Ἀρχιμ. Αθανάσιου Αναστασίου, Προηγουμένου Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου
Ἕνας πρῶτος σχολιασμός τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας
τῆς 23ης-24ηςΝοεμβρίου 2016
Στίς23 καί 24 Νοεμβρίου 2016 συνεδρίασεἐκτάκτωςἡἹεράΣύνοδοςτῆςἹεραρχίαςτῆςἘκκλησίαςτῆςἙλλάδοςμέἀποκλειστικόθέματήνἀποτίμησητῆς «Συνόδου» τῆςΚρήτης. Τήν συνεδρία αὐτή τῆς Ἱεραρχίας ἀνέμενε μέ μεγάλο ἐνδιαφέρον καί ἀγωνία ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ,
πού εἶχε ἐναποθέσει σέ αὐτή τίς ἔσχατες ἐλπίδες του γιά ἕναν ἐπαναπροσδιορισμό τῶν θέσεων τῆς Ἱεραρχίας, πού θά ὁδηγοῦσε στόν ἐντοπισμό τῶν ἐσφαλμένων ἐπιλογῶν καί ἀποφάσεων τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης.
Δυστυχῶς, ὅμως, οἱ προσδοκίες αὐτές διαψεύστηκαν, γεγονός πού μᾶς προκάλεσε βαθύτατο πόνο καί μεγάλη ἀπογοήτευση. Αἰσθανόμαστε τήν ἱερατική καί μοναχική μας συνείδηση νά ἀντιδρᾶ ἔντονα καί νά ἀνθίσταται, ἀδυνατώντας νά κατανοήσει καί νά ἀποδεχθεῖ τίς ἀποφάσεις πού ἐλήφθησαν. Αἰσθανόμαστε ἐπιτακτικά τήν εὐαγγελική ἐντολή νά μᾶς ὁδηγεῖ, ὥστε νά ὁμολογήσουμε ὑπέρ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αἰσθανόμαστε νά μᾶς ἐπιτάσσει νά μήν σιωπήσουμε, ἀλλά νά καταθέσουμε, ἐνώπιον τῆς Ἐκκλησίας, τήν καλογερική δογματική μας συνείδηση μέ εὐθύτητα καί εἰλικρίνεια, χωρίς κατακριτική διάθεση, ἀλλά μέ ἔμπονη ἀγάπη πρός τήν Ἁγία μας Ἐκκλησία καί τήν ἀλήθεια τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας.
Μᾶς παρακινεῖ σέ αὐτό, τό φωτεινό παράδειγμα τῶν Ἁγίων μας, παλαιῶν καί συγχρόνων, καθώς καί ἡ προτροπή τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου: «Εἶναι ἐντολή τοῦ Κυρίου νά μή σιωπᾶμε, ὅταν κινδυνεύει ἡ Πίστη... Ὅταν πρόκειται γιά τήν πίστη, δέν μποροῦμε νά ποῦμε· Ἐγώ ποιός εἶμαι; Εἶμαι ἱερέας; Ὄχι. Ἄρχοντας; Οὔτε. Στρατιώτης; Γεωργός; Οὔτε καί αὐτό. Εἶμαι φτωχός, ἐξασφαλίζοντας μόνο τήν καθημερινή μου τροφή. Δέν ἔχω λόγο, οὔτε ἐνδιαφέρον γιά τό θέμα αὐτό. Ἀλλοίμονο! Οἱ πέτρες θά κράξουν, καί σύ μένεις σιωπηλός καί ἀδιάφορος;... Ὥστε ἀκόμα καί ὁ φτωχός τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως δέν θά ἔχει καμμιά δικαιολογία, ἄν τώρα δέν μιλᾶ, γιατί θά κριθεῖ καί μόνο γι’ αὐτό»[1].
Δυστυχῶς, παρά τήν σοβαρότητα τοῦ θέματος πού συζητήθηκε, οἱ Ἱεράρχες μας δέν στάθηκαν στό ὕψος τῶν περιστάσεων καί δέν ἔλαβαν τήν προσήκουσα ἀπόφαση. Κατά ἀκριβολογία πρόκειται οὐσιαστικά γιά ΜΗ ἀπόφαση καί ὄχι γιά ἀπόφαση. Πρόκειται γιά μία ἐσκεμμένα ἐπαμφοτερίζουσα ἀπόφαση, πού παρέχει τήν δυνατότητα πολλαπλῶν ἀναγνώσεων καί ποικίλων ἑρμηνειῶν.
Εἶναι μία ἀπόφαση διπλωματική καί ἐξισορροπιστική, χωρίς εὐθύτητα καί χωρίς καθαρές θέσεις, πού μόνο σκοπό ἔχει νά κατευνάσει τίς ἀντιδράσεις καί νά διατηρήσει τίς ἰσορροπίες μεταξύ τῶν ἀντιδρώντων, Ἐπισκόπων, κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν πιστῶν καί τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, παραπέμποντας οὐσιαστικά τό ζήτημα στίς «Καλένδες».
Ἡ ἀπόφαση αὐτή προκαλεῖ σύγχυση καί παραπλανᾶ τό ποίμνιο, κι αὐτό γιατί ἀπό τήν μία πλευρά δίνει τήν δυνατότητα στούς ὑπερασπιστές τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης νά ἐπικαλοῦνται τό γεγονός ὅτι δέν καταδικάστηκαν τά Κείμενα τῆς Κρήτης. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὅσοι δικαίως ἀντιδροῦν στίς ἀποφάσεις τῆς Κρήτης, ἐπικαλοῦνται τό γεγονός ὅτι ἡ Ἱεραρχία μπορεῖ μέν νά μήν κατεδίκασε τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, ἀλλά δέν τήν ἐπικύρωσε καί δέν ἐνέκρινε τά Κείμενά της.
Πρόκειται πραγματικά γιά μεθοδεύσεις, πού δέν εἶναι ἔντιμες καί εὐθεῖς καί δέν ἁρμόζουν σέ καμμία περίπτωση σέ ὀρθοδόξους Ἱεράρχες. Ὑποδηλώνουν μάλιστα ὅτι δέν πηγάζουν καί δέν ἀποτελοῦν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο εἶναι εὐθές καί ξεκάθαρο.
Στήν οὐσία παρέχεται ἄφεση ἁμαρτιῶν στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης καί γίνεται, ἔστω καί ἔμμεσα, ἀνεκτή ὅλη ἡ παθογένεια πού τήν συνόδευσε.
Παρέχεται ἄφεση ἁμαρτιῶν, ἀλλά καί ἔμμεση νομιμοποίηση, στίς πρωτοφανεῖς μεθόδους ἀδιαφάνειας, συγκεντρωτισμοῦ καί ἐπιβολῆς προειλημμένων ἀποφάσεων, πού κυριάρχησαν καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς προπαρασκευῆς τῆς «Συνόδου».
Παρέχεται ἄφεση ἁμαρτιῶν καί νομιμοποιεῖται ὁ ἀποκλεισμός τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος δέν γνώριζε ἀπολύτως τίποτε οὔτε γιά τό περιεχόμενο οὔτε γιά τήν θεματολογία αὐτῆς τῆς Συνόδου· οὐδέποτε πληροφορήθηκε κάτι σχετικό μέ τήν Σύνοδο αὐτή, οὐδέποτε συμμετεῖχε στήν διαδικασία προπαρασκευῆς της καί οὐδέποτε ἐνέκρινε τά πρός συζήτηση θέματά της.
Παρέχεται ἄφεση ἁμαρτιῶν καί νομιμοποιεῖται ὁ παραγκωνισμός καί ἡ φίμωση τῶν Ἐπισκόπων καί ἡ ἐπιλεκτική συμμετοχή μιᾶς ὀλιγαρχίας ἐκλεκτῶν, χωρίς ἀκόμη καί αὐτοί νά ἔχουν δικαίωμα ψήφου. Πρόκειται πραγματικά γιά μιά πρωτοφανή μεθόδευση, πού ἀποτελεῖ μοναδικό παγκόσμιο φαινόμενο στά ἐκκλησιαστικά χρονικά.
Παρέχεται ἄφεση ἁμαρτιῶν καί νομιμοποιεῖται ἡ ἐκκλησιαστικοποίηση τῶν αἱρέσεων, ἡ συμμετοχή μας στό Π.Σ.Ε., στό συνονθύλευμα αὐτό αἱρέσεων καί κακοδοξιῶν, ἡ μέχρι τώρα πορεία καί συμμετοχή στούς θεολογικούς διαλόγους καί τά ἀπαράδεκτα κείμενα πού παρήχθησαν σέ αὐτούς.
Παρέχεται ἄφεση ἁμαρτιῶν καί νομιμοποιεῖται ἡ βαπτισματική θεολογία, ἡ ἀποδοχή τῶν μυστηρίων τῶν παπικῶν, οἱ μικτοί γάμοι καί τόσες ἄλλες παρεκτροπές ἀπό τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία.
Ὅμως, μέ βάση τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ στό σύνολό του –καί ὄχι μόνον ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων- πού μαζί μέ τούς Ἐπισκόπους, τούς κληρικούς καί τούς μοναχούς συγκροτοῦν τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι αὐτός πού ἔχει ὄχι μόνον τό δικαίωμα, ἀλλά καί τήν ὑποχρέωση νά κρίνει καί νά ἐπικυρώνει τίς ἀποφάσεις ὅλων τῶν Συνόδων, ἀκόμη καί τῶν Οἰκουμενικῶν.
Ὅπως τονίζει χαρακτηριστικά ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ:
«Τὸ ὅλο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐπαληθεύη, ἤ, γιὰ νὰ εἴμαστε περισσότερο ἀκριβεῖς, τὸ δικαίωμα, καὶ ὄχι μόνο τό δικαίωμα, ἀλλὰ τὸ καθῆκον τῆς «ἐπιβεβαιώσεως». Μ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἔγραφαν στὴ γνωστὴ Ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ τοῦ 1848 ὅτι «ὁ λαὸς ὁ ἴδιος ἀπὸ μόνος του ὑπῆρξεν ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας»[2].
Καί σέ ἄλλο σημεῖο συμπληρώνει ὅτι:
«Τήν πλήρη ἱκανότητα νά διδάσκη δέν τήν ἔχει λάβει ὁ ἐπίσκοπος ἀπό τό ποίμνιό του, ἀλλά ἀπό τό Χριστό, μέσω τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Ἀλλ’ ἡ πλήρης αὐτή ἱκανότης, πού ἔχει δοθῆ σ’ αὐτόν, εἶναι ἱκανότης τοῦ νά φέρη τή μαρτυρία τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Περιορίζεται ἀπό τήν ἐμπειρία αὐτήν. Ἑπομένως, σέ ἐρωτήματα περί πίστεως, ὁ λαός πρέπει νά κρίνη ἀνάλογα μέ τή διδασκαλία του. Τό καθῆκον τῆς ὑπακοῆς παύει νά ἰσχύη, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος ξεφεύγη ἀπό τό καθολικό πρότυπο, ὁπότε ὁ λαός ἔχει τό δικαίωμα νά τόν κατηγορήση ἀκόμη καί νά τόν καθαιρέση»[3].
«Ἑπομένη τοῖς ἁγίοις πατράσι», ἡ δογματική συνείδηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ κρίνει, ἀξιολογεῖ καί ἀπορρίπτει, ὡς ἀπαράδεκτες, τίς ἀποφάσεις τόσο τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης ὅσο καί αὐτή τῆς πρόσφατης Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Αἰσθανόμαστε βαθύτατα λυπημένοι καί ἀπόλυτα ἀπογοητευμένοι ἀπό τούς Ἱεράρχες μας, πού σέ τόσο κρίσιμες στιγμές γιά τήν Ἐκκλησία μας καί τήν πατρίδα μας, μέ τέτοιες ἀπαράδεκτες ἀποφάσεις, κλονίζουν τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ λαοῦ στά πρόσωπά τους καί δημιουργοῦν ἀφορμές γιά διαιρέσεις καί σχίσματα μέσα στήν Ἐκκλησία.
Δυστυχῶς οἱ Ἱεράρχες μας γιά μία ἀκόμη φορά προτιμοῦν τό φιλάδελφο ἀπό τό φιλόθεο. Ἐπιλέγουν μιά ἐπίπλαστη ὁμοφωνία εἰς βάρος τῆς ἀλήθειας καί μέ τό πρόσχημα τῆς δῆθεν ἑνότητας τῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τῆς δῆθεν ὁμόνοιάς της, καταλήγουν σέ μιά ἀπόφαση τραγέλαφο καί παρωδία.
Ἐπικαλούμενη, ἄλλωστε, τό ἴδιο τεχνητό δίλημμα, αὐτό δηλαδή, τῆς ἑνότητας, πού κατά κόρον προβλήθηκε πρό, κατά καί μετά τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος -πλήν ἑνός, τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου- ὑπαναχώρησε ἀπό τίς ἀποφάσεις καί τήν σαφή ἐντολή πού εἶχε λάβει ἀπό τήν Ἱεραρχία καί ἐν μιᾷ νυκτί τήν καταστρατήγησε καί κατ’ ἀποτέλεσμα τήν ἀνέτρεψε.
Ἡ πολυδιαφημιζόμενη ἑνότητα, πού ἐθεωρεῖτο δῆθεν τό ζητούμενο τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, καταρρίφθηκε πρίν ἀκόμη αὐτή συνέλθει. Κι αὐτό γιατί ἀπουσίασαν ἀπό αὐτή τέσσερεις Τοπικές Ἐκκλησίες (τά Πατριαρχεῖα Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Γεωργίας καί Βουλγαρίας), πού ἀντιπροσωπεύουν μάλιστα περισσότερο ἀπό τό μισό τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος ἀνά τόν κόσμο. Οἱ Ἐκκλησίες αὐτές μάλιστα, στήν πλειονότητά τους, ἔχουν ἤδη ἀπορρίψει συνολικά τά Κείμενα τῆς «Συνόδου» αὐτῆς, τήν ὁποία δέν ἀναγνωρίζουν ὡς Πανορθόδοξη, Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.
Κατά συνέπεια, ποιά ἑνότητα ἐπικαλοῦνται οἱ Ἀρχιερεῖς; Αὐτό τό ἐπιχείρημα τῆς δῆθεν ἑνότητας ἔχει καταστεῖ ἤδη ἀπατηλό καί ψευδεπίγραφο καί δέν πείθει πλέον κανέναν. Γι’ αὐτό καί αἰσθανόμαστε ὅτι ἐμπαιζόμαστε κάθε φορά πού ἐπαναλαμβάνεται ξανά καί ξανά τό ἴδιο αὐτό ψευδοεπιχείρημα.
Μία ἑνότητα, ἄλλωστε, στηριγμένη στήν, ἀνεπίτρεπτη γιά Συνοδικές ἀποφάσεις, πού ἀφοροῦν μάλιστα δογματικά ζητήματα, διπλωματία καί στήν ἐξασφάλιση κακῶς νοούμενων ἰσορροπιῶν∙ μία ἑνότητα πού δέν ἑδράζεται στήν ἀληθινή πίστη∙ μία ἑνότητα ἐπιφανειακή καί ὄχι γνήσια καί οὐσιαστική∙ μία κατ’ ἐπίφαση ἑνότητα, ἐπιβαλλόμενη καί πειθαναγκαστική, δέν μπορεῖ σέ καμμία περίπτωση νά εἶναι ἁγιοπνευματική καί κατά Θεόν.
Γι’ αὐτό καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶς διδάσκει ὅτι «Κρείσσων ἐμπαθοῦς ὁμονοίας ἡ ὑπέρ εὐσεβείας διάστασις», δηλαδή ἡ διαφορά καί ἡ διάσταση χάριν τῆς εὐσεβείας, εἶναι καλύτερη ἀπό τήν ὁμόνοια πού εἶναι γεμάτη πάθη[4].