Οι επιπτώσεις της πανδημίας συνεχίζουν να ταλανίζουν την κοινωνία και, φυσικά, τον κόσμο της εκπαίδευσης.
του Παντελή Γαλίτη
Αυτό που εμφανίζεται ως ιδιαίτερα ανησυχητικό, είναι ότι οι επιπτώσεις της εποχής της τηλεκπαίδευσης αναδύονται ολοένα και εντονότερα στα σχολεία. Έντονες εκδηλώσεις βίας από μαθητές σε συνομηλίκους τους, σημαντική υποβάθμιση του μαθησιακού επιπέδου, κατάπτωση των αξιών και αρχών που διέπουν την παρουσία των μαθητών στην σχολική κοινότητα, μεγάλες δυσκολίες διαχείρισης της συμπεριφοράς της μαθητιώσας νεολαίας στους σχολικούς χώρους.
Ένα ακόμη πρόβλημα, προερχόμενο και αυτό από τα δύο προηγούμενα δύσκολα χρόνια της τηλεκπαίδευσης, φαίνεται πως θα διεκδικήσει, δυστυχώς, την προσοχή μας. Αν και δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στατιστικά στοιχεία, οι πιθανότητες το πρόβλημα αυτό να λάβει «σάρκα και οστά» εικάζεται πως είναι ορατές. Πρόκειται για τις αυξημένες απουσίες των μαθητών/-τριών. Απουσίες που ξεφεύγουν από τα δεδομένα της κανονικότητας. Συγκεκριμένα, εικάζεται πως ένας σημαντικός αριθμός μαθητών έχει συγκεντρώσει μέχρι σήμερα αριθμό απουσιών που είναι απαγορευτικός του χαρακτηρισμού της φοίτησής τους ως «επαρκής». Και μάλιστα, φαίνεται πως το πρόβλημα αυτό αφορά σε αρκετούς (πολλούς;) μαθητές που συνεχίζουν να προσέρχονται μέχρι σήμερα στο σχολείο τους.
Και πού μπορεί να οφείλεται αυτό το παράδοξο (σε σχέση με την κανονικότητα, προ κορονοϊού) φαινόμενο;
Τρεις είναι οι βασικοί λόγοι στους οποίους θα μπορούσε να αποδοθεί κάτι τέτοιο:
· Στα μαθησιακά κενά
· Στην απογοήτευση από την έλλειψη κινήτρων και προοπτικής που το σχολείο (δεν) προσφέρει
· Στην προβληματική κατάσταση των δύο προηγούμενων ετών
Τα μαθησιακά κενά λειτουργούν αποθαρρυντικά για κάποιους μαθητές, οι οποίοι αισθάνονται τον χώρο της τάξης τους ως «μη οικείο», ως χώρο που τους δημιουργεί αρνητικά συναισθήματα, ως χώρο στον οποίο επιβεβαιώνονται με δυσάρεστο τρόπο οι μαθησιακές τους ελλείψεις, γεγονός που, πιθανόν, λειτουργεί ως παράγοντας τακτικής απουσίας ή συχνής απομάκρυνσης από την αίθουσα διδασκαλίας.
Η έλλειψη κινήτρων και προοπτικής του σημερινού Λυκείου, το οποίο φαίνεται πως έχει εγκλωβιστεί σε εξετασιοκεντρικές διαδικασίες (βλέπε: Τράπεζα Θεμάτων), σε αναζήτηση τρόπων άκομψης παρεμπόδισης της προσπάθειας των μαθητών να εισαχθούν στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση (βλέπε: Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής), αγνοώντας τις πραγματικές ανάγκες των νέων παιδιών και τις ραγδαίες αλλαγές που συντελούνται σε όλα τα επίπεδα του ανθρώπινου βίου.
Το «κερασάκι στην τούρτα» έρχεται να προσθέσει η προβληματική κατάσταση των δύο προηγούμενων ετών, η οποία – κακώς – έχει δημιουργήσει την αίσθηση σε αρκετούς μαθητές και, δυστυχώς, και σε αρκετούς γονείς, πως το Υπουργείο Παιδείας και φέτος θα μεριμνήσει, όπως τα δύο προηγούμενα χρόνια, για την μη προσμέτρηση των, επιπλέον του ορίου, απουσιών.
Ένας τέταρτος λόγος, ο οποίος ίσως διεκδικεί και αυτός μερίδιο ευθύνης για την περιγραφόμενη αυτή κατάσταση, είναι η οικειοθελής αποχή από το σχολείο μαθητών που εκδηλώνουν πυρετό ή/και άλλα συμπτώματα συμβατά με τον COVID-19, στην βάση της προστασίας της εκπαιδευτικής κοινότητας, όπως προβλέπεται στην σχετική νομοθεσία: «Προβλέπεται αποχή από το σχολείο όσων εκδηλώνουν πυρετό ή/και άλλα συμπτώματα συμβατά με τον κορωνοϊό COVID-19, για την προστασία μαθητών και εκπαιδευτικών» (ΚΥΑ Αριθμ. Δ1α/Γ.Π. οικ. 55254/ΦΕΚ 4187 Β΄ /10-09-2021, Άρθρο 7). Όμως, για την οικειοθελή αυτή παραμονή στο σπίτι, δεν προβλέπεται κάποια διαδικασία μη προσμέτρησης αυτών των απουσιών, με αποτέλεσμα κάποια παιδιά να επιβαρύνονται με επιπρόσθετες απουσίες.
Οι παραπάνω λόγοι πιθανολογείται πως έχουν οδηγήσει πολλούς μαθητές στην «υπερφόρτωση» των απουσιών τους, πιθανότητα που, αν επαληθευτεί, θα αποτελέσει δυσάρεστη πραγματικότητα για πολλές οικογένειες, κυρίως παιδιών που φοιτούν στο Λύκειο. Και, παράλληλα, είναι πιθανόν να παρατηρηθεί επιδείνωση των δεικτών της μαθητικής διαρροής, ως συνέπεια αυτής της δυσάρεστης εξέλιξης.
Η παραπάνω περιγραφείσα κατάσταση προφανώς δεν αγγίζει την πλειονότητα της μαθητικής κοινότητας στην Δευτεροβάθμια εκπαίδευση και, ειδικότερα, στην Λυκειακή βαθμίδα, αφού οι περισσότεροι μαθητές, με την συνδρομή των γονέων τους, καταφέρνουν να διαχειριστούν αυτές τις ιδιαίτερες καταστάσεις. Δεν θα πρέπει όμως να αδιαφορούμε γι’ αυτό που συμβαίνει με μαθητές που δεν έχουν την δυνατότητα αυτής της επιτυχημένης διαχείρισης.
Προφανώς, το άρθρο αυτό δεν υπαινίσσεται να «χαριστούν» απουσίες στους μαθητές που έχουν ξεπεράσει το επιτρεπτό όριο, ως ενέργεια «εμπαιγμού» και απαξίωσης των συνεπών, στις υποχρεώσεις τους, μαθητών. Μοιράζεται τον προβληματισμό μιας ακόμη δυσάρεστης, διαμορφωθείσας από τον κορονοϊό, κατάστασης.
Τα παραπάνω είναι – ακόμη – εικασίες. Μακάρι να παραμείνουν τέτοιες. Είναι φορές που η επιθυμία να μην επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις είναι ξεκάθαρα ισχυρότερη της αντίστοιχης για επιβεβαίωσή τους. Ας αναμένουμε να συμβεί το πρώτο …