«Όταν ο κόσμος αλλάζει, τότε ακριβώς είναι η στιγμή που πρέπει να δυναμώσουμε τις ρίζες μας» τόνισε ο κατά την κοινή σύσκεψη της Ιεράς Συνόδου με τους Καθηγητές των Θεολογικών Σχολών στο Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Ρεπορτάζ για το Ραδιόφωνο της Εκκλησίας: Μάκης Αδαμόπουλος

Όπως κάθε χρόνο τιμήθηκε σήμερα στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Πεντέλης η μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Μεγάλου, ο οποίος είναι και ο Προστάτης της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο εορτασμός άρχισε με την Θεία Λειτουργία. Το μυστήριο της Θείας ευχαριστίας τέλεσε ο Αρχιεπίσκοπος και συλλειτούργησαν οι Μητροπολίτες Σύρου, Τήνου, Άνδρου, Κέας και Μήλου κ. Δωρόθεος και Σισανίου και Σιατίστης κ. Παύλος. Παρέστησαν Συνοδικοί Ιεράρχες και άλλοι Αρχιερείς, ενώ παρόντες ήταν Καθηγητές των Θεολογικών Σχολών Αθήνας και Θεσσαλονίκης.

 

Αμέσως μετά, πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα του Διορθοδόξου Κέντρου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η καθιερωμένη κοινή σύσκεψη της Ιεράς Συνόδου με τους Καθηγητές των Θεολογικών Σχολών.

 

Στον χαιρετισμό του ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρθηκε στο Μεγάλο Φώτιο λέγοντας μεταξύ άλλων πως «ο σοφός Πατριάρχης ανήκει στις πατερικές προσωπικότητες οι οποίες προσδιόρισαν το περιεχόμενο της ιστορίας κατά τρόπο μοναδικό. Πολύ λίγοι είχαν την ευκαιρία και τη χάρη να προσφέρουν μία τόσο ακμαία ακτινοβολία του χριστιανικού μηνύματος. Η πατριαρχία του εγκαινίασε παραλλήλως νέα δημιουργική περίοδο στις τέχνες και τα γράμματα, γνωστή ως Μακεδονική Αναγέννηση. Στοιχεία του κλασικού πνεύματος, τα φώτα και τα αγαθά της ελληνικής αρχαιότητας, αναβιώνονται ιδωμένα με την πνευματικότητα της Ορθοδοξίας και οδηγούν σε μία χρυσή τομή η οποία καταργεί τη ρήξη της εικονομαχικής κρίσης».

 

Σε άλλο σημείο ο Αρχιεπίσκοπος αναρωτήθηκε «κατά πόσο η μνήμη και τα διδάγματα του τιμωμένου αγίου πατρός δύνανται να εμπνεύσουν και να καθοδηγήσουν τα έργα μας;» και επεσήμανε: «Συλλογίζομαι ότι το ζητούμενο είναι ο λόγος και η στάση μας ως Ποιμένων και Καθηγητών να μην περιορισθεί σε διαπιστώσεις, αλλά να αναδυθεί ο τρόπος για δημιουργία, ανάκαμψη, διόρθωση, θεμελίωση στις σύγχρονες κατευθύνσεις της παιδείας και της ποιμαντικής μας».

 

Υπογράμμισε, επίσης, ότι «στις μέρες μας, που διαθέτουμε τα πληρέστερα μέσα για να γίνει η παιδεία καλύτερη, επικρατεί παραδόξως απερίγραπτη πνευματική ένδεια, η οποία διευρύνει τα υπαρξιακά αδιέξοδα. Η όλη προβληματική γύρω από το μάθημα των Θρησκευτικών και τα νέα προγράμματα αποτυπώνει αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα. Ενδιαφέρει περισσότερο η παράθεση ετερόκλητων πληροφοριών εν είδει δαιδαλώδους ιστού αιωρούμενου σε τόπο χωρίς έδαφος, παρά η σημασία τους, η οποία εκ φύσεως έγκειται στο βάθος των πραγμάτων. Η γνώμη μας είναι ότι όταν ο κόσμος αλλάζει, τότε ακριβώς είναι η στιγμή που πρέπει να δυναμώσουμε τις ρίζες μας. Όταν οι ρίζες είναι δυνατές, θα μεταδώσουν ζωή, θα θρέψουν νέους καρπούς που θα ανανεώσουν το πρόσωπο της γης».

 

Στον εφετινό εορτασμό ομιλητής ήταν ο κ. Εμμανουήλ Περσελής, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα: «Βυζαντινή Παιδεία, Άγιος Φώτιος και Νεοελληνική Σχολική Θρησκευτική Αγωγή. Αλληλοαναιρούμενες ή αλληλοσυμπληρούμενες αφηγήσεις;».

 

Αμέσως μετά ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρθηκε στις επιδράσεις στον χώρο της Παιδείας και του μαθήματος των Θρησκευτικών και επεσήμανε ότι «ο Καπποδίστριας είχε δηλώσει ότι η εκπαίδευση δε μπορεί να χωρίσει από τα εκκλησιαστικά θέματα. Οι δύο αυτοί τομείς τροφοδοτούνται από την ίδια πηγή, των φώτων. Αργότερα, διακρίναμε την Εκκλησία του χωριού στο κέντρο, πλάι το σχολείο και λίγο πιο πέρα η Κοινότητα. Κάτι που συναντάμε συχνά στο εξωτερικό. Σήμερα, όμως, και για λόγους δομικούς, αλλά και για λόγους ιδεολογίας βλέπουμε το μακριά από την Εκκλησία. Και αυτό είναι ένα θέμα που μας απασχολεί». Ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρθηκε, ακόμη, στην περίοδο της Βαυαροκρατίας, όπου οι ιεροκήρυκες δεν διορίζονταν από την Σύνοδο και την Εκκλησία, αλλά από τα Ανάκτορα και δεν τους επιτρεπόταν να λειτουργούν, παρά μόνο να κηρύττουν. «Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα δεν είναι καινούργιο είναι η εξέλιξη των πραγμάτων» σημείωσε ο Αρχιεπίσκοπος και συμπλήρωσε «υπάρχουν άνθρωποι που δεν θέλουν να ακούσουν για τον Μεγάλο Φώτιο και δεν τους ενδιαφέρει αυτή η εκπαίδευση. Πώς θα πιέσω εγώ αυτά τα παιδιά να ακούσουν τα διδάγματα του Αγίου Φωτίου; Πρέπει να γίνει προσπάθεια, αλλά σε βάσεις καλές και όχι με την βία. Διότι ο Χριστιανισμός ποτέ δεν επεβλήθη δια της βίας και όταν επεβλήθη το πλήρωσε πολύ ακριβά».

 

Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο Αρχιεπίσκοπος επεσήμανε ότι η εισήγηση του κ. Καθηγητή μας δίνει την αφορμή να δούμε την πορεία της εκπαίδευσης και να δούμε τα πράγματα χωρίς ιδιοτέλεια και προκαταλήψεις, αλλά με ειλικρίνεια. «Η ιδιοτέλεια έχει μπει κατά τέτοιο τρόπο σαφή, δυνατό, στα σημερινά γεγονότα των Θρησκευτικών που έχουν καταλήξει πολλοί από μας που συζητάμε, ότι τα θρησκευτικά δεν είναι θέμα της Εκκλησίας, είναι θέμα προσώπων που ο καθένας θέλει μέσα από κει να αναμειχθεί, να επιβληθεί, να πάρει την θέση που την διεκδικεί κάποιος άλλος. Αν δεν τα δούμε με αντικειμενικότητα θα παιδευόμαστε πολύ καιρό ακόμη και θα μαλώνουμε για το τι θα αποφασίσουμε».

 

Στη συνέχεια διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των παρισταμένων και τοποθετήθηκαν Ιεράρχες, αλλά και Καθηγητές.