ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝ. ΥΠΟΠΑΙΘ ΤΑΣΟΥ ΚΟΥΡΑΚΗ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ «Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΗΡΙΑ – Η ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ» ΠΟΥ ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΕ Η ΕΥΡΩΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΟΥΝΕΒΑ, ΜΕ ΤΗ ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΠΟΥΛΑΤΖΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΜΕΑ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΣΤΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΥΓΕΝΙΔΟΥ

Θέμα εισήγησης : Η κυβέρνηση για την αναπηρία

Οι άνθρωποι που δεν ανήκουν στην κατηγορία των ΑμεΑ θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι ανά πάσα στιγμή μπορούν μετά από ένα ατύχημα ή μια σοβαρή ασθένεια να γίνουν ΑμεΑ. Αλλά ακόμη κι αν δεν συμβεί αυτό, είναι σίγουρο ότι σε κάποια στιγμή της ζωής τους θα επηρεαστεί αναπόφευκτα η κινητικότητα του σώματός τους, οι αισθήσεις τους, η νόησή τους. Κατά συνέπεια όλοι εν δυνάμει είμαστε ή θα γίνουμε ΑμεΑ. Αυτή η αυταπόδεικτη αλήθεια δεν γίνεται αποδεκτή, καθώς το πολιτικό σύστημα του άγριου και απάνθρωπου νεοφιλελευθερισμού, θέτει εκτός κοινωνίας, όποιο άτομο είναι ή γίνεται ΑμεΑ, καθώς δεν είναι καθόλου διατεθειμένο να δαπανήσει ούτε ένα ευρώ για τη μόρφωση, την εργασία, την κοινωνική ένταξη αυτών των ατόμων. Γιαυτό λέμε ότι η επίλυση των προβλημάτων που απασχολούν τα ΑμεΑ δεν μπορούν να λυθούν στο σύνολό τους παρά μόνο με την ανατροπή του σημερινού κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Ως τότε θα αγωνιζόμαστε για να λύσουμε ζητήματα, παράλληλα με τον αγώνα για την αλλαγή του κοινωνικού συστήματος.

Κυρίες και κύριοι,

Τα πρώτα πολιτικά και νομοθετικά μέτρα που προωθήθηκαν από τις ελληνικές κυβερνήσεις στις αρχές της δεκαετίας του 80, αποσκοπούσαν στην άρση των θεσμικών εμποδίων, που περιόριζαν την πρόσδεση των ατόμων με αναπηρία με το σχολείο και την κοινωνία. Τα μέτρα αυτά σηματοδότησαν την έξοδο της εκπαιδευτικής διαδικασίας από τις καθιερωμένες οριοθετήσεις, εισάγοντας το δικαίωμα της εκπαίδευσης για τα άτομα με αναπηρία σε ένα ευρύτερο σχολικό περιβάλλον. Αναγνώρισαν την αναγκαιότητα εφαρμογής διαφορετικών αναλυτικών προγραμμάτων, με την ίδρυση των σχολικών μονάδων ειδικής αγωγής και επιχείρησαν να διευρύνουν τα όρια της σκέψης των εκπαιδευτικών, μέσω προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών, που παράγουν και αναπαράγουν την ερευνητική και επιστημονική εκείνη γνώση, που αφορά στην εκπαίδευση και στην επαγγελματική κατάρτιση των ατόμων με αναπηρία. Αυτή ήταν η πρώτη προσπάθεια υιοθέτησης δημοκρατικότερων αντιλήψεων και θεσμικής αναγνώρισης δικαιωμάτων υπέρ των ατόμων με αναπηρία από το πολιτικό σύστημα και την οργανωμένη κοινωνία.

Η δεκαετία του 90 στη συνέχεια, αποτέλεσε ιστορικό σταθμό στην εκπαίδευση των ατόμων με αναπηρία, λόγω μιας σειράς διεθνών διακηρύξεων και συμβάσεων που έγιναν αποδεκτές από την παγκόσμια κοινότητα. Η Παγκόσμια Διάσκεψη για την Εκπαίδευση για Όλους το 1990. Η συνδιάσκεψη της UNESCO στη Σαλαμάνκα της Ισπανίας το 1994, που υιοθέτησε τις αρχές της «Εκπαίδευσης για Όλους» και της ενιαίας εκπαίδευσης των αναπήρων στα γενικά σχολεία κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Η Σύμβαση των Δικαιωμάτων των Ατόμων με Αναπηρίες του ΟΗΕ, που κάλεσε όλα τα συμβαλλόμενα κράτη να διασφαλίσουν ένα σύστημα ενιαίας εκπαίδευσης σε όλα της τα επίπεδα (inclusive education).

Από τις αποφάσεις, τόσο της Διακήρυξης της Σαλαμάνκα όσο και των Διεθνών Διακηρύξεων και Συμβάσεων που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν, διαφαίνεται η πρόκληση που αυτές απευθύνουν προς τα άτομα με αναπηρία, τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς,τους κοινωνικούς θεσμούς και φυσικά την πολιτεία. Δηλαδή, την ενεργό συμμετοχή στο σχεδιασμό, την εφαρμογή και την αξιολόγηση των συστημάτων και των προγραμμάτων ενιαίας εκπαίδευσης, που εκφράζει την ολότητα και την ενότητα όλων, σε ένα σύστημα εκπαίδευσης στο οποίο οι διακρίσεις και οι προκαταλήψεις αφήνονται στο περιθώριο. Που εκφράζει κυρίως, το δικαίωμα των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ή και αναπηρίες, να συμμετέχουν με ίσους όρους στο σχολικό πρόγραμμα αλλά και την υποχρέωση του σχολείου να αποδέχεται τα παιδιά αυτά ως ισότιμα, με άμεσο στόχο όλοι οι μαθητές με ή χωρίς αναπηρία να διδάσκονται και να μαθαίνουν μαζί. Απαραίτητη προϋπόθεση της ενιαίας εκπαίδευσης είναι η κατάλληλη προετοιμασία και ο εξοπλισμός των εκπαιδευτικών με τις ειδικές γνώσεις και τις επαγγελματικές δεξιότητες και ικανότητες, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τις ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών που ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες αναπηρίας.

Οι εκπαιδευτικοί απαιτείται:

• να σχεδιάζουν και να εφαρμόζουν εξατομικευμένα προγράμματα εκπαίδευσης,

• να σχεδιάζουν, να αναπτύσσουν και να αξιολογούν προγράμματα ενιαίας εκπαίδευσης μαθητών με ή χωρίς ειδικές ανάγκες ή και αναπηρία,

• να συνεργάζονται με γονείς, με συναδέλφους εκπαιδευτικούς, με ειδικούς επαγγελματίες και με διοικητικά στελέχη.

Εκτός από τα παραπάνω απαιτείται:

•η συνεργασία μεταξύ γονέων και σχολείου,

• η συνεργασία μεταξύ εκπαιδευτικών γενικής και ειδικής εκπαίδευσης,

• η συνεχής επιμόρφωση των εκπαιδευτικών γενικής και ειδικής εκπαίδευσης και βέβαια

• η κατάλληλη υπηρεσιακή και τεχνολογική υποστήριξη των παιδιών με ή χωρίς εκπαιδευτικές ανάγκες ή και αναπηρία.

Η ενιαία εκπαίδευση ή «το Σχολείο για Όλους» μπορεί να υλοποιηθεί εφόσον το πολιτικό σύστημα το αποφασίσει. Η θεσμοθέτησή του και η υποστήριξη της λειτουργίας του είναι ζήτημα άσκησης πολιτικής. Άλλωστε η Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Αναπήρων του ΟΗΕ αποτελεί πλέον νόμο του ελληνικού κράτους και υποχρεώνει την πολιτεία να ευθυγραμμίσει τη νομοθεσία της και τις πρακτικές της προς αυτήν την κατεύθυνση.

Ωστόσο αυτό που έχει καταγραφεί έως τώρα στην ελληνική πραγματικότητα, είναι το γεγονός ότι, ενώ στο επίπεδο της επίσημης πολιτικής και των διακηρύξεων υποστηρίζεται πως το ελληνικό κράτος προάγει τη συνεκπαίδευση των παιδιών με αναπηρία, στην πραγματικότητα αρκείται απλώς, στην παρουσία των παιδιών με αναπηρία στο γενικό εκπαιδευτικό πλαίσιο, δημιουργώντας έτσι όρους αναποτελεσματικής εκπαίδευσης. Αυτό που κυριαρχεί επίσης είναι η αντίληψη, ότι τα ζητήματα που αφορούν στην ειδική εκπαίδευση και στους μαθητές με αναπηρία, ιεραρχικά τοποθετημένα και σε σύγκριση με τα γενικότερα εκπαιδευτικά προβλήματα, συνήθως, χαρακτηρίζονται δευτερεύοντα ως προς την κοινωνική ή την πολιτική τους σημασία. Επίσης, στη συνείδηση πολλών η ειδική εκπαίδευση, κατέχει μία σαφώς διαχωρισμένη θέση από τη γενική εκπαίδευση, γεγονός που υποβαθμίζει την ενταξιακή εκπαιδευτική πολιτική.

Εμείς, η νέα πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, έχουμε την πολιτική βούληση να δημιουργήσουμε το «ενιαίο σχολείο» ή το «σχολείο για όλους» ή το «συμπεριληπτικό σχολείο», όπως και αν αυτό θα λέγεται. Με ολιστική προσέγγιση. Δηλαδή, ένα σχολείο που θα φοιτούν όλα τα παιδιά της γειτονιάς, ανεξάρτητα από το χρώμα, τις πολιτισμικές αξίες, τις θρησκευτικές αντιλήψεις, τη γλώσσα, την αναπηρία ή τις εκπαιδευτικές ανάγκες. Γνωρίζουμε ότι είναι μία εξαιρετικά δύσκολη και μακροχρόνια προσπάθεια για την οποία η πολιτεία απαιτείται να παρέχει όλα τα μέσα για την ικανοποίηση αυτών των κοινωνικών αναγκών. Απαιτείται έρευνα, προσαρμογή των αναλυτικών προγραμμάτων, μόνιμο προσωπικό, συνεχής επιμόρφωση των εκπαιδευτικών αλλά και των γονέων, κατάλληλες κτιριακές υποδομές κ.α. Απαιτείται επίσης συνεργασία με την πανεπιστημιακή κοινότητα, για την αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών των παιδαγωγικών τμημάτων και φυσικά, μία σειρά από νομοθετικές παρεμβάσεις.

Είναι λοιπόν στα σχέδια μας, μακρό μεσοπρόθεσμα, να δρομολογήσουμε όλες τις παρεμβάσεις, προκειμένου όλα όσα προαναφέραμε να μην παραμείνουν απλές εξαγγελίες και ωραιοποιημένα ευχολόγια. Στην παρούσα όμως χρονική στιγμή και με δεδομένη τη δυσμενή δημοσιονομική συγκυρία, προχωράμε με προσεκτικά βήματα στην υλοποίηση των προγραμματικών μας δηλώσεων, αναφορικά με την ειδική εκπαίδευση.

Κλείνοντας, θα ήθελα να σας ζητήσω να συνεχίζετε να μας ελέγχετε στο αν οι πράξεις μας συμβαδίζουν με τις υποσχέσεις και τις διακηρύξεις μας, αν μπορούμε να κάνουμε περισσότερα ή αν υποβαθμίζουμε τη σημασία της στήριξης των ΑμεΑ σε όλα τα επίπεδα. Σε κάθε περίπτωση θα κριθούμε από την κοινωνία αν κάναμε το χρέος μας.