Αρθογράφος: Ανδριανή Στράνη
Χαρακτηριστική αντίδραση του κοινού από αμηχανία, με φανερή την έλλειψη αγωγής και κουλτούρας για τα άτομα με ιδιαιτερότητα. Στο καθολικό χειροκρότημα αποτυπώθηκε η δυσκολία να αποδεχτούν ως κανονική ηθοποιό, το άτομο με περιορισμένη ικανότητα, πριν ακόμα παίξει τον ρόλο του.
Από την περίπτωση της Νάντιας βλέπουμε τη συνύπαρξη δύο κόσμων εντός συγκεκριμένου πλαισίου. Τους πλειοψηφικά έχοντες προσβασιμότητα στα αγαθά και της μειοψηφίας των ατόμων που εμποδίζονται για διάφορους λόγους υγείας. Είναι πλαίσιο το οποίο επιβάλλει μια κοινωνία με διαχωριστικές γραμμές γιατί δεν έχει κατανοήσει ότι τα άτομα με σοβαρή ή λιγότερη ανεπάρκεια, σωματική ή νοητική, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της. Στη χώρα μας ένα εκατομμύριο Έλληνες, δηλαδή το 10% του πληθυσμού, εξαιτίας κάποιας έλλειψης, έχουν ειδικές και ιδιαίτερες, όπως προκύπτουν, ανάγκες.
Η βιολογική ακεραιότητα συνδέθηκε στις αστικές και βιομηχανικές κοινωνίες με την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, αποκλείοντας τα άτομα με προβλήματα υγείας. Για τα άτομα αυτά υπάρχει πιθανότητα περιθωριοποίησης αν δεν ξεκινήσουμε από τη βεβαιότητα ότι για να αναπτυχθεί μια κοινωνία χρειάζεται η συμμετοχή και η αλληλεγγύη όλων των πολιτών, των «δυνατών» αλλά και των φυσικώς αδυνάτων.
Η περίπτωση της Μαρίας είναι άξια λόγου και μελέτης για το πώς αντιλαμβάνεται η Πολιτεία το θέμα, αν παρεμβαίνει και με ποιον τρόπο, στηρίζοντας ή αποκλείοντας τις ειδικές πληθυσμιακές ομάδες
Η Μαρία από την παιδική ηλικία παρουσίασε δυσκολία να περπατήσει και να ανταποκριθεί στην καθημερινότητα. Οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν σιγά σιγά. Δεκατριών χρονών, στο γυμνάσιο, αγωνιζόταν για να περπατήσει.
John Bramblitt «Ο φανταχτερός κόσμος ενός τυφλού ζωγράφου»» |
Οι πατερίτσες στήριζαν το σώμα της και η οικογένεια την αξιοπρέπειά της. Στο σχολείο το τμήμα της έμενε πάντα στην ισόγεια αίθουσα. Τα περισσότερα παιδιά ήταν φίλοι της, αλλά εκείνη δεν μπορούσε να παίξει και έμενε μέσα στο διάλλειμα. Μόνο ο Νίκος μερικές φορές έβαζε το πόδι του μπροστά της για να πέσει και γελούσε μαζί της. Η Μαρία την τελευταία στιγμή κατάφερνε να ισορροπήσει σαν ακροβάτης σε τεντωμένο σκοινί με πατερίτσες, λέγοντάς του: Όπως βλέπειςακόμα στέκω, μπορώ!
Ο Νίκος σίγουρος για τον εαυτό του και για το σώμα του γυμναζόταν ολημερίς με όνειρο όταν αποφοιτήσει να καταταγεί στις ειδικές δυνάμεις. Ειδικώς υστερούσε κι αυτός. Έτσι οι ειδικές ανάγκες της Μαρίας δεν τον απασχολούσαν. Εκείνη ήταν ευφυής και με χιούμορ. Την Κυριακή του Παράλυτου τηλεφωνούσε σε φίλους για να τους πει ότι γιορτάζει. Αυτοσαρκαζόταν. Είχε ισχυρή θέληση. Έβαζε στόχους. Ο υψηλότερος ήταν να περάσει στην ιατρική. Η σπάνια και ανίατη ασθένεια την κινητοποιούσε για να πετύχει τον στόχο της, ενώ το σώμα είχε καθηλωθεί πια στο αναπηρικό καρότσι. Διάβαζε σαν τρελή.
Όταν έδωσε πανελλήνιες με τους «φυσικώς αδυνάτους» διαπιστώθηκε ότι και το εκπαιδευτικό σύστημα ήταν αδύναμο. Την απέρριψε. Στερήθηκε το δικαίωμα να εισαχθεί στην Ιατρική αφού οι «υγιείς» εξεταστές αποφάνθηκαν ότι δεν είχε προετοιμαστεί αρκετά. Έτσι την άφησαν στο περιθώριο. Τα επόμενα χρόνια η κατάσταση χειροτέρεψε. Το σώμα την πρόδωσε. Η μάνα της θύμιζε ηρωίδα της Πίνδου, καθώς την κουβαλούσε στην πλάτη, κάθε φορά που ανέβαιναν τα δέκα σκαλοπάτια του σπιτιού τους. Φτωχοί άνθρωποι, βιοπαλαιστές και η απουσία του Κράτους ήταν ολοφάνερη. Στερήθηκε τις σπουδές, τη ζωγραφική που αγαπούσε και ζούσε φυλακισμένη με μοναχή παρηγορία την πίστη και την ελπίδα. Η σταύρωση συνεχίζεται για τη Μαρία μέχρι και σήμερα, γιατί δεν υπάρχει κοινωνική πολιτική για τις ειδικές πληθυσμιακές ομάδες
Η Ειδική Αγωγή είναι τομέας με σοβαρές ελλείψεις. Η εκπαίδευση των «φυσικώς αδυνάτων» είναι σε κρίσιμη φάση με περικοπές κονδυλίων και δεν διευκολύνει την ένταξη και την απασχόλησή τους σε θέσεις μόνιμης εργασίας.
Οι κοινωνικές διακρίσεις είναι περισσότερο ορατές στα άτομα με ειδικές ανάγκες. Η ανεργία είναι ένα ακόμη εμπόδιο στην πραγματοποίηση των ονείρων τους. Ειδικά τώρα που οι νέοι επιστήμονες έχουν ανάγκη από εργασία και δικαίωμα στη ζωή.
Μια από τις πολλές περιπτώσεις ατόμων που εμποδίζονται από τις υπάρχουσες συνθήκες διαβίωσης να ζήσουν κανονικά είναι αυτή της Ευτυχίας και του Στέλιου. Γνωρίστηκαν στο Μουσείο Αφής. Όλοι φορούσαν από μια μάσκα. Με μάτια ερμητικά κλειστά ήρθαν σε επαφή με τα εκθέματα. Οι «κανονικοί» σκουντουφλούσαν επάνω στα αγάλματα. Εκείνοι σίγουροι και με αργό ρυθμό έδιναν χρόνο για να νιώσουν το άγγιγμα. Στην Αφροδίτη της Μήλου και στο ψαχούλεμα των πτυχώσεων του ενδύματος συναντήθηκαν και ακούμπησαν τα χέρια τους. Χαμογέλασαν. Από τότε είναι αχώριστοι. Το πρόβλημα της όρασης δεν τους εμπόδισε να σπουδάσουν και να μορφωθούν. Φάνηκε πως έχουν αόρατο φωτισμό. Τίποτα δεν τους χαρίστηκε. Οι οικογένειές τους εξαντλήθηκαν για να τους στηρίξουν. Παρ’ όλα αυτά τώρα είναι άνεργοι.
Το Μουσείο ως τόπος αφής της σχέσης τους υπήρξε τόπος οικείος για τις συναντήσεις τους. Είναι ένα όμορφο νεοκλασικό στην Καλλιθέα που ιδρύθηκε το 1984 και ανήκει στον «Φάρο Τυφλών Ελλάδας». Είναι μοναδικό στη χώρα μας και ξεχωριστό ανάμεσα στα ελάχιστα παρόμοια Μουσεία Αφής στον κόσμο. Συνολικά υπάρχουν έξι: Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Γερμανία, Κροατία, ΗΠΑ. Τα εκθέματά τους είναι σπουδαία και ακριβή αντίγραφα έργων Τέχνης πιστοποιημένα από το Υπουργείο Πολιτισμού που προκαλούν το άγγιγμα, για άτομα με προβλήματα όρασης και όχι μόνο. Επίσης φιλοξενούνται έργα ατόμων με προβλήματα όρασης.
Το τελευταίο διάστημα όμως παραμένει κλειστό. Αρρώστησε και αυτό. Χρειάζεται «στηρίγματα» για να μην καταρρεύσει. Δέχθηκε σοβαρό πλήγμα από τον σεισμό του 1999, αλλά ξαναφτιάχτηκε το 2004. Τα παλιά κτίρια χρειάζονται φροντίδα. Άραγε είναι ικανοποιητικά τα κονδύλια για να στηρίξουν τον πολιτισμό; Διότι περί αυτού πρόκειται. Κάθε φορά που ο Στέλιος με την Ευτυχία φτάνουν μέχρι το Μουσείο για τη βόλτα τους, ο σκύλος-οδηγός στυλώνει τα πόδια του και τους δίνει το μήνυμα. Δυστυχώς ακόμα δεν έχει ανοίξει. Η αποκατάσταση και η επαναλειτουργία του Μουσείου είναι καθήκον της Πολιτείας, όπως και η επαγγελματική αποκατάσταση των ατόμων με δυσκολίες κινητικές, αισθητηριακές και αναπτυξιακές.
Κάθε φορά που ακούμε επαίνους για τα επιτεύγματα ατόμων με δυσκολίες, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τους Παραολυμπιονίκες, είμαστε επιφυλακτικοί. Οι περισσότεροι Παραολυμπιονίκες μιλάνε με πίκρα για τις υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν από την Πολιτεία και για τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα όταν απομακρυνθούν οι κάμερες και σβήσουν τα φώτα της δημοσιότητας. Είναι τότε που μένουν μόνοι, κάνοντας τον απολογισμό μιας ζωής με καθημερινό αγώνα και τετραπλή προσπάθεια για την επιβίωση, απ’ ότι χρειάζονται οι υπόλοιποι άνθρωποι.
Συνεπώς το Κράτος Πρόνοιας οφείλει να διευκολύνει τα άτομα αυτά με συγκεκριμένα μέτρα για τη στήριξη, ανεξαρτητοποίηση, ένταξη, ανάπτυξη και συμμετοχή τους στην κοινωνία, ώστε να έχουν κανονική ζωή. Γιατί ο αληθινός δείκτης πολιτισμού μιας χώρας δεν είναι ο πλούτος για τους λίγους, αλλά η δυνατότητα ζωής με αξιοπρέπεια για όλους. Ωστόσο, η πραγματικότητα σήμερα δείχνει ότι αυτός ο στόχος δεν είναι ακόμα η κύρια προτεραιότητα στην κυρίαρχη κανονικότητα.