Ο Δημήτρης Γληνός υπήρξε μια πολυσύνθετη προσωπικότητα. Ήταν, σύμφωνα με τους χαρακτηρισμούς συνεργατών και μαθητών του, παιδαγωγός, φιλόσοφος και δάσκαλος. Οι απόψεις του Γληνού για τον Έλληνα δάσκαλο 65 χρόνια μετά τον θάνατό του εξακολουθούν να είναι ακόμη επίκαιρες και να αποτελούν μάλιστα αντικείμενο μελέτης.
Ορίζοντας την παλιότερη θέση του δασκάλου, τον οποίο θεωρούσε σημαντικότατο και πολυτιμότατο συντελεστή του εκπαιδευτικού έργου και κατ’ επέκταση εργάτη της προόδου του έθνους, επεσήμανε: «o Έλλην διδάσκαλος παντός βαθμού υπήρξε και αυτός θύμα πολλαπλής δουλείας, δουλείας πνευματικής, δουλείας οικονομικής, δουλείας ηθικής. Υπήρξεν εποχή καθ’ ην ο διδάσκαλος εάν μεν ήθελε να είνε τίμιος και ενσυνείδητος έπρεπε να είνε και μάρτυς και αν δεν ήθελε να είνε μάρτυς, έπρεπε να είνε επιτήδειος κόλαξ, αφρονημάτιστος, ασυνείδητος, εκμεταλευτής».
Ο Γληνός ήταν πεπεισμένος ότι τα αίτια αυτής της ηθικής και κοινωνικής κατάπτωσης του δασκάλου μπορούσαν να αρθούν με την οικονομική αναβάθμιση, τη μόρφωση και την επιμόρφωσή του καθώς και με τη διοικητική αποκέντρωση των υπηρεσιών της Παιδείας. Σε άρθρο του που πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ στο διάστημα 18 Μάρτη-15 Απρίλη 1914 μαζί με άλλα άρθρα έγραφε σχετικά: «Και είνε πασίγνωστον, ότι άμα εξασφαλίσης προοδευτικόν, ειλικρινή, μορφωμένον, ζηλωτήν διδάσκαλον ενδιαφερόμενον περί του έργου του, διαρκώς ανασκοπούντα καί βελτιώνοντα αυτόν, άμα εξασφαλίσης διδάσκαλον, διανοητικώς, ηθικώς καί οικονομικώς ελεύθερον και αυτοτελή, εξασφάλισες ήδη τα εννέα δέκατα της επιτυχίας του εκπαιδευτικού έργου».
Σε κείμενά του, που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Αγωγή, αναφέρθηκε στη σχέση που συνδέει άμεσα την αναγέννηση της ελληνικής παιδείας με τον ενεργητικό ρόλο, που οφείλει να αναλάβει ο Έλληνας δάσκαλος, ως σημαντικότατο μέλος της εκπαιδευτικής κοινότητας. Παράλληλα, έδειξε το δρόμο στον οποίο οφείλουν να οδηγηθούν τα εκπαιδευτικά ζητήματα, διατυπώνοντας κατ’ αρχάς την άποψη ότι πρέπει να σταματήσει η προσωνυμία «δάσκαλος», που σημαίνει τον φορέα «πάσης πνευματικής μικρότητος, κοινωνικής ταπεινώσεως, πενιχρότητος και ευτελείας»,8 ώστε αυτή να αποκτήσει το πραγματικό της νόημα, σύμφωνα με το οποίο ο δάσκαλος «Έχει τό βλέμμα εστραμμένον προς τας κορυφάς, τας οποίας φωτίζει ο ήλιος πρώτα. Το βλέμμα εστραμμένον προς την φιλοσοφίαν και την επιστήμην. Σ’ αυτό το σημείο, ο δάσκαλος ανάπτει την λαμπάδα του πρώτος από την λαμπάδα του φιλοσόφου, του κοινωνιολόγου, του επιστήμονος ερευνητού».
Οι απόψεις του αυτές ανακαλύπτουν την προσπάθεια που κατέβαλε ώστε να διαλυθεί η πλάνη που καλλιεργούσαν συστηματικά συντηρητικοί10 κύκλοι, οι οποίοι ήθελαν το δάσκαλο απαθή θεατή, άψυχο διεκπεραιωτή του νεκρού πνεύματος των διαταγών και των νόμων, παθητικό εκτελεστικό όργανο. Έγραφε, σχετικά, στο περιοδικό Αυγή: «Ο δάσκαλος όχι μόνο πρέπει να έχη γνώμη και πίστη για το έργο του, αλλά και υποχρέωση ιερή να τρέφει τη μέριμνα του μέλλοντος και να βοηθάει με όλη του τη δύναμη την καλυτέρευση του παρόντος».11 Λίγο πριν κυκλοφορήσει το περιοδικό η Αναγέννηση και σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Διδασκαλικόν Βήμα, δηλώνει γι’ αυτό την απόφασή του «να σταθή δίπλα στον Έλληνα δάσκαλο και να του χορηγήση της επιστήμης και της φιλοσοφημένης σκέψης τα μέσα».
Έτσι, στο πρόγραμμα για την παιδεία που καταγράφει στις σελίδες του περιοδικού Αναγέννηση, το οποίο, ας σημειωθεί, λειτούργησε ως ο προμαχώνας του κοινωνικού δημοτικισμού για την πνευματική ανάπλαση του έθνους και προπύργιο για τη λαϊκή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, επισημαίνει: «Να δοθή η πρεπούμενη σημασία στον κυριώτατο εργάτη της παιδείας, το δάσκαλο. Όχι μόνο η μόρφωσή του για όλες τις βαθμίδες της Παιδείας πρέπει να είνε βαθειά, πλούσια και επιστημονική, μα και η θέση του μέσα στόν κύκλο των λειτουργών της πολιτείας αντάξια με το προσφερόμενο υψηλότατο έργο, χωρίς να υπάρχη καμμιά κατ’ αρχήν διάκριση ανάμεσα στους εργάτες της κατώτερης και της ανώτερης παιδείας».
Η θεώρηση του δασκάλου, ως τον πολυτιμότατο και σημαντικότατο παράγοντα για την ευόδωση του εκπαιδευτικού έργου, οδηγούσε συχνά το Γληνό στη γνωστοποίηση των δικών του προτάσεων για την αναβάθμιση της θέσης του δάσκαλου και μέσω αυτού την αναβάθμιση της ελληνικής εκπαίδευσης.
Πρωταρχικής σημασίας ζήτημα για τον Γληνό ήταν η οικονομική αναβάθμιση του δασκάλου, ώστε να σταματήσει να ασχολείται με ιδιωτικές παραδόσεις και άλλες εργασίες που προσβάλλουν τόσο το κύρος όσο και το έργο του. Αναφερόμενος, έτσι, στην αναγκαιότητα να απαλλαγεί ο δάσκαλος από τα οικονομικά προβλήματα, παρατηρούσε: «Και δεν πρέπει να θεωρηθή υπερβολή, εάν ισχυρισθή τις, ότι η οικονομική ενίσχυσις του δασκάλου πρέπει να είνε ακόμη γενναιότερα. Είνε χρήμα, το οποίον η ορθή παιδεία θα αποδώσει εις την πολιτείαν και την κοινωνίαν πολλαπλάσιον».
Όσον αφορά την ηθική και πνευματική χειραφέτηση του δασκάλου, ο Γληνός δεχόταν ότι θα επιτευχθούν τόσο με την διοικητική αποκέντρωση, η οποία δεν πρέπει να αφορά μόνο τα διοικητικά ζητήματα, αλλά και τα ζητήματα των προγραμμάτων, των διδακτικών βιβλίων και γενικά όλου του οργανισμού της Παιδείας, όσο και με την αποστολή εκατοντάδων νέων στην Ευρώπη για την εξειδικευμένη μόρφωσή τους. Για το λόγο αυτό σημείωνε: «Δεν είνε ανάγκη πολλών λόγων βεβαίως διά να πεισθώσιν οι δάσκαλοι ότι πρέπει να περιφρουρήσωσι τήν διοικητικήν αποκέντρωσιν ως κόρην οφθαλμού».
«Η μόνη λύσις είνε η κατάλυσις του μονοπωλίου της Ευρωπαϊκής μορφώσεως διά της αποστολής εκατοντάδων νέων εις την Ευρώπην».
Πρωταρχικής, επίσης, σημασίας ζήτημα ήταν για το Γληνό η μέριμνα για τη συνεχή επιμόρφωση των δασκάλων, που όπως είδαμε, τη θεωρούσε ως βασική προϋπόθεση για την επιτυχία του εκπαιδευτικού έργου. Γι’ αυτό υπογράμμιζε: «Να αναδιοργανωθούν ριζικά οι Πανεπιστημιακές σχολές πού μορφώνουν δασκάλους, καθώς και τα Διδασκαλεία και να γίνουν σοβαρές εκπαιδευτικές αποστολές στο εξωτερικό».
Εξ’ άλλου, μεγάλη σημασία, εκτός από την επιμόρφωση των δασκάλων, έδωσε ο Γληνός και στη συνεργασία όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, από το Δημοτικό μέχρι το Πανεπιστήμιο, και γι’ αυτό έγραφε στο περιοδικό Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου: «Aν οργανωθούν οι δάσκαλοι κάθε βαθμού, αν οργανωθούν μ’ ενωτικό δεσμό τη βαθιά επίγνωση του έργου τους και της σημασίας του για την κοινωνία, αν ενωθούν γύρω σε ιδέες και όχι μόνο γύρω σε μικροσυμφέροντα, αν πιστέψουν στον εαυτό τους και στην αποστολή τους μπορούν να κατορθώσουν όχι μόνο το σεβασμό να εμπνεύσουν, μα και όλη την παιδεία και ολόκληρο το λαό να υψώσουν».
Ο Γληνός ήθελε το δάσκαλο παντού στην πρώτη γραμμή της προόδου. Γράφει χαρακτηριστικά: «Αυτός ηγήτωρ, αυτός κηρυξ, αυτός σκαπανεύς της.
Παράλληλα όμως ήθελε να αλλάξει και το σχολείο χαρακτηρίζοντας το παλιό σχολείο ως «σχολείον φυλακή και το σχολείον υπνωτήριον, το σχολείον των λόγων, των γραμματικών και των κενών φράσεων, το σχολείον οδοστρωτήρα και προκρούστη των ψυχών, το σχολείον το αφρονιμάτιστον, το σχολείον που δίδει χαρτιά και τίποτε άλλο, το σχολείον το περιφρονούμενον από μαθητές, από γονείς, από κοινωνία και πολιτεία».
Ένας από τους σημαντικούς λόγους διαφωνίας και αιτία διάσπασης του Εκπαιδευτικού Ομίλου ήταν και οι αντίθετες αντιλήψεις, που είχαν ο Δελμούζος και ο Γληνός, σχετικά με το ρόλο το δασκάλου και την ελευθερία που έπρεπε να έχει.
Ο Δελμούζος και οι συντηρητικοί του Ομίλου έλεγαν ότι «ο δάσκαλος, ούτε μπορεί, ούτε είνε σωστό να δεχτή αντιλήψεις, που τον βγάζουν έξω από το έργο του και τον κάνουν πολιτικό». Υποστήριζαν ακόμη, ότι ο δάσκαλος «πρέπει να θεωρή το κράτος για εργοδότη του και τον εαυτό του για εργάτη»22 αφαιρώντας έτσι τον καθαρά ιδεολογικό χαρακτήρα της σχέσης δάσκαλου – κράτους. Έπαυαν έτσι, το δάσκαλο από ιεροφάντη μιας κοινωνικής λειτουργίας και τον έκαναν άψυχο μισθωτό όργανο, έναν εργάτη με συμφέροντα αντίθετα προς τον εργοδότη του, και μάλιστα χωρίς την κυριότερη προϋπόθεση της προσωπικότητάς του, την ελεύθερη σκέψη.
Το βαθύτερο νόημα της επιχειρηματολογίας των συντηρητικών ήταν πως «ο δάσκαλος δεν θα μπορή να είνε μέλος του εκπαιδευτικού ομίλου, αν γίνη σωματείο προοδευτικό, Όπως τον θέλουν οι ριζοσπαστικοί και ακόμα περισσότερο, πώς το κράτος έχει το δικαίωμα και να εμποδίση με τη βία και να τιμωρήση το δάσκαλο, που θα ήθελε να είναι μέλος ενός τέτιου σωματείου». Ύψωσαν έτσι την κρατική βία σε φόβητρο και εμπόδιο στην ελεύθερη σκέψη, συμπληρώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο την αντιδραστική μεταστροφή τους προς την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Αντίθετα με τις απόψεις αυτές, ο Γληνός και οι προοδευτικοί του Ομίλου υποστήριζαν σθεναρά «πώς ο δάσκαλος δε γίνεται ποτέ πολιτικός με το να σκέφτεται, πως θα καλυτερέψη η παιδεία και να ζητάη να φωτίση και τούς άλλους, έτσι πού η σκέψη του να γίνη αναγνωρισμένη πράξη η κατάσταση. Έτσι μόνο εχτελεί σωστά το χρέος του απέναντι και στο Κράτος και στην κοινωνία».
Ο Γληνός και οι Ριζοσπαστικοί του Ομίλου τόνιζαν, έτσι, ότι οποιαδήποτε αντίθετη αντίληψη μετατρέπει το δάσκαλο σε πνευματικό προλετάριο, που δουλεύει μηχανικά για να κερδίσει ένα κομμάτι ψωμί, και διατύπωσαν τις παραπάνω αντιλήψεις στην ακόλουθη αρχή: «Φυσικός και κύριος εργάτης της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης είνε ο δάσκαλος. Επομένως ο εκπαιδευτικός όμιλος φρονή, ότι ο δάσκαλος χωρίς να παραβαίνη τους νόμους και τα προγράμματα του Κράτους κατά την εχτέλεση του έργου του μέσα στα σχολειό, έχει όχι μόνο το δικαίωμα της ελεύτερης σκέψης μα ακόμα και το δικαίωμα σαν άτομο και σαν ομάδα να διαφωτίζη την κοινωνία και να συντελή στήν αναμόρφωση της παιδείας».
Έτσι, ο Γληνός, επισημαίνοντας τις αδυναμίες, τα τρωτά και τα κακώς κείμενα, προτάσσει και τη δική του «θεραπεία»:
«Πρέπει να λείψη η εκπαιδευτική και διδασκαλική κακοδαιμονία.
Εν τη ενώσει η δύναμις.
Τους κυβερνώντας πρέπει να τούς διαφωτίσωμεν, εμείς πρέπει να τους καθοδηγήσωμεν. Εκ των κάτω το φώς.
Καί ευτυχή τά έθνη εις τα οποία τα τοιχώματα του σχολείου δεν γίνονται τείχη σινικά αποκλείοντα την ζωήν. 26
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι ο Γληνός:
Ξεσκέπασε το μάταιο, αντιδραστικό και βλαβερό ρόλο του δασκάλου, που αδιαφορεί για οτιδήποτε πέρα από το επίσημο πρόγραμμα.
Αξίωσε από τους δασκάλους να έχουν το βλέμμα τους στραμμένο προς τη ζωή και ανοιχτή την ψυχή τους προς τα κελεύσματά της.
Αγωνίστηκε για να πείσει το δάσκαλο για το ρόλο που έπρεπε να παίξει και που για το Γληνό δεν ήταν άλλος από το ρόλο του «κοινωνικού αναμορφωτή»27 και «απόστολου μιας θρησκείας ιδεών».
Παρότρυνε τους δασκάλους να στηρίξουν το Σχολείο Εργασίας, στο οποίο κυριαρχούσε η κριτική σκέψη και η δημιουργική εργασία.
Ζήτησε από τους δασκάλους να αγωνιστούν για να περάσει η συνολική αποκέντρωση και αυτοδιοίκηση.
Οι απόψεις του Δ. Γληνού για το δάσκαλο εξακολουθούν και σήμερα να είναι επίκαιρες. Οι εκπαιδευτικοί, που διαβάζουμε τα κείμενα αυτά βλέπουμε, και σήμερα ακόμη, να βαραίνουν τη μοίρα της εκπαίδευσης πολλά δεινά από όσα περιέγραφε ο Γληνός. Η παιδαγωγική του προσφορά, τα ιδεολογικά-επιστημονικά κριτήρια που χρησιμοποιεί για να περιγράψει την προσωπικότητα και το έργο του έλληνα δασκάλου παραμένουν επίκαιρα και χρήσιμα και μπορούν ακόμη να συντελέσουν στη διαμόρφωση του ενιαίου και αντιαυταρχικού σχολείου στην υπηρεσία των λαϊκών αναγκών.
Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ (ένθετο), 26/4/2008