Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, όπως και ο δικαστής, οφείλει να ακούει με προσοχή όλες τις πλευρές, να συνθέτει τις διαφορές.
Κατά τη διάρκεια της ομιλίας της στην τελετή αναγόρευσής της σε επίτιμη διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, η Κατερίνα Σακελλαροπούλου αναφέρθηκε στον ρόλο της ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τους στόχους, τις προτεραιότητες και τις ευαισθησίες της. Επίσης, δήλωσε ότι δεν εκπροσωπεί καμιά παράταξη, αλλά όλους τους Ελληνες, και είναι προσηλωμένη στο γενικό και εθνικό συμφέρον.
«Για τον ανώτατο δικαστή, η μετάβαση από την κλειστή αίθουσα του δικαστηρίου στην ανοικτή σφαίρα της πολιτικής δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Ο δικαστικός αυτοπεριορισμός και η εσωστρέφεια δίνουν τη θέση τους στη συνεχή έκθεση, στη συρρίκνωση της ιδιωτικότητας, στην εξωστρέφεια του πολιτικού αξιώματος. Η καθημερινότητα μεταβάλλεται ριζικά, ο ρυθμός της ζωής αλλάζει», είπε η κυρία Σακελλαροπούλου, περιγράφοντας έτσι το πέρασμά της στην πολιτική, με την εκλογή της στην Προεδρία της Δημοκρατίας.
Όπως σημείωσε, η ιδιότητα του νομικού είναι αυτή που κάνει πιο οικεία τα συνταγματικά της καθήκοντα και την άσκηση των αρμοδιοτήτων της στην Προεδρία. Τα εφόδια και οι εμπειρίες που αποκόμισε από τη δικαστική της θητεία, ο βίος στο Συμβούλιο της Επικρατείας είναι το ψυχικό και συναισθηματικό της απόθεμα, ο τρόπος που συνταιριάζει τη νομική με την πολιτική της αποστολή.
Σακελλαροπούλου: «Προσηλωμένη στο γενικό και στο εθνικό συμφέρον»
Έδωσε έμφαση στις προϋποθέσεις της απόστασης και της αμεροληψίας στην άσκηση των καθηκόντων της, προσηλωμένη στο γενικό και στο εθνικό συμφέρον και υπογράμμισε:
«Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, όπως και ο δικαστής, οφείλει να ακούει με προσοχή όλες τις πλευρές, να συνθέτει τις διαφορές. Ο ρυθμιστικός μου ρόλος, όπως περιγράφεται στο Σύνταγμα, και η ενωτική υπέρβαση των κομματικών σκοπιμοτήτων, προϋποθέτει την απόσταση και την αμεροληψία. Δεν εκπροσωπώ καμία παράταξη, αλλά όλους τους Έλληνες.
»Ως Πρόεδρος, παραμένω στο τέλος της ημέρας όπως ακριβώς και στη δικαστική μου διαδρομή: ένας δημόσιος λειτουργός, προσηλωμένος στο γενικό και στο εθνικό συμφέρον. Μακριά από την ιδιωτική και ιδιοτελή αντίληψη του θεσμού, τη μικροπολιτική ένταξη. Η θεσμική συνείδηση και η ανάληψη της ευθύνης απέναντι στον ελληνικό λαό δεν συνιστούν συνθήματα πολιτικής. Συγκροτούν τον πυρήνα της άσκησης των δημοσίων και κρατικών αξιωμάτων και πρέπει να μας εμπνέουν όλους, ανεξάρτητα από τη θέση μας στην κρατική πυραμίδα».
Σχετικά με τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, επισήμανε πως «στο πολίτευμά μας ο ρόλος του Προέδρου δεν είναι εκτελεστικός, ο συμβολισμός, εν τούτοις, που παράγει ο λόγος του, το ύφος και το ήθος στην εκπλήρωση του καθήκοντός του είναι πολύ σημαντικά», και πρόσθεσε:
«Υπάρχει, άλλωστε, ένα ευρύ πεδίο θεμάτων στα οποία μπορεί να παρέμβει ο Πρόεδρος και να δώσει έμφαση και περιεχόμενο σε αρχές, αξίες και νοήματα, πέρα από τις αρμοδιότητες που περιγράφει το Σύνταγμα. Πολλοί είναι αυτοί που απευθύνονται καλοπροαίρετα στον θεσμό, και αυτό με τιμά γιατί φανερώνει τις προσδοκίες των ανθρώπων. Είναι, ωστόσο, κρίσιμο για την εύρυθμη λειτουργία της Δημοκρατίας μας να τηρείται με συνέπεια η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών. Δεν εμπίπτει στην αποστολή του Προέδρου η παρέμβαση σε θέματα που εκκρεμούν στη Δικαιοσύνη ή ανήκουν στην κυβέρνηση, και εν γένει εντάσσονται στην άσκηση τρέχουσας πολιτικής».
«Τα σύνορα ανάμεσα στο δίκαιο και την πολιτική»
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας μίλησε για τα σύνορα ανάμεσα στο δίκαιο και την πολιτική και είπε χαρακτηριστικά:
«Το δίκαιο και η πολιτική τέμνονται. Παρότι όμως αφορούν συχνά τα ίδια ζητήματα, αναφέρονται σε διαφορετικές οπτικές και διατηρούν τη σχετική τους αυτονομία. Το δίκαιο είναι ο μανδύας της πολιτικής, αλλά δεν πρέπει να συγχέεται με αυτήν. Ούτε η πολιτική μπορεί να απορροφηθεί από το δίκαιο. Κατέχει το δικό της προνομιακό πεδίο, την ελεύθερη και πολλές φορές γκρίζα ζώνη της σκοπιμότητας, στα όρια πάντα του Συντάγματος και των νόμων. Αυτό επιτάσσει η δημοκρατική αρχή και η διάκριση των εξουσιών, οι θεμελιώδεις αρχές της Πολιτείας.
»Παρ’ όλα αυτά, στη χώρα μας πολιτικοποιούμε παραπάνω από το μέτρο, με λεξιλόγιο πολεμικό, τα νομικά ζητήματα ή εκνομικεύουμε τα πολιτικά, ανάλογα με τη συγκυρία ή το συμφέρον του καθενός. Όταν δεν διαφυλάσσουμε τα σύνορα ανάμεσα στο δίκαιο και την πολιτική, αδυνατίζουμε τη δημοκρατική συναίνεση. Υποτιμάμε το θεμέλιο του κοινωνικού μας συμβολαίου που είναι ο σεβασμός στη σύμβαση, στην ελευθερία μας να συμφωνούμε, αλλά και να διαφωνούμε συντεταγμένα. Ο θετικισμός είναι βασικό στοιχείο του πολιτισμού μας και ο νομικός τύπος δεν πρέπει να υποβιβάζεται ή να εργαλειοποιείται για χάρη των σκοπών».
Ταυτόχρονα, σημείωσε ότι ο καλός νομικός και ο ενάρετος πολιτικός μοιράζονται τον ίδιο πυρήνα αξιών, μια κοινή και αδιαπραγμάτευτη θέση, την αφοσίωσή τους στη φιλελεύθερη δημοκρατία, λέγοντας ότι αυτή δεν προκύπτει μόνον ως το απόσταγμα της γνώσης του δικαίου και των θεσμών, αλλά, πρωτίστως και κυρίως, ως μια θέση της προσωπικής ταυτότητας του καθενός.
Αυτές τις αρχές και αξίες προσπάθησε και η ίδια να υπηρετήσει στο δικαστήριο σε μια σειρά από ζητήματα για τα δικαιώματα, την ισότητα των φύλων, το περιβάλλον, την οικονομία.
Οι θέσεις αυτές πάντα προϋπέθεταν την επαφή με την κοινωνία και το βλέμμα έξω από την αίθουσα και ακριβώς ο συντονισμός της με το κοινωνικό είναι και η βασική προτεραιότητα της Προεδρίας της.