Όλοι οι διάλογοι μέχρι τώρα προβάλλουν το «εθνικό» διαχέοντας την ψευδαίσθηση ότι σε μια κοινωνία που σπαράσσεται από κοινωνικές ανισότητες και συγκρούσεις μπορεί να υπάρχει «κοινό συμφέρον». Υπηρετήθηκε αλήθεια το κοινό συμφέρον από τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν ή η αποδόμηση της δημόσιας εκπαίδευσης; Λήφθηκαν υπόψη οι θέσει και διαμορφώθηκαν πολιτικές με βάση τις θέσεις και τα αιτήματα της εκπαιδευτικής κοινότητας και των κοινωνικών φορέων ή εφαρμόστηκαν οι ντιρεκτίβες της ΕΕ, όπως αποτυπώνονταν στα προγράμματα των κομμάτων εξουσίας;
Δε χρειάζονται θεωρητικές αναλύσεις για τα όρια, τους στόχους του «εθνικού διαλόγου» και τις μυθικές διαστάσεις του. Αρκεί να δει κανείς τη στάση των κυβερνήσεων, εδώ και δεκαετίες, απέναντι στους αγώνες και τα αιτήματα της εκπαιδευτικής κοινότητας και της κοινωνίας γενικότερα. Πολιτικές που όξυναν τα προβλήματα, αδιαφορία για τα αιτήματα και επίδειξη αυταρχισμού. Εδώ και δεκαετίες επεσήμαινε ο Άγγελος Τερζάκης: «Διάλογος δεν υπάρχει παρά μόνον ανάμεσα σε ίσων δικαιωμάτων συνομιλητές. Όταν ο ένας κρατάει στο χέρι του τον κεραυνό κι ο άλλος βρίσκεται όρθιος, ελάχιστος σαν υπόδικος μπροστά στο βάθρο της εξουσίας, ο διάλογος, κι αν προτείνεται, είναι φενάκη». Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι τέσσερις φορές από το 1986 μέχρι σήμερα τα αποτελέσματα των «εθνικών διαλόγων» πετάχτηκαν στον σκουπιδοντενεκέ της ιστορίας. Πρεμπιπτόντως, χωρίς αξιολόγηση – που την θυμούνται μόνο για μαθητές – εκαπιδευτικούς- από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Μα, με αυτή την κυβέρνηση μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς. Ας σημειωθεί ότι από τη μέρα εξαγγελίας του «εθνικού διαλόγου» η κυβέρνηση έχει νομοθετήσει δύο νομοσχέδια και ετοιμάζεται για τρίτο. Ακόμα και οι προθεσμίες που έχει θέσει είναι ευθυγραμμισμένες με τις κατευθύνσεις της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Ο «διάλογος» θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί «έως τον Απρίλιο» έτσι, ώστε – όπως «διατάζει» το 3ο Μνημόνιο – «όλα τα παραπάνω θα συνοψιστούν έως τον Μάιο του 2016, με τη βοήθεια ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων των διεθνών Οργανισμών, σε νέο επικαιροποιημένο εκπαιδευτικό σχέδιο δράσης». Ακόμα και η σύνθεση της Επιτροπής ακυρώνει την έννοια του διαλόγου, αφού στην πλειονότητά της αποτελείται από ανθρώπους που υπηρέτησαν τις μεταρρυθμιστικές πολιτικές προηγούμενων κυβερνήσεων με βάση τις συνταγές της ΕΕ ή που εξαργυρώνουν την κομματική και συνδικαλιστική τους δράση.
Πέρα από τις ψευδαισθήσεις περί διαλόγων ο Μ. Φερβέι και η 20 μελής Task – Force επιτάσσουν και η συγκυβέρνηση νομοθετεί με τη συναίνεση όλων των κομμάτων που ψήφισαν το 3ο Μνημόνιο. Όλα τα θέματα του «διαλόγου» έχουν συμφωνηθεί με τους «θεσμούς», αναφέρονται το 3ο Μνημόνιο και αποτελούν νόμο του ελληνικού κράτους! Αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Οι αρχές θα διασφαλίσουν τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό του τομέα της εκπαίδευσης σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές της Ε.Ε.. Οι αρχές, σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ και ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, θα επικαιροποιήσουν, έως τον Απρίλιο του 2016, την αξιολόγηση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που εκπόνησε ο ΟΟΣΑ το 2011».
Τι προβλέπει ο ΟΟΣΑ και υλοποιεί η συγκυβέρνηση; Μείωση του κόστους της εκπαίδευσης και ιδιωτική χρηματοδότηση, δηλαδή φτηνό δημόσιο σχολείο που θα αναζητά πόρους από τις επιχειρήσεις, καταργήσεις σχολείων και συρρίκνωση σχολικού δικτύου, αύξηση μαθητών ανά τμήμα, «νέο λύκειο» – εξεταστικό κέντρο, επαναφορά της αξιολόγησης σύνδεση με επιδόσεις, αύξηση διδακτικού ωραρίου και άλλα. Μαθητεία για την πλειονότητα των αποφοίτων της τεχνικής εκπαίδευσης και περιφερειακές συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα.
Για να υλοποιηθούν αυτά τα σκληρά μέτρα απαιτείται η εξαπάτηση και η διαβουκόληση της εκπαιδευτικής κοινότητας, των εργαζομένων και των πολιτών ευρύτερα. Ο «εθνικός διάλογος» για την Παιδεία εντάσσεται στο συνολικό πλαίσιο της στρατηγικής πολιτικής της κυβέρνησης για τη νομιμοποίηση της πολιτικής της μνημονίων και την εξασφάλιση πλατιάς συναίνεσης σε αυτή και σε κοινωνικό και σε πολιτικό επίπεδο. Ο «εθνικός διάλογος» λειτουργεί ως εργαλείο εξωραϊσμού και προώθησης της μνημονιακής πολιτικής κυβέρνησης – ΕΕ – ΔΝΤ. Από την πλευρά του εκπαιδευτικού κινήματος η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι η απόρριψη του «διαλόγου» και η συμβολή στην ανάπτυξη ενός παλλαϊκού μετώπου αντίστασης στην πολιτική αποδόμησης του δημόσιου σχολείου και καταπάτησης κοινωνικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων.