Η διάταξη του άρθρου 103 παρ. 7 εδ. α΄ του Συντάγματος επέλεξε να επιλύσει οριστικά το ζήτημα της επιλογής και πρόσληψης των υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα αξιώνοντας όπως αυτή «γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει».
Ειδικότερα, το ζήτημα του διορισμού των εκπαιδευτικών στις δημόσιες σχολικές δομές, καθορίστηκε με τον Ν. 2525/1997 και τη διενέργεια γραπτού διαγωνισμού. Το άρθρο 6 παρ. 3 του Ν. 2525/1997 έδωσε το συγκεκριμένο πλαίσιο, προς δύο κατευθύνσεις: α) την κατάργηση πρακτικώς της ισχύουσας επετηρίδας και β) τη διενέργεια γραπτού διαγωνισμού υπό τον ΑΣΕΠ ανά διετία. Προς άρση μάλιστα αδικιών και αποφυγή οποιουδήποτε αιφνιδιασμού προέβλεψε ένα μεικτό σύστημα πρόσληψης με ποσόστωση και με περιορισμένο χρονικό ορίζοντα μιας πενταετίας (1998-2002). Στο σημείο αυτό να παρατηρηθεί ότι το μεταβατικό αυτό στάδιο της ποσόστωσης, κυριολεκτικά «έγινε λάστιχο», με μεταγενέστερες διατάξεις που μετέβαλλαν, κατά το δοκούν, τα ανάλογα ποσοστά, με κατάληξη τη δημοσίευση της υπ’ αριθμ. 527/2015 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έλυσε οριστικά το ζήτημα, υπέρ της απόλυτης προτεραιότητας των επιτυχόντων του ΑΣΕΠ.
Είναι λοιπόν σαφές ότι η διαδικασία πρόσληψης των εκπαιδευτικών είναι δυνατή μόνο με το πλαίσιο που όρισε το άρθρο 103 παρ. 7 εδ. α΄ του Συντάγματος, δηλαδή μέσω ΑΣΕΠ, είτε με την προκήρυξη γραπτού διαγωνισμού είτε με επιλογή με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια. Σε κάθε όμως περίπτωση, η ανεξάρτητη αρχή είναι αυτή που καταρτίζει τους οριστικούς πίνακες για την επιλογή από αυτούς των μόνιμων εκπαιδευτικών.
Άρα η επιλογή του συνταγματικού νομοθέτη ήταν να οριστεί αντικειμενικότερος τρόπος πρόσληψης έναντι του προϊσχύοντος, ήτοι της επετηρίδας. Παρέλκει να κριθεί το ορθό ή μη της επιλογής αυτής καθώς η εκάστοτε προτίμηση, ακόμη και του συνταγματικού νομοθέτη, είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, ενδεχομένως συγκυριακών, ενίοτε μικροπολιτικών και ως εκ τούτου ξένων προς το πνεύμα του προσδιορισμού δομικών και στέρεων κανόνων που οφείλει να χαρακτηρίζει το Σύνταγμα. Το Σύνταγμα ορίζει όσα ορίζει και με βάση αυτό το πλαίσιο θα προχωρήσει και η σκέψη μας.
Γεννάται όμως ένα κρίσιμο ερώτημα αναφορικά με την προτεραιότητα ή μη του τελευταίου κάθε φορά γραπτού διαγωνισμού. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση της πρόσληψης εκπαιδευτικών επιτυχόντων του ΑΣΕΠ και μάλιστα μετά τη μη διενέργεια νέου γραπτού διαγωνισμού ήδη από το 2008, για τους γνωστούς δημοσιονομικούς λόγους, οι επιτυχόντες ποίου ΑΣΕΠ θα προηγηθούν, του 2008, του 2006 ή του 2004;
Στο εν λόγω ζήτημα, απάντηση δίνεται από το την παρ. 3 του άρθρου 6 του Ν. 2525/1997, όπου ρητώς ορίζεται ότι η διενέργεια του γραπτού διαγωνισμού γίνεται από τον ΑΣΕΠ ανά διετία και ισχύει για μία διετία. Η διενέργεια του διαγωνισμού γίνεται με προκήρυξη με την οποία καλούνται οι υποψήφιοι να καλύψουν συγκεκριμένα κενά τα οποία επακριβώς ορίζονται. Η ισχύς του καταρτισθέντος πίνακα διοριστέων ισχύει για μια διετία, ήτοι για διάστημα που διανύεται μέχρι την πραγματοποίηση του επόμενου διαγωνισμού. Ο επόμενος διαγωνισμός προκηρύσσει την πλήρωση των κενών που προκύπτουν στο μεσοδιάστημα αλλά και όσων ενδεχομένως δεν καλύφθηκαν με τον προηγούμενο χρονικά διαγωνισμό.
ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ
Ο νομοθέτης επιθυμεί, κατά αυτόν τον τρόπο, να επιλύσει το ζήτημα της επιλογής του εκπαιδευτικού προσωπικού με αντικειμενικά κριτήρια και προς τούτο προκρίνει τη διενέργεια γραπτού διαγωνισμού με συγκεκριμένη ισχύ. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν επιθυμεί τη διατήρηση της επετηρίδας και για το λόγο αυτό τόσο ο συντάκτης του Ν. 2525/1997 την περιορίζει μέχρι το 2002 μέσω της ποσόστωσης όσο και το Σύνταγμα από το 2001 την απαγορεύει πλήρως. Μια διατήρηση όμως σε ισχύ των επιτυχιών παλαιότερων ΑΣΕΠ και θέσπιση τους ως κριτηρίου για την κατάρτιση νέων πινάκων διοριστέων, συνιστά, τρόπον τινά, επαναφορά του θεσμού της επετηρίδας, γεγονός που σίγουρα ο νομοθέτης δεν επιθυμεί, άλλως θα το όριζε ρητώς.
Για παράδειγμα ο Ν. 3848/2010 όρισε συγκεκριμένα τη δυνατότητα επιλογής της καλύτερης βαθμολογία από τους προηγούμενους διαγωνισμούς. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση η διενέργεια νέου διαγωνισμού από το 2010 και μετά, ακριβώς για να μην υπάρξει υπέρμετρος αιφνιδιασμός.
Στο σημείο αυτό διατυπώνεται έντονα ο αντίλογος: η μη διενέργεια γραπτού διαγωνισμού ΑΣΕΠ από το 2008 και μετά, ακυρώνει ουσιαστικά τη πρόταξη του έναντι των προγενεστέρων.
Όμως και αυτό δεν είναι ορθό, καθώς όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η διενέργεια του τελευταίου διαγωνισμού, ουσιαστικά «απενεργοποιεί» τον προηγούμενο. Ο επιτυχών του 2006, για παράδειγμα, γνώριζε κατά το χρόνο διεξαγωγής του διαγωνισμού του 2008, ότι είχε απολέσει το δικαίωμα του και αν έπρεπε να διεκδικήσει την πρόσληψη του έπρεπε να συμμετάσχει ξανά στον διαγωνισμό και αυτό έκανε. Με την ίδια του τη συμμετοχή στο νέο διαγωνισμό «ακύρωνε» την προηγούμενη επιτυχία του, από τη στιγμή μάλιστα που γινόταν για τον ίδιο κλάδο και ειδικότητα.
Κάθε άλλη ερμηνεία θα συνιστούσε εκ των υστέρων ανατροπή δεδομένων, αιφνιδιασμό του διοικούμενου και προσβολή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του πολίτη απέναντι στη Διοίκηση, στοιχεία ανεπίτρεπτα κατά το Σύνταγμα.
Ενδεχομένως και κατ’ άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, μόνο για τους διοριστέους των προηγούμενων ΑΣΕΠ, η μη πρόσληψη τους να συνιστά λόγο για θεμελίωση αξίωσης αποζημίωσης κατά του Δημοσίου.
Οι πίνακες επιτυχόντων του ΑΣΕΠ, μετά τη διενέργεια του γραπτού διαγωνισμού του 2008, είναι πρακτικά οι μόνοι από τους οποίους μπορούν να επιλεγούν, ως επιλαχόντες, εκπαιδευτικοί για την πλήρωση λειτουργικών κενών σε σχολικές δομές, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αποκλειομένης κάθε άλλης δυνατότητας μετά και την πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ενδεχομένως ο τρόπος αυτός επιλογής να δημιουργεί αντιπαραθέσεις, όμως συνιστά τον μόνο τρόπο που δεν οδηγεί σε πλήρη αιφνιδιασμό των εκπαιδευτικών και αναδρομική ανατροπή των δεδομένων τους.