Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω τι σόι δάσκαλος είμαι. Καλός; Μέτριος; Χάλια; Δε με έχει δει ποτέ κανείς να διδάσκω, επομένως πώς να ξέρω; Το τι λένε οι γονείς και τα παιδιά για μένα, δεν έχει τόση σημασία. Θέλω και επιδιώκω να τα πηγαίνω καλά μαζί τους, απαραίτητη προϋπόθεση για να κάνω απερίσπαστος τη δουλειά μου, αλλά μέχρι εκεί. Δεν έχουν τις γνώσεις, δεν ξέρουν τις πραγματικές εναλλακτικές που υπάρχουν για να διδάξεις. Η κρίση τους είναι μειωμένης αξίας.
Επομένως, αν ήθελα να μάθω πόσο καλός είμαι, έπρεπε κάποιος συνάδελφος να με παρακολουθήσει. Το να παρακολουθήσει, όμως, κάποιος άλλος τη διδασκαλία σου είναι ταμπού στον χώρο μας. Φέτος είπα να το σπάσω. Βρήκα επιτέλους έναν άνθρωπο —στο ίδιο σχολείο με μένα, γιατί εκτός σχολείου έχω βρει αρκετούς— με τον οποίο μοιραζόμαστε κοινές ιδέες σχετικά με την επαγγελματική ανάπτυξη του εκπαιδευτικού και συμφωνήσαμε να το κάνουμε. Για να μη γίνει άναρχα, είπαμε να σχεδιάσουμε κι ένα σενάριο κοινό, το οποίο ο καθένας θα το υλοποιούσε στην τάξη του.
Ήταν η ορθότερη απόφαση που έχω πάρει μέχρι τώρα ως δάσκαλος. Μιλάμε όλοι μας για διάφορες θεωρίες μάθησης και διδασκαλίας και ξεχνάμε το ουσιώδες: τι πραγματικά κάνουμε στην τάξη. Με τις λίγες αμοιβαίες παρακολουθήσεις που έχουμε πραγματοποιήσει μέχρι τώρα (το σενάριο τρέχει εδώ και λίγο καιρό), έχουμε συζητήσει πολλά και διάφορα θέματα σε ένα άλλο επίπεδο, πιο πραγματικό, πιο κοντινό σε αυτό που εξελίσσεται καθημερινά στο σχολείο. Έχουν αναδυθεί λεπτομέρειες που μόνο μέσα από παρατηρήσεις πραγματικών διδασκαλιών έρχονται στην επιφάνεια. Και αυτές οι λεπτομέρειες είναι που μας τελειοποιούν. Γιατί τελικά κατάλαβα ότι δεν έχει σημασία το πόσο καλός είσαι, αλλά το πόσο προσπαθείς να γίνεις καλύτερος.