Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακής ΙΑ’ Ματθαίου
(Α’ Κορ. θ’ 2-12)
Γράφει ο Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος,
Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Δρ. Πωγ. &Κονίτσης
e-mail: [email protected]
e-mail: [email protected]
Αν όλοι οι άνθρωποι, λίγο έως πολύ, έρχονται στιγμές που δέχονται κατηγορίες και συκοφαντίες, τούτο ισχύει σε μεγάλο βαθμό και για τους αυθεντικούς εργάτες τού Ευαγγελίου.
Στο Αποστολικό Ανάγνωσμα ακριβώς αυτήν την κατάσταση μελετούμε και βλέπουμε, πως και αυτός ο Απόστολος Παύλος αναγκάζεται με θάρρος να απολογηθεί για να μη κλονισθεί το έργο του στην Εκκλησία τής Κορίνθου. Είναι φοβερό. Αντί να θαυμάζουν την μοναδική του αυταπάρνηση, τον έκαναν στόχο των συκοφαντιών τους και της κακίας τους. Και ο κήρυξ τής οικουμένης ομιλεί τώρα για τα δικαιώματα που εθυσίασε για την υπηρεσία τού Ευαγγελίου και την αλήθεια τού θείου κηρύγματος.
Αναπτύσσει τα επιχειρήματα που οπωσδήποτε τον δικαιώνουν απολύτως, αλλά εκείνο που συγκλονίζει και καταρρίπτει όλες τις συκοφαντίες είναι ο καρδιακός λόγος που απευθύνει στους ίδιους τούς μαθητές του. “Ει άλλοις ουκ ειμί απόστολος, αλλά γε υμίν ειμί· η γαρ σφραγίς τής εμής αποστολής υμείς εστέ εν Κυρίω”. Αν δηλαδή για άλλους δεν είμαι Απόστολος, αλλά για εσάς βεβαίως είμαι. Ναι, η απόδειξις της αποστολικής ιδιότητός μου είστε εσείς, που σας οδήγησα στον Κύριο.
Πράγματι οι πιστοί που αγωνίζονται να εφαρμόσουν στην ζωή τους τα θεία προστάγματα, πολύ δε περισσότερο οι κληρικοί που κηρύσσουν ακέραιο τον ζωντανό λόγο τού Θεού, είναι αδύνατον να μη γευθούν από τον πικρό αυτό καρπό τής συκοφαντίας. Και το πράγμα καθίσταται έτι πλέον τραγικότερον όταν τα “πάρθια βέλη” τα δέχεται κανείς από ανθρώπους που διακόνησε στο πλαίσιο της Ευαγγελικής διδαχής και της εν Χριστώ αγάπης.
Αν ρίξουμε μια ματιά στα ιερά συναξάρια και σ’ αυτή την Εκκλησιαστική Ιστορία από τα βάθη των χρόνων έως και αυτών των ημερών μας, θα διαπιστώσουμε την πικρή αυτή αλήθεια. Θα έλεγε κανείς πως ο πειρασμός αυτός αποτελεί και ένα κριτήριο τόσο για την γνησιότητα της όλης πνευματικής εργασίας, όσο και για τον καταρτισμό και το επίπεδο της προσωπικότητος του εργάτου τού Ευαγγελίου.
Και επειδή όλοι ενδέχεται ν’ αντιμετωπίσουμε τα κύματα αυτά τής “αδελφικής αγάπης”, καλόν θα είναι να σταθούμε και να προσέξουμε δύο καίρια σημεία.
Πρώτον. Να εξετάσουμε εάν οι κατηγορίες μπορούν να σταθούν. Εάν δηλαδή είναι πραγματικές. Εάν όντως έχουμε δώσει εμείς οι ίδιοι αφορμές αλλά και υλικό ώστε οι άλλοι καλώς ή κακώς μάς λούζουν με τα λόγια τους και την συμπεριφορά τους. Και εάν πράγματι τα όσα μας κατηγορούν έχουν αληθείας, τότε ουσιαστικώς αν και δεν δείχνουν αγάπη, αλλά κακία, θα πρέπει να τους θεωρήσουμε ευεργέτες μας. Μάλιστα ευεργέτες, διότι έστω και με αυτόν τον αρνητικό τρόπο μάς υποβοηθούν στο να αναθεωρήσουμε την εν γένει συμπεριφορά μας και να διορθωθούμε. Εάν αντιθέτως τα όσα λέγονται και διαδίδονται είναι έωλα και αποτελούν υλικό συκοφαντίας, εάν η συνείδησίς μας και ο πνευματικός μας πατέρας μάς καθησυχάζουν ότι πρόκειται περί πειρασμού, τότε ας ειρηνεύουμε και ας συνεχίζουμε το έργο μας, δεόμενοι ταυτοχρόνως και υπέρ των καθ’ οιονδήποτε τρόπο επηρεαζόντων ημάς.
Αλλ’ ας περάσουμε τώρα να δούμε και το δεύτερο σημείο τού θέματός μας το οποίο χρήζει μεγάλης εξετάσεως, αφού εγείρει λεπτά σημεία που έχουν άμεση σχέση τόσο με εμάς τους ιδίους, όσο και με αυτή την πίστη μας.
Δυστυχώς το πολυκέφαλον τέρας τού εγωϊσμού ανατρέπει τα δεδομένα, με αποτέλεσμα εκεί που πρέπει να σιωπούμε αντιδρούμε και το αντίθετο. Αποτέλεσμα; Να χάνονται οι ευκαιρίες που μας δίδονται για πνευματική προκοπή. Αντιδρούμε δηλ. και η σύγχυσις μας φέρνει ταραχή όταν συνήθως θίγεται το εγώ μας. Δημιουργούμε θέματα και απολογούμεθα όταν φαίνεται να αγγίζεται η αυτοεκτίμησις. Αντιθέτως μένουμε απαθείς έως αναισθησίας όταν θίγεται ο Ευαγγελικός νόμος και η “πίστις γίνεται το κινδυνευόμενον”.
Αυτό το τελευταίο, δυστυχώς, το βλέπουμε κατά επαναλαμβανόμενο ρυθμό ιδίως στην εποχήν μας και κυρίως από αυτούς που λόγω θέσεως θα έπρεπε να προτάξουν τα στήθη τους όταν τα ομαδικά πυρά των αθέων και των αντιχρίστων στοχεύουν την Ορθόδοξον πίστιν μας, τα Ελληνοχριστιανικά μας ιδεώδη και αυτόν επίσης τον φυσιολογικό τρόπο ζωής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των όσων καταγράφουμε αποτελεί ο δεδιωγμένος Άγιος Νεκτάριος. Πλείστα όσα συγγράμματά του αποτελούν οπλοστάσιο βαρέος οπλισμού έναντι των εχθρών τής πίστεως. Επιχειρήματα ακατάβλητα που χρησιμοποιούσε εκ περιωπής για να αντικρούσει τους αθέους και αιρετικούς τής εποχής του, αλλά ταυτοχρόνως πνευματική εργασία μοναδική στον ποιμαντικό και μοναχικό του αργότερα κύκλο διά του οποίου έφθασε τις απρόσιτες κορυφές τής αγιότητος. Τον φωτισμόν δηλ. και την θέωσιν.
Εκείνο δε που προξενεί ιδιαιτέρα συγκίνηση είναι πως και όταν ακόμα αναγκάζεται εκ των πραγμάτων να ζητήσει από την Εκκλησιαστική διοίκηση το δίκαιόν του, οι ενέργειές του εν αληθεία και ταπεινώσει, σκοπό έχουν διά της αποκαταστάσεως του δικαίου, όχι τόσο τον ίδιο τον εαυτόν του, όσο κυρίως για την ορθή Εκκλησιολογική και διοικητική πορεία τόσο στο Παλαίφατο Πατριαρχείο τής Αλεξανδρείας όσο και της Ελλαδικής Εκκλησίας.
Και ναι μεν επί των ημερών μας, έστω και τόσο αργά η Εκκλησία της Αλεξανδρείας εζήτησε συγγνώμη από τον Άγιο. Πόσο όμορφο πράγματι θα ήταν και κάθε τοπική Εκκλησία που καυχάται για την Αποστολικότητά της, να αποδώσει το δίκαιο, εάν το έχει στερήσει σε ανθρώπους που και αυτοί ελιτάνευσαν επί σειρά ετών τον σταυρό τής αδικίας και όχι μόνον, εάν όντως πιστεύουμε στον Δίκαιο Κριτή και αφού γνωρίζουμε ότι κυρίως σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις λειτουργούν ατέγκτως οι πνευματικοί λεγόμενοι νόμοι.
Θα κλείσουμε με τον λόγο συγχρόνου Γέροντος. “Όταν θίγεται το εγώ μας, ας γινόμεθα χαλί να μας πατούν. Κέρδος έχουμε. Εάν αντιθέτως προσβάλλεται η πίστις μας και το Ορθόδοξον ήθος, τότε επιβάλλεται να γινόμεθα λέοντες πυρ πνέοντες”. Αμήν.