Μια συνηθισμένη, αλλά επικίνδυνη φενάκη κρύβεται πίσω από την διαβεβαίωση ότι μπορούμε να διδαχθούμε από την επιτυχημένη εφαρμογή εκπαιδευτικών συστημάτων ξένων χωρών, αφήνοντας κατά μέρος τις δικές μας ιδιαιτερότητες. Ακολουθεί ένα παράδειγμα από μια λίγο παλαιότερη συζήτηση περί ανάγκης μεταρρυθμίσεων στην εκπαίδευση.
Τον Φεβρουάριο του 2011, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, σε συνεργασία με το Μέγαρο Μουσικής, κάλεσε τον Roger Slee, Κοσμήτορα τότε του Institute of Education του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, σε συζήτηση με θέμα: «Το σχολείο αλλάζει;».Ο Slee, που μόλις είχε ολοκληρώσει την συγγραφή του The Irregular School με θέμα την συμπερίληψη ως έμπρακτη εφαρμογή της εκπαίδευσης για τη δημοκρατία, στην προσπάθειά του να απαντήσει στο ερώτημα της συζήτησης και να μεταφέρει την εμπειρία της χώρας του, μας έδωσε μια συμβουλή: «αν ζητάτε ένα μοντέλο να εφαρμόσετε», είπε, «κάνετε λάθος… Χρειάζεται να δώσετε στο εκπαιδευτικό σας σύστημα την υπόσταση της ελληνικής κουλτούρας».
Τι εννοούσε όμως ο Slee με τον όρο «ελληνική κουλτούρα»; Σίγουρα την ελληνική γλώσσα και τα επιτεύγματα του ελληνικού λόγου και της τέχνης, αλλά όχι μόνο αυτά. Πολέμιος των διακρίσεων και των αποκλεισμών, αρχισυντάκτης του Διεθνούς Περιοδικού για την Συμπερίληψη στην Εκπαίδευση, ο Slee βλέπει την κουλτούρα με την ευρύτερη έννοια του χαρακτήρα της συσσωρευμένης εκπαιδευτικής εμπειρίας μιας χώρας. Η οδηγία του είναι να μην αντιγράψουμε ξένα πρότυπα αφήνοντας απέξω την πείρα που έχουμε συσσωρεύσει από το ελληνικό σύστημα. Η εμπειρία αυτή περιέχει τόσο επιτυχίες όσο και λάθη που όλες οι πλευρές πρέπει να παραδεχθούν με ειλικρίνεια. Στην ουσία, ο καλεσμένος ομιλητής μας συμβούλευε να φανούμε πρακτικοί.
Δεν είναι τυχαίο που το είδος της φιλοσοφίας που ταιριάζει στην εκπαίδευση είναι η πρακτική φιλοσοφία, το είδος εκείνο που αρμόζει επίσης στην ηθική και την πολιτική. Η πρακτική φιλοσοφία έχει τις ρίζες της στην αριστοτελική φρόνηση, την πρακτική μορφή σκέψης που οδηγεί την πράξη στοχεύοντας στο καλόν. Στην εποχή μας συνηθίζουμε να θεωρούμε τον σκοπό σαν κάτι ιδεώδες και άρα θεωρητικό, ενώ το μέσον σαν κάτι πρακτικό. Για τον Αριστοτέλη τόσο ο σκοπός όσο και το μέσον είναι αλληλένδετα και καθοδηγούνται από την φρόνηση, δηλαδή, την πρακτική σκέψη. Με το να θεωρούμε τον «σκοπό» σαν κάτι θεωρητικό και το «μέσον» σαν κάτι πρακτικό, αποκόπτουμε την εκπαιδευτική πράξη από την φιλοσοφία στο σημείο που τη χρειαζόμαστε περισσότερο.
Έτσι οι εκπαιδευτικές πολιτικές και οι αποφάσεις παίρνονται σε φιλοσοφικό κενό, και, αντί να ακολουθούν τις απρόσωπες λογικές αρχές που ακολουθεί η φιλοσοφία, όπως η αφοσίωση στην αλήθεια, η αμεροληψία και ο σεβασμός για τα εμπειρικά δεδομένα, διαφθείρονται από παράλογες επιρροές όπως η πολιτική σκοπιμότητα, τα συμφέροντα και οι κατεστημένες εξουσίες. Από αυτόν τον παραλογισμό πηγάζουν και οι παράλληλοι μονόλογοι, όπου η κάθε πλευρά θεωρεί ότι τα δικά της μέτρα ήταν το «χαμένο τρένο» της εκπαίδευσης.
Ας αναστοχαστούμε λοιπόν για λίγο πρακτικά πάνω στα δεδομένα. Ποιος είναι ο χαρακτήρας της ελληνικής εκπαιδευτικής εμπειρίας; Ότι μόνο ο φόβος μας κάνει αποδοτικούς; Πράγματι ο φόβος που προκάλεσε το προεδρικό διάταγμα 152 για την αξιολόγηση ώθησε κάθε εκπαιδευτικό να δηλώσει τρία και τέσσερα προγράμματα (πρότζεκτ) για την ευέλικτη ζώνη. Αυτό όμως αποτελεί ποσοτική και όχι ποιοτική αλλαγή. Βελτίωση για τα μάτια δηλαδή. Δεν εγγυάται ότι τα προγράμματα εκπονήθηκαν με παιδαγωγική ποιότητα. Ίσα – ίσα που η ποσότητα εδώ είναι εχθρός της ποιότητας. Οι πραγματικές αλλαγές είναι συστημικές και όχι επιφανειακές. Για τον λόγο αυτό αντιδρά ο εκπαιδευτικός κόσμος: γιατί χωρίς να αλλάζουν οι δομές γίνονται προσθήκες, όπως οι επεκτάσεις στα αυθαίρετα.
Μια συστημική αλλαγή έχει συνήθως και προληπτικό χαρακτήρα. Τέτοια αλλαγή θα ήταν π.χ.η λογοδοσία για την απόδοση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης να ξεκινήσει από τα Παιδαγωγικά Τμήματα όπου εκπαιδεύονται και ασκούνται οι δάσκαλοι. Αναρωτηθήκαμε ποτέ γιατί ο εκπαιδευτικός που τέλειωσε πριν πέντε ή επτά χρόνια τις σπουδές του ξέρει θεωρητικά τι είναι η διαφοροποιημένη διδασκαλία, ίσως και να θυμάται τι είναι λειτουργική διδασκαλία της γλώσσας, αλλά δεν δύναται να τα εφαρμόσει στην τάξη του; Καμιά θεωρία δεν θα έπρεπε να διδάσκεται χωρίς να συνδέεται με την σύγχρονη ελληνική τάξη και καμία πρακτική εξάσκηση δεν θα έπρεπε να γίνεται χωρίς να συνδέεται με τις σύγχρονες θεωρίες. Αυτές είναι συμβουλές που ο Hargreaves έχει διατυπώσει εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Ο ίδιος μάλιστα έχει πει ότι δεν γίνεται οι ίδιοι φορείς που εκπαιδεύουν δασκάλους να ηγούνται και των μεταρρυθμίσεων. Γιατί τότε, πού έγκειται η καινοτομία;
Αν η ποσότητα και η ποιότητα της εκπαίδευσης και της εξάσκησης ήταν επαρκής, τότε και ο υποψήφιος εκπαιδευτικός «που δεν ενδιαφέρεται για την δουλειά του» ή «με ψυχολογικά προβλήματα» θα καταλάβαινε από το Πανεπιστήμιο κιόλας, ότι ίσως θα έπρεπε να ξανασκεφθεί τις επαγγελματικές του επιλογές. Θα έπρεπε μάλιστα αυτή η συνειδητοποίηση να αποτελεί βασικό στόχο της εξάσκησής του. Το ίδιο θα συμβεί σε μια οργανικά δεμένη κοινότητα μάθησης, όπως συμβαίνει να είναι σήμερα κάποια σχολεία: η ίδια η δουλειά και το κλίμα της σχολικής μονάδας θα κάνει τον εκπαιδευτικό ή να βελτιωθεί και να πάρει τη δουλειά του στα σοβαρά, ή να φύγει από το συγκεκριμένο σχολείο.
Είναι όντως πολλά τα νομοσχέδια για την αξιολόγηση που δεν εφαρμόστηκαν. Αλλά όπως λέει και το πάντα επίκαιρο σχόλιο της εφημερίδας Αιών, γραμμένο στα 1873, για την απογοητευτική παρουσία της Ελλάδας στο Εκπαιδευτικό Τμήμα της Έκθεσης της Βιέννης: «της εξουσίας και ουχί του έθνους έργον είναι η οικτρά εικών»…
H κυρία Ειρήνη Λουλακάκη-Μουρ είναι σχολική σύμβουλος 5ης Περιφέρειας Ν. Δωδεκανήσου