Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Σὲ κάθε ἐποχή, μὰ ἰδιαίτερα σὲ στιγμὲς μεγάλης κοινωνικῆς παρακμῆς, συναντοῦμαι πολλὰ πρόσωπα (φιλοσόφους, ποιητές, πολιτικούς, ἐπαναστάτες) νὰ καταγγέλουν τὴν καθεστηκυία τάξη καὶ νὰ ἐπαγγέλονται ἕνα κόσμο νέο, ἕνα κόσμο καλύτερο, στὸν ὁποῖο δὲν θὰ χωρᾶ τίποτα ἀπὸ τὰ παλαιὰ δεινὰ καὶ πάθη. Ἂς μὴν ξεχνοῦμε πὼς δὲν πάει καὶ πολὺς καιρὸς ποὺ καὶ στὸ τόπο μας, τὸ κεντρικὸ σύνθημα τοῦ δημοσίου διαλόγου ἦταν ἡ φράση «νὰ τελειώνουμε μὲ τὸ παλιό».
Δὲν ἦταν λίγες οἱ περιπτώσεις ὅπου διάφορα ριζοσπαστικὰ κινήματα κατάφεραν μὲ τὸν ἕναν ἢ μὲ ἄλλον τρόπο νὰ ἐπικρατήσουν, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ κοινωνίες νὰ ἀλλάξουν τὶς ἰδεολογικές τους κατευθύνσεις καὶ τὸν τρόπο τῆς κοινῆς τους βιοτής, χωρὶς ὅμως οἱ ἐξαγγελίες τῶν ἐμπνευστῶν τούτων τῶν θέσεων νὰ ὁδηγήσουν τὸν κόσμο σὲ φωτεινότερες ἐποχές. Ἀντιθέτως· στὴν προϋπάρχουσα ἀδικία προστέθηκαν καινοφανεῖς ἀνομίες.
Παρὰ ταῦτα ἡ ἀνθρώπινη προσπάθεια γιὰ σωτηρία, μοιάζει ἐγκλωβισμένη συνεχῶς σὲ τοῦτο τὸ ἀδιέξοδο σχῆμα: καταγγελία τοῦ παλαιοῦ, ἐξύμνηση τοῦ νέου. Σὲ τούτη τὴν ὀπτικὴ ὅμως, μᾶς διαφεύγει τὸ αὐτονόητο: καὶ τὸ νέο, ἀργὰ ἢ γρήγορα, θὰ γίνει παλαιό, γιατί ὁ πτωτικὸς αὐτὸς κόσμος φθείρει τὰ πάντα, γιατί ὁ χρόνος ὅ,τι ἀγγίζει τὸ ὁδηγεῖ πρὸς τὸ μαρασμό του.
Ἴσως οἱ παραπάνω λόγοι, τέκνα μου ἀγαπητά, νὰ σᾶς προκαλοῦν ἀπορία. Γιατί ἐνῶ «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, σήμερον ἠνώθησαν», ἐμεῖς στρέφουμε τὶς σκέψεις σας πρὸς τὰ παθήματα τοῦ κόσμου; Γιατί ἐνῶ «Χορεύσουιν Ἄγγελοι πάντες ἐν οὐρανῷ, καὶ ἀγάλλονται σήμερον», ἐμεῖς ἀσχολούμαστε μὲ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων; Γιατί ἐνῶ «Σήμερον ὁ Χριστός, ἐν Βηθλεὲμ γεννᾶται ἐκ Παρθένου» ἐμεῖς ἀγγίζουμε αὐτὰ πού μας ἀπογοητεύουν καὶ μᾶς λυποῦν;
Μιλοῦμε γιὰ τοῦτα ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἡ γέννηση τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔρχεται νὰ κομίσει μία ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπάντηση στὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖο ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι, ἕνα καὶ μοναδικό: ὁ θάνατος. Μιλώντας γιὰ τὸν θάνατο δὲν πρέπει νὰ μένουμε ἁπλὰ καὶ μόνο στὴ βιολογική του διάσταση, στὴ φυσικὴ τελευτή. Τὸν θάνατο, ἂν ψηλαφίσουμε καλύτερα τὶς πληγές μας, θὰ τὸν ἀναγνωρίσουμε σὲ κάθε πτυχὴ τοῦ παρηκμασμένου μας βίου: στὴν ἀδικία καὶ στὴν βία, στὶς ἔριδες καὶ στὶς συγκρούσεις, στὸν πόνο καὶ στὴν ἀδυναμία. Καμία ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνιστῶσες τοῦ ἀνθρώπινου βίου δὲν μπορεῖ νὰ ἀλλάξει πρὸς τὰ βέλτιστα, ἂν δὲν ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου, ἂν δὲν ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου.
Ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως μαρτυρεῖ πὼς τοῦτο τὸ παιδίο ποὺ κείτεται σπαργανωμένο μέσα στὴ φάτνη, μέσα σ’ ἕνα λίκνο ποὺ ὁμοιάζει μὲ μνῆμα ταφικό, καὶ σ’ ἕνα σπήλαιο ποὺ θυμίζει τὸν Ἅδη, ἦρθε γιὰ νὰ καταπατήσει τὸ θάνατο καὶ νὰ θεώσει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ἐδῶ βρίσκεται ἡ κρίσιμη διαφοροποίηση στὸ εἶδος τὴν σωτηρίας ποὺ ὁ Θεός μας προσφέρει. Ἔσχατος ἐχθρὸς γιὰ τὸν Θεάνθρωπο εἶναι ὁ θάνατος, ὄχι ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος. Ὁ Θεὸς στὸ πρόσωπο τοῦ κάθε ταλαίπωρου ἀνθρώπου, στὴν ὕπαρξη κάθε ἁμαρτωλοῦ, βλέπει τὸ ἀρχαῖο κάλος τοῦ δημιουργήματός Του. Γιατί κατὰ τὴν πατερικὴ διδασκαλία, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἔπεσε καὶ νὰ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, δὲν ἀπώλεσε ὅμως τὸ «κατ’ εἰκόνα», δὲν ἔχασε τὴν ἀρχετυπικὴ αὐτὴ σχέση καὶ συγγένεια μὲ τὸν δημιουργό του. Ἡ ὀμορφιὰ τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει μέσα σὲ κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἀμαυρωμένη καὶ ξεχασμένη ἴσως, πάντα ὅμως ὑπαρκτὴ καὶ ἀναγνωρίσιμη.
Ἐμεῖς ὅμως, ἀκόμα καὶ σήμερα, τὴν σωτηρία μας τὴν κατανοοῦμε ὡς ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, τοὺς «κακούς» καὶ τοὺς «ἀδίκους», τοὺς «παλαιούς» καὶ τοὺς «διεφθαρμένους», χωρὶς νὰ ἔχουμε τὴν ἐντιμότητα καὶ τὸ θάρρος νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν δική μας κακότητα, τὴν δική μας παλιανθρωπιά. Ὁ ἄνθρωπος σήμερα, ἐξίσου αὐτοκαταστροφικὸς μὲ τοὺς πρωτοπλάστους, ἐπιδιώκει τὸ χαμό του. Ἂν ὁ Θεὸς ἔκανε δεκτὲς τὶς προσευχές μας γιὰ ἀπαλλαγὴ τοῦ κόσμου ἀπὸ τοὺς «κακούς», τότε θὰ ξαφνιαζόμασταν ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι μέσα σ’ αὐτοὺς θὰ βρισκόμασταν καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, οἱ θεωροῦντες ἑαυτοὺς ὡς δικαίους.
Μὰ ὁ Θεὸς στέλνει νέο Ἀδάμ, τὸν Υἱὸν Τοῦ τὸν μονογενῆ, γιὰ νὰ μὴν χαθεῖ κανείς, γιὰ νὰ ἀλλάξουν ὅλα μὲ τὸν δικό του τρόπο, ποὺ δὲν μοιάζει οὔτε μὲ θύελλα, οὔτε μὲ σεισμό, ἀλλὰ μὲ αὔρα λεπτή. Ποιὸς ὁ θεῖος τοῦτος τρόπος; Ἡ ἐνανθρώπηση. Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ λαμβάνει τὴν ἀνθρώπινη φύση, παρεκτὸς τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία δὲν εἶναι συστατικὸ τούτης τῆς φύσεως, ἀλλὰ στοιχεῖο ξένο καὶ ἐπίκτητο.
Μέγα τοῦτο τὸ σκάνδαλο, γιὰ πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς. Μὰ καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Ἀθανάσιου ὑπῆρχαν κάποιοι ποὺ ἀγανακτοῦσαν μὲ τὴν ἐνανθρώπιση λέγοντας πὼς θὰ ἦταν ἀρκετὸ «νεύματι μόνον ποιῆσαι» ὁ Θεὸς γιὰ νὰ παιδαγωγήσει καὶ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο, ὅπως ἔκανε καὶ παλαιά, ὅταν ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιούργησε τὰ πάντα.
Ὅμως ὁ Μέγας Ἀθανάσιος μαρτυρεῖ τὴν ἀλήθεια: «Παλαιότερα, ὅταν δὲν ὑπῆρχε πουθενὰ τίποτα, χρειάστηκε νεῦμα καὶ μόνον ἀπόφαση γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ σύμπαντος· ὅταν ὅμως δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος καὶ χρειάστηκε νὰ θεραπεύσει ὁ Θεός, ὄχι τὰ ἀνύπαρκτα, ἀλλὰ τὰ δημιουργηθέντα, ἦταν ἑπόμενο νὰ ἔρθει ὁ γιατρὸς καὶ σωτήρας στὰ ἤδη δημιουργημένα, ὥστε νὰ θεραπεύσει τὰ ὑπάρχοντα».
Ὁ Χριστὸς δέχεται τὴν παλαιὰ ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν καινοποιεῖ. Δέχεται σῶμα ἀνθρώπινο γιὰ νὰ τὸ ἀθανατίσει. Δέχεται ψυχὴ ἀνθρώπινη γιὰ νὰ τὴν ἁγιάσει. Δέχεται τὸν ὅλο ἄνθρωπο γιὰ νὰ τὸν θεώσει.
Ὁ τρόπος τῆς ἐνανθρωπήσεως ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τῆς σωτηρίας μας, ἀλλὰ καὶ ἕνα τύπο ζωῆς γιὰ τὸν κάθε χριστιανό. Ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτό, ὁ ὁποῖος ταλαιπωρεῖται ἀκόμα καὶ σήμερα ἀπὸ τὰ παρεπόμενα τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Σκοπός, καὶ ἀποστολή, καὶ λαχτάρα τῶν πιστῶν πρέπει νὰ εἶναι ἡ πρόσληψη τοῦ κόσμου καὶ ἡ προσφορά του στὸν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο, γιὰ νὰ τὸν ἁγιάζει κάνοντας τὸν μέλος τίμιό του σώματός του· γιὰ νὰ τὸν καθιστὰ αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἶναι, στολίδι καὶ κόσμημα τῆς δικῆς του δημιουργικῆς σοφίας. Τοῦτο κάνουμε σὲ κάθε θεία Λειτουργία, προσφέρουμε ἄρτο καὶ οἶνο, γιὰ νὰ λάβουμε Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, προσφέρουμε τὴν παλαιά μας ζωὴ γιὰ νὰ λάβουμε τὴν καινὴ βιοτὴ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Τοῦτο ὀφείλουμε νὰ ποιοῦμε στὴ καθημερινότητά μας ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ξεχωριστὰ καὶ ὅλοι μαζὶ ὡς ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, νὰ προσλαμβάνουμε ὅ,τι ἀληθινὸ κουβαλᾶ ὁ ταλαιπωρημένος σύγχρονος ἄνθρωπος καὶ νὰ τὸ καταθέτουμε ὡς δῶρο τίμιο στὸ θεῖο βρέφος, χωρὶς νὰ ὀλισθαίνουμε οὔτε στὸν καταγγελτικὸ τρόπο τῆς ἄρνησης, τῆς ἀπόρριψης καὶ τὸ διχασμοῦ· οὔτε στὸν ἐκκοσμικευμένο τρόπο τῆς ἄκριτης ἀποδοχῆς τῶν κριμάτων τοῦ κόσμου.
Γι’ αὐτὸ γιὰ ἐμᾶς τοὺς χριστιανοὺς ἡ ἑορτὴ τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως, ἡ ἑορτὴ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ τῆς ἑνότητος τῶν πάντων. Τοῦ ἀκτίστου καὶ τοῦ κτιστοῦ, τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων, τῶν παλαιῶν καὶ τῶν καινῶν, ἀφοῦ «δι’ ἠμᾶς γὰρ ἐγεννήθη, Παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός».
ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ!
ΑΛΗΘΩΣ ΕΤΕΧΘΗ!
Χρόνια πολλά μέ ὑγεία καί εὐλογίες!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ