«Η πρόσφατη ασφαλιστική μεταρρύθμιση διασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη οικονομική βιωσιμότητα του πολύπαθου ασφαλιστικού συστήματος στην Ελλάδα, σε αρμονία με τις αρχές της ισονομίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η βελτίωση της πορείας της οικονομίας αλλά και του ρυθμού ανάπτυξης θα επηρεάσει θετικά τα οικονομικά δεδομένα και του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, επιτρέποντας τις διορθωτικές παρεμβάσεις».
Αυτό τονίζει, μεταξύ άλλων, η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου σε άρθρο της με τίτλο: «Η δύσκολη εξίσωση του δημόσιου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης: οικονομική βιωσιμότητα και κοινωνική δικαιοσύνη», στην Καθημερινή της Κυριακής, υπογραμμίζοντας ότι «οι προκλήσεις είναι πολλές, όμως μέσα σε ελάχιστο χρόνο τέθηκαν οι στέρεες βάσεις για το δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Και αυτό σίγουρα δεν ήταν μια εύκολη εξίσωση».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο του άρθρου:
«Η γήρανση του πληθυσμού είναι αναμφίβολα η μεγαλύτερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει τις επόμενες δεκαετίες το ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, καθώς η δυσμενής αναλογία ανάμεσα στον ενεργό και μη ενεργό πληθυσμό που διαμορφώνεται, οπωσδήποτε επιβαρύνει τα οικονομικά δεδομένα του συστήματος.
Στο σύντομο αυτό άρθρο θα προσπαθήσω να αποδείξω ότι η πρόσφατη ασφαλιστική μεταρρύθμιση του 2016 διασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος, απορροφώντας τον αντίκτυπο των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων, αλλά και επενεργώντας με κοινωνικά δίκαιο τρόπο, δεδομένων ασφαλώς των γνωστών δημοσιονομικών περιορισμών για όσο χρόνο ακόμη θα ισχύουν.
Οι βασικές πολιτικές που ενσωμάτωσε η ασφαλιστική μεταρρύθμιση του 2016 έχουν συνοπτικά ως εξής:
1. Ενοποίηση όλων των δημόσιων φορέων κύριας ασφάλισης στον ΕΦΚΑ και ενοποίηση όλων των ταμείων επικουρικών συντάξεων και εφάπαξ παροχών στο ΕΤΕΑΕΠ.
2. Πλήρης εναρμόνιση των κανόνων εισφορών και παροχών, ώστε να μην υπάρχουν διακρίσεις μεταξύ των ασφαλισμένων.
3. Μεταρρύθμιση της δομής των συντάξεων. Η κύρια σύνταξη αποτελείται από την εθνική σύνταξη και την ανταποδοτική σύνταξη καθορισμένων παροχών.
· Εθνική σύνταξη των 384 ευρώ, η οποία χρηματοδοτείται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό και συμβάλλει στην προστασία των συνταξιούχων από την ακραία φτώχεια.
· Ανταποδοτική σύνταξη καθορισμένων παροχών με σύνδεση μεταξύ εισφορών και παροχών, η οποία λαμβάνει υπόψη τον ασφαλιστικό βίο αλλά και τις εισφορές του ασφαλισμένου.
Οι παραπάνω πολιτικές αντανακλούν μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα στη συνολική βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Πιο συγκεκριμένα, η εναρμόνιση των κανόνων εισφορών και παροχών διασφαλίζει τη διαγενεακή ισότητα και την ισότιμη κατανομή των επιβαρύνσεων, ενώ η απλοποίηση του συστήματος επιταχύνει τη χορήγηση συντάξεων. Επιπλέον, η θεσμοθέτηση της εθνικής σύνταξης βελτιώνει τον αναδιανεμητικό χαρακτήρα του συστήματος, εξασφαλίζοντας υψηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης για τα χαμηλά εισοδήματα. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν το χαρακτήρα του νέου συστήματος ως κοινωνικά προστατευτικού, με μέριμνα σε όσους οι συνθήκες δεν επέτρεψαν να διάγουν έναν πλήρη εργασιακό βίο με ικανοποιητικό μισθό.
Το μέσο εισόδημα από συντάξεις εκτιμάται ότι σταθερά θα υπερβαίνει το 90% του αντίστοιχου εισοδήματος του μέσου μισθού, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής για κάθε ηλικιωμένο, εφόσον βέβαια συνοδευτεί από βελτίωση του επιπέδου των αμοιβών και συνδυαστεί με πρόσθετες μεταβιβαστικές πληρωμές του κράτους από τον κοινωνικό προϋπολογισμό. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ποσοστά αναπλήρωσης των συντάξεων γήρατος, τα οποία εκτιμώνται σε πάνω από 50% καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου έως το 2070, παραμένουν μεταξύ των υψηλότερων ποσοστών των χωρών της ευρωζώνης (ο μέσος όρος της ευρωζώνης εκτιμάται στο 39% για το 2060 – Ageing Report 2015).
Περαιτέρω, η άμεση εφαρμογή της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης σήμανε μια άνευ προηγουμένου διοικητική μεταρρύθμιση, που θα βελτιώσει ουσιωδώς τη διακυβέρνηση της κοινωνικής ασφάλισης. Η ενοποίηση των ταμείων στον ΕΦΚΑ συνένωσε 8.435 υπαλλήλους από 8 διαφορετικά ταμεία, διαμόρφωσε ένα ηλεκτρονικό μητρώο για όλους τους ασφαλισμένους και ενοποιεί σταδιακά τα διαφορετικά πληροφοριακά συστήματα.
Αναφορικά με την οικονομική βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, σύμφωνα με την πρόσφατη αναλογιστική προβολή της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, η συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη εκτιμάται ότι διαμορφωθεί σε 12,9% του ΑΕΠ το 2040, όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε το 2040 έχει προβλεφθεί να είναι στο 13% του ΑΕΠ (Ageing Report 2015). Σημαντικότερο δε είναι ότι από το 2026 και μετά η κρατική χρηματοδότηση θα κατευθύνεται αποκλειστικά στην κάλυψη της εθνικής σύνταξης όπως έχει θεσμοθετηθεί με τον Ν. 4387/16 (4,8% του ΑΕΠ), ενώ ολόκληρη σχεδόν η δαπάνη της ανταποδοτικής σύνταξης θα μπορεί να καλύπτεται από τις εισφορές. Ήδη, η εφαρμογή της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, σε συνδυασμό με την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση της αδήλωτης εργασίας, συντείνει στην εξάλειψη των ταμειακών ελλειμμάτων της κοινωνικής ασφάλισης. Ο πρώτος χρόνος λειτουργίας του ΕΦΚΑ ολοκληρώθηκε με θετικό οικονομικό αποτέλεσμα ύψους 777 εκατ. ευρώ, έναντι εκτιμώμενου ελλείμματος 765 εκατ. ευρώ. Μια θετική απόκλιση δηλαδή της τάξης του 1,5 δις Ευρώ.
Τέλος, σε αντίθεση με όσα κατά καιρούς γράφονταν, το 87,7% των μη μισθωτών ασφαλισμένων κλήθηκαν τους πρώτους μήνες του 2018 να πληρώσουν εισφορές έως 200 Ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2016, οπότε και ίσχυε ακόμη το παλαιό σύστημα των ασφαλιστικών κλάσεων, ήταν μόλις 27%. Εξάλλου, παρά τα περί αντιθέτου λεγόμενα, καμία τάση απόκρυψης εισοδημάτων δεν διαμορφώθηκε λόγω του νέου ασφαλιστικού, καθώς η διαστρωμάτωση των εισοδημάτων των ελευθέρων επαγγελματιών παρέμεινε στα επίπεδα που ήταν και πριν από την ψήφιση του ν. 4387/2016.
Όλα τα παραπάνω δεδομένα αποδεικνύουν ότι η πρόσφατη ασφαλιστική μεταρρύθμιση διασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη οικονομική βιωσιμότητα του πολύπαθου ασφαλιστικού συστήματος στην Ελλάδα, σε αρμονία με τις αρχές της ισονομίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η βελτίωση της πορείας της οικονομίας αλλά και του ρυθμού ανάπτυξης θα επηρεάσει θετικά τα οικονομικά δεδομένα και του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, επιτρέποντας τις διορθωτικές παρεμβάσεις.
Οι προκλήσεις είναι πολλές, όμως μέσα σε ελάχιστο χρόνο τέθηκαν οι στέρεες βάσεις για το δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Και αυτό σίγουρα δεν ήταν μια εύκολη εξίσωση».