ΗΓΓΙΚΕΝ Η ΗΜΕΡΑ!
«Πλήν ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐλθών ἇρα εὐρήσει τήν πίστιν ἐπί τῆς γῆς;»
(Λουκ. 18, 8)
• Τά ἐρωτήματα ἤδη τίθενται καί εἶναι ἀμείλικτα
• Ἐκ τῆς στάσεώς μας στά θέματα τῆς Πίστεως
κρίνεται τό αἰώνιο μέλλον μας
ὑπό Δημ. Ἰ. Κάτσουρα, Θεολόγου
Ἡ ἡμέρα καί ἡ ὥρα τῆς Δευτέρας τοῦ Χριστοῦ Παρουσίας εἶναι σέ ὅλους μας ἄγνωστα (πρβ. Ματθ. 24, 36).
Τό ἴδιο ἀγνωστα εἶναι καί ἡ ἡμέρα καί ἡ ὥρα τοῦ θανάτου μας. Τό ἐάν θά εἴμεθα ἐν ζωῆ ὅταν γίνει ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου δέν τό γνωρίζομε. Ἐκεῖνο ὅμως πού γνωρίζομε μέ βεβαιότητα εἶναι ὅτι ἅπαξ καί γεννηθήκαμε θά γνωρίσωμε καί θάνατο.
Γιά μᾶς ἡ ὥρα τοῦ θανάτου εἶναι σάν τήν Δευτέρα Παρουσία, διότι θά συναντήσωμε τόν Κύριό μας, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὁ Κριτής μας. Τό πρῶτο δέ, γιά τό ὁποῖο θά μᾶς ζητηθεῖ λόγος, εἶναι, ἐάν ἐτηρήσαμε τήν πίστη πού παρέδωσε ὁ Χριστός, ἐκήρυξαν οἱ Ἀπόστολοί Του καί ἐδογμάτισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Κύριος μᾶς εἶπε ὅτι δέν θά μᾶς κρίνει ἐκεῖνος, ἀλλά ὁ λόγος του (πρβ. Ἰω. 12, 48). Δηλαδή, θά κριθοῦμε βάσει τῶν ἐντολῶν Του. Ἡ πρώτη δέ καί μεγαλύτερη ἐντολή εἶναι ἡ ἐντολή τῆς πρός Θεόν ἀγάπης. Ὁ Χριστός ὅμως μᾶς ἐγνώρισε ὅτι μόνον αὐτός πού τηρεῖ τίς ἐντολές Του εἶναι ἐκεῖνος πού πραγματικά τόν ἀγαπᾶ (πρβ. Ἰω. 14, 21).
Ὁ ἴδιος μᾶς ἀπεκάλυψε ὅτι Αὐτός εἶναι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή (Ἰω. 14, 6). Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅποιος θέλει νά βρίσκεται στό δρόμο τοῦ Θεοῦ γνωρίζει τήν Ἀλήθεια, ἐλευθερώνεται μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ ἀπό τά πάθη καί ὁδηγεῖται ἔτσι στήν αἰώνιο ζωή πού ξεκινᾶ ἀπό ἐδῶ, συνεχίζει πέραν τοῦ τάφου καί τέλος δέν ἔχει!
Ὁλόκληρη ἡ ἀλήθεια ἀποκαλύφθηκε τήν ἡμέρα τῆς ἁγίας Πεντηκοστῆς στούς ἁγίους μαθητές καί Ἀποστόλους Του. Πρόκειται γιά τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία διαφυλάσσει ὡς ἱερά Παρακαταθήκη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι τό Σῶμα Του. Αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία ἐμπεριέχει τά σωτήρια δόγματα τῆς ἀληθείας, ἀλλά καί τόν τρόπο θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου, βάσει τῶν ὁποίων ὁδηγεῖται στήν κατά χάρη Θέωση, δηλαδή τήν σωτηρία.
Ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική, δέν ὑπάρχει σωτηρία. Ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχουν μυστήρια. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας (πρβ. Τιμοθ. 3, 15). Κατ’ ἀπόλυτη ἔννοια τήν Ἐκκλησία τήν συν-ἀποτελοῦν ὁ Χριστός πού εἶναι ἡ αἰωνία Κεφαλή Της μαζί μέ τούς φίλους Του, τούς Ἁγίους κάθε ἐποχῆς. Γιά ὅλους τούς ἄλλους εἶναι ζητούμενο τό ἄν βρισκόμαστε καί ἀνήκομε στήν Ἐκκλησία.
Ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ γιά νά θεωρούμεθα καί ὄντως νά εἴμεθα μέλη, ἔστω καί ἀνάξια, τῆς Ἐκκλησίας εἶναι, πρωτίστως, τό νά ὁμολογοῦμε τήν Πίστη τῶν Ἁγίων Πατέρων μας. Αὐτή ἡ Πίστη συνιστᾶ τήν σώζουσα Ἀλήθεια καί ἄνευ αὐτῆς δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία, ὅσοι καί ὅποιοι κι ἄν εἶναι αὐτοί πού τό ἰσχυρίζονται.
Ὁ ἀντίδικός μας καί πατέρας τοῦ ψεύδους Διάβολος, ὡς ἀπ’ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνος (πρβ. Ἰω. 8, 44), ἐργάζεται νυχθημερόν γιά νά μᾶς παρασύρει μακρυά ἀπό τήν Ἀλήθεια καί νά χάσουμε, ὅπως ἐκεῖνος, τόν ποθητό Παράδεισο. Παράδεισος εἶναι ἡ κοινωνία μέ τόν Χριστό.
Ὁ μισόκαλος Διάβολος γιά νά χωρίσει τούς ἀνθρώπους ἀπό τόν Θεό κατασκεύασε τίς αἱρέσεις, ὥστε ἐάν ὁ ἄνθρωπος ξεφύγει ἀπό τήν ἀθεΐα, νά παγιδευθεῖ σ’ αὐτές καί νά ὁδηγηθεῖ στήν ἀπώλεια. Στίς ἡμέρες μας ἡ μεγαλύτερη αἵρεση εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός.
Μέ αὐτόν κατόρθωσε ὁ Διάβολος ὅ,τι δέν ἐκατόρθωσε μέ πολλές ἄλλες αἱρέσεις. Πολλοί χριστιανοί, ἀπό ἄγνοια καί ἀδιαφορία, ὅπως καί ἀπό ἀπροσεξία, παγιδεύονται στά δίκτυα του. Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἡ αἵρεση πού φαίνεται ὅτι προετοιμάζει, σέ θρησκευτικό ἐπίπεδο, ὅπως ἀντιστοίχως ἡ νέα τάξη πραγμάτων σέ πολιτικό ἐπίπεδο καί τόν ἐρχομό καί τήν ἐπικράτηση τοῦ Ἀντιχρίστου στόν κόσμο.
Ὁ Οἰκουμενισμός ἐξαπλώθηκε στόν εἰκοστό αἰώνα καί σήμερα ἔφθασε νά μολύνει σχεδόν ὅλες τίς τοπικές ἐκκλησίες. Οἱ πιστοί ἀνυποψίαστοι, ἀνενημέρωτοι, ἀλλά καί ἀδιάφοροι στή πλειοψηφία των, ἔχουν παρασυρθεῖ στά πλοκάμια του.
Στήν ἐποχή μας παρότι ἔχομε ὡς εὐλογία τή δυνατότητα νά μελετήσουμε τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἐντούτοις ἡ Πίστη ἔχει ἀτονίσει καί ἡ ἀρετή σπανίζει, ὅπως καί τά σωστά παραδείγματα. Τί λείπει;
Ἐκεῖνο πού, κατά τήν ταπεινή μας γνώμη, λείπει εἶναι ὁ ἡρωϊσμός! Λείπει οὐσιαστικά ἡ πραγματική Πίστη, ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνεται ὅταν ὁ πιστός εἶναι διατεθειμένος καί καταλλήλως προετοιμασμένος νά θυσιασθεῖ γιά τήν Πίστη Του. Σήμερα κυριαρχεῖ ὁ φόβος, ὁ κόσμος καί τό φρόνημά του καί ὄχι ἡ Πίστη καί τό μαρτυρικό φρόνημα.
Κατά τόν περασμένο αἰώνα, ἔγιναν μεγάλες προδοσίες σέ βάρος τῆς παραδοθείσης πίστεως καί τῆς Ἐκκλησίας. Τέτοιες ἦταν, μεταξύ ἄλλων, τό ἡμερολογιακό Σχίσμα πού ἐπέφερε καίριο πλήγμα στό πλήρωμα τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι μόνο, ἡ συμμετοχή τῶν ὀρθοδόξων στό βλάσφημο καί παναιρετικό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.), ἡ λεγομένη ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἤ σύμφωνα μέ ἀποκαλύψεις ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, ἡ ὑπογραφή στά πλαίσια τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων καί τοῦ Π.Σ.Ε. βλασφήμων καί ἀντορθοδόξων συμφωνιῶν, κ. ἄ. π.
Στίς ἡμέρες μας ἐπίκειται νά πραγματοποιηθεῖ μία ἀκόμη φοβερή προδοσία σέ βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἶναι ἡ σύγκληση τῆς λεγομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τά Κείμενα τῶν Ἀποφάσεων τῆς ὁποίας (ὅπως ἔχουν προσυμφωνηθεῖ καί δημοσιευθεῖ) ὄχι μόνο δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ τά εὐωδιάζοντα τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Κείμενα τῶν ὄντως Ἁγίων Συνόδων τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά συνιστοῦν πλήρη ἀνατροπή τῆς παραδοθείσης Πίστεως, τῆς Ὀρθοδοξίας.
Αὐτές τίς ἡμέρες πραγματοποιήθηκε ἔκτακτη σύγκληση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπου πολλοί εἶχαν ἐναποθέσει τήν τελευταία ἐλπίδα νά ἀκουσθεῖ τό «Στῶμεν καλῶς». Δυστυχῶς, σύμφωνα μέ τίς πρῶτες ἔγκυρες πληροφορίες περί τῶν ἐργασιῶν καί ἀποφάσεών της, προκύπτει ὅτι οἱ ὀρθῶς φρονοῦντες καί ὑπέρ τῆς ἀληθείας ἐπι-σκοποῦντες ἀποτελοῦν ἰσχνή μειοψηφία.
Εἶναι, πλέον, κοινός τόπος ὅτι ἡ ὀρθοδοξία αὐτῆς τῆς Μ. Συνόδου, πέραν ὅλων τῶν ἄλλων προβλημάτων της (περί τήν συγκρότηση, τή συμμετοχή τῶν ἐπισκόπων, τή διαδικασία λήψεως τῶν ἀποφάσεων, τόν χαρακτήρα της, κ. ἄ. π.) ἐξαρτᾶται πλέον ἀπό δύο τινά.
Τό ἕνα εἶναι τό ἐπίμαχο Κείμενο, τό ὁποῖο ἀντιστοιχεῖ σέ ἕνα ἀπό τά ἕξι Θέματα πού θά ἀπασχολήσουν τήν Μεγάλη Σύνοδο, τό περί τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον, τό ὁποῖον εὐθέως σχετίζεται μέ θέματα ὀρθοδόξου Πίστεως, ὁμολογίας καί ἐκκλησιολογίας.
Τό ἄλλο εἶναι ἡ ἔλλειψη ρητῆς ἀναφορᾶς περί τῆς θέσεως τῆς ἐν λόγω Συνόδου στήν ἀλληλουχία τῶν Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπό τήν Ἁγία Ζ΄ Οίκουμενική Σύνοδο μέχρι σήμερα. Ἀποτελεῖ, βεβαίως, ἄγνωστο καί ἀστάθμητο στοιχεῖο ἡ σημαντική παρεμβολή τοῦ κοινοῦ Μηνύματος πού θά ἐκπεμφθεῖ ἀπό τήν Σύνοδο μέ τήν ἔναρξη ἤ μετά τήν λήξη τῶν ἐργασιῶν της.
Ὡστόσο, ἤδη, ἡ δημοσίως καί ἐπισήμως προταθεῖσα σχετική ἀναφορά συμπεριλήψεως στά Συνοδικά Κείμενα μνείας, τουλάχιστον, περί τῶν δύο μεγάλων καί οἰκουμενικοῦ κύρους Συνόδων τοῦ 9ου καί 14ου αἰῶνος (ἐπί Μ. Φωτίου καί Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, ἀντιστοίχως), καί ἡ κώφευση τῶν ἁρμοδίων διοργανωτῶν περί αὐτοῦ, πού συνιστᾶ ἀπόρριψή της, ἀποτελεῖ μεῖζον πρόβλημα.
Ἐκ τῆς ἀποδοχῆς καί ἐγκρίσεως ἤ τῆς ἀπορρίψεως τοῦ ἐπιμάχου Κειμένου θά κριθεῖ ὁ χαρακτηρισμός καί ἡ ἀπόρριψη αὐτῆς τῆς Συνόδου ὡς ληστρικῆς, ἤ ὄχι, ὑπό τοῦ πιστοῦ Κλήρου καί λαοῦ.
Ἡ μετά δυσκολίας μία καί μοναδική ἐγκριθεῖσα παρέμβαση τῆς Ἱεραρχίας περί αὐτοῦ, μέ τήν πρόταση λεκτικῆς ἀντικαταστάσεως στό κείμενο τοῦ ὅρου Ἐκκλησίες μέ τόν ὅρο Κοινότητες, ὅσον ἀφορᾶ στίς αἱρέσεις, δέν ἀποτελεῖ σέ καμμία περίπτωση διασφάλιση τῆς ὀρθοδοξίας τοῦ κειμένου καί κατ’ ἐπέκταση τῆς Μεγάλης Συνόδου. [Σημείωση: Ἡ ἐν λόγω παρέμβαση ἔχει προταθεῖ ὑπό τοῦ Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου Σαββάτου σέ σχετικό Ὑπόμνημά του (183/1-4-2016) πρός τήν Ἱεραρχία, διά τοῦ ὁποίου ὑπεραμύνεται τοῦ περιεχομένου τοῦ ἐπιμάχου Κειμένου καί ἀπορρίπτει ἐπιθετικῶς τίς πολλές καί ποικίλες κατ’ αὐτοῦ ἐπικρίσεις. Ἐπιπλέον, θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι ἡ συγκεκριμένη παρέμβαση γίνεται ἁπλῶς πρός ἐκτόνωση καί καθησυχασμό, χωρίς νά ἔχει κανένα εἰδικό βάρος, καθ’ ἥν στιγμήν ὁ συγκαλῶν καί προεδρεύων τῆς Μ. Συνόδου διαρκῶς διακηρύττει καί ὡς φαίνεται πρεσβεύει ἀκριβῶς τό ἀντίθετον!]
Τἀ ἀμείλικτα ἐρωτήματα πού τίθενται πρός τούς ἐπισκόπους, τόν Κλῆρο, τά μοναχικά τάγματα καί τόν πιστό λαό εἶναι τά κάτωθι, τά ὁποῖα πλέον ἀφοροῦν ἄμεσα τήν ἰδική των ὀρθοδοξία.
α) Ἀποδέχεσθε, ὅπως ἀναφέρει τό ἐπίμαχο Κείμενο στήν παρ. 4, τά ἔργα καί τίς ἡμέρες τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως μέχρι σήμερον;
β) Συμφωνεῖτε, ὅπως γίνεται δεκτό στό ἐπίμαχο Κείμενο καί στήν παρ. 5, ὅτι οἱ σύγχρονοι Θεολογικοί Διάλογοι καί ἡ Οἰκουμενική Κίνηση ὑπηρετοῦν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἀπωλεσθείσης ἑνότητος ὅλων τῶν χριστιανῶν;
γ) Συμφωνεῖτε, ὅπως δέχεται τό ἐπίμαχο Κείμενο στήν παρ. 8, ὅτι ἡ ἀναφορά τοῦ «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰω. 17, 21) ἐκ τῆς Ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου, ἀφορᾶ στήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν τῶν διαφόρων ὁμολογιῶν καί ὄχι στήν ἑνότητα τῶν πιστῶν-μελῶν τῆς Ἐκκλησίας Του;
δ) Συμφωνεῖτε καί ἀποδέχεσθε, ὅπως ἀναφέρεται σχετικῶς στήν παρ. 9 τοῦ ἐπιμάχου Κειμένου, τή δέσμευση συνεχοῦς καί ἐνεργοῦ συμμετοχῆς κάθε τοπικῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στούς Θεολογικούς Διαλόγους στά πλαίσια τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως;
ε) Ἀποδέχεσθε, ὅπως γίνεται ἀποδεκτό στό ἐπίμαχο Κείμενο στήν παρ. 16, τό Π.Σ.Ε. ὡς συμβατό μέ τήν ὀρθόδοξο Πίστη καί Παράδοση θεσμό διακονίας τῆς ὑποθέσεως τῆς κατά Θεόν ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν;
στ) Συμφωνεῖτε, ὅπως γίνεται δεκτό στό ἐπίμαχο κείμενο καί στήν παρ. 22, ὅτι ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, καί ὅτι αὐτό ἀνέκαθεν ἀπετέλει τόν ἁρμόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεμάτων πίστεως;
ζ) Ἀποδέχεσθε, ὅπως γίνεται ἀποδεκτό στό ἐπίμαχο Κείμενο στήν παρ. 23, τόν ἀποκλεισμό πάσης πράξεως προσηλυτισμοῦ ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνεργείας ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ μέ ὅ,τι αὐτό ὑπονοεῖ καί συνεπάγεται ἔναντι τῶν διαφόρων αἱρετικῶν, μετά τῶν ὁποίων διεξάγεται Θεολογικός Διάλογος;
Τέλος, ἄς ἀναρωτηθοῦμε ἐάν εἰλικρινῶς πιστεύομε ὅτι τά ἀνωτέρω μαζί μέ μία σειρά ἀναλόγων τοποθετήσεων πού προκύπτουν ἀπό τά ὑπόλοιπα Κείμενα τῆς Μεγάλης Συνόδου (Μεικτοί Γάμοι, υἱοθέτηση τῶν θεωρήσεων τῆς περσοναλιστικῆς φιλοσοφίας καί μεταφορά των σέ θεολογικά ζητήματα, κ. ἄ. π.) θά ἦταν ποτέ δυνατό νά προταθοῦν καί ἐγκριθοῦν ὑπό τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μέχρι καί τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου ἐπισκόπου Πενταπόλεως, τοῦ ἐν Αἰγίνη, ἤ θά ἀπορρίπτονταν ἀναφανδόν;
Ἦλθε, λοιπόν, ἡ ὥρα τῶν ἀποφάσεων μέ μοναδικό κριτήριο τήν Ἀλήθεια καί τήν ἀπαραίτητη σχέση της μέ τήν πραγματική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὅπως σαφῶς καί ρητῶς ἐπισημαίνει ὁ νέος Χρυσόστομος καί μέγας Θεολόγος Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα δέν δέχεται, οὔτε παρεπιπτόντως, νά μνημονεύσει ἡ ἐν λόγω Σύνοδος! Τυχαῖο;
Λέγει, λοιπόν, ὁ Ἅγιος:
«Ποῖος κλῆρος, ποία μερίς, τίς γνησιότης πρός τήν Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, τῷ συνηγόρῳ τοῦ ψεύδους, ἐκκλησίαν, ἥ “στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας” κατά Παῦλόν ἐστιν, ἥ καί μένει χάριτι Χριστοῦ διηνεκῶς ἀσφαλής καί ἀκράδαντος, ἐστηριγμένη παγίως οἷς ἐπεστήρικται ἡ ἀλήθεια; Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί ˙ καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί, καί τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἄν καί σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καί ἀρχιποίμενας ἱερούς ἑαυτούς καλοῦντες καί ὑπ’ ἀλλήλων καλούμενοι˙ μηδέ γάρ προσώποις τόν χριστιανισμόν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα» (Γρηγ. Παλαμᾶ Συγγράμματα, Π. Χρήστου, τόμος 2, σελ. 627 καί ΕΠΕ 3, 606).