Ο Καθηγητής Δογματικής της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης απέστειλε προς τους Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος απάντηση-κριτική στο Υπόμνημα του Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου για το Κείμενο της Μεγάλης Συνόδου «ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ».
ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ:
Θεσ/νίκη 20/4/2016
Πρός
τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἰ. Γενναδίου 14
115 21 ΑΘΗΝΑ
Κοινοποίηση: Πρός ὅλους τούς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ Ε΄ ΠΡΟΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΑΣΚΕΨΕΩΣ
[Σαμπεζύ – Γενεύη, 10-17 Ὀκτωβρίου 2015]:
«ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ»
Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς,
Ἐπειδή ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος – στό Ὑπόμνημά του, μέ ἀριθμ. Πρωτ. 183/2016/1-4-16, πρός τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος – μέ ἐμφανίζει νά συμφωνῶ μαζί του σέ συγκεκριμένες ἐκκλησιολογικές θέσεις (βλ.σ. 8 τοῦ Ὑπομνήματός του), αἰσθάνομαι ὑποχρεωμένος νά διευκρινίσω μέ κάθε σαφήνεια καί σεβασμό τίς ἐπ’ αὐτῶν θεολογικές μου θέσεις. Παράλληλα, θεωρῶ σκόπιμο καί κύριο νά τοποθετηθῶ στό ὅλο Ὑπόμνημα τοῦ Σεβασμιωτάτου, γιατί ἔμμεσα –πλήν σαφῶς– ὑφέρπει ἡ ἐντύπωση, ὅτι εἶμαι σύμφωνος μέ ὅσα ἐκθέτει ὁ ἴδιος στό ἐν λόγῳ Ὑπόμνημα, ἐνῶ στήν πραγματικότητα ὄχι ἁπλῶς διαφωνῶ, ἀλλά καταλήγω καί σέ ἀντίθετα συμπεράσματα, ὅπως θά ἀποδειχθεῖ ἀπό τήν κριτική, πού θά ἀκολουθήσει. Γι’ αὐτό, Σᾶς παρακαλῶ, ταπεινῶς, Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,νά κάνετε τόν κόπο –γιά μιά ἀκόμη φορά- νά μελετήσετε τό νέο κείμενό μου.
Συγκεκριμένα, στή σελίδα 8, ὁ Σεβασμιώτατος μέ παρουσιάζει νά συμφωνῶ μέ τό θεολογικό ἐπιχείρημα κάποιας Σλαβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο τελικῶς ἀποδέχθηκε ἡ Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη, υἱοθετώντας τήν διατύπωση: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς» (Ἄρθρο 6).
Γράφει, χαρακτηριστικά, ὁ Σεβασμιώτατος: «εἰδικότερον δέ διά τήν Ρωμαιοκαθολικήν Ἐκκλησίαν ἀνέφερε (ἐνν. ἡ Σλαβική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία), ὅτι ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» χρησιμοποιεῖται ὡς περιγραφικός (terminus technicus) καί οὐχί μέ δογματικόν περιεχόμενον καί κατά κυριολεξίαν, θεωροῦσα μάλιστα ὅτι εἰς τούς Ρωμαιοκαθολικούς ὑφίστανται θεολογικῶς «στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητος» (vestigiaecclesiae), ὡς ὁ τύπος τοῦ τριαδολογικοῦ βαπτίσματος, ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ Ἱερωσύνη, ἡ συνοδικότης, ἀνεξαρτήτως τοῦ λανθασμένου «τύπου» καί «τρόπου» λειτουργίας αὐτῶν, ἄποψιν τήν ὁποίαν ἐπιβεβαιώνει καί ὁ Ἐλλογιμώτατος Καθηγητής Δημ. Τσελεγγίδης, (Δυτική Θεολογία καί Πνευματικότητα, ἔκδ. Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, ἄ.χ. σελ. 7: «ἡ ρωμαιοκαθολική διδασκαλία δέν εἶναι ἐξολοκλήρου ἀπορριπτέα»)!!!».
Ποιά εἶναι ὅμως ἡ ἀλήθεια τῶν πραγμάτων; Πρῶτον, ὁ Σεβασμιώτατος παραπέμπει σέ μένα κατά τρόπο ἀντιεπιστημονικό. Παραπέμπει δηλαδή σέ Πανεπιστημιακές Σημειώσεις πού δέν συνιστοῦν ἐπιστημονικό σύγγραμμά μου. Δεύτερον, τό κείμενό μου στήν σελ. 7 ἔχει ὡς ἑξῆς: «Καταρχήν, πρέπει νά ποῦμε – συμφωνώντας μέ τόν π. G. Florovsky, ὅτι ἡ Δυτική Θεολογία δέν εἶναι ἀπορριπτέα στό σύνολό της», πρᾶγμα πού εἶναι αὐτονόητο. Τοῦτο, ὅμως, δέν σημαίνει ὅτι ἀποδέχομαι ὅλα ὅσα γράφει ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας προηγουμένως, ἀλλά καί στή συνέχεια. Ἡ παραπάνω διατύπωσή μου κάθε ἄλλο παρά ὁδηγεῖ στό σφαλερό συμπέρασμα τοῦ Σεβασμιωτάτου, ὅτι δηλαδή ἐγώ «ἐπιβεβαιώνω τήν ἄποψιν» τῆς συγκεκριμένης Σλαβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Στό Ὑπόμνημά του, ὁ Σεβασμιώτατος προβαίνει σέ ἐπεξήγηση κάθε παραγράφου τοῦ Κειμένου: «ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ», «προκειμένου», ὅπως γράφει, «νά ἀρθοῦν αἱ τυχόν ἐπιφυλάξεις καί ἐπί τῷ τέλει ὅλων ὅσων ἀνέφερον εἰσαγωγικῶς» (σ. 4).
α) Στήν ἐπεξήγηση τῆς §1, ὁ Σεβασμιώτατος, ἀναφερόμενος στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σημειώνει, ὅτι αὐτή «συμβάλλει εἰς τήν ὅλην πορείαν προωθήσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι (ἐνν. Χριστιανοί) ἐξαιτίας τῶν κατά καιρούς αἱρέσεων καί σχισμάτων τυγχάνουν ἤδη διηρημένοι καί ἀποσχισμένοι ἐκ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος». Καί συνεχίζει, γράφοντας τά ἑξῆς: «Ἡ παροῦσα παράγραφος ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ταυτίζεται, ὡς πρός τήν ἐκκλησιολογική της αὐτοσυνειδησία, πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, ἀναγνωρίζει ὅμως ὅτι ὑφίσταται διάσπασις τῶν Χριστιανῶν, καί οὐχί τῶν Ὀρθοδόξων, ὡς ἐσφαλμένως διατυποῦται ὑπό τῶν ἐπικριτῶν, καί οὕτως συμβάλλει εἰς τήν ὅλην διαδικασίαν πρόν ἐπίτευξιν τῆς ἑνότητος ὅλων μετ’ Αὐτῆς, ὡς τῆς «οὔσης τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», πρωτίστως διά τῆς ἐπιλύσεως τῶν διαφόρων θεολογικῶν διαφορῶν» (σελ. 4).
Ἔχουμε τήν πεποίθηση, ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος κ. Χρυσόστομος προβαίνει σέ συνειδητή, ἐξωπραγματική ὡραιοποίηση τῆς πραγματικότητας μέ προσωπικές ἑρμηνευτικές προσεγγίσεις, πού ὅμως δέν τεκμαίρονται ἀπό τό Προσυνοδικό Κείμενο, πού ἐπισυνάπτουμε. Οὔτε στό ἐν λόγῳ Κείμενο οὔτε σέ ἄλλα Κείμενα τῶν Διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, ἀλλά καί οὔτε ἀπό τούς ἐπίσημους λόγους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη καί πολύ περισσότερο ἀπό τίς ἐπίσημες Διμερεῖς σχέσεις καί πράξεις τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τεκμαίρεται, ἐπ’ οὐδενί, ὁ ἑρμηνευτικός ἰσχυρισμός τοῦ Σεβασμιωτάτου. Ἀπεναντίας, θά ἔλεγα, οἱ ἐπίσημοι λόγοι καί τά ἔργα τους παραπέμπουν σαφῶς στήν ἐντελῶς ἀντίθετη ἄποψη (βλ. τούς χαρακτηρισμούς τῶν ἑτεροδόξων ὡς «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», τίς συμπροσευχές κ. ἄ.).
Ἀλλά, οὔτε στήν § 1, οὔτε καί στίς ἄλλες §§ τοῦ ἐπίσημου Κειμένου ἀναφέρεται ὅτι ἡ «ἐπίτευξη τῆς ἑνότητος ὅλων μετ’ Αὐτῆς, ὡς τῆς «οὔσης τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», θά γίνει, «πρωτίστως διά τῆς ἐπιλύσεως τῶν διαφόρων θεολογικῶν διαφορῶν» (σελ. 4). Ἐκεῖνο πού εἶναι φανερό σέ ὅλο τό Προσυνοδικό Κείμενο εἶναι ὅτι, σκοπίμως, ἀποσιωπᾶται ὁ συγκεκριμένος αὐτός τρόπος τῆς ἑνότητας μέ τούς ἑτεροδόξους. Ἀποσιωπᾶται, ἐπίσης σκοπίμως, καί ἀπό τόν Σεβασμιώτατο ἐδῶ, ἡ ἀποτυχία ὅλων τῶν Διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων ἕως σήμερα μέ τούς ἑτεροδόξους, ὅπως ὁ ἴδιος, ἄλλωστε, βεβαίωσε σέ Ἔκθεσή του πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας.
Κατά συνέπεια, ἡ ἕως τώρα μέθοδος καί κυρίως οἱ προϋποθέσεις τῶν Διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων καί τῶν Κοινῶν Κειμένων στό πλαίσιο τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.) δέν εἶναι λογικῶς καί θεολογικῶς ὀρθό νά νομιμοποιοῦνται θεσμικά σέ μία Πανορθόδοξη Σύνοδο. Ἀπεναντίας, θά πρέπει νά ἀναθεωροῦνται καί νά τεθοῦν οἱ διαχρονικές ἁγιοπατερικές μέθοδοι καί προϋποθέσεις, πού ἐφαρμόστηκαν στούς Θεολογικούς Διαλόγους μέ τούς ἑτεροδόξους -στό πλαίσιο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας- ἕως καί τόν 19ο αἰῶνα.
β) Ὡς πρός τήν 5η §, ἡ ἑρμηνεία πού ἐπιχερεῖ ὁ Σεβασμιώτατος σ’ αὐτήν εἶναι ὀρθή, ἀλλά καί ἡ ἀσάφεια τοῦ Προσυνοδικοῦ Κειμένου ἐπιτρέπει καί ἄλλη ἑρμηνευτική προσέγγιση. Ἔτσι, ἡ «ἀπολεσθεῖσα ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν», κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ Σεβασμιωτάτου, δέν ἀφορᾶ τούς Ὀρθοδόξους, ἀλλά τούς ἑτεροδόξους (σελ. 6). Ὅμως, καί οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι κι αὐτοί Χριστιανοί. Ἔτσι, ἐπιτρέπει τό Προσυνοδικό Κείμενο τήν ἑρμηνεία, γιά ἀπολεσθεῖσα ἑνότητα ὅλων τῶν Χριστιανῶν, αὐτονοήτως συμπεριλαμβανομένων καί τῶν Ὀρθοδόξων, πρᾶγμα πού ἀντίκειται στήν βιβλική καί ἀκατάλυτη ἀλήθεια γιά τήν προφητεία τοῦ Χριστοῦ γιά τήν Ἐκκλησία, ὅτι «πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσι αὐτῆς». Ἕνα Συνοδικό Κείμενο ὀφείλει νά εἶναι σαφέστατο καί ὄχι διφορούμενο.
Ὡς πρός τόν νεολογισμό: «διηρημένη Ἐκκλησία», γιά νά ἀποφευχθεῖ τόσο ἡ παράχρησή του ὅσο καί οἱ θεολογικές ἀντεγκλήσεις, καλό εἶναι νά υἱοθετηθεῖ ἡ δογματική ἀκρίβεια, ὅπως αὐτή διατυπώνεται ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ θέματος ἀπό τόν Ἅγιο Ταράσιο, Πατριάρχη Κων/πόλεως καί Πρόεδρο τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, σέ Ἐπιστολή του πρός τόν Πάπα Ρώμης Ἀνδριανό: «Καί οὐδαμῶς εἴασε Χριστός ὁ Θεός ἡμῶν, ἡ πέτρα ἐν ᾗ ἐστηριγμένοι ἐσμέν, τόν ἄνωθεν ὑφαντόν διόλου χιτῶνα, εἴτουν τήν παρ’ αὐτοῦ καί ἐπ’ αὐτόν οἰκοδομηθεῖσαν Ἐκκλησίαν αὐτοῦ διεσχισμένην καί διερρηγμένην, καί τά μέλη ἄλλοτε ἄλλως κινούμενα» (PG 98, 1440 C). Ἄν ὅμως εἶναι ἀνάγκη νά χρησιμοποιηθεῖ ὁ παραπάνω νεολογισμός («διηρημένη Ἐκκλησία»), νά διευκρινίζεται, ὅτι ὁ νεολογισμός αὐτός δέν ἀφορᾶ τόν ὀντολογικό (ὑπαρξιακό) χαρακτῆρα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὡς τοῦ μόνου μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Τό καλύτερο καί δογματικῶς ἐπιβεβλημένο, ὅμως, εἶναι νά ἀποφεύγεται τελείως ὁ νεολογισμός αὐτός, γιατί τροφοδοτεῖ τήν διγλωσσία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τόσο τῶν ἑτεροδόξων, ὅσο δυστυχῶς καί τῶν Ὀρθοδόξων, καί δημιουργεῖ ἀνεπίτρεπτη σύγχυση στό πλήρωμα τῆς Ὀρθόδοξης καί μόνης Ἐκκλησίας καί πέραν τούτου, ἀκριβέστερα, εἶναι τελείως ἄστοχος.
γ) Ἡ «διορθωτική πρότασις» πού εἰσηγεῖται ὁ Σεβασμιώτατος κ. Χρυσόστομος στήν § 6 τοῦ Προσυνοδικοῦ Κειμένου, εἶναι καίρια καί σωστή. Θά ἀποφευχθοῦν πράγματι πολλές ἀσάφειες καί συγχύσεις στήν ὀρθή κατανόηση τοῦ Κειμένου, ἄν ἀντικατασταθεῖ ἡ πρόταση: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς», μέ τήν Πρότασή του: «ἄλλων ἤ λοιπῶν Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν καί Κοινοτήτων» (σελ. 9). Ἡ διορθωτική αὐτή Πρόταση τοῦ Σεβασμιωτάτου εἶναι μέν στήν σωστή κατεύθυνση, δέν διασφαλίζει ὅμως τά ἀκριβῆ ὅρια τῆς Μίας, μόνης καί ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας καί ὡς ἐκ τούτου προκύπτουν ἀναπόφευκτα ἐσφαλμένες ἐκκλησιολογικές ἑρμηνεῖες.
Τό Προσυνοδικό Κείμενο, βέβαια, στήν § 6 ἐπιχειρεῖ τήν δικαίωση τῆς συμμετοχῆς «εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν τῶν νεοτέρων χρόνων, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διά τοῦ διαλόγου δίδει δυναμικήν μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς ἐκτός αὐτῆς, μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα». Ἐδῶ, διερωτώμεθα, ἄν οἱ συντάκτες τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ σοβαρολογοῦν! Δίνει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «δυναμικήν μαρτυρίαν τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας», ὅταν προσυπογράφει συγκεκριμένα Κοινά Κείμενα λ.χ. μέ τούς Ἀντιχαλκηδονίους, μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς (Balamand, Ραβέννα) καί μέ τούς Προτεστάντες (PortoAlegre, Busan); Καί πῶς ὑποστηρίζεται ὁ παραπάνω ἰσχυρισμός, ὅταν τά Κοινά αὐτά Κείμενα δέν ἔχουν ἀξιολογηθεῖ ἀπό τίς Ἱεραρχίες τῶν Τοπικῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν; Ἡ πικρή ἀλήθεια εἶναι, ὅτι ὡς Ὀρθόδοξοι, στήν προκειμένη περίπτωση, παρουσιαζόμαστε νά ἔχουμε ἔλλειμμα Κανονικότητας, Συνοδικότητας καί Ὀρθόδοξης αὐτοσυνειδησίας.
δ) Ὡς πρός τήν §16 τοῦ Προσυνοδικοῦ Κειμένου, ἔχουμε νά παρατηρήσουμε, ὅτι αὐτό πού ἐπιχειρεῖται ἐδῶ ὑπερβαίνει τίς ἁρμοδιότητες τῆς συγκεκριμένης Πανορθοδόξου Συνόδου, ἐπειδή αὐτή στήν πράξη ἐμφανίζεται ὡς μιά διηυρημένη Σύνοδος Προκαθημένων. Κατά συνέπεια, εἶναι ἐκκλησιαστικῶς ἐπισφαλές καί ἀνεπίτρεπτο μιά Πανορθόδοξη Σύνοδος, μέ σοβαρό ἔλλειμμα Συνοδικότητας (χωρίς τήν ἐνεργό – διά ψήφου συμμετοχή ὅλων τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, κατά τό δυνατόν), νά ἐπιχειρεῖ νά νομιμοποιήσει Πανορθοδόξως τήν συμμετοχή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στήν Οἰκουμενική Κίνηση, τό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.) καί σέ διαχριστιανικούς ὀργανισμούς, καί περιφερειακά ὄργανα, ὅπως ἡ «Διάσκεψη τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν» (Κ.Ε.Κ.) καί τό «Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς» (Σ.Ε.Μ.Α.). Καί τοῦτο, παρά τό γεγονός ὅτι οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Γεωργίας καί τῆς Βουλγαρίας ἀπεχώρησαν ἀπό τό Π.Σ.Ε. τό 1997 καί τό 1998 ἀντίστοιχα.
ε) Τά γραφόμενα ἀπό τόν Σεβασμιώτατο γιά τήν ἀπόρριψη τῆς λεγόμενης «Βαπτισματικῆς Θεολογίας» μᾶς βρίσκουν κατ’ ἀρχήν σύμφωνους σέ θεωρητικό ἐπίπεδο, δέν συμφωνοῦμε ὅμως σέ πρακτικό ἐπίπεδο μέ ὅσα γράφει ὁ Σεβασμιώτατος περί τοῦ «ἐγκύρου καί ὑποστατοῦ τοῦ βαπτίσματος» στήν «κατ’ οἰκονομίαν ἀποδοχήν» τῶν ἑτεροδόξων. Συγκεκριμένα, γράφει ὁ Σεβασμιώτατος: «Ἡ «κατ’ οἰκονομίαν» αὕτη ἀποδοχή τῶν ἑτεροδόξων ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διά Λιβέλλου καί διά Χρίσματος, συνεπάγεται μέν τήν «κατ’ οἰκονομίαν» ἀποδοχήν ὡς ἐγκύρου καί ὑποστατοῦ τοῦ βαπτίσματος, ὄχι ὅμως καί ὅλων τῶν λοιπῶν μυστηρίων ἤ τῆς ἀντίστοιχης Ὁμολογίας («Ἐκκλησίας») (σ. 11).
Οἱ ὅροι «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό» μυστήριο σημαίνουν τό μυστήριο «πού ἔχει ἰσχύ» καί «ὑφίσταται», ἀντιστοίχως. Ἡ ἀποδοχή ὅμως τῶν ἑτεροδόξων ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, διά Λιβέλλου καί διά Χρίσματος, στήν περίπτωση ἀσκήσεως τῆς «οἰκονομίας», δέν σημαίνει τήν ἀποδοχή τοῦ Βαπτίσματός τους ὡς «ἐγκύρου» καί ὡς «ὑποστατοῦ». Κάτι τέτοιο δέν μαρτυρεῖται οὔτε ἄμεσα οὔτε ἔμμεσα ἀπό τόν 7ο Κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου οὔτε ἀπό τόν 95ο τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὡς γνωστόν, οἱ Κανόνες αὐτοί περιγράφουν τόν τρόπο καί τό πλαίσιο τῆς «κατ’ οἰκονομίαν» ἀποδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων, πού ἐπιστρέφουν στήν Ὀρθοδοξία.
Τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῶν Ἱερῶν αὐτῶν Κανόνων προϋποθέτουν τό θεολογικό ὑπόβαθρό τους. Προϋποθέτουν καί τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀφοῦ δηλαδή ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία καί μόνη, ὡς τό ἕνα θεανθρώπινο μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί ἡ Ἐκκλησία «σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις», κατά τόν Ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, εἶναι θεολογικά ἄστοχο,νά ὑποστηρίζεται ὅτι ὑπάρχουν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας μυστήρια, πρᾶγμα πού δέν μαρτυρεῖται πουθενά στήν διαχρονική Ἱερή Παράδοση. Ἄλλωστε, ἄν τό Βάπτισμα τῶν ἑτεροδόξων πού γίνονται δεκτοί «κατ’ οἰκονομίαν», διά τοῦ Ἁγίου Χρίσματος, εἶναι «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό», ποιός θεολογικός λόγος ἀποκλείει ὅλα τά ἄλλα μυστήρια, ὡς «ἔγκυρα» καί «ὑποστατά»; Ἀπολύτως, κανένας θεολογικός λόγος. Προπάντων, ὅμως, ἄν εἶναι «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό» τό Βάπτισμα τῶν ἑτεροδόξων, τότε εἶναι θεολογικά καί λογικά συνεπές, νά ἀποδεχθοῦμε, ἀναγκαίως, ὅτι «ἔγκυρη» καί «ὑποστατή» εἶναι καί ἡ Ἱερωσύνη τους, καί κυρίως ἡ «ἐκκλησία» τους. Πρᾶγμα ἄτοπο. Κανένα μυστήριό τους δέν ὑφίσταται, γιατί, ἁπλῶς, ἐκτός Ἐκκλησίας δέν μποροῦν νά ὑπάρχουν μυστήρια. «Ἑπόμενος τοῖς ἁγίοις Πατράσι», δέν συμφωνῶ καθόλου μέ ὅσα ὁ Σεβασμιώτατος κ. Χρυσόστομος μέ ἐμφανίζει νά συμφωνῶ. Πιό συγκεκριμένα, δέν ἀποδέχομαι, σέ καμία περίπτωση, ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἔχουν «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό» Βάπτισμα, ἤ κάποιο ἄλλο μυστήριο. Καί τοῦτο, ἐπειδή ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός δέν εἶναι Ἐκκλησία.
Τό πνεῦμα τῶν μνημονευθέντων Ἱερῶν Κανόνων εἶναι, ὅτι ἡ Ἐκκλησία – φιλανθρώπως ἐνεργοῦσα καί κατ’ οἰκονομίαν– δέχεται «τούς προστιθεμένους τῇ Ὀρθοδοξίᾳ, καί τῇ μερίδι τῶν σωζωμένων ἀπό αἱρετικῶν», πάντοτε, ὑπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ἄλλοτε χρίοντας καί ἄλλοτε βαπτίζοντάς τους. Σέ καμία περίπτωση, ὅμως, δέν λένε οἱ Ἱεροί Κανόνες (7ος τῆς Β΄ καί 95ος τῆς Πενθέκτης), ὅτι τό Βάπτισμα κάποιου ἀπό τούς ἑτεροδόξους εἶναι «ἔγκυρο» ἤ «ὑποστατό». Καί, φυσικά, τά «ὅρια» τῆς Ἐκκλησίας παραμένουν, πάντοτε καί ταυτόχρονα, κανονικά καί χαρισματικά.
Στή σ.14 τοῦ Ὑπομνήματός του ὁ Σεβασμιώτατος ὑποστηρίζει, «ὅτι ἄνευ συνοδικῆς ἀποφάσεως ἡ διάκρισις μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως δέν τυγχάνει ἐφικτή». Ἡ ἄποψη αὐτή τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Χρυσοστόμου εἶναι ἀτυχής καί ἐσφαλμένη, γιατί διαψεύδεται ἀπό τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως κατατίθεται αὐτή στήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία. Ἡ «διάκρισις μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως» τυγχάνει ἐφικτή, κατεξοχήν, ἀπό τούς χαρισματικούς φορεῖς τῆς Ἐκκλησίας, τούς ἁγίους της, οἱ ὁποῖοι – ἔχοντες ἐνεργά τά πνευματικά αἰσθητήριά τους – ἔχουν πρωτίστως τό χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων. Ἔτσι, ἀντιλαμβάνονται πολύ καλά τήν βιουμένη ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι τά αἱρετικά δόγματα ἔχουν ὡς εἰσηγητή τους τό ἀκάθαρτο πνεῦμα, τόν Διάβολο. Ἡ αἵρεση, πρωτίστως, κατά τήν Ἁγία Γραφή, εἶναι διδασκαλία δαιμονίων καί ἐμπνέεται ἀπό τά πονηρά πνεύματα (βλ. σχετικῶς Α΄ Τιμ. 4,1). Κατά τήν Ἀσκητική Γραμματεία, γενικῶς, ὁ ἴδιος ὁ Διάβολος ἔφερε στόν κόσμο κάθε κακοδοξία καί αἵρεση, ἐνῶ κατά τόν στῦλο τῆς Ὀρθοδοξίας Μέγα Ἀθανάσιο, ἡ αἵρεση «οὐκ ἔστι τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά τῶν δαιμόνων καί τοῦ πατρός αὐτῶν τοῦ Διαβόλου‧ καί μᾶλλον ἄγονος καί ἄλογος καί διανοίας ἐστίν οὐκ ὀρθῆς, ὡς ἡ τῶν ἡμιόνων» (Βίος καί πολιτεία Μεγάλου Ἀντωνίου, 82, PG, 26,960 B). Μέ τό ἴδιο πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ χωρίου οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων χαρακτηρίζουν τούς αἱρετικούς φρενοβλαβεῖς (πνευματικῶς). Ἡ κατά χαρισματικό τρόπο διαπίστωση τῆς αἱρέσεως πιστοποιεῖται, ἱστορικά, στά πρόσωπα τῶν Ἁγίων Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου, Ἀθανασίου καί Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Γρηγορίου Παλαμᾶ, Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, Ἰουστίνου Πόποβιτς, γιά νά περιοριστῶ ἐντελῶς ἐνδεικτικά σ’ αὐτούς.
Οἱ θεοφόροι Πατέρες, ἁπλῶς, μέ τίς Συνοδικές Ἀποφάσεις τους, διασαφηνίζουν, περιχαρακώνουν καί ἐπικυρώνουν θεολογικά καί θεσμικά τήν βιουμένη δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐκφράζεται πρωτίστως ἀπό τούς χαρισματικούς της φορεῖς, τούς ἁγίους. Σέ διαφορετική περίπτωση, θά ἦταν δυνατό νά μή συνέλθει Πανορθόδοξη Σύνοδος ἐπί αἰῶνες, προκειμένου νά διακρίνει μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως, ἐνόσῳ θά κυριαρχεῖ σύγχυση στούς πιστούς γιά τήν ἀκρίβεια τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, καί οἱ πιστοί θά διατρέχουν τόν ἔσχατο κίνδυνο τῆς σωτηρίας τους, ἀναμένοντας, κατά τόν Σεβασμιώτατο, τήν σύγκληση «τοῦ μόνου ὀργάνου διατηρήσεως, διασφαλίσεως καί διακηρύξεως τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως» (σ.15).
στ) Τέλος, τό πνεῦμα τῆς § 23 τοῦ Προσυνοδικοῦ Κειμένου ἐμφανίζεται νά καταργεῖ, θεσμικά, τόν ἱεραποστολικό χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας, ἐν ὀνόματι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Μέσα στό πνεῦμα αὐτό θεωροῦνται ὅλοι οἱ Χριστιανοί «ἐμπνεόμενοι ὑπό τῶν κοινῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τῆς πίστεως ἡμῶν». Δηλαδή, εἶναι δυνατόν ποτέ, Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, οἱ αἱρετικές δογματικές διδασκαλίες τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν νά συνιστοῦν «κοινές θεμελιώδεις ἀρχές τῆς πίστεως ἡμῶν»; Αὐτό εἶναι ὄχι μόνο ἐκκλησιαστικῶς, ἀλλά καί ἐπιστημονικῶς ἀπαράδεκτο, ὡς βλάσφημο καί ἀτεκμηρίωτο.
Καί τό ἐπιμύθιο τοῦ Προσυνοδικοῦ Κειμένου ἐπισφραγίζει τό ὅλο Οἰκουμενιστικό-συγκρητιστικό πνεῦμα τοῦ πρός Συνοδική ἔγκριση προτεινομένου Κειμένου:
«Δεόμενοι, ὅπως οἱ Χριστιανοί ἐργασθῶμεν ἀπό κοινοῦ, ὥστε νά ἀποβῇ ἐγγύς ἡ ἡμέρα, καθ’ ἥν ὁ Κύριος θά ἐκπληρώσῃ τήν ἐλπίδα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ‘‘γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν’’ (Ἰω. 10,16)».
Ἐδῶ, ἁπλῶς, θά ἐρωτήσω, Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς: Ποῦ προτείνεται ἀπό τόν Κύριό μας στούς Ἀποστόλους ἤ ἀπό τίς Οἰκουμενικές ἤ Τοπικές Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπό κοινοῦ συνεργασία μέ τούς ἑτεροδόξους γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας στόν κόσμο; Πουθενά! Γι’ αὐτό, ἄν δέν καταψηφίσετε τό συγκεκριμένο Προσυνοδικό Κείμενο, τουλάχιστον, νά τό ἐπαναδιατυπώσετε, ριζικά ἀναθεωρημένο.
«Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετά φόβου Θεοῦ»!
Μέ βαθύτατο σεβασμό
ἀσπάζομαι τήν δεξιά Σας
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς