Ένα από τα πλέον επίκαιρα, ενδιαφέροντα και συναρπαστικά, από νομικής απόψεως, ζητήματα που απασχολούν χιλιάδες εκπαιδευτικούς στην χώρα μας, είναι το ζήτημα της μονιμοποίησης των εκπαιδευτικών της Α/βάθμιας και Β/θμιας Εκπαίδευσης. Το ζήτημα ήρθε να ανακινήσει με το πλέον δραματικό τρόπο η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 26/11/2014 (εφεξής ΔΕΕ) αλλά και η υπ’ αριθμ. 527/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (εφεξής ΣτΕ). Αν και επαναλαμβάνω το ζήτημα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον από νομικής απόψεως, είναι ταυτόχρονα, ζήτημα «ζωής και θανάτου», για χιλιάδες εκπαιδευτικούς, αναπληρωτές και μη. Θα επιχειρηθεί με το παρόν μια συγκριτική προσπάθεια ερμηνείας των εν λόγω αποφάσεων, υπό το πρίσμα της ταπεινής και ελάχιστης μου νομικής σκέψης.
Το δίλλημα που εξαρχής τίθεται και απασχολεί τους εκπαιδευτικούς είναι: ο μόνιμος διορισμός ενός εκπαιδευτικού μπορεί να εξαρτηθεί μόνο από την ύπαρξη της όποιας προϋπηρεσίας (ΔΕΕ) ή μόνο από την προκήρυξη γραπτού διαγωνισμού και χρήση των πινάκων επιτυχόντων του (ΣτΕ); Υπερέχει η εφαρμογή της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, ως κοινοτικό δίκαιο ή η εφαρμογή του Ελληνικού Συντάγματος;
Ας δούμε αρχικά τα κρίσιμα σημεία των εν λόγω αποφάσεων:
Α) με την απόφαση του ΔΕΕ της 26/11/2014, ορίζεται ότι: «Η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες, βάσει της οποίας είναι δυνατή η ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για την κάλυψη κενών και ελεύθερων θέσεων διδασκόντων και διοικητικού, τεχνικού και επικουρικού προσωπικού στα υπό κρατική διαχείριση σχολεία, έως την ολοκλήρωση διαγωνισμών για την πρόσληψη μόνιμου προσωπικού, χωρίς να ορίζονται συγκεκριμένες προθεσμίες για την ολοκλήρωση των διαγωνισμών αυτών και αποκλειομένης εντελώς, για τους διδάσκοντες αυτούς και το εν λόγω προσωπικό, της δυνατότητας προβολής αξιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που ενδεχομένως έχουν υποστεί λόγω της προαναφερθείσας ανανεώσεως. Συγκεκριμένα και υπό την επιφύλαξη των διαπιστώσεων των αιτούντων δικαστηρίων, η εν λόγω ρύθμιση, αφενός, δεν καθιστά δυνατή τη συναγωγή αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων προκειμένου να ελεγχθεί αν η ανανέωση των συμβάσεων αυτών ανταποκρίνεται πράγματι σε γνήσια ανάγκη, είναι πρόσφορη προς επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και αναγκαία προς τούτο, και, αφετέρου, δεν περιλαμβάνει κανένα μέτρο για την αποτροπή καταχρηστικής συνάψεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και την επιβολή κυρώσεων στις περιπτώσεις αυτές.»
Η ως άνω παράγραφος συνιστά το συμπέρασμα και το «ζουμί» της απόφασης, αφού το στοιχείο αυτό, της διαδοχικής σύμβασης, είναι που επιτρέπει την εφαρμογή της διάταξης της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ. Το Ιταλικό Δίκαιο ρητά λοιπόν δέχεται ότι διαδοχική σύμβαση και άρα κατ’ επέκταση, άμεση εφαρμογή της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, κατά το ΔΕΕ, υπάρχει όταν υπογράφονται συμβάσεις ορισμένου χρόνου, με τον ίδιο εργοδότη, την ίδια ειδικότητα κλπ και κατ’ επέκταση θεσπίζει δικαίωμα αποζημίωσης των αναπληρωτών εκπαιδευτικών.
Β) με την απόφαση του ΣτΕ Ολ. 527/2015, ορίζεται στην 13η σκέψη της ότι: «Επειδή, η μεταβατική διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του ν. 3848/2010, κατά το μέρος που προβλέπει ότι οι διορισμοί μόνιμων εκπαιδευτικών γίνονται, κατά το χρόνο που αυτή ισχύει, σε ποσοστό 40% από ενιαίους πίνακες αναπληρωτών με πραγματική προϋπηρεσία (πρβλ. και τη μνημονευθείσα στην ενδέκατη σκέψη ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2 περ. α΄ υποπερ. ββ΄ του ν. 3255/2004), με αποτέλεσμα τον περιορισμό των διορισμών από τους πίνακες διοριστέων του διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π., αντίκειται στις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας (άρθρα 4 παρ. 1 και 103 παρ. 7 Συντάγματος). Τούτο, για τους εξής λόγους: α) Με το άρθρο 118 παρ. 6 του Συντάγματος εξακολούθησαν μεν να ισχύουν, μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, οι προβλεπόμενες στο ν. 2190/1994 εξαιρέσεις, μεταξύ των οποίων η κατά το άρθρο 14 παρ. 2 περ. γ΄ εξαίρεση από τον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π. των διορισμών των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης· πλην, η εξαίρεση αυτή, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην ένατη σκέψη, περιλαμβάνει, όσον αφορά τους αναπληρωτές ή ωρομίσθιους, μόνο τους εγγεγραμμένους στον πίνακα του άρθρου 138 του ν. 2725/1999, από τον οποίο διορίστηκαν ως μόνιμοι, μετά τη συνταγματική αναθεώρηση (6.4.2001), αναπληρωτές ή ωρομίσθιοι του ν. 1566/1985, κατά τα εκτεθέντα στις δέκατη και ενδέκατη σκέψεις (άρθρα 7 παρ. 3 περ. β΄ υποπερ. ββ΄ ν. 3027/2002, 6 παρ. 2 περ. β΄ ν. 3255/2004) (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3593 – 3595/2008). Συνιστά, δηλαδή, στην ουσία, η εξαίρεση αυτή, επέκταση νομοθετικής ρύθμισης προγενέστερης της συνταγματικής αναθεώρησης του 2001 και δεν εκτείνεται σε νέες ρυθμίσεις μετά τη συνταγματική αναθεώρηση, ασύνδετες προς το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε πριν από τις 6.4.2001. Τέτοια ρύθμιση αποτελεί ο διορισμός μόνιμων εκπαιδευτικών από πίνακες αναπληρωτών κατά το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 3848/2010, ο οποίος δεν υπόκειται στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π., όπως απαιτείται κατά τη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος, κατά τα εκτεθέντα στην πέμπτη σκέψη. β) Ναι μεν ο διορισμός μόνιμων εκπαιδευτικών από πίνακες αναπληρωτών κατά το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 3848/2010 αποτελεί επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια (κατάταξη σε πίνακα αναπληρωτών με βάση την πραγματική προϋπηρεσία του εκπαιδευτικού), όπως δε έχει κριθεί (Σ.τ.Ε. 3593 – 3595/2008), η προϋπηρεσία και η εμπειρία συνιστούν τέτοια κριτήρια• η απόκτηση όμως της προϋπηρεσίας αυτής ανάγεται σε προσλήψεις αναπληρωτών ή ωρομισθίων, οι οποίες δεν είχαν υπαχθεί στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής και, ενόψει και των σχετικών διάσπαρτων στη νομοθεσία διατάξεων (όπως αυτές που αφορούν τις μνημονευθείσες στις δέκατη και ενδέκατη σκέψεις περιπτώσεις των άρθρων 6 παρ. 34 του ν. 3027/2002 και 41 παρ. 4 του ν. 3762/2009), δεν προκύπτει ότι έχουν γίνει με αξιοκρατικές εγγυήσεις [σχετ. το 82394/Δ2/27.5.2014 έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων προς το Δικαστήριο, στο οποίο διαλαμβάνεται, κατ’ επίκληση του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, ότι «αναφορικά με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για τις προσλήψεις αναπληρωτών εκπαιδευτικών πλήρους ή μειωμένου ωραρίου, είναι σαφές ότι αυτή δεν υπόκειται σε έλεγχο από το Α.Σ.Ε.Π.»]. Τα ανωτέρω ισχύουν και όσον αφορά το διορισμό ως μόνιμων, α) εκπαιδευτικών με τριακοντάμηνη πραγματική υπηρεσία αναπληρωτών ή ωρομισθίων και β) εκπαιδευτικών με εικοσιτετράμηνη πραγματική υπηρεσία αναπληρωτών ή ωρομισθίων, οι οποίοι έχουν λάβει τη βαθμολογική βάση σε οποιονδήποτε διαγωνισμό εκπαιδευτικών του Α.Σ.Ε.Π. (άρθρο 9 παρ. 8 και 9 του ν. 3848/2010). Η προϋπηρεσία, πάντως, αναπληρωτή ή ωρομίσθιου εκπαιδευτικού επιτρεπτώς, κατ’ αρχήν (πρβλ. ανωτ. Σ.τ.Ε. 3593 – 3595/2008), λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να προσαυξηθεί η βαθμολογία σε διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π. για το διορισμό σε θέσεις μονίμων εκπαιδευτικών (άρθρο 1 παρ. 7 ν. 2834/2000 και ήδη άρθρο 3 παρ. 1 ν. 3848/2010), ενώ, κατά τα εκτεθέντα σε προηγούμενες σκέψεις, έχει λειτουργήσει ως κριτήριο για την εκ νέου πρόσληψη εκπαιδευτικών ως αναπληρωτών ή ωρομισθίων και την απόκτηση, ως εκ τούτου, περαιτέρω σχετικής προϋπηρεσίας κ.ο.κ. Τέλος, όσον αφορά ειδικώς τους προαναφερθέντες εκπαιδευτικούς με εικοσιτετράμηνη πραγματική υπηρεσία, οι οποίοι έχουν λάβει τη βαθμολογική βάση σε οποιονδήποτε διαγωνισμό εκπαιδευτικών του Α.Σ.Ε.Π., ανεπιτρέπτως αυτοί προτιμώνται, έναντι άλλων επιτυχόντων εκπαιδευτικών του Α.Σ.Ε.Π., ως εκ της προϋπηρεσίας τους και της λήψεως απλώς της βαθμολογικής βάσης στον ίδιο ή, πολύ περισσότερο, σε προηγούμενο διαγωνισμό, διότι ελλείπει η απαραίτητη σύγκριση μεταξύ των επιτυχόντων, η οποία θα επέτρεπε το διορισμό κάθε φορά των αξιότερων υποψηφίων (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2396 – 2398/2004 Ολομ.).»
Η εν λόγω απόφαση του ΣτΕ, δέχεται σε κάθε περίπτωση την προτεραιότητα του ΑΣΕΠ και του διενεργούμενου από αυτόν γραπτού διορισμού ως του μόνου κριτηρίου για την πρόσληψη μόνιμων εκπαιδευτικών, με μόνη εναλλακτική τη θέσπιση αντικειμενικών κριτηρίων πάλι όμως υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ, αποκλειόμενου άλλου κριτηρίου, πχ της προϋπηρεσίας, την οποία ναι μεν την δέχεται ως κριτήριο διαγωνισμού όχι όμως ως μοναδικό κριτήριο μόνιμου διορισμού.
Ερώτημα:
Με βάση τα παραπάνω διαπιστώνεται αδιέξοδο: το ΔΕΕ ζητά διορισμό με βάση την προϋπηρεσία, το ΣτΕ με βάση τον ΑΣΕΠ. Το ΔΕΕ εφαρμόζει κοινοτικό δίκαιο, το ΣτΕ το ελληνικό Σύνταγμα. Εφόσον όμως το Κοινοτικό Δίκαιο υπερισχύει του εσωτερικού δικαίου, άρα και του Συντάγματος, τότε η απόφαση του ΔΕΕ υπερισχύει του ΣτΕ και επομένως το Υπουργείο θα εφαρμόσει την απόφαση του ΣτΕ, μονιμοποιώντας εκπαιδευτικούς με βάση την προϋπηρεσία; Με λίγα λόγια χωρίς νόημα η απόφαση του ΣτΕ;
Αν και το θέμα φαίνεται δύσκολο και δυσεπίλυτο, εντούτοις είναι απλό και για την ακρίβεια έχει ήδη λυθεί, νομικά, τουλάχιστον.
Η απάντηση είναι, απλώς, ότι η οδηγία 1999/70/ΕΚ, δεν υπερισχύει του εσωτερικού δικαίου, διότι ισχύουν τα εξής:
Με την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α’ 85/18-4-2001) προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παρ. 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε παρ. 8, που προβλέπει ότι: “Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου”.
Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (ή έργου) συναπτόμενες υπό το κράτος της ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, με το Δημόσιο, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες (παρά μόνο με την συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθ. 5 και 11 ΠΔ 164/2004).
Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 189 § 3 και ήδη 249 §§ 1 και 3 της Ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ. προκύπτει, ότι οι οδηγίες αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος – μέλος της Κοινότητας, στο οποίο απευθύνονται, καθόσον αφορούν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών.
Γι’ αυτό απευθύνονται κατ’ ανάγκην, όχι απ’ ευθείας προς τους ιδιώτες, θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνο προς τα κράτη – μέλη, αφού μόνο αυτά έχουν την δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα, με τα οποία θα καταστεί εφικτή η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Το κράτος – μέλος, που είναι αποδέκτης της οδηγίας, έχει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει το αποτέλεσμα αυτό μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, με μέσα, όμως, τα οποία αυτό θα επιλέξει. Αν η οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής (δηλαδή χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής), η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη να την εκτελέσει εμπρόθεσμα συνεπάγεται την άμεση ισχύ της στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους – μέλους που είναι ο παραλήπτης αυτής, η ισχύς της όμως εκτείνεται μόνο κατά του κράτους – μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει “εθνικό δίκαιο” και των αντίστοιχων κρατικών φορέων και δεν εκτείνεται και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις, είναι δηλαδή κάθετη και όχι οριζόντια.
Η οριζόντια ισχύς αυτής ολοκληρώνεται μόνο με την έκδοση πράξης του εθνικού νομοθέτη που μετατρέπει την οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου (Ολ.ΑΠ 31/2009, 19, 20/2007, 23/1998).
Περαιτέρω, την 10-7-1999 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, όπου τα κράτη – μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται “διαδοχικές” και χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου (ρήτρα 5).
Είναι φανερό ότι η πιο πάνω Οδηγία δεν περιέχει κανόνες κοινοτικού δικαίου σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής στην ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή η Οδηγία αυτή δεν είναι χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον εθνικό νομοθέτη.