό προφανῶς μετά τίς ἔντονες ἀντιδράσεις πού διατυπώθηκαν ἀπό Ἐπισκόπους, κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς γιά τίς ἀντορθόδοξες θέσεις τῶν κειμένων, τήν κατάλυση τῆς συνοδικότητας καί τόν ἀποκλεισμό τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Γιά αὐτές, λοιπόν, τίς Συνόδους, πού προγραμματίζεται νά ἀκολουθήσουν, ὑπάρχουν μία σειρά ἀπό θέματα, τά ὁποῖα προετοιμάζονται μεθοδευμένα. Ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ ἱστορία, οἱ θρησκευτικές ἐξελίξεις ἀκολουθοῦν, πολλές φορές, ἤ καί ὑπαγορεύονται, ἀπό πολιτικές καί ποικίλες ἄλλες σκοπιμότητες καί ὑπακούουν σέ διεθνεῖς συσχετισμούς καί ἰσορροπίες. Εἶναι, ἄλλωστε, γνωστό ὅτι ἀπό τήν ἐποχή ἀκόμη τοῦ Ψυχροῦ Πολέμου οἱ δυτικές δυνάμεις, ὑπό τήν ἡγεμονία τῶν ΗΠΑ, παρέχουν τήν ὑποστήριξή τους στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί τήν πάγια ἀξίωσή του γιά τήν ἐγκαθίδρυση τοῦ πρωτείου του στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἐπιδιώκουν τήν ἐξουδετέρωση τοῦ ρωσικοῦ παράγοντα ἐπιρροῆς στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή.
Σέ θεολογικό ἐπίπεδο ἡ ἐπιδίωξη αὐτή ἐκδηλώνεται μέ τήν προσπάθεια γιά τήν ἐπιβολή ἑνός «Πρώτου» καί στήν Ὀρθοδοξία, ὁ ὁποῖος θά ἐγγυᾶται καί θά ἐξασφαλίζει τήν διατήρηση τῶν ἀπαιτούμενων ἰσορροπιῶν. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο τό ὅλο ζήτημα προβάλλεται συστηματικά ἀπό κορυφαίους ἐκπροσώπους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Στό πλαίσιο αὐτό ἐντάσσεται καί ἡ προσπάθεια γιά τήν ἀποδυνάμωση καί τήν ὑπονόμευση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί οἱ πιέσεις πού φαίνεται νά ἀσκοῦνται -ἀπό τά γνωστά πάντοτε κέντρα- γιά τήν αὐτονόμηση τῶν Νέων Χωρῶν καί τήν ὑπαγωγή τους στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Αὐτό εἶναι πιθανόν νά ἐπιτευχθεῖ μέ τόν προωθούμενο χωρισμό Κράτους-Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος φημολογεῖται, ἤ μέ κάποιον ἄλλο τρόπο, πού θά ἐπιλεγεῖ.
Ἡ ἐπιβολή τῆς κυριαρχίας ἑνός «Πρώτου» καί στήν Ὀρθοδοξία γίνεται μέ βάση τά παπικά πρότυπα, δηλαδή ὄχι ὡς πρωτεῖο τιμῆς μεταξύ ἴσων, ἀλλά ὡς πρωτεῖο ἐξουσίας, ὡς Πάπα τῆς Ἀνατολῆς. Προετοιμάζεται δέ ἤδη καί προβάλλεται μέσῳ τῆς ἀντορθόδοξης διδασκαλίας «περί προσώπου» τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη, ἀπό τήν ὁποία ἐμφορεῖται τό Κείμενο «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ» (Κείμενο 1), καθώς καί ἀπό ἄλλα ἐπιφανῆ στελέχη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (π.χ. ὁ Μητροπολίτης Προύσσης Ἐλπιδοφόρος)
Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος στίς «Παρατηρήσεις γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο κατά τήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» σημειώνει γιά τό συγκεκριμένο ζήτημα: «Ἡ ὅλη προβληματική περί τοῦ προσώπου ἀποτελεῖ, χωρίς νά κινδυνολογῶ, μιά αἵρεση, συνέχεια τοῦ ἀρειανισμοῦ, τοῦ μονοθελητισμοῦ καί εἶναι ἐπηρεασμός ἀπό τήν ὑπαρξιστική φιλοσοφία τοῦ Κίρκεγκαρντ, τοῦ Μαρσέλ, τοῦ Σάρτρ καί τόν γερμανικό ἰδεαλισμό τοῦ Χάϊντεγκερ»[20]. Πρόσφατα μάλιστα δημοσίευσε πολυσέλιδη, ἐμβριθῆ καί ἀπόλυτα τεκμηριωμένη θεολογική μελέτη, στήν ὁποία καταδεικνύει ὅτι ἡ θεολογία «περί προσώπου» τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου εἶναι ἀνορθόδοξη καί ἀπορριπτέα.
Ἀπό τήν μέλλουσα Σύνοδο ἐπαπειλεῖται, ἐπίσης, ἡ ἐπιβολή κυρώσεων εἰς βάρος ὅσων ὀρθοδόξων θά ἀντιδράσουν, ὅπως ὀφείλουν, σέ πιθανές ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις τῆς Συνόδου. Τό ἴδιο τό Κείμενο, ἄλλωστε, «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» καί στό ἄρθρο 22, ἀσκεῖ προληπτική λογοκρισία καί ἐπιχειρεῖ νά φιμώσει ἐκ τῶν προτέρων κάθε ὀρθόδοξη ἀντίρρηση σέ ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις τῆς Συνόδου: «ἩὈρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας».
Δίκαια, λοιπόν, διερωτᾶται ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: «Δηλαδή, ἄν τελικῶς ληφθοῦν ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀποφάσεις, τίς ὁποῖες οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ μοναχοί καί θεολόγοι τίς ἀγνοοῦν, καί οἱ ὁποῖες ἀντιβαίνουν σέ πατερικές θέσεις, θά ἔχουν εὐθύνη καί θά ὑπόκεινται σέ κρίσεις καί κατακρίσεις, ἄν ἀρνηθοῦν νά τίς ἐφαρμόσουν;»[21]. Κινδυνεύουν, δηλαδή, νά χαρακτηρισθοῦν ὡς αἱρετικοί ὅσοι ὀρθοδοξοῦν καί παραμένουν «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι».
Ἐνώπιον αὐτοῦ τοῦ κινδύνου βρισκόμαστε σήμερα. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Αὐτή εἶναι ἡ πραγματικότητα. Χρέος μας ἦταν νά σᾶς τήν παρουσιάσουμε χωρίς ὑπεκφυγές, χωρίς περιστολές, χωρίς φόβο καί χωρίς ἀναστολές. Καταδικάζουμε ἀπερίφραστα καινοφανεῖς θεωρίες καί ἐνέργειες πού στρέφονται κατά τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας. Καταδικάζουμε τούς ἐμπνευστές καί ὑποκινητές τῶν ἐνεργειῶν αὐτῶν, καθώς καί ὅλους αὐτούς, πού μέ τήν ἀδράνεια καί τήν ὀλιγωρία τους τούς ἀνέχονται καί τούς νομιμοποιοῦν εἴτε εἶναι Πατριάρχες εἴτε Ἀρχιεπίσκοποι εἴτε Ἐπίσκοποι εἴτε Πανεπιστημιακοί Καθηγητές εἴτε ὅποιοιδήποτε ἄλλοι. Ἕως πότε θά γινόμαστε συνένοχοι μέ τήν σιωπή μας; Ἕως πότε θά παραμένουμε θεατές τῆς ἀλλοτρίωσης τῆς ἴδιας τῆς ὀρθόδοξης αὐτοσυνειδησίας μας; Ἕως πότε θά παραμένουμε χειροκροτητές ὅσων ἐκχωροῦν τά ἅγια καί ἱερά τῆς πίστεώς μας στούς αἱρετικούς; Ὁ κλοιός ἔχει στενέψει πλέον ἐπικίνδυνα καί οἱ ἐξελίξεις εἶναι ραγδαῖες καί μποροῦν νά ἀποβοῦν τραγικές γιά τό ὀρθόδοξο πλήρωμα. Εἶναι ὁλοφάνερη πλέον ἡ συστηματική καί στοχευμένη προσπάθεια θεσμικῆς νομιμοποιήσεως τοῦ παναιρετικοῦ, κατά τόν Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, οἰκουμενισμοῦ καί ἡ δημιουργία μιᾶς ἀλλοιωμένης ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας.
Ἀδελφοί, ἐσήμανε ἡ ὥρα. Ὄχι πιά ἄλλη ὀλιγωρία. Ὄχι πιά ἄλλη ἀδράνεια. Ὄχι πιά ἄλλη ἔνοχη σιωπή. Ἀπαιτεῖται ἐγρήγορση καί ἐνεργοποίηση. Ἀπαιτεῖται ἀντίσταση καί ἀντίδραση. Ἄς μελετήσουμε, ἄς ἐνημερωθοῦμε, ἄς ἐνημερώσουμε καί τούς ἀδελφούς μας, ἄς ἐκφράσουμε τίς ἀνησυχίες καί τίς ἐνστάσεις μας στούς ὑπευθύνους. Ἄς εἴμαστε ἕτοιμοι γιά ὁποιαδήποτε θυσία χρειασθεῖ -ἀκόμη κι αὐτῆς τῆς ζωῆς μας- γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη μας. Ἄς προσευχηθοῦμε νά φωτίσει ὁ Θεός ὅσους λαμβάνουν τίς ἀποφάσεις, ὅλο τόν ὀρθόδοξο λαό καί ἐμᾶς, ὥστε νά πράξουμε τά θεάρεστα καί τά πρέποντα.
Ἀκόμη καί ἄν δέν ἀποφευχθεῖ ἡ σύγκληση τῆς Συνόδου αὐτῆς (πού τό εὐχόμαστε), θά πρέπει νά προσευχόμαστε καί νά εὐχόμαστε μέ πόνο καρδιᾶς καί μέ πνεῦμα μετάνοιας καί ταπείνωσης νά κυριαρχήσει ἡ χαρισματική παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία μας. Ὅπως τονίζει ὁ Καθηγητής κ. Τσελεγγίδης: «Στά δογματικά θέματα, ὡς γνωστόν, ἡ ἀλήθεια δέν βρίσκεται στήν πλειονοψηφία τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων. Ἡ ἀλήθεια καθεαυτήν εἶναι πλειοψηφική, γιατί στήν Ἐκκλησία ἡ ἀλήθεια εἶναι Ὑποστατική πραγματικότητα»[22].
Ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό καί ἕνας ἀκόμη, ὅταν τήν ἐκφράζει, αὐτή πλειοψηφεῖ ἔναντι ὅλων τῶν ἄλλων, ὅσοι κι ἄν εἶναι αὐτοί.
Ἀδελφοί,
Ἡ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας μας, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τῆς Κυρίας μας Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων μας, θά εἶναι βεβαία.
Ὁ Χριστός μας θά νικήσει.
Ὁ Χριστός μας θά ἀναδείξει τήν Ἀλήθεια.
Ὁ Χριστός μας θά φυλάξει καί τήν Ἁγία μας Ἐκκλησία καί τήν φιλτάτη πατρίδα μας. Ἀμήν.