«Ε, δε λέμε στα παιδιά ότι χαιρόμαστε όταν κλείνουμε!». Ήταν η συμβουλή ενός συναδέλφου μια μέρα που περιμέναμε πολύ χιόνι κι έμεινα να τον κοιτάω σαν πρωτάκι που προσπαθείς να του εξηγήσεις το πυθαγόρειο θεώρημα. Ποιος ο λόγος να τους κρυφτώ; Γιατί πρέπει να φανώ φύτουλας ή η στριμμένη της υπόθεσης που δεν είναι σε θέση να χαρεί αυτά τα έκτακτα διαλείμματα από τη ρουτίνα όπως και οι μαθητές μου; Πόσο παράξενο θα ακουγόταν στα αυτιά τους αν τους έλεγα ότι θλίβομαι με κάτι που εκείνα τα χαροποιεί;
Όταν λοιπόν με ρώτησαν τα παιδιά για το αν θα χαρώ στη συγκεκριμένη περίπτωση, απάντησα διπλωματικά, για να μην πάθει συγκοπή ο συνάδελφος, πως δε χαίρομαι που χάνουμε μάθημα (που ισχύει γιατί στο τέλος τρέχω και δε φτάνω) αλλά πως χαίρομαι αν κοιμηθώ λίγο περισσότερο το πρωί (αυτό κι αν ισχύει!).
Όλοι έχουμε παρατηρήσει πως τα παιδιά μάς κάνουν συνεχώς ερωτήσεις για τον εαυτό μας. Τι μας αρέσει και τι όχι, τι φοβόμαστε, με τι χαιρόμαστε, πώς θα αντιδρούσαμε σε διάφορες καταστάσεις κ.α. Φαίνεται ξεκάθαρα πως προσπαθούν να μάθουν αν το άτομο που τους φόρτωσαν για μια ολόκληρη χρονιά πάνω από το κεφάλι τους έχει κάποιο κοινό σημείο με εκείνα. Αν με άλλα λόγια είναι πραγματικός ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
Αν υπάρχει έστω και η παραμικρή πιθανότητα να γίνουμε παράδειγμα προς μίμηση στη ζωή τους, αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν αποτελέσουμε ρεαλιστικό στόχο για αυτά. Μόνο αν τους εμπνεύσουμε να μας μοιάσουν. Πρέπει να βλέπουν πως μπορούν να μας φτάσουν. Πως δεν είμαστε υπερφυσικά όντα, τέλεια και αλάνθαστα που δίνουμε μόνο εντολές και συμβουλές, κάνουμε κηρύγματα και παρατηρήσεις και έχουμε απαιτήσεις. Δε θέλουν έναν υπερήρωα να τους κουμαντάρει. Δε γοητεύονται από το τέλειο. Απεναντίας, το τέλειο τους απομακρύνει. Τους κουράζει. Προκαλεί ίσως και τον φθόνο, αφού οι ίδιοι δεν είναι τέλειοι. Είναι πιο πιθανό να θαυμάσουν έναν άνθρωπο που δε διστάζει να εκφραστεί με ειλικρίνεια απέναντί τους και να δεθούν μαζί του. Θα ταυτιστούν με έναν άνθρωπο που έχει ενδιαφέροντα, προτιμήσεις, επιθυμίες, όνειρα, φόβους, ανησυχίες, αδυναμίες, όπως κι εκείνα. Πόσες φορές ενθουσιάζονται όταν τους λες για κάτι που σου αρέσει και ταυτόχρονα αρέσει και σε εκείνα; Πόσο δυνατά φωνάζουν «κι εγώ!» όταν τους λες πως σιχαίνεσαι τις κατσαρίδες; Γιατί να μην εκφράσεις την προτίμησή σου σε κάποιο άθλημα ή ομάδα όταν με αυτόν τον τρόπο αναβαθμίζεσαι ως «σχετικός» στα μάτια τους και άρα έχεις το ελεύθερο να τους διδάξεις τις αξίες του ευγενούς ανταγωνισμού;
Δε θα ξεχάσω το ξάφνιασμα μαθητή μου όταν με ρώτησε αν δυσκολευόμουν ή αντιπαθούσα κάποιο μάθημα όταν ήμουν μικρή. Όταν του είπα για συγκεκριμένο μάθημα, αναφώνησε: «Μα αφού είστε δασκάλα!» για να πάρει την αποστομωτική απάντηση από συμμαθητή του: «Όταν ήταν 12 ετών, ήταν παιδί, δεν ήταν δασκάλα!». Ή την έκπληξη μιας μικρής μαθήτριάς μου όταν με είδε ένα βράδυ σε μια εκδήλωση και δεν μπορούσε να καταλάβει πώς γίνεται και υπάρχω εκτός σχολείου!
Ας τους δώσουμε να καταλάβουν πως δεν είμαστε εξωγήινοι! Είμαστε πραγματικοί άνθρωποι και ό,τι γίναμε ή ό,τι καταφέραμε στη ζωή μας είναι αποτέλεσμα προσπάθειας και όχι κάποιας μαγικής σκόνης. Πρέπει να συνειδητοποιήσουν πως αυτά που τους διδάσκουμε μπορούν όντως να γίνουν. Μιλώντας τους συνεχώς με ειλικρίνεια θα ξέρουν πάντα πως αυτά που τους λέμε είναι αληθινά, πως ισχύουν και πως ακόμα και οι παρατηρήσεις ή οι συμβουλές είναι όντως για το καλό τους και όχι «για να το παίξουμε δάσκαλοι».
Άλλωστε, για να το λέει ο κύριος/η κυρία έτσι θα ‘ναι… Αλλιώς δε θα το ‘λεγε. Έ.Λαζαρίδου