Η πιτσιρικαρία της γειτονιάς ενθουσιάστηκε από την περιφερόμενη αυτοσχέδια κούνια. Το αφεντικό της την έστησε στο σταυροδρόμι, κλείνοντας βέβαια τον δρόμο, αλλά αυτά συμβαίνουν εδώ, κάπως όλοι βολεύονται τελικά και τα πράγματα συνεχίζουν να λειτουργούν ομαλά. Τα μικρά τρέξανε, του δώσανε από πενήντα γρόσια στο χέρι και αυτός τα στριφογύριζε κανένα πεντάλεπτο. Τρελάθηκαν αυτά.

Άλλη πελατεία όμως δεν ήρθε για την ώρα. Τα παιδάκια στη γειτονιά είναι πολλά, αλλά τα πενήντα γρόσια δεν είναι λίγα. Με τα ίδια λεφτά μπορούν να πάρουν ένα παγωτό ή ένα κουλούρι. Μπορούν να φάνε. Η κούνια κίνησε για τον παρακάτω μαχαλά. Μόνο ο μυδιατζής έμεινε στη θέση του. Εδώ είναι το στέκι του άλλωστε. Μύδια και σάντουιτς με κεφτέδες.

Καθόμουν στο καφενεδάκι απέναντι. Ζήτησα λογαριασμό και τότε πρόσεξα το παιδάκι που με είχε σερβίρει όσο εγώ παρατηρούσα το παράξενο γαϊτανάκι. Πολύ αδύνατο, μελαχρινό, με μακρύ πρόσωπο, μεγάλα καστανά εκφραστικά μάτια και σοβαρό, πολύ σοβαρό για την ηλικία του πρόσωπο. “Πώς σε λένε ” τον ρώτησα. “Χασάν” μου απαντά. “Πόσων χρονών είσαι; ” “Δεκατριών” μου λέει. Έμοιαζε το πολύ έντεκα. “Και τι τάξη πας;” Ολοκλήρωσα έτσι το τρίο των απολύτως στεροτυπικών και ανούσιων ερωτήσεων που κάνουν οι μεγάλοι στα παιδιά όταν δεν έχουν να τους πουν τίποτε άλλο καλύτερο. Δεν πήρα απάντηση. Ξαναρώτησα, ο έξυπνος, ως δάσκαλος και καλά, με σκοπό να το συνεχίσω. Τον ένιωσα για μια στιγμή να κομπιάζει.”Δεν πηγαίνω σχολείο” ψιθύρισε. “Είναι Σύρος.” πετάχτηκε ο καφετζής. «Ήθελε δουλειά και τον πήρα». Τώρα ήμουν εγώ σε αμηχανία. “Από πού από τη Συρία;” τον ρώτησα. “Από το Χαλέπι”. “Έχω πάει στο Χαλέπι, πριν τον πόλεμο”, του λέω. Ο μικρός τώρα ξεθάρρεψε” Και εμείς με τον πόλεμο φύγαμε. Πριν τρία χρόνια. Έχω πέντε αδέλφια. Τρία μικρότερα, δύο μεγαλύτερα. Πρέπει να βοηθήσω την οικογένειά μου”. Ούτε ίχνος παραπόνου ή λυγμού στη φωνή του. Μόνο συγκρατημένη αποφασιστικότητα και η συναίσθηση της κατάστασης που δικαιολογεί τη σοβαρότητα του προσώπου και την πρόωρη ενηλικίωση.

Πλήρωσα και του άφησα δυο λίρες παραπάνω. Με ευχαρίστησε με ευγένεια, μιλώντας πάντα σε άψογα τουρκικά και κάνοντας μια ελαφρά γκριμάτσα που έμοιαζε με χαμόγελο. Συνέχισα να κάθομαι στο καφενείο, κρατώντας κάποιες σημειώσεις και όταν τελείωνα βλέπω την κούνια να επιστρέφει. Προφανώς δεν βρήκε πολλή πελατεία στο άλλο σταυροδρόμι.

Άρχισε να σκοτεινιάζει. Ο Χασάν είχε ήδη σκουπίσει και καθαρίσει τα τραπέζια από τους πελάτες που έφυγαν. Το καφενείο φαίνεται κλείνει νωρίς, τουλάχιστον τα τραπεζάκια έξω μαζεύονται. Είναι συντηρητική γειτονιά εδώ. Τον έβλεπα να στέκει στη γωνία και να κοιτά κάποια παιδάκια που πλησίαζαν για να στροβιλιστούν. Έκανε να πάει και αυτός, μα δίστασε. Χρήματα είχε. Μα το καθήκον προς την οικογένεια προηγείται… “Πόσο κάνει” ρωτώ τον τύπο με την κούνια. “Πενήντα γρόσια πέντε λεπτά, μία λίρα δέκα”. Του έδωσα μια λίρα και φώναξα το νεαρό αγόρι. “Gel oğlum. Benden” (έλα, αγόρι μου. Από μένα). ”Teşekkür ederim hocam”, με ευχαρίστησε με ένα διάπλατο χαμόγελο και έτρεξε να καθίσει στην κούνια μαζί με τα άλλα παιδιά.

Τα δέκα λεπτά ευτυχίας κοστίζουν κάποτε μονάχα μία λίρα.

Γιάννης Γιγουρτσής

ΠΗΓΗ:

alt