«ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»
Μία Σύνοδος μέ ἔλλειμμα συνοδικότητος
καί ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας
Συνέντευξη
τοῦ Καθηγητῆ κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη
στόν κ. Λυκοῦργο Μαρκούδη, Διευθυντή Προγράμματος
τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Σταθμοῦ τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας
Ἀπομαγνητοφωνημένο Κείμενο
ΠΡΩΤΟΜΕΡΟΣ
(24-2-2016)
* Στή γραπτή ἀπόδοση τῆς συνεντεύξεως ἔγιναν μικρές λεκτικές διορθώσεις
Γενικά γιά τή Μεγάλη Σύνοδο
Δημοσιογράφος: Ὅπως ἀντιλαμβανόμαστε, τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ πιστός λαός οὐσιαστικά ἀγνοεῖ τά σχετικά μέ αὐτό, πού ἀκοῦμε συνεχῶς νά λέγεται: τήν μέλλουσα νά συνέλθει Ἁγία καί Mεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Θά μπορούσατε κ. Καθηγητά, ὡς Καθηγητής Δογματικῆς πού εἶστε, νά μᾶς ἐνημερώσετε πού, πότε καί γιατί πρόκειται να συνέλθει αὐτή ἡ Μεγάλη Σύνοδος;
Καθηγητής: Πολύ εὐχαρίστως, ἀφοῦ κατ’ ἀρχήν σᾶς εὐχαριστήσω θερμά γιά τήν δυνατότητα, πού μοῦ δίνετε μέσῳ τοῦ ραδιοφωνικοῦ σταθμοῦ σας, νά ἐπικοινωνήσω μέ τούς ἐκλεκτούς ἀκροατές αὐτοῦ τοῦ σταθμοῦ, οἱ ὁποῖοι, στό μέτρο πού τούς γνώρισα ἀνά τήν Ἑλλάδα, ἔχουν ἔντονα πνευματικά ἐνδιαφέροντα καί ὑγιές ἐκκλησιαστικό φρόνημα. Στήν καλλιέργεια αὐτοῦ τοῦ φρονήματος συνέβαλε καί συμβάλλει σημαντικά ὁ ἐξαίρετος ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρα σταθμός σας. Καί τώρα ἀπαντῶ στό ἐρώτημά σας.
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως ὀνομάστηκε ἀπό τού ἐμπνευστές της, θά συνέλθει στό Κολυμπάρι τῶν Χανίων τῆς Κρήτης, κατά τήν Πεντηκοστή τοῦ τρέχοντος ἔτους. Καί ἐνῶ τό γεγονός αὐτό εἶναι πάρα πολύ σημαντικό, ὑπάρχει μεγάλο ἔλλειμμα ἐνημερώσεως, ὄχι μόνον τῶν ἁπλῶν λαϊκῶν καί κληρικῶν, ἀλλά καί πολλῶν Ἀρχιερέων τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Μόλις πρίν λίγες ἡμέρες ἔγινε γνωστή ἡ θεματολογία, πού θά ἀπασχολήσει τήν Σύνοδο καί «ὁ Κανονισμός Ὀργανώσεως καί Λειτουργίας τῆς Συνόδου». Ἀπό τήν μελέτη τῶν δημοσιοποιημένων κειμένων, προκύπτουν πολλά καί καίρια ἐρωτήματα, ἀλλά καί ἔντονος προβληματισμός γιά τόν χαρακτῆρα καί τόν σκοπό τῆς Μεγάλης αὐτῆς Συνόδου τῆς Ὀρθοδοξίας μας.
Γιατί Μεγάλη καί Ἁγία Σύνοδος καί ὄχι Οἰκουμενική
Δημοσιογράφος: Εἶναι πραγματικά πολύ ἐνδιαφέρον αὐτό, πού προσπαθοῦμε νά μάθουμε κ. Καθηγητά, καί κρατῶ αὐτό πού μᾶς εἴπατε: «ὀνομάστηκε ἔτσι ἀπό τούς ἐμπνευστές της». Γιατί ἡ μέλλουσα νά συνέλθει Σύνοδος ὀνομάστηκε Ἁγία καί Μεγάλη; Καί γιατί δέν ὀνομάστηκε Οἰκουμενική ἤ Πανορθόδοξος Σύνοδος; Εἴχαμε κάποια ἐπίσημη ἑρμηνεία ἀπό τούς διοργανωτές της; Καί τί σημαίνει στήν πράξη αὐτή ἡ ὀνομασία Ἁγία καί Μεγάλη;
Καθηγητής: Δέν ὑπάρχει κάποια ἐπίσημη ἑρμηνεία, ἀλλά μπορεῖ νά εἰκάσει κανείς καί, κυρίως ὡς ἐπιστήμων, νά ἀναζητήσει τήν σκοπιμότητα, μέ τήν ὁποία τῆς δόθηκε ὁ τίτλος αὐτός. Ἡ ὀνομασία τῆς μελλούσης νά συνέλθει Συνόδου ὡς Ἁγίας καί Μεγάλης εἶναι μιά προβληματική καί διφορούμενη διατύπωση. Μέ ἄλλα λόγια ἐπιδέχεται διπλῆ ἀνάγνωση, ὅπως συνήθως σήμερα λέγεται. Καί τοῦτο, γιατί διαβάζοντας τά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων πληροφορούμαστε, ὅτι ἡ ὀνομασία Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἀπεδίδετο στίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Εἶναι χαρακτηριστικά, ἐν προκειμένῳ, ὅσα διατυπώνονται στούς Κανόνες συγκεκριμένων Συνόδων, ὅπως ἔχω ὑπόψιν μου αὐτή τήν στιγμή, τῆς Α΄ καί τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅπου γίνεται μνεία τοῦ γεγονότος, ὅτι αὐτοί οἱ Κανόνες προῆλθαν ἀπό αὐτή τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο. Αὐτό σημαίνει στήν πράξη, ὅτι τό κῦρος τῶν ἀποφάσεων μιᾶς τέτοιας Συνόδου εἶναι ἀπόλυτο καί ὑποχρεωτικό γιά ὅλους τούς πιστούς, -ἰδιαίτερα ὅταν πρόκειται γιά τόν Ὅρο, γιά τήν ἀπόφαση δηλαδή, ἤ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅπως εἶναι στήν Α΄ καί τήν Β΄ Οἰκουμενική-, ἀλλά καί γιά τούς Κανόνες αὐτῆς τῆς Συνόδου.
Μή ὀνομάζουσα ὅμως τόν ἑαυτό της Οἰκουμενική ἡ μέλλουσα Σύνοδος, ἐμφανίζεται ὡς νά φοβᾶται κάτι. Καί αὐτό εἶναι κάτι, πού σχετίζεται ὄχι μέ μᾶς τούς Ὀρθοδόξους, ἀλλά, πάντα κατά τήν γνώμη μου, μέ τούς ἑτεροδόξους καί μάλιστα τούς Ρωμαιοκαθολικούς. Στό σημεῖο αὐτό ὑπάρχει ἡ ἐσφαλμένη ἄποψη, ὅτι γιά νά συγκληθεῖ Οἰκουμενική Σύνοδος, θά πρέπει νά συμπεριλάβει καί τίς ἄλλες λεγόμενες «ἐκκλησίες», πού βρίσκονται στήν αἵρεση, ὅπως εἶναι κυρίως ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός καί ὁ Προτεσταντισμός. Αὐτό, ὅμως, δέν συνέβη ποτέ στήν ἱστορία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ποτέ δέν ἔλαβαν μέρος στίς Οἰκουμενικές Συνόδους ὅσοι ἀπέκλιναν ἀπό τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅσοι δηλαδή ἦσαν αἱρετικοί.
Τά λέμε αὐτά, ἐπειδή σέ ἕνα δογματικό θέμα καί εἰδικότερα ἐκκλησιολογικό τῆς μέλλουσας Μεγάλης Συνόδου, οἱ παραπάνω αἱρετικοί ὀνομάζονται «ἐκκλησίες». Ἀλλά σ’ αὐτό τό θέμα θά πρέπει νά ἐπανέλθουμε εἰδικότερα, γιατί εἶναι καί τό σημαντικότερο καί τό σοβαρότερο ἀπό ὅλα τά ἄλλα θέματα.
Δημοσιογράφος: Καί εἶναι, νομίζω κ. Καθηγητά, καί τό θέμα πού μέχρι στιγμῆς ἔχει συγκεντρώσει καί τίς πρῶτες ἀντιδράσεις ἀπό Ἐπισκόπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Κι ὄχι ἄδικα, προφανῶς, ἀπ’ ὅ,τι ἀντιλαμβανόμαστε. Μᾶς εἴπατε κάτι πολύ σημαντικό, ὅτι οὐδέποτε ἱστορικά στίς μεγάλες αὐτές Οἰκουμενικές Συνόδους συμμετεῖχαν οἱ αἱρετικοί. Καί νομίζω, ὅτι θά μπορούσαμε νά τονίσουμε, ὅτι στήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο δέν συμμετέχουν οἱ «ἐκκλησίες» πού ἀποσχίστηκαν, πχ. οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι.
Καθηγητής: Ἀκριβῶς, αὐτό εἶναι ἕνα τεκμήριο. Ἤ καί νωρίτερα, σέ ἄλλες Συνόδους, δέν συμμετεῖχαν Ἀρειανοί, Νεστοριανοί, Μονοφυσῖτες κ.τ.λ.
Εἶναι Σύνοδος Πανορθόδοξη; Ποιοί μετέχουν;
Δημοσιογράφος: Ἄρα, βλέπουμε μία, ἴσως ἐκ τοῦ πονηροῦ, διάθεση νά μή θέλουμε νά τήν ὀνομάσουμε Οἰκουμενική, γιατί θά ἀντιδράσουνε οἱ «ἀδελφές ἐκκλησίες». Εἶναι τελικῶς αὐτή ἡ Σύνοδος Πανορθόδοξη; Θά παρευρεθοῦν δηλαδή ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας;
Καθηγητής: Ἄλλο ἕνα πρόβλημα, πού καθιστᾶ αὐτή τήν Σύνοδο κυριολεκτικά προβληματική. Στήν Σύνοδο αὐτή θά ἀντιπροσωπευθοῦν ὅλες οἱ Τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, τυπικά. Καί λέμε ὅτι θά ἀντιπροσωπευθοῦν, γιατί περιέργως δέν θά προσκληθοῦν ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς κάθε, Τοπικῆς δηλαδή, Ἐκκλησίας. Κάθε Τοπική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά ἀποστείλει 23 Ἐπισκόπους, μέ 24ο τόν ἡγέτη καί Προκαθήμενό της. Δέν εἶναι γνωστό ἀκόμη μέ ποιά κριτήρια θά ἐκλεγοῦν αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι, πού θά συμμετάσχουν. Ἔτσι, ὅμως, ἡ Σύνοδος αὐτή δέν εἶναι κυριολεκτικά Πανορθόδοξη, ἀφοῦ κάποιοι Ἐπίσκοποι ἀποκλείονται. Μέ ἄλλα λόγια, δέν μπορεῖ νά εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη. Γι’ αὐτό εἶπα εἶναι προβληματική αὐτή ἡ ὀνομασία, ἐν σχέσει μέ τήν μεθοδολογία τῆς συγκλήσεώς της.
Στήν πραγματικότητα, γιά νά ποῦμε τά πράγματα μέ τό ὄνομά τους, εἶναι μία διηυρυμένη Σύνοδος Προκαθημένων. Δηλαδή εἶναι οἱ Προκαθήμενοι καί κάποιοι Ἐπίσκοποι. Βέβαια, ὑπάρχουν μικρές Ἐκκλησίες ἀριθμητικά, ὅπως εἶναι ἡ Κύπρος, ὅπου θά πᾶνε ὅλοι. Ὑπάρχουν ὅμως καί μεγάλες Ἐκκλησίες, ὅπως εἶναι π.χ. ἡ Ρωσική, μέ πάνω ἀπό 350 Ἐπισκόπους καί θά πᾶνε 24. Δηλαδή οἱ ἄλλοι Ἐπίσκοποι τί γίνονται; Εἶναι δευτέρας κατανομῆς; Ἐκφράζονται ἀπό αὐτούς τούς 24; Εἶναι καίρια αὐτά τά ἐρωτήματα. Ὁ θεσμός αὐτός, τῶν Συνόδων, δηλαδή, τῶν Προκαθημένων, θά πρέπει νά ποῦμε ὅτι εἶναι νεωτεριστικός καί τελείως ἄγνωστος στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἔγινε γνωστός, καθιερώθηκε, ἀπό τόν σημερινό Οἰκουμενικό Πατριάρχη καί μέ τήν ὀνομασία «Σύνοδος Προκαθημένων», ὅπως εἶπα, εἶναι ἀμάρτυρος καί ἄγνωστος τελείως στήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία.
Δημοσιογράφος: Θάμποροῦσαν ἐνδεχομένως κάποιοι νάμᾶςποῦνἐδῶ, κ. Καθηγητά, ὅτι καίκατά τόπαρελθόν, στούςπροηγουμένους αἰῶνες, εἶχαν γίνει κάποιες Σύνοδοι τῶνΠατριαρχῶν, τῶνἈνατολικῶν Πατριαρχείων τουλάχιστον.Ὡστόσο, ὅμως, καταλαβαίνουμεαὐτόπούμᾶςεἴπατε, ὅτιὑπάρχειμιάμικρήἘκκλησίαπ.χ. ἡΚύπροςἤἡἘκκλησίαΤσεχίαςκαίΣλοβακίας, οἱὁποῖεςδένἔχουντόσουςἘπισκόπους, ἐνῶμιάἀντίστοιχηἘκκλησίαμεγάλη, ὅπωςἡΡωσική, ἔχειπάραπολλούςκαίδένμποροῦννάσυμμετέχουνὅλοι. ΚαίπροφανῶςὁκάθεἘπίσκοπος, ἔχονταςκαίτόποίμνιότου, δένπαύεινάεἶναικαίφορέαςτοῦφρονήματοςτοῦπληρώματοςτῆςἘκκλησίας.
Καθηγητής: Αὐτό εἶναι πάρα πολύ σημαντικό πού λέτε, γιατί τό πρᾶγμα δέν εἶναι καθαρά ἀριθμητικό. Κάθε Ἐπίσκοπος καλεῖται νά φέρει τό φρόνημα τῆς Τοπικῆς του Ἐκκλησίας. Ποιός μπορεῖ αὐτό τό φρόνημα νά τό ὑποτιμήσει, νά τό παραβλέψει ἤ νά τό ἀκυρώσει καί ταυτόχρονα νά μιλᾶ γιά Μεγάλη Σύνοδο; Ὅπως σωστά εἴπατε, προηγουμένως, ὑπῆρξαν καί Σύνοδοι, καί στήν Τουρκοκρατία ἔχουμε τέτοιες Συνόδους, κάποιων Πατριαρχῶν, οἱ ὁποῖοι συνῆλθαν καί ἀποφάσισαν κάτι, ἀλλά ἔχουμε στή συνέχεια ἀποδοχή αὐτῶν τῶν ἀποφάσεων, πρίν νά γνωστοποιηθοῦν εὐρύτερα γιά τό κοινό, καί ἀπό Πατριαρχεῖα, πού δέν συμμετεῖχαν, ἐνδεχομένως, σ’ αὐτήν τήν συνάντηση, γιά λόγους τεχνικούς τῆς ἐποχῆς καί ἀπεδέχθησαν ἤ ἀπέρριψαν αὐτήν τήν ἀπόφαση. Δηλαδή, συνθῆκες ἱστορικές μπορεῖ νά περιορίζουν κάπως τά πράγματα, ἀλλά πάντοτε πρέπει νά ὑπάρχουν τά κριτήρια. Μποροῦμε σήμερα νά ἐπικαλεστοῦμε τέτοιες συνθῆκες, ὅταν τήν ἐποχή τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἡ δυνατότητα τῆς μετακίνησης εἶχε πάρα πολλές δυσκολίες, ἐνῶ σήμερα ὑπάρχει ἡ δυνατότητα στό διάστημα μιᾶς ἡμέρας ἤ ὀλίγων ὡρῶν νά συγκεντρωθοῦν οἱ Ἐπίσκοποι ἀπ’ ὅλο τόν κόσμο;
Αὐτό προφανῶς δέν γίνεται ἐξαιτίας κάποιων σκοπιμοτήτων, οἱ ὁποῖες σκοπιμότητες ὅμως δέν ὁμολογοῦνται, εἶναι ἀνομολόγητες. Ὁ καθένας ὅμως πιστός, ὡς σκεπτόμενος καί εὐαισθητοποιημένος ἐκκλησιολογικά, μπορεῖ νά κάνει τίς σκέψεις του, νά βγάζει τά συμπεράσματά του. Μπορεῖ κάποια ἀπ’αὐτά νά εἶναι ἐσφαλμένα ἀλλά κάτι πλανᾶται, τό ὁποῖο δέν εἶναι διαφανές. Ἕνα πρᾶγμα, πού θέλω νά πῶ ἐπ’ αὐτοῦ καί θεωρῶ ὅτι εἶναι σημαντικό, εἶναι ἡ ὑπογράμμιση αὐτή πού εἶπα, ὅτι πρώτη φορά στήν ἱστορία, ἀπ’ ὅσο εἶμαι σέ θέση νά γνωρίζω, θά ἀγνοηθεῖ ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιά μιά τέτοια Μεγάλη Σύνοδο. Ἔμμεσα πλήν σαφῶς, μέ τόν τρόπο αὐτό ἀμφισβητεῖται στήν πράξη ἡ θεμελιώδης ἐκκλησιολογική ἀρχή, ὅτι ὁ κάθε Ἐπίσκοπος ἔχει μία ἰσόκυρη ψῆφο, ὄχι μόνο μέ τούς συνεπισκόπους του ἀνά τόν κόσμο, ἀλλά καί μέ τόν Προκαθήμενό του, τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί μέ τόν πρῶτο στά «πρεσβεῖα τιμῆς», δηλαδή τόν Πρόεδρο αὐτῆς τῆς Συνόδου.
Αὐτό εἶναι τό Ἁγιοπνευματικό Συνοδικό Σύστημα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Κάθε ἄλλο παραπέμπει στό παπικό, συγκεντρωτικό καί ἀπνευμάτιστο σύστημα, θά μπορoῦσα νά τό πῶ μετά λόγου γνώσεως, τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ.
Ἀκύρωση τῆς Συνοδικότητας,
τῆς Ἁγιοπατερικῆς Παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας
Δημοσιογράφος: Σ’ αὐτό τό σημεῖο πέστε μας λίγο, πῶς θά γίνει ἡ ψηφοφορία, γιά νά ληφθοῦν οἱ ἀποφάσεις σ’ αὐτή τήν μέλλουσα Μεγάλη Σύνοδο;
Καθηγητής: Στό ἐρώτημα αὐτό θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά ἔρθουμε μετά, ἀπό πλευρᾶς διαδικασίας, γιατί ἐκεῖνο τό ὁποῖο δέν πρέπει νά ἀντιπαρέλθουμε αὐτή τήν στιγμή εἶναι, ὅτι ὁ τρόπος αὐτός κατ’ ἀρχήν τῆς ψηφοφορίας, μέ τήν ἐπιλογή ὁρισμένων Ἐπισκόπων, ὡς ἐκφραστῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἀκυρώνει οὐσιαστικά στήν πράξη τόν Ἁγιοπνευματικό καί ἐκκλησιολογικό χαρακτῆρα τῆς συνοδικότητας. Δηλαδή, μιλᾶμε ὄχι γιά κάτι περιθωριακό, ἀλλά κατεξοχήν πνευματικό, χωρίς τό ὁποῖο ἀκυρώνεται ἐκεῖνο πού χαρακτηρίζει ὡς ἁγιοπνευματική λειτουργία τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἀκυρώνεται μέ ἄλλα λόγια, ἄν θέλετε νά σᾶς τό πῶ καί διαφορετικά, ἡ Ἁγιοπατερική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Καί Ἁγιοπατερική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καί Ἁγιοπνευματική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἀντιλαμβάνεστε, ποῦ προσκρούει μία τέτοια μέθοδος στήν πράξη.
Μίμηση Ρωμαιοκαθολικισμοῦ-Προτεσταντισμοῦ
Δημοσιογράφος: Εἶναι πάρα πολύ σημαντικό, ἔτσι ὅπως μᾶς τό τοποθετεῖτε κ. Καθηγητά, ὅτι ἀκυρώνεται ἡ Ἁγιοπατερική καί Ἁγιοπνευματική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Καί πραγματικά, αὐτό πού ἀντιλαμβανόμαστε εἶναι, ὅτι στήν οὐσία ἀντιγράφουμε αὐτό, πού τόσα χρόνια κατηγοροῦμε, ὅτι κάνει ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός.
Καθηγητής: Ναί, αὐτό ἀκριβῶς ἔχει καί τήν ἐξήγησή του. Δηλαδή, τά τελευταῖα ἑκατό χρόνια, -καί θά πρέπει νά ἔρθουμε καί σ’ αὐτό τό θέμα-, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία φαίνεται στήν πράξη νά ἐκτρέπεται ἀπό τόν τρόπο τῆς δικῆς της Ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς καί νά μιμεῖται τόν Ρωμαιοκαθολικισμό, καί κατά περίπτωση τόν Προτεσταντισμό. Κυρίως, ὅμως, τό ἱερατεῖο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μιμεῖται τόν τρόπο τόν συγκεντρωτικό, τόν ἀπολυταρχικό τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ. Καί τοῦτο ἐπειδή, ὅταν κάποιος χάσει τήν Ἁγιοπνευματική αὐτή βίωση, δέν ἔχει πλέον τήν βεβαιότητα γι’ αὐτήν τήν ἑνότητα στήν Ἐκκλησία. Καί τότε ἐξαντλεῖ ἀνθρωπίνως αὐτές τίς δυνατότητες σέ μιά πειθαρχία, ἡ ὁποία εἶναι καθαρά ἐξωτερική καί ἀνθρώπινη. Γι’ αὐτό καί ἡ πειθαρχία αὐτή θεωρεῖται ὅτι εἶναι σπουδαία, ἀφοῦ εἶναι καισαρικοῦ τύπου. Καί αὐτό συμβαίνει πρακτικῶς σέ ὑπαρξιακό ἐπίπεδο, ὅταν ἐκλείψει ἡ χαρισματική παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν δηλαδή δέν βιοῦται αὐτό, τότε ὁ ἄνθρωπος ψάχνει γιά ὑποκατάστατα. Καί τό τραγικό εἶναι, ὅτι αὐτό ἔγινε θεσμικά στή Δύση, στόν Ρωμαιοκαθολικισμό. Ἀναζητήθηκε δηλαδή ὁ Καίσαρας στό πρόσωπο τοῦ Πάπα γιά τήν ἐπιβολή μιᾶς κοσμικοῦ τύπου πειθαρχίας.
Σήμερα θαυμάζεται αὐτό εὐρύτερα, ἀλλά θαυμάζεται ἀπό ἐκείνους, πού ἔχασαν τήν χαρισματική σχέση μέ τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, τό Ὁποῖο εἶναι ὁ ἐγγυητής αὐτῆς τῆς Ἀληθείας, κατά τήν ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ. Λησμονεῖται ὅμως ἀκόμη, ὅτι κεφαλή καί φερέγγυα Ἀλήθεια εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ὑποστατική Ἀλήθεια, δηλαδή ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Αὐτά τά πράγματα εἶναι στήν πράξη πολύ σοβαρά, καί φανερώνουν ἕνα ἔλλειμμα ὄχι ἁπλῶς γνωσιολογικοῦ – θεολογικοῦ χαρακτῆρα, ἀλλά τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Βεβαίως, ἱστορικά θά μποροῦσε κανείς νά δώσει τήν ἑρμηνεία: Ναί. Τόν προηγούμενο αἰῶνα οἱ θεολόγοι καί μελλοντικοί ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας εἴχανε πάει στή Δύση γιά νά μορφωθοῦν-παραμορφωθοῦν- θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά καί, κατά τό λαϊκό, «μ’ ὅποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θά μάθεις», προσπάθησαν αὐτοί οἱ ἡγέτες κατά καιρούς νά κάνουνε, θεσμικά, μία σύνθεση μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καί Πνευματικότητας καί τῆς Δυτικῆς αὐτῆς ἀλλοτριωμένης ζωῆς. Καί αὐτή τήν στιγμή δέν μιλῶ καθόλου θεωρητικά. Γι’ αὐτά, τά ὁποῖα λέγω, μιλοῦν τά ἴδια τά κείμενα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατά τόν 20όαἰῶνα. Καί μποροῦμε νά μιλήσουμε πιό συγκεκριμένα ἐπ’ αὐτοῦ, γιατί φαίνεται ἀπό τίς διακηρύξεις τῶν προσώπων αὐτῶν, ὅτι κάθε ἄλλο παρά ἐκφραστές τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας καί τῆς θεσμικῆς ἔκφρασης τῆς Ἀνατολῆς εἶναι.
Τρόπος ψηφοφορίας-Ποῦ βρίσκεται ἡ Ἀλήθεια
Δημοσιογράφος: Πραγματικά ἡἀλήθεια πονάει κ. Καθηγητά, καίεἶναι μιάἀλήθεια πούμᾶςπροβληματίζει.Γιατί ἄνἀπ’ αὐτόν τόνλόγο ξεκινήσαμε καίσιγά σιγά φθάσαμε ἐδῶ πούφθάσαμε σήμερα, τότε πρέπει νάθλιβόμαστε, γιατί πραγματικά ὑπάρχει ἔλλειψη τῆςβιωματικῆς Χάριτος, ὅπως μᾶςεἴπατε. Καί νομίζω, ὅτι ἀπό ἐκεῖ ξεκινᾶνε καί τελειώνουν τά πάντα. Ὅμως, ἐμεῖς θά συνεχίσουμε τά ἐρωτήματα, γιατί πραγματικά εἶναι πολύτιμη ἡ δική σας σημερινή βοήθεια πρός ὅλους.
Ξεκινάει λοιπόν ἡ διαδικασία – ἡ τελική εὐθεία τῆς Συνόδου. Μᾶς εἴπατε νωρίτερα, ἀκριβῶς αὐτή τήν ἔλλειψη πού θά ὑπάρχει στή συμμετοχή ὅλων τῶν Ἐπισκόπων. Καί ταυτόχρονα θά ὑπάρχουν ἐπιλεγμένοι -δέν ξέρω μέ ποιόν τρόπο θά ἀποφασίσει ἡ κάθε Ἐκκλησία, ποιοί θά εἶναι αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι, πού θά συμμετέχουν μέ τόν Προκαθήμενο. Αὐτοί θά ἔχουν λόγο στή Σύνοδο; Θά ψηφίσουν τελικά αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι, ὅταν θά βρεθοῦνε στή Σύνοδο; Πῶς θά γίνει ἡ ψηφοφορία στά θέματα, πού θά πρέπει νά συζητηθοῦν; Σ’ αὐτά τά θέματα πού ἔχουν, μέχρι στιγμῆς τουλάχιστον, δεῖ τό φῶς τῆς δημοσιότητας;
Καθηγητής: Ὅπως κι ἐσεῖς τό θέσατε ἐρωτηματικά, δέν ἔχει ἀνακοινωθεῖ καί δέν ὑπάρχει ἐνημέρωση σέ κάποιο Κείμενο ἐπίσημο ἀπό τήν Ε΄ αὐτή Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη, πού ἔγινε στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης ἀπό 10-17/10/2015. Δέν ἔχουν δοθεῖ ἀρχές καί κριτήρια καί προϋποθέσεις, ἐπί τῇ βάσει τῶν ὁποίων θά γίνει αὐτή ἡ ἐπιλογή, γιά νά γίνει ἡ ψηφοφορία. Ἡ ψηφοφορία θά γίνει παραδόξως, καί αὐτό εἶναι πρωτοτυπία στήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία, μόνον ἀπό τούς Προκαθημένους. Δηλαδή, εἴμαστε 15 Ἐκκλησίες; Θά ὑπάρχουν 15 ψῆφοι, οἱ ὁποῖες θά συνοψίζουν τήν θετική ἤ ἀρνητική θέση τῶν 24 Ἐπισκόπων τῆς κάθε Τοπικῆς Ἐκκλησίας – κατά πλειονοψηφία, βεβαίως. Καί τό ἐρώτημα εἶναι βαθύτερο βέβαια: Γιατί γίνεται ἔτσι καί γιατί δέν ἐκφράζονται ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι, ὅπως εἶπα προηγουμένως;
Νομίζω ὅτι, μετά ἀπό ὅσα εἶπα, μπορεῖ νά καταλάβει κανείς τήν ὑποτίμηση, πού γίνεται ἐκ μέρους τοῦ ἑκάστοτε Πρώτου, ὡς Προκαθημένου τῆς Ἐκκλησίας, γιά τήν ἔκφραση τῶν Ἐπισκόπων. Θεωρεῖται δηλαδή, ὅτι ἡ ψῆφος αὐτῶν πού μειοψήφισαν, πού ἦταν λιγότεροι δηλαδή, δέν μετράει. Κι αὐτό εἶναι ἐκκλησιολογικά φρικαλέο, γιατί, ὅπως γνωρίζετε, ἔχω γράψει δύο Ἐπιστολές, ὅπου συμπυκνωμένα, ἔχω μία ἀποτίμηση τῶν κειμένων. Θά ἐπανέλθουμε ὅμως καί σ’ αὐτά. Στίς Ἐπιστολές ὅμως αὐτές λέω λοιπόν, ὅτι ἡ ψῆφος αὐτή τοῦ κάθε Ἐπισκόπου ἔχει βαρύνουσα σημασία καί δέν μπορεῖ ἐκκλησιολογικά νά ἀγνοηθεῖ καί νά θεωρηθεῖ ὡςἐπιμέρους θέμα τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας. Σ’ αὐτό ὅμως θέλω νά ἐπανέλθουμε στή συνέχεια.
Δημοσιογράφος: Καί θά ἐπανέλθουμε σίγουρα. Ἄρα, λοιπόν, κάθε Ἐκκλησία μία ψῆφος, ὅσες Τοπικές Ἐκκλησίες, τόσες θά εἶναι οἱ ψῆφοι.
Καθηγητής: Στήν περίπτωση βέβαια πού, προσέξτε, ἐπί τῇ βάσει τοῦ Κανονισμοῦ, μία Τοπική Ἐκκλησία ἔχει ἀρνητική ψῆφο ὡς πρός ἕνα θέμα πού θά τεθεῖ, -γιατί θά τίθενται ξεχωριστά τά θέματα-, τότε αὐτό τό θέμα δέν θά περνάει, ἐπειδή πρέπει νά ὑπάρχει ὁπωσδήποτε ὁμοφωνία. Καί ἡ δική μου ἡ λογική λέει τό ἑξῆς: Γιατί ἡ μία ψῆφος, ἡ ὁποία ἐκφράζεται διά τοῦ Προκαθημένου, ὡς ψῆφος τῆς πλειοψηφίας, ὅταν εἶναι ἀρνητική, ἀκυρώνει τό θέμα, καί δέν τό ἀκυρώνει ἡ ψῆφος ἑνός Ἐπισκόπου; Δηλαδή, γιά νά πᾶμε λίγο πίσω στήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία, ἡ ψῆφος τοῦ Μ. Ἀθανασίου τότε, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, πού ἐξέφραζε τόν Πατριάρχη του, ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι ἦταν ἡ σωστή καί ὅλες οἱ ἄλλες ἦταν λάθος, δέν θά ἔπρεπε νά ληφθεῖ ὑπόψη, διότι δέν ἀπηχοῦσε τήν πλειοψηφία; Αὐτή ἡ μεθοδολογία εἶναι τελείως κοσμική, καί αὐτά πού λέγω τά ἐννοῶ, ἐπειδή ἡ ἀλήθεια στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι, ὅπως στόν κόσμο, ὑπόθεση τῆς πλειοψηφίας – τί θά ποῦν οἱ πολλοί. Αὐτό τό λέει ἡ Δημοκρατία.
Στήν Ἐκκλησία, ὅμως, ἡ ἴδια ἡ Ἀλήθεια εἶναι πλειοψηφική. Δηλαδή καί ἕνας ὅταν τήν ἐκφράζει, αὐτή πλειοψηφεῖ ἔναντι τῶν ἑκατομυρίων καί δισεκατομυρίων ἄλλων ψήφων, πού εἶναι ἀντίθετες. Γιά ποιό λόγο; Γιατί ἡ Ἀλήθεια στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ἰδέα, δέν εἶναι ἄποψη. Εἶναι Ὑποστατική. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἄρα, ὑποτίθεται, ὅτι οἱ μετέχοντες Ἐπίσκοποι ἔχουν «νοῦν Χριστοῦ» καί ὡς ἔχοντες «νοῦν Χριστοῦ» εἶναι σέ θέση, νά διακρίνουν τό ὀρθό ἀπό τό ἐσφαλμένο. Γιατί, ἔτσι εἶναι ἱστορικά. Γι’ αὐτό ἡ Α΄ Ἀποστολική Σύνοδος εἶπε: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν». Καί τό «ἡμῖν», φυσικά -νά τό προσέξουμε καί αὐτό- δέν ἦταν ἁπλῶς μόνον οἱ Ἀπόστολοι, ἀλλά καί «οἱ σύν αὐτοῖς», δηλαδή οἱ Πρεσβύτεροι, «σύν ὅλῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ», οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀκυρωθεῖ τώρα, δέν φαίνονται πουθενά.
Καί ἀναφέρονται κάποιοι ἀπό τόν χῶρο αὐτόν, οἱ ὁποῖοι συνέλαβαν καί ἐξέφρασαν τό πῶς θά γίνει αὐτή ἡ Σύνοδος, στόν Ἅγιο Ἰγνάτιο τόν Θεοφόρο. Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ὅμως λέει, ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος μέ τούς Πρεσβυτέρους βρίσκονται σέ μιά ἁρμονία -ὅπως εἶναι οἱ χορδές σέ μιά κιθάρα-, προκειμένου νά ὑπάρξει συμφωνία. Ἄρα, δέν μπορεῖ ὁ Ἐπίσκοπος νά ἀγνοεῖ τούς πρεσβυτέρους καί τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Στήν Α΄ Ἀποστολική Σύνοδο ἐκφράστηκε ἡ Συνοδική Ἀλήθεια «σύν ὅλῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ». Καί ὅλη ἡ Ἐκκλησία εἶναι καί ὁ ἁπλός λαός. Ποῦ καί πότε ἐκφράζεται πλήρως ἀντιπροσωπευτικά αὐτός ὁ λαός;
Προσωπικά, ἔκανα ἕνα γκάλοπ καί ρώτησα κάποιους ἀνθρώπους, καί ὄχι τυχαίους, καί διαπίστωσα, ὅτι δέν γνωρίζουν οὔτε ποῦ, οὔτε πότε, οὔτε γιατί, οὔτε πῶς θά ψηφίσουν οἱ Ἐπίσκοποι, οὔτε ποιά εἶναι ἡ θεματολογία αὐτῆς τῆς Συνόδου. Γιατί ὅλα αὐτά τά πράγματα ἔγιναν ἐν κρυπτῷ καί γιατί γίνονται τόσο βεβιασμένα; Γιατί δέν γνωστοποιήθηκαν, ὅπως γνωστοποιοῦνται ἄλλα πράγματα; Γιατί δέν δόθηκε αὐτός ὁ χρόνος, πρίν ἤ καθοριστεῖ ὁ τρόπος, μέ τόν ὁποῖο θά γίνει; Καί τό πληροφοροῦνται αὐτό τό γεγονός, ὅπως τό βλέπουμε, καί Ἐπίσκοποι καί ἐπίσημοι ἀντιπρόσωποι ἀπό κάποιο κέντρο, πού ἀποφαίνεται τό πῶς θά γίνει ἡ ψηφοφορία; Δέν ἦταν δηλαδή μιά συλλογική ἀπόφαση τῆς βάσης; Καί τό πιό ἁπλό: Γνωρίζουμε, ὅτι ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι ἔχουν ἰσότιμο ψῆφο. Ἄν ἔχουν ἰσότιμο ψῆφο, δέν μποροῦν νά κληθοῦν αὐτοί ἐρήμην τοῦ ὅλου προβληματισμοῦ, νά ψηφίσουν ἤ νά μήν ψηφίσουν. Ἄρα, δέν ἔγιναν μέ τρόπο διαφανῆ οἱ διαδικασίες μέχρι τώρα.
Ἀπαραίτητη προϋπόθεση ἡ Ἁγιοπνευματική ζωή
Καί, ὅπως ὑποστηρίζω καί στίς Ἐπιστολές μου, δέν εἶναι ἀκόμη πολύ ἀργά. Τά πράγματα εἶναι ἰάσιμα. Πῶς; Ἐφόσον τώρα ἐνημερωθοῦν ὅλοι, καί ὅταν λέω ὅλοι, ἐννοῶ τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή κλῆρος καί λαός ἀπό κοινοῦ. Διότι, ὅταν θά πάρουν αὐτές τίς ἀποφάσεις οἱ συγκεκριμένοι αὐτοί Ἐπίσκοποι, ἤ ἄν θέλετε ἡ ἐλίτ αὐτή πού θά κληθεῖ ἐκεῖ, νομίζετε ὅτι στήν πράξη μπορεῖ νά τίς ἐφαρμόσει ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐνεργοποιημένο μέσα του τό Πνεῦμα τό Ἅγιο; Δέν μπορεῖ νά δεχθεῖ πράγματα, τά ὁποῖα δέν εἶναι ἐκεῖνα, πού «πάντοτε ὑπό πάντων ἐπιστεύθησαν» στήν Ἐκκλησία. Δηλαδή, ἔχουν «νοῦν Χριστοῦ» κι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι κεκαθαρμένοι. Καί μπορεῖ νά εἶναι ἕνας ἁπλός μοναχός, μπορεῖ νά εἶναι ἕνας ἀσκητής, μπορεῖ νά εἶναι ἕνας ἁπλός πιστός, καί νά πεῖ, πώς αὐτά δέν στοιχοῦν στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἄρα ὁ κάθε πιστός, ὁ ὁποῖος εἶναι «ἑπόμενος τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», ὁ ὁποῖος θά βλέπει διαχρονικά τί «ὑπό πάντων ἐπιστεύθη», ἀντιστοίχως, θά δεχθεῖ τό ὀρθό καί θά ἀπορρίψει τό ἐσφαλμένο. Καί αὐτό δημιουργεῖ ἕνα μεῖζον θέμα, ἕνα μεῖζον πρόβλημα γιά τήν σκοπιμότητα τοῦ νά συνέλθει αὐτή ἡ Σύνοδος καί νά πάρει κάποιες σημαντικές ἀποφάσεις. Γιά ποιό λόγο; Φυσικά γιά τό καλό.
Δέν εἶναι ὅμως θέμα διακηρύξεων αὐτά. Εἶναι θέμα πραγματικότητας καί ἡ πραγματικότητα καί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν -χωρίς ἐξαίρεση- τῶν βεβαπτισμένων πιστῶν ὑπάρχει. Ἡ ἐνεργοποίηση, ὅμως, τῆς Χάριτος αὐτῆς ἐξαρτᾶται ἀπό τήν τήρηση τῶν προδιαγραφῶν αὐτῆς τῆς Βασιλείας, πού εἶναι οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό δέν εἶναι προνόμιο κανενός περισσότερο ἀπό κάποιον ἄλλο στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή, μία Σύνοδος θά μιλήσει ὄχι σέ ὑπηκόους, ἀλλά σέ ὁμότιμα μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Προσέξτε, μή θεωρηθεῖ αὐτό προτεσταντικῷ τῷ τρόπῳ. Δέν καταργοῦμε τήν ἱεραρχική δομή τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ἀμφισβητοῦμε, ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι θά πάρουν τίς ἀποφάσεις αὐτές, διότι αὐτοί εἶναι ἐντεταλμένοι ἐκφραστές της. Ἀλλά, εἶναι ἐκφραστές της στήν πράξη, ὅταν ζοῦν αὐτή τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καί τήν προσφέρουν στήν σημερινή συγκυρία μέ τά συγκεκριμένα προβλήματα. Ὅταν διαβάσει ὅμως κανείς τήν θεματολογία, στήν ὁποία πρέπει νά ἐπανέλθουμε, βλέπει ἐξ ἀντικειμένου τί κεῖται. Δηλαδή, ὅτι αὐτοί ὄχι μόνο ἐκφραστές τῆς Ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι σέ κάποια σημεῖα, ἀλλά εἶναι ἐκφραστές τοῦ ἀλλοτρίου πνεύματος, τό ὁποῖο θά ἔπρεπε νά καταδικάζεται μέ τόν πλέον σαφῆ τρόπο. Καί ὄχι νά γίνεται εἰσήγησις ὑπέρ αὐτοῦ. Θά γίνω πιό συγκεκριμένος, ὅταν τά ἐρωτήματα θά ὁδηγήσουνε σ’ αὐτό τό θέμα.
Δημοσιογράφος: Σᾶς ἀκοῦμε, κ. Καθηγητά, τόση ὥρα νά μᾶς μιλᾶτε, καί ἡ σκέψη μας, θέλοντας καί μή, πάει ὄχι στούς Κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά στούς κανόνες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Πῶς παίρνονται δηλαδή οἱ ἀποφάσεις, πῶς συνεδριάζει τό Συμβούλιο τῶν Ὑπουργῶν ἤ τῶν ἡγετῶν μέ τήν εἰδική πλειοψηφία ἤ τήν ὁμοφωνία -γιατί νομίζω, ὅτι τελικά αὐτό ἀντέγραψαν στήν οὐσία. Γιατί ἀντί νά πᾶμε πίσω καί νά δοῦμε τί ἔκαναν οἱ Σύνοδοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πήγαμε ἕνα βῆμα πιό μπροστά. Καί θαρρῶ, πώς ξεπεράσαμε καί τό Ρωμαιοκαθολικισμό -πάνω στό θέμα τῆς ψηφοφορίας πού εἴπατε.
Καί ἀπό τήν ἄλλη, μᾶς εἴπατε μόλις τώρα, κ. Καθηγητά, ὅτι ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι αὐτή ἀκριβῶς, ὅτι ὅλοι μας λάβαμε ἐξίσου τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τήν ὥρα πού βαπτιστήκαμε καί ὅτι ὅλοι εἴμαστε φορεῖς αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μποροῦμε νά εἴμαστε ἐκφραστές του. Αὐτό μοιάζει νά ἀγνοεῖται δυστυχῶς, τραγικά, ἀπό τούς Ἐπισκόπους σήμερα. Καί μάλιστα βλέπουμε στίς ἀποφάσεις αὐτές, ἔτσι πώς δημοσιεύτηκαν, νά ὑπάρχει καί μία δήλωση-τοποθέτηση, ὅτι, προσέξτε, γιατί αὐτό πού θά πάρει ὡς ἀπόφαση ἡ Μεγάλη καί Ἁγία Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας, δέν θά χωρᾶ ἀμφισβήτηση ἀπό κανέναν.
Καθηγητής: Ναί. Στό ἐρώτημα αὐτό ἔχω ἀπαντήσει ἤδη σέ Ἐπίστολή μου, λέγοντας ὅτι τό πρᾶγμα αὐτό δέν πιστοποιεῖται οὔτε ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στήν προκειμένη περίπτωση ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Καί δέν εἶναι ἡ μόνη περίπτωση· εἶναι καί ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός στήν ψευδοσύνοδο τῆς Φλωρεντίας. Ἀποδεικνύεται ἐκεῖ, πώς ἕνας ἄνθρωπος ἔδωσε τήν ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας καί τόν δικαίωσε ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία καί ἁγίασε σέ σχέση μέ ὅλους τούς ἄλλους, τόν Αὐτοκράτορα, τόν Πατριάρχη καί ὅλους τούς ἄλλους πού συμμετεῖχαν, καί οἱ ὁποῖοι δέν τήν ἐξέθεσαν. Ἄρα, ὅπως εἶπα καί προηγουμένως, δέν εἶναι θέμα ἀριθμοῦ, ἀλλά εἶναι θέμα Ἀληθείας ἤ μή Ἀληθείας. Αὐτό τό πρᾶγμα δέν πρέπει νά τό ξεχνοῦμε, γιατί μιά ἄλλη παράμετρος αὐτῆς τῆς ἀπειλῆς, τῆς ἔμμεσης ἀπειλῆς, πού εἴπατε προηγουμένως καί ὑπάρχει πράγματι στό κείμενο, δέν λαμβάνει ὑπόψη τό γεγονός, ὅτι στήν Ἐκκλησία -καί ὅταν λέω Ἐκκλησία ἐννοῶ πάντα τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία- τά πράγματα δέν λειτουργοῦν παπικά. Δέν εἶναι ὁ πάπας ὑπεράνω καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως ἐκεῖ, οὔτε φυσικά ἐδῶ ὑπάρχει κάποιος ἐπιμέρους πάπας, πού νά τοποθετηθεῖ πάνω ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὅμως, τό θέμα δέν εἶναι αὐτό. Τό θέμα εἶναι τί λέγει αὐτή ἡ Σύνοδος, ὅταν συνέρχεται. Καί ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία μᾶς παραπέμπει καί σέ Ληστρικές Συνόδους. Ἄρα, κριτήριο στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι, ὅτι συνῆλθε ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἔστω καί μέ τόν ἐπιλεκτικό αὐτό τρόπο. Θά σᾶς ἔλεγα, ὅτι θά μποροῦσε νά εἶναι θεωρητικά καί ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι, καί ἕνας, δύο, τρεῖς ἤ ἐλάχιστοι ἀπό αὐτούς νά λέγανε κάτι τό ἀντίθετο. Δέν σημαίνει, ὅτι ἐκεῖνο πού θά πεῖ ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἐπισκόπων, αὐτό ἀποτελεῖ ἐχέγγυο τῆς Ἀληθείας, καί ὅτι θά ἔπρεπε ὁπωσδήποτε αὐτό νά τό ἀποδεχτεῖ τό πλήρωμα. Ὄχι, δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα. Κριτήριο τῆς Ἀληθείας εἶναι, ἐάν τά λεγόμενα αὐτά εἶναι «ἑπόμενα τοῖς Ἁγίοις Πατράσι».
Μεθοδολογία
Προκειμένου νά μιλήσουμε γιά τήν «νομιμότητα» τοῦ κύρους αὐτῶν τῶν ἀποφάσεων, θά ποῦμε λίγα πράγματα γιά τήν μεθοδολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὥστε νά δοῦμε πῶς λειτούργησαν οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι. Ὅσα βλέπουμε στή μεθοδολογία αὐτῆς τῆς Συνόδου, μᾶς παραπέμπουν σίγουρα στόν παπισμό. Τό ζητούμενο εἶναι, ἄν ὅσα ἀποφασίζονται, ἔχουν τήν ἀναφορά τους σέ ὅσα διαχρονικά ὑπεστηρίχθησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία. Οἱ Ἐπίσκοποι ὀφείλουν ἀπό πλευρᾶς μεθοδολογίας, γιά νά τό πῶ τώρα, πρῶτα νά ἀναφερθοῦν σ’ αὐτή τήν Ἀλήθεια διαχρονικά, καί μετά νά ποῦν αὐτό, πού θά ποῦν. Καί ὄχι νά θέτουν αὐθαίρετα ἕνα θέμα, ὡς νά προέκυψε διά παρθενογεννήσεως γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία, τό ὁποῖο δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τό παρελθόν, γιά τό ὁποῖο μάλιστα νά εἶναι κεκλημμένοι οἱ Ἐπίσκοποι, ὡς νῦν Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, νά ἀποφανθοῦν ἐπ’ αὐτοῦ. Τέτοια περίπτωση δέν ὑπῆρξε ποτέ στήν Ἐκκλησία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Θά γίνω ὅμως πιό σαφής στή συνέχεια τοῦ λόγου.
Δημοσιογράφος: Νομίζω πώς τώρα εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμή, κ. Καθηγητά, νά ἀναφερθοῦμε λίγο στά θέματα πού πρόκειται νά συζητηθοῦν, ἤ μᾶλλον –γιά νά τό ποῦμε πιό σωστά- στά θέματα πού πρόκειται νά ψηφιστοῦν, γιατί μᾶς λένε, ὅτι τά θέματα αὐτά τά ἔχουν προσυζητήσει τίς προηγούμενες δεκαετίες, ἔχουν κατασταλάξει σέ κείμενα, πού εἶναι κοινῶς ἀποδεκτά. Ἄρα, ἀπομένει νά τά ψηφίσουν.
Καθηγητής: Ναί. Καταρχήν νά ποῦμε, ὅτι δέν εἶναι ἀκριβῶς ἔτσι. Διότι αὐτοί πού τά προαπεφάσισαν, εἶναι οἱ «διορισμένοι» ἀντιπρόσωποι τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Καί λέω «διορισμένοι», μέ τήν ἑξῆς νοηματοδότηση: ὅτι δέν λειτούργησαν κατά συνοδικό τρόπο, ὅπως ἁρμόζει στήν Ὀρθοδοξία. Δηλαδή νά συνέλθουν οἱ κατά Τόπους Ἱεραρχίες, νά ἀποφασίσουν καί νά ἐγχειρίσουν στόν ἀντιπρόσωπό τους τήν ἀπόφαση τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας ἐπ’ αὐτοῦ, γιά νά τήν διακομίσει στήν Προσυνοδική Διάσκεψη, πού γίνεται ἡ συζήτηση καί μετά νά φέρει πίσω τήν ὅποια συνολική ἀπόφαση, γιά νά τήν ἀποτιμήσει καί πάλι ἡ Τοπική Ἱεραρχία, προκειμένου νά διακομιστεῖ στή συνέχεια στό συντονιστικό κέντρο, πού εἶναι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Μίλησα γιά «διορισμένους» Ἐπισκόπους. Θά μοῦ πεῖτε, ἐκλεγμένοι δέν εἶναι ἀπό τήν Σύνοδο; Ναί, ἐκλεγμένοι, ἀλλά δέν λειτουργοῦν μέσα στό συνοδικό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Πῆγαν δηλαδή στήν Ε’ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Συνδιάσκεψη ἀπό 10-17 Ὀκτωβρίου τοῦ ΄15 στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης, μαζί μέ τούς Προκαθημένους, καί ὅλοι μαζί, τρόπον τινά, νομιμοποίησαν αὐτό, πού εἶπαν οἱ ἀντιπρόσωποί τους, χωρίς ὅμως νά ἔχουν ἐξουσιοδότηση οἱ ἴδιοι ἀπό τίς Ἱεραρχίες τους. Αὐτή ἡ μέθοδος θυμίζει Ρωμαιοκαθολικισμό καί θά ἔλεγα καί γενικώτερα, τώρα, ἀφοριστικά, ὅτι ἡ ὅλη διοργάνωση ἀκολούθησε τήν πρακτική μεθοδολογία τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου. Ἄλλωστε, δέν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός, ὅτι καί ὁ σημερινός πάπας ἐκφράστηκε μέ τά καλύτερα λόγια καί ἔχει τίς καλύτερες προσδοκίες ἀπό τήν μέλλουσα αὐτή Σύνοδο τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί ὅταν ἀκούει καλά λόγια ἀπό τόν πάπα ἡ Ὀρθοδοξία, πρέπει τό λιγότερο νά προβληματίζεται γιά τήν σκοπιμότητα αὐτῶν τῶν λόγων του. Νά ὑπάρχει τουλάχιστον ἀπό τούς Ὀρθοδόξους μιά ἐπιφύλαξη, ὅτι μᾶλλον δέν πάει καλά ἡ ὑπόθεση αὐτή. Γιατί ἄν πάει καλά καί ὅποτε πάει καλά κάτι ὀρθόδοξο, κάθε ἄλλο παρά ἐπαίνους εἶχε στό παρελθόν, καί τό εἴδαμε αὐτό στήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία, ἰδιαίτερα στήν Φλωρεντία. Μέ ρωτήσατε ὅμως, ποιά εἶναι τά θέματα, πού ἐπισήμως ὁρίστηκαν ἀπό τήν Ε’ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη.
Δημοσιογράφος: Καί νά μᾶς πεῖτε κιόλας, κ. Καθηγητά, ἄν θά εἶναι μόνο αὐτά τά θέματα ἤ ὥσπου νά γίνει ἡ Σύνοδος, θά μποῦν καί ἄλλα.
Καθηγητής: Ἐπισήμως, ὑπῆρξε αὐτή ἡ μεθοδολογία τῆς ἡμερησίας διατάξεως. Ἀλλά, σ’ ἕνα ζωντανό σῶμα ὑποτίθεται, ὅτι μπορεῖ νά προκύψει κάτι, τό ὁποῖο νά εἶναι σοβαρότατο ὡς θέμα. Π.χ. νά τεθεῖ κατ’ ἀρχήν κάτι πολύ λογικό καί, ἐφ’ ὅσον γίνει ἀποδεκτό ἀπό τήν πλειοψηφία, μπορεῖ νά συζητηθεῖ. Τό νά ἀποκλείονται ἐκ τῶν προτέρων ὅμως σ’ ἕνα ζωντανό σῶμα αὐτές οἱ δυνατότητες, νομίζω, ὅτι δέν θυμίζει ὀρθόδοξη ἁγιοπνευματική ζωή. Τό παρακάμπτουμε ὅμως αὐτό τό θέμα καί ἐρχόμαστε στήν θεματολογία. Αὐτά πού δημοσιοποιήθηκαν ὡς θέματα, συζητοῦνταν συστηματικῶς ἐδῶ καί πενήντα πέντε χρόνια, ἀπό τό ’61 καί ἑξῆς. Ὑπῆρχαν αὐτές οἱ προσυνοδικές κ.λπ., καί ὁριοθετοῦνταν αὐτά τά θέματα καί ὄχι μόνο. Ὑπῆρχαν καί ἄλλα θέματα, τά ὁποῖα δέν ἦρθαν σ’ αὐτόν τόν κατάλογο, ἐπειδή ἀπορρίφθηκαν ἀπό τίς Τοπικές Ἐκκλησίες. Ὅμως κάτω ἀπό ποιούς ὅρους; Πῶς τέθηκαν; Πῶς ἔφθασαν νά γίνουν ἀποδεκτά τελικῶς τά θέματα, πού γνωρίζουμε; Δέν μᾶς εἶναι γνωστά τά Πρακτικά τῶν συζητήσεων αὐτῶν. Χαρακτηρίστηκαν ἀπόρρητα. Μοῦ θυμίζει καί αὐτό κάτι, τό ὁποῖο μόνον ὀρθόδοξο δέν εἶναι. Δέν θέλω νά τό σχολιάσω αὐτό. Δείχνουνε πάντως, ὅτι δέν ἀκολουθοῦνε τήν διαφάνεια καί τήν καθαρότητα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό, ἁπλῶς, γιά νά μᾶς προβληματίσει. Τή στιγμή αὐτήν, δέν θέλω νά γίνω ἐγώ ἕνας ἀξιολογητής καί νά μεμφθῶ πρόσωπα καί πράγματα, ἀλλά ἡ αὐτογνωσία δέν θά μᾶς κάνει κακό. Ἀπεναντίας, ὅταν δέν ἀκολουθεῖται αὐτή ἡ διαφάνεια, γεννῶνται ἐρωτήματα. Γιατί ἀκολουθεῖται αὐτή ἡ μεθοδολογία, ὅταν μάλιστα εἶναι γνωστό, ὅτι ἐφαρμόζεται στήν πράξη ἀπό κοσμικούς φορεῖς ἤ ἀπό θρησκευτικούς παράγοντες, ὅπως εἶναι ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός, ἀλλά μέ κοσμικό προσανατολισμό;
Θέματα τῆς Συνόδου
Τό πρῶτο ἀπό τά θέματα αὐτά εἶναι «τό Αὐτόνομο καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεώς του».
Ἕνα ἄλλο εἶναι «τό Ζήτημα τῆς Ὀρθόδοξης Διασπορᾶς».
Ἕνα τρίτο θέμα εἶναι οἱ «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Καί αὐτό εἶχε ἄλλες περίεργες διατυπώσεις, οἱ ὁποῖες ἔδειχναν τόν πραγματικό προσανατολισμό του καί γιά λόγους εὐνοήτους, δηλαδή γιά νά μή προκαλοῦν τουλάχιστον οἱ διατυπώσεις ἐξωτερικά, ἦρθε τελικά σέ αὐτή τήν μορφή, ἐνῶ τό περιεχόμενο, ὅπως θά δοῦμε στήν συνέχεια, ἀποκαλύπτει τό ξένο, τό ἀλλότριο τῆς Ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας μας.
Ἕνα τέταρτο θέμα εἶναι «ἡ Ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ». Εἶναι ἕνα κοινωνικοῦ χαρακτῆρα, θά λέγαμε, θέμα τῆς Ἐκκλησίας.
Τό θέμα τῆς Νηστείας
Ἕνα πέμπτο θέμα εἶναι «ἡ Σπουδαιότης τῆς νηστείας καί ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον», ἕνα περίεργο θέμα, θά ἔλεγα. Γιατί, ποιός ἀμφισβητεῖ τήν σπουδαιότητα τῆς νηστείας καί τήν τήρησή της σήμερα; Μόνον κάποιοι, οἱ ὁποῖοι μᾶλλον δέν ἔχουν τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά ἔχω τήν προσωπική ἄποψη, ὅτι αὐτά εἶναι αὐτονόητα πράγματα καί δέν θά ἔπρεπε νά πάρουμε ἀποφάσεις γιά τά αὐτονόητα. Ὅμως, ἴσως δέν εἶναι τόσο αὐτονόητο. Καί φαίνεται αὐτό περισσότερο, ὅταν γνωρίζει κανείς, πῶς φτάσαμε σέ αὐτό τό θέμα, σέ κάποιες ἄλλες διατυπώσεις, σέ κάποιες ἄλλες προτάσεις, οἱ ὁποῖες τελικά ἀπερρίφθησαν, γιά νά λεχθεῖ τελικῶς, σχεδόν τό αὐτονόητο.
Δημοσιογράφος: Νομίζω, ὅτι στό συγκεκριμένο θέμα ἡ ἀρχική τοποθέτηση ἦταν ἡ ἀναθεώρηση τῆς νηστείας καί ἔφτασε σταδιακά νά γίνει ἡ σπουδαιότητα τῆς νηστείας.
Καθηγητής: Ἔτσι. Χαίρομαι τελικά πού τό λέτε ἐσεῖς, γιατί κάποια πράγματα δέν θέλω νά τά πῶ, ὡς ἕνα σημεῖο. Ἀπό τήν ἄλλη ὅμως δημιουργοῦνται εὔλογα ἐρωτήματα. Μά, τί θά μᾶς πεῖ ἡ Πανορθόδοξη Σύνοδος; Ὅτι ἡ νηστεία ἦταν ἀπό τόν Παράδεισο ἀκόμη, ὅτι ἡ νηστεία καθιερώθηκε ἀπό τόν Χριστό ἤ ὅτι ὅλοι οἱ Κανόνες μιλοῦν γι’ αὐτό; Ἡ ἐκκλησιαστική ζωή σήμερα εἶναι γνωστή. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουμε τόν οἰκονόμο, τόν πνευματικό μας ὁδηγό, ὁ ὁποῖος κατά περίπτωση, ἁγιοπνευματικά, μέ τήν διάκριση τῶν πνευμάτων πού ἔχει, θά μᾶς πεῖ τό σωστό. Τό ἄλλο κεῖται ἔτσι κι ἀλλιῶς. Ἐξ ἀντικειμένου ἰσχύει γιά ὅλους… Ναί, γεννῶνται ἐρωτήματα ἐδῶ. Ἔτσι, γιά νά ἔχουμε θέματα ἤ θέλουμε νά περάσουμε κάτι ἄλλο τήν τελευταία στιγμή; Αὐτά τά πράγματα μόνο κοσμικά μπορεῖ νά θεωρήσει κανείς, ὅτι θά εἶναι ἐπιτυχία, ἄν λεχθεῖ δηλαδή κάτι σέ μιά κατεύθυνση νεωτεριστική. Θά πέσει, τότε, ἀπό μόνο του. Καί τό χειρότερο, φοβοῦμαι, μήπως ἐξευτελιστεῖ ἡ Ὀρθοδοξία μας μέ μία ληστρική Σύνοδο. Μέ μία Σύνοδο δηλαδή, πού νά μήν ἐκφράζει τήν αὐτοσυνειδησία, διαχρονικά, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Τό θέμα τοῦ Γάμου
Καί νά τελειώσω μέ ἕνα ἕκτο θέμα, πού εἶναι τά κωλύματα τοῦ γάμου…
Δημοσιογράφος: Τοῦ γάμου τῶν ἱερέων ἤ τοῦ γάμου γενικά;
Καθηγητής: Ὄχι, τοῦ γάμου γενικά, πού συμπεριλαμβάνει βέβαια καί τῶν ἱερέων καί τῶν μοναχῶν. Καί ἐκεῖ ὑπάρχει μιά ὁλόκληρη φιλολογία, πρίν καταλήξουμε ἐδῶ. Ἀλλά καί πάλι στήν Ἐπιστολή μου κάνω μία κριτική γιά κάποια εἰσήγηση, πού ἐπιτρέπει, δηλαδή κάνει μιά πρόταση, νά ἐπιτρέπεται ὁ μικτός γάμος, ἐνόσω, νωρίτερα τίθεται ὁ Κανόνας, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο εἶναι τελείως ξεκάθαρο, ὅτι δέν ἱερολογεῖται ὁ μικτός γάμος. Δηλαδή, δέν μπορεῖ νά γίνει γάμος ὀρθοδόξου μέ ἑτερόδοξο. Καί λέει ἐκεῖ κάποιο «ἀλλά», τό ὁποῖο «ἀλλά» εἶναι καί προσβλητικό ἁγιοπνευματικῶς, διότι ἄν ὁ Κανόνας εἶναι αὐτός, τί «ἀλλά»; Σέ μερικές περιπτώσεις λέει ἡ πρόταση, ὅταν δηλώσει ὁ ἑτερόδοξος ὅτι τά παιδιά του θά βαπτιστοῦν καί τά λοιπά, τότε μπορεῖ νά ἱερολογηθεῖ αὐτός ὁ γάμος. Κι ἐγώ ρωτῶ, ἔτσι, ρητορικά: κι ἄν αὐτός ὁ ἑτερόδοξος δέν θέλει νά κάνει παιδιά, ἔχει νομιμοποιηθεῖ ἐκκλησιαστικά τό μυστήριο; Ἔχει γίνει δηλαδή μυστήριο εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν; Ἑνός ἑτεροδόξου; Ἐάν δέν κάνει παιδιά, παρ’ ὅτι θέλει νά κάνει, πάλι, ἐνῶ παραμένει τό πρόβλημα, αὐτός θά ἔχει ὡς κοινό παρανομαστή τήν νομιμοποίηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γάμου του; Καί αὐτό μπορεῖ νά τό λέει ἡ Ἐκκλησία; Αὐτό εἶναι τρίκ. Κι αὐτά νομίζω, ὅτι μποροῦν νά τά εἰσηγοῦνται δικηγόροι. Ὄχι ὅμως ἡ Ὀρθοδοξία, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ὡς προμετωπίδα τίθεται ὁ Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἀλλά τό πρόβλημα βρίσκεται καί στό περιεχόμενο τοῦ Κειμένου. Δέν εἶναι ἔτσι, ἐπειδή τό λέει ἁπλῶς ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος αὐτό τό πρᾶγμα, ὅτι δηλαδή δέν εἶναι νοητό, ἀλλά τό καταλαβαίνουμε καί θεολογικά καί ἐκκλησιολογικά. Ἀφοῦ ὁ γάμος εἶναι εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν, γεννᾶται τό ἐρώτημα: πῶς θά γίνει αὐτή ἡ ἀναφορά στόν Χριστό καί στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ αὐτός εἶναι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἑτερόδοξος; Πῶς μπορεῖ νά εἰσέρχεται δι’ ἄλλης ὁδοῦ στήν Ἐκκλησία καί νά γίνεται τό μυστήριο; Μυστήρια ἐκτός Ἐκκλησίας δέν γίνονται. Ἐντός Ἐκκλησίας γίνονται γιά τούς πιστούς. Δέν γίνονται γιά τούς μή πιστούς. Δηλαδή, ἄν τέτοια πράγματα περάσουν, σᾶς λέγω, ὅτι αὐτά τά πράγματα δέν μποροῦν νά ἰσχύσουν στήν πράξη.
Δημοσιογράφος: Φοβοῦμαι, κ. Καθηγητά, ὅτι αὐτή ἡ διατύπωση γίνεται -καί μακάρι ἐγώ νά μήν καταλαβαίνω σωστά- γιά νά ἀμνηστεύσει τήν πρακτική, πού εἴχαμε μέχρι τώρα στόν Δυτικό Ὀρθόδοξο χριστιανικό κόσμο.
Καθηγητής: Ἔτσι. Πολύ εὔστοχα τό εἴπατε αὐτό. Δηλαδή, αὐτή τή στιγμή μεταξύ τῶν πιστῶν γίνονται κάποια κακῶς, ὡς ἔκτροπα καί γίνονται ἀνεκτά σέ κάποιο βαθμό. Αὐτό πράγματι συμβαίνει. Δέν μποροῦμε νά τό ἀρνηθοῦμε. Ἀλλά εἶναι φοβερό, νά νομιμοποιεῖς αὐτό τό ὁποῖο δέν εἶναι σωστό. Εἶναι σάν νά λέμε, ὅτι σ’ ἕνα γάμο χριστιανικό ὑπάρχει καί μιά παλλακίδα, ὑπάρχει δηλαδή μία μοιχεία. Δέν ὑπάρχουν χριστιανικοί γάμοι, πού τούς συμβαίνει αὐτό; Ναί, συμβαίνει, ἀλλά κατά παρέκκλιση, καί οὐσιαστικά ἀκυρώνει τό γάμο μιά τέτοια πράξη. Νά ἔρθουμε, τώρα, νά ποῦμε ἐμεῖς, ὅτι ἐπειδή ἡ ἐποχή μας εἶναι ἔτσι κι ἔτσι, θά νομιμοποιήσουμε αὐτό γιά μερικές περιπτώσεις; Ὑπάρχουν περιπτώσεις πού ἐπιτρέπεται νά παραβιάζεται ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ «οὐ μοιχεύσεις» καί «πᾶς ὁ βλέπων… ἤδη ἐμοίχευσε»;
Ἔτσι, μέ αὐτή τή λογική, φτάσαμε καί στό θέμα τῶν ὁμοφυλοφίλων. Δέν εἶναι τυχαῖο, ὅτι συζητήθηκε κι αὐτό τό θέμα. Γιατί εἶναι τελείως ξεκάθαρο τό γεγονός, ὅτι ἀποτελεῖ κάτι παρά τήν φύση. Ὁ Θεός δέν δημιούργησε ὁμοφυλόφιλους. Δέν δημιούργησε τρίτο φύλο, κατά τό κοινῶς λεγόμενο. Κατά συνέπεια, δέν ἔχει καμμία νομιμοποίηση θεσμική αὐτό τό πρᾶγμα. Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἡ συμπάθεια, ἡ βοήθεια τήν ὁποία μπορεῖ νά παράσχει κανείς πνευματικῶς, νά τούς δεῖ ὡς ἀσθενεῖς, καί στόν γάμο δηλαδή καί σέ ἄλλα τέτοια θέματα. Ἀλλά αὐτό ἤδη γίνεται μέσω τῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ἡ θεραπευτική πρόσβαση στόν πνευματικῶς ἀσθενῆ. Σέ καμμία περίπτωση ὅμως νά μή νομιμοποιοῦμε τήν περίπτωση τῆς ἀσθένειας αὐτῆς, ἡ ὁποία δέν ἔχει βιολογικό χαρακτῆρα, ἀλλά πνευματικό. Δηλαδή, εἶναι δυνατό νά φέρουμε τό πνεῦμα τῆς πονηρίας νά συζευχθεῖ μέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο; Εἶναι τελείως ἀδύνατο αὐτό τό πρᾶγμα. Ποιά σχέση «Χριστοῦ πρός Βελίαρ»; Ποιά σχέση «φωτός πρός σκότος;» Μά, γι’ αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία τό φῶς τοῦ κόσμου, τό ἁλάτι τῆς γῆς… Καί φυσικά, ὅπως λέει εὔστοχα ὁ ἱερός Χρυσόστομος, τό ἁλάτι δέν χρησιμοποιεῖται γιά τά σάπια, γιά τίς σάπιες τροφές, ἀλλά γιά τίς ὑγιεῖς. Ὁ νοῶν νοείτω.
«Βαπτισματική Θεολογία»
Δημοσιογράφος: Κύριε Καθηγητά, ἐνδέχεται σ’ αὐτήν τήν τοποθέτηση γιά τά κωλύμματα τοῦ γάμου καί γιά τό πῶς μποροῦν νά γίνονται μικτοί γάμοι, νά ἔχουμε ἐμμέσως ἀλλά σαφῶς τήν ἀναγνώριση τῆς «Βαπτισματικῆς» πλέον περίφημης «Θεολογίας»; Ἀναγνωρίζουμε τήν minimumπλήρωση τῶν προϋποθέσεων, ὅτι ἔχουνε βαπτιστεῖ ἀκόμα καί οἱ ἑτερόδοξοι;
Καθηγητής: Κοιτᾶξτε, ἐπειδή μιλήσατε γιά minimum, θά σᾶς πῶ ὅτι στήν Ἐκκλησία, κυρίως στά δογματικά θέματα, τό minimumεἶναι πολύ. Δέν εἶναι ὅπως εἶναι ἔξω ἀπό αὐτήν. Δηλαδή μέ τό νά πεῖς στόν ἄλλον, ὅτι εἶναι βαπτισμένος, ἔχεις πεῖ τό μέγιστο πρᾶγμα, δηλαδή ὅτι αὐτός ἔχει τήν ὑψίστη τιμή νά εἶναι μέλος τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή ἔχει μυστήριο, γιατί μόνο διά τοῦ μυστηρίου μπορεῖς νά ἐνταχθεῖς ἐκεῖ. Ἀπό κεῖ καί πέρα ὅλα εἶναι αὐτονόητα. Μετά, πῶς τόν ἀποκλείεις αὐτόν ἀπό τήν μετοχή τοῦ Σώματος καί Αἵματος; Τό βλέπουμε στό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, πῶς τά ἔχουμε ἐμεῖς στήν Παράδοσή μας συγκεντρωμένα. Βαπτίζεσαι, μυρώνεσαι, παίρνεις τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί κοινωνεῖς. Ἔληξε τό θέμα τῆς ζωῆς. Ἔχεις τήν πληρότητα τοῦ πράγματος. Ἐπιλεκτικά δέν γίνεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, νά εἶναι κανείς καί νά μήν εἶναι.
Τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πολύ σαφῆ καί συμπίπτουν τά κανονικά της ὅρια μέ τά χαρισματικά της ὅρια. Δέν μπορεῖ νά ἔχει κανείς λίγο Πνεῦμα Ἅγιο. Πολλές φορές, ὅταν κάνω διαλέξεις, μέ ρωτοῦν αὐτό: Οἱ Δυτικοί δέν ἔχουν λίγη Χάρη; Καί ἀπαντῶ ἐγώ, ὅτι λίγη Χάρη ἔχουμε ἐμεῖς, οἱ πιστοί, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ. Τό πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς ὑπάρχει μόνο στό Χριστό. Ἐμεῖς «ἐκ τοῦ πληρώματος Αὐτοῦ ἐλάβομεν…». Αὐτό τό λίγο τῆς Χάριτος εἶναι τό λίγο φῶς, πού παίρνουμε ἀπό τό Χριστό, τό ὁποῖο ὅμως εἶναι ἄκτιστο φῶς. Τό ὅτι τώρα λέγω, ὅτι δέν ἔχουν τήν Χάρη, καί τό λέγω ὡς δογματολόγος μετά βεβαιότητος, τό λέω, ἐκτός τῶν θεωρητικῶν ἐπιχειρημάτων μου, καί ἐπί πρακτικοῦ πεδίου. Οἱ ἴδιοι οἱ ἑτερόδοξοι δηλαδή βεβαιώνουν, ὅτι ἡ Χάρη αὐτή, λίγη ἤ πολλή, δέν μέ ἀπασχολεῖ, εἶναι κτιστή. Οἱ Δυτικοί λένε ἀλήθεια σ’ αὐτήν τήν περίπτωση, γιά τό τί εἶναι αὐτό πού ἔχουν, δηλαδή ὅτι εἶναι κτιστό. Καί τό λένε αὐτό ὄχι ὡς ἔτυχε, ἀλλά δογματικά διατυπωμένο· πού σημαίνει σέ τελευταία ἀνάλυση, ὅτι δέν ἔχουν ἐμπειρία τῆς ἀκτίστου Χάριτος, δηλαδή δέν ἔχουν ἐμπειρία τοῦ μυστηρίου. Γιατί αὐτό εἶναι πού μᾶς κάνει κοινωνούς ἄμεσα καί προσωπικά μέ τόν Θεό, δηλαδή μέ τήν ἄκτιστη Θεότητα, τήν ὁποία δέν τήν παίρνουμε, ἐπειδή εἴμαστε καλοί ἤ ἐπειδή κάνουμε καλές πράξεις, ἀλλά γιατί μετέχουμε στή ζωή τοῦ Θεοῦ μέ μυστηριακό τρόπο. Καί τό πρῶτο εἰσαγωγικό μυστήριο εἶναι τό Βάπτισμα.
Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει τέτοια «Βαπτισματική Θεολογία». Λέτε τώρα γιά τούς Ρωμαιοκαθολικούς, ἄν ἔχουν βάπτισμα ἤ ὄχι. Παρεμπιπτόντως, θά ποῦμε, ὅτι δέν ἔχουν τόν τύπο τοῦ Βαπτίσματος. Ἔχουν ράντισμα ἤ ἐπίχυση νεροῦ οἱ ἄνθρωποι. Ψεκασμό ἔχουν. Δηλαδή, δέν ἔχουν τήν τριπλῆ κατάδυση καί ἀνάδυση, ἡ ὁποία, ὅπως μᾶς λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι ὁ θάνατος, ἡ μαρτυρία, ἡ ὁμολογία ὅτι πεθαίνουμε ἐμεῖς κατά τήν ἁμαρτία καί ἀνιστάμεθα μέ τήν ἀναστημένη ζωή τοῦ Χριστοῦ. Δέν τηροῦν, δηλαδή, οἱ Δυτικοί ἀκόμη καί τόν ἐξωτερικό τύπο.
Ἡ δέ ἀναφορά στήν Ἁγία Τριάδα εἶναι σέ ἄλλο Θεό. Τό Filioque, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, μιλῶ ἐπιστημονικά αὐτή τή στιγμή, εἶναι κατατεθειμένο στήν πίστη τῶν Δυτικῶν. Τό Filioqueἀκυρώνει τόν ἄκτιστο χαρακτῆρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί καθίσταται κτίσμα. Κατά συνέπεια, δέν θέλω νά τό ἀναλύσω αὐτό περισσότερο, γιατί δέν εἶναι τοῦ παρόντος. Ἤδη ἔχουνε εἰσάγει τό κτιστό μέσα στό ἄκτιστο. Ἄλλωστε, ὑποστηρίζοντας οἱ Δυτικοί, ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Βαπτίσματος εἶναι κτιστή, πάλι τό ἴδιο πρᾶγμα κάνουν, τό ὁποῖο εἶναι τελείως ἀντιφατικό. Ὑποστηρίζουν, ὅτι ἐξέρχεται ἀπό μιά ἄκτιστη πραγματικότητα κτιστή ἐνέργεια. Γιατί ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι κάτι, πού ἀφορᾶ ἐμᾶς μόνο· εἶναι καθεαυτήν φυσική ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Πῶς λοιπόν νά δεχτοῦμε τήν «Βαπτισματική Θεολογία»; Γιά παράδειγμα, καθένας πού πιστεύει σ’ ἕνα Θεό, γιά τόν ὁποῖο λέει, ὅτι εἶναι τρία πρόσωπα, δέν σημαίνει ὅτι εἶναι καί Ὀρθόδοξος. Οὔτε καθένας, πού μιμεῖται μερικῶς τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, μποροῦμε νά ποῦμε, ὅτι τελεῖ ἕνα μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας καί ἀποδέχεται ὅλες τίς ἄλλες αἱρετικές ἀποκλίσεις, τά ἄλλα δόγματα δηλαδή, πού τόν ἀποκόπτουν οὕτως ἤ ἄλλως ἀπό Αὐτήν. Δέν γίνονται αὐτά. Γιατί; Γιατί στά μυστήρια τελετουργός εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὡς Αὐτοαλήθεια. Ὅταν ἐσύ κόπτεις κάτι ἀπό τήν Ἀλήθεια, ἡ ὁποία εἶναι ἀπερίτμητος καθ’ ἑαυτήν, εἶσαι ἐκτός τῆς Ἀληθείας καί κατά συνέπεια ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Καί αὐτό δέν τό λέω ἐγώ, τό λένε τά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Κάθε αἱρετικός αὐτό τό πρᾶγμα ἔκανε.
Δημοσιογράφος: Νομίζω, κ. Καθηγητά, ὅτι ἀρκετές πληροφορίες πήραμε σήμερα, ἀλλά ἔχουμε ἀφήσει πάρα πολλά σημαντικά στοιχεῖα, πού πρέπει νά τά κουβεντιάσουμε, γιατί εἶμαι σίγουρος, ὅτι τά ἐρωτήματα εἶναι ἀκόμα μεγαλύτερα. Ἦταν ἡ εἰσαγωγή σήμερα. Καί θά σᾶς παρακαλέσουμε νά μᾶς κάνετε αὐτήν τήν τιμή, ἀλλά καί τήν μεγάλη χάρη, νά συνεχίσουμε αὐτήν τήν συζήτηση πρός χάριν ὅλων μας.
Καθηγητής: Νομίζω, ὅτι δέν εἶναι χάρη, ἀλλά ὑποχρέωση, γιατί ἀφήσαμε πάρα πολλά πράγματα χωρίς ἀπαντήσεις. Καί εἶναι εὔλογο, νά ἀναμένεται αὐτό ἀπό τό κοινό, τοῦ ὁποίου μᾶλλον ἀνοίξαμε τήν ὄρεξη.
Δημοσιογράφος: Σᾶς εὐχαριστοῦμε.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
(25-2-2016)
Εἰσαγωγικά γιά τά θέματα τῆς Μεγάλης Συνόδου
Δημοσιογράφος: Κύριε Καθηγητά, ὅπως ἀκριβῶς λέγαμε καί στήν προηγούμενη ραδιοφωνική μας συνάντηση, ἀνοίξαμε τήν ὄρεξη τοῦ κοινοῦ. Καί πολύ καλά κάναμε, θεωρῶ, γιατί εἶναι πολλά τά ἐρωτήματα καί πολύ μεγάλο τό ἐνδιαφέρον. Γιατί μέχρι στιγμῆς, ὅλοι ζούσαμε στό ἀπόλυτο σκοτάδι. Ἐμεῖς προσπαθοῦμε, λοιπόν, μέ αὐτήν τήν εὐκαιρία πού μᾶς δίνετε ἐσεῖς, ν’ ἀνάψουμε μικρές σπίθες. Καί μακάρι αὐτές οἱ μικρές σπίθες νά μᾶς φωτίσουν μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί νά λάμψει στό τέλος ἡ ἀλήθεια, ἡ ὁποία, ὅπως μᾶς λέγατε στήν προηγούμενη ραδιοφωνική μας συνάντηση, εἶναι πάντοτε ἡ πλειοψηφοῦσα, γιατί εἶναι ἡ Ὑποστατική Ἀλήθεια, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας.
Μιλᾶμε λοιπόν γιά τή Μέλλουσα νά συνέλθει Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Κάναμε ἀρκετές ἀναφορές στήν προηγούμενη ραδιοφωνική μας ἐπικοινωνία γιά τή Σύνοδο αὐτή, γιά τό πῶς προέκυψε, τί θά συζητήσει, ποιά εἶναι τά θέματά της. Κι ἐκεῖ ἀκριβῶς εἴχαμε σταματήσει. Στά θέματα πού πρόκειται νά συζητηθοῦν. Ἦταν ἕξι αὐτά τά θέματα, ὅπως μᾶς εἴπατε: α) Τό Αὐτόνομο καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεώς του, β) Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπό χριστιανικό κόσμο, γ) Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό σύγχρονο κόσμο, δ) Ἡ σπουδαιότητα τῆς Νηστείας καί ἡ τήρησή της σήμερα, ε) Τά κωλύματα τοῦ Γάμου καί στ) Τό ζήτημα τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς. Αὐτά λοιπόν εἶναι τά συμφωνημένα θέματα, πού πρόκειται νά συζητηθοῦν ἔτι περαιτέρω καί νά ψηφισθοῦν.
Σχέση τῆς Μεγάλης Συνόδου
μέ τίς προηγούμενες Οἰκουμενικές
Ὅμως αὐτό, πού μᾶς μένει, καί πού οἱ περισσότεροι, ἀπό τό λίγο πού μπορεῖ νά ἔχουν ἀσχοληθεῖ, γνωρίζουν, εἶναι ὅτι πάντοτε, ὅταν συνερχόταν μιά Μεγάλη Σύνοδος, καλοῦνταν, ὅπως μᾶς λέγατε καί σεῖς στήν προηγούμενη ἐπικοινωνία μας, νά ἐπιβεβαιώσει ὅλες τίς προηγούμενεςΣυνόδους, γιά νά μπορέσει στή συνέχεια νά προχωρήσει ἕνα βῆμα παραπέρα. Αὐτή λοιπόν ἡ Σύνοδος, ἡ μέλλουσα νά συνέλθει, θά μποροῦσε νά κατονομάσει μέ κάθε ἀκρίβεια καί νά ἀποδεχθεῖ τήν πίστη τῶν προηγούμενων Οἰκουμενικῶν Συνόδων; Καί ἐν προκειμένῳ, ὀφείλει νά κατοχυρώσει τόν πανορθόδοξο χαρακτῆρα τῆς πίστεώς μας, ὅπως αὐτός ἐκφράστηκε σ’ αὐτές πού ὀνομάζονται σήμερα -ἔστω καί ἀνεπισήμως – ὀγδόη καί ἐνάτη Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας μας;
Καθηγητής: Εἶναι πολύ ὡραῖες οἱ ἐρωτήσεις σας καί εὐχαρίστως θά ἀπαντήσω. Ἄν ἡ συγκεκριμένη αὐτή Σύνοδος ἔρθει πραγματικά, ἔστω καί μέ αὐτή τή σύνθεση, τήν ὁποία κριτικάραμε προηγουμένως, νά διεκδικήσει, δίκαια ὅμως, τόν τίτλο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, θά πρέπει νά κάνει καί τά δύο αὐτά πράγματα, στά ὁποῖα ἀναφερθήκατε. Θά πρέπει δηλαδή προηγουμένως νά φανεῖ στήν πράξη –κι αὐτό θά κριθεῖ ἀπό τίς ἀποφάσεις της – σύμφωνη ἀπολύτως μέ τίς προηγούμενες Οἰκουμενικές Συνόδους. Κάτι, πού σημαίνει στήν πράξη, ὅτι θά πρέπει νά ἀναφερθεῖ μία πρός μία στίς Συνόδους αὐτές καί στό τί ἔχουν ἀποφασίσει, καί νά δείξει τήν κατάφασή της σ’ αὐτές τίς ἀποφάσεις καί νά κατακυρώσει στή συνέχεια καί θεσμικά τήν Ὀρθόδοξη Πίστη, πού ἐξέφρασε οὕτως ἤ ἄλλως ἡ Σύνοδος τοῦ 879-80 ἐπί Μεγάλου Φωτίου. Πρέπει νά ποῦμε, ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή, ἐπισήμως, μέ τήν παρουσία καί τῶν Δυτικῶν Ἐπισκόπων, καταδίκασε ἀπερίφραστα τό filioque. Ἀλλά αὐτό τό καταδίκασε καί ἡ Σύνοδος τοῦ 1351, ἡ ὁποία δικαίωσε τόν ἡσυχασμό καί τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος ὑπεραμύνθηκε τοῦ ἀκτίστου χαρακτῆρα τοῦ θείου Φωτός καί τῆς θεοποιοῦ Χάριτος, γιά τήν ὁποία μιλήσαμε προηγουμένως, καί τῆς ὁποίας τόν χαρακτῆρα ἀμφισβητοῦν συνοδικῶς οἱ Ρωμαιοκαθολικοί μέ ἀπόφαση τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Δηλαδή, γιά νά μιλήσουμε πιό ἁπλά. Δέν γίνεται ἡ Σύνοδος αὐτή νά εἶναι καί νά θέλει νά εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη ἔτσι αὐτόνομα, ἐπειδή ἔτσι αὐτοονομάστηκε. Θά πρέπει νά δικαιώσει τό ὄνομά της, πιστοποιώντας αὐτήν τήν ταυτότητά της μέ τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, ἀλλά καί μέ ἐκεῖνες, οἱ ὁποῖες ἔχουν Οἰκουμενικό χαρακτῆρα, Πανορθόδοξο. Καί λέγω μέ ἔμφαση, ὅτι δέν ὑπάρχει σήμερα οὔτε μία Τοπική Ἐκκλησία, οὔτε ἕνας Ἐπίσκοπος -ἐγώ τουλάχιστον πουθενά δέν τό ἄκουσα αὐτό ἀνά τήν Οἰκουμένη- πού νά ἀμφισβητεῖ τίς ἀποφάσεις αὐτές τοῦ 879-80 ἐπί Μεγάλου Φωτίου, πού ἀφοροῦν τό filioque, ἤ τίς ἀποφάσεις, πού ἔλαβε ἡ Ἐκκλησία ἀπό τό 1341-51. Καί κυρίως ἡ τελευταία αὐτή Σύνοδος ἔδωσε θεσμικό χαρακτῆρα τῆς ἀλήθειας, πού βίωνε ὁ Ἡσυχασμός τήν ἐποχή ἐκείνη, ἡ ὁποία βεβαίως ἀλήθεια ἐβιοῦτο καί στό παρελθόν καί βιοῦται καί σήμερα. Κατά συνέπεια, θά κάνει κάτι τό αὐτονόητο, ὅταν τήν ἐπικυρώσει. Δέν μπορεῖ νά ἀγνοήσει τίς Συνόδους αὐτές, γιατί, ἄν τίς ἀγνοήσει, γεννᾶται τό ἐρώτημα, μήπως δέν τίς ἀποδέχεται, ὡς πρός τήν πίστη. Ἄν ἀναφερθεῖ στήν πίστη καί αὐτῶν τῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες σημάδεψαν τήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῶν νεωτέρων χρόνων, δηλαδή μετά τίς γνωστές ἑπτά Οἰκουμενικές, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ὅτι καί μέ αὐτή τήν προβληματική της σύνθεση ἐξέφρασε τήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικά.
«Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»
Δημοσιογράφος: Αὐτό θά ἦταν πολύ παρήγορο γιά ὅλους μας καί ἐνδεχομένως θά ἔπαυαν καί πολλά ἄλλα ἐρωτήματα, προβληματικοί συλλογισμοί, ἀλλά καί κριτική, πού δέχεται αὐτή ἡ Σύνοδος. Νά ἐπανέλθουμε, λοιπόν, ἀκριβῶς στά θέματα αὐτῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Μία Πανορθόδοξη Σύνοδος, μᾶς τό τονίζετε ἰδιαιτέρως, κύριε Καθηγητά, πού διεκδικεῖ τόν χαρακτῆρα τῆς Μεγάλης Συνόδου, δηλαδή τῆς Οἰκουμενικῆς, δέν θά πρέπει νά ἀσχοληθεῖ καί μέ κάποιο σοβαρό θέμα τῆς πίστεώς μας; Γιατί ἀπό τά θέματα αὐτά πού ἔχουμε, ποιό θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ὅτι εἶναι τό σοβαρό θέμα τῆς πίστεώς μας; Ὑπάρχει τέτοιο δογματικό πρόβλημα στά θέματα, πού τέθηκαν στή Σύνοδο, ἡ ὁποία πρόκειται νά συνέλθει;
Καθηγητής: Ναί, ὑπάρχει τέτοιο δογματικό ζήτημα καί αὐτό τίθεται στό θέμα, πού ἔχει τίτλο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Ἐδῶ, τίθεται ἕνα κατεξοχήν δογματικό θέμα, πού ἔχει ἐκκλησιολογικό χαρακτῆρα. Ἀναφέρεται, δηλαδή, στήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, στό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία καθεαυτήν. Καί στό θέμα αὐτό, εἰδικῶς, ἀναφέρθηκα ἀναλυτικότερα στήν πρώτη μου Ἐπιστολή, πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μέ κοινοποίησή της σέ ὅλους τούς Ἀρχιερεῖς τῆς χώρας, μέ τήν ἡμερομηνία 3/2/16, δηλαδή πρίν ἀπό λίγες μέρες, ἡ ὁποία δημοσιοποιήθηκε ἀπό κάποιους καί στό διαδίκτυο. Τήν Ἐπιστολή μου αὐτή τήν ἔχω μπροστά μου καί μπορῶ νά σᾶς διαβάσω τά κύρια ἐπιχειρήματά μου καί τήν τελική ἀποτίμησή μου, πού εἶναι νά ἀποσυρθεῖ πλήρως τό κείμενο αὐτό, ἐπειδή εἰσηγεῖται τήν θεσμική νομιμοποίηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Δημοσιογράφος: Νομίζω, ὅτι ἀξίζει νά μᾶς τό διαβάσετε. Θά ἐνδιέφερε πάρα πολύ, γιατί ὄντως ἔχουν προκληθεῖ καί οἱ πρῶτες ἀντιδράσεις ἀκριβῶς σ’ αὐτό τό κείμενο, πού πάσχει ἀπό δογματικῆς ἀπόψεως.
Καθηγητής: Ναί. Καί τά σχόλια καί οἱ ἀντιδράσεις, στίς ὁποῖες ἀναφέρεσθε, πρέπει νά σᾶς πῶ, ὅτι ἔφτασαν καί στά δικά μου αὐτιά, εὐήχως. Δηλαδή, ἐκτιμήθηκε θετικά αὐτή ἡ παρέμβαση. Συγκεκριμένα, γράφω στήν Ἐπιστολή αὐτή, ἡ ὁποία, ὅπως εἶπα, δημοσιοποιήθηκε, ὁπότε δέν ἀποτελεῖ κάτι τό ἀπόρρητο:«Τό κείμενο αὐτό», γράφω, «ἐμφανίζει κατά συρροή τήν θεολογική ἀσυνέπεια, ἀλλά καί τήν ἀντίφαση.Ἔτσι, στό ἄρθρο 1 διακηρύσσει τήν ἐκκλησιαστική αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, θεωρώντας αὐτήν –πολύ σωστά– ὡς τήν «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία». Ὅμως, στό ἄρθρο 6 παρουσιάζει μιά ἀντιφατική πρός τό παραπάνω ἄρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικά, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς». Στήν προκειμένη περίπτωση, τό κείμενο ὑπαινίσσεται τούς Ρωμαιοκαθολικούς καί τήν πανσπερμία τῶν Προτεσταντῶν.
«Ἐδῶ γεννᾶται τό εὔλογο θεολογικό ἐρώτημα: Ἄν ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ΜΙΑ», κατά τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (Ἄρθρο 1), τότε, πῶς γίνεται λόγος γιά ἄλλες Χριστιανικές Ἐκκλησίες; Εἶναι προφανές, ὅτι αὐτές οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες εἶναι ἑτερόδοξες». Ἡ λέξη ‘‘ἑτερόδοξος’’ εἶναι μία κομψή, εὐγενική ἔκφραση τοῦ ‘‘αἱρετικός’’. Γιατί, ἑτέρα δόξα γιά τόν Θεό εἶναι ἡ αἵρεση.
«Οἱ ἑτερόδοξες ὅμως «ἐκκλησίες» δέν μποροῦν νά κατονομάζονται καθόλου ὡς «ἐκκλησίες» ἀπό τούς Ὀρθοδόξους, ἐπειδή δογματικῶς θεωρούμενα τά πράγματα, δέν μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά πολλότητα «ἐκκλησιῶν», μέ διαφορετικά δόγματα καί μάλιστα σέ πολλά θεολογικά θέματα. Κατά συνέπεια, ἐνόσω οἱ «ἐκκλησίες» αὐτές παραμένουν ἀμετακίνητες στίς κακοδοξίες τῆς πίστεώς τους, δέν εἶναι θεολογικά ὀρθό νά τούς ἀναγνωρίζουμε ἐκκλησιαστικότητα –καί μάλιστα θεσμικά– ἐκτός τῆς «Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».
Στό ἴδιο ἄρθρο (6) ὑπάρχει καί δεύτερη σοβαρή θεολογική ἀντίφαση. Στήν ἀρχή τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ σημειώνεται τό ἑξῆς: «Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ». Στό τέλος, ὅμως, τοῦ ἴδιου ἄρθρου γράφεται, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τήν συμμετοχή της στήν Οἰκουμενική Κίνηση ἔχει ὡς «ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα».
Ἐδῶ, τίθεται τό ἐρώτημα: Ἐφόσον ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν ἀναζητεῖται στό πλαίσιο τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως; Μήπως ὑπονοεῖται ἡ ἐπιστροφή τῶν Δυτικῶν χριστιανῶν στή ΜΙΑ καί μόνη Ἐκκλησία; Κάτι τέτοιο, ὅμως, δέν διαφαίνεται ἀπό τό γράμμα καί τό πνεῦμα σύνολου τοῦ Κειμένου. Ἀντίθετα, μάλιστα, δίνεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στήν Ἐκκλησία καί οἱ προοπτικές τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στήν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Θεολογική σύγχυση προκαλεῖ μέ τήν ἀσάφειά του καί τό ἄρθρο 20, τό ὁποῖο λέγει: «Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως (κανόνες 7 τῆς Β΄ καί 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῶν Συνόδων)».
Ὅμως, οἱ Κανόνες 7 τῆς Β΄ καί 95 τῆς Πενθέκτης κάνουν λόγο γιά τήν ἀναγνώριση συγκεκριμένων αἱρετικῶν, πού ἐκδηλώνουν ἐνδιαφέρον γιά προσχώρηση στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἀλλά, ἀπό τό γράμμα καί τό πνεῦμα τοῦ θεολογικῶς κρινομένου κειμένου ἀντιλαμβανόμαστε, ὅτι δέν γίνεται καθόλου λόγος γιά ἐπιστροφή τῶν ἑτεροδόξων στήν Ὀρθόδοξη καί μόνη Ἐκκλησία. Ἀντίθετα, στό κείμενο θεωρεῖται τό Βάπτισμα τῶν ἑτεροδόξων ἐκ προοιμίου –καί χωρίς Πανορθόδοξη ἐπ’ αὐτοῦ ἀπόφαση– ὡς δεδομένο. Μέ ἄλλα λόγια, τό Κείμενο υἱοθετεῖ τήν «βαπτισματική θεολογία». Ταυτόχρονα, ἀγνοεῖται σκοπίμως τό ἱστορικό γεγονός, ὅτι οἱ σύγχρονοι ἑτερόδοξοι τῆς Δύσεως (Ρ/λικοί καί Προτεστάντες) ἔχουν ὄχι ἕνα, ἀλλά σωρεία δογμάτων, πού διαφοροποιοῦνται ἀπό τήν πίστη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (ἐκτός τοῦ filioque, κτιστή Χάρη τῶν μυστηρίων, πρωτεῖο, ἀλάθητο, ἄρνηση τῶν εἰκόνων καί τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων κ.ἄ.).
Εὔλογα ἐρωτηματικά ἐγείρει καί τό ἄρθρο 21, ὅπου σημειώνεται, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία... ἐκτιμᾶ θετικῶς τά ὑπ’ αὐτῆς (ἐνν. τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις») ἐκδοθέντα θεολογικά κείμενα... διά τήν προσέγγισιν τῶν Ἐκκλησιῶν». Ἐδῶ, θά πρέπει νά παρατηρήσουμε, ὅτι τά Κείμενα αὐτά δέν κρίθηκαν ἀπό τίς Ἱεραρχίες τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν». Αὐτό εἶναι θεμελιακό, διότι ἀκυρώνει στήν οὐσία τό Συνοδικό Σύστημα τῆς Ἐκκλησίας.
Τά Κοινά Κείμενα τοῦ Π.Σ.Ε.
Δημοσιογράφος: Ἀναφέρεσθε στά Κείμενα πού ἦταν στούς Διαλόγους τοῦ Π.Σ.Ε.
Καθηγητής: Ἀκριβῶς. Τά Κείμενα αὐτά εἶναι μετέωρα. Τά διαχειρίζονταν κάποιοι ἀντιπρόσωποι, οἱ ὁποῖοι εἶπαν τίς ἀπόψεις τους, ὑπέγραψαν τά Κείμενα ἐξ ὀνόματος τῶν Τοπικῶν βέβαια Ἐκκλησιῶν, πλήν ὅμως οἱ Ἱεραρχίες τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν δέν εἶχαν ἰδέα, ποιές ἦταν οἱ ἀποφάσεις, πού πάρθηκαν μέ τίς ὑπογραφές τῶν ἀντιπροσώπων τους. Καί σᾶς τό λέω αὐτό, ἐπειδή ἐπικοινώνησα πολλές φορές, ὅταν ἐπρόκειτο γιά τέτοια Κείμενα, μέ τούς Ἐπισκόπους τῆς Ἑλλάδος. Καί αὐτοί δέν ἐγνώριζαν κἄν τήν προβληματική τῶν συζητουμένων θεμάτων.
Ἀκούγονται αὐτά πολύ παράδοξα σήμερα, σέ μιά ἐποχή τῆς πληροφόρησης. Ἀλλά καί αὐτοί οἱ ἴδιοι οἱ ἀντιπρόσωποι ἐνοχλήθηκαν πολύ, ὅταν δημοσιοποιήθηκαν τά Κείμενα, ἐπειδή δημοσιοποιήθηκαν οἱ ὑπογραφές τους. Αὐτοί οἱ ἀντιπρόσωποι εἶπαν καί ἔκαναν πράγματα τελείως ἀπαράδεκτα ἐξ ἐπόψεως Ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας. Θεωρήθηκε, ὅμως, ἀφελῶς, ἀπό πολλούς Ἐπισκόπους μας, ὅτι αὐτά γίνονται στό πλαίσιο τῶν κοινωνικῶν, διπλωματικῶν καί ἄλλων σχέσεων, καί νόμισαν, ὅτι ἔτσι θά διαιωνίζονται συνεχῶς.
Νά, τώρα ὅμως, πού ἦρθαν στό πιάτο μας. Εἶναι ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες ὑπογράφηκαν στό παρελθόν μέ αὐτόν τόν τρόπο. Ὑπάρχουν καί ἄλλες ἀποφάσεις, καί χειρότερες ἀπό αὐτές, πού ἔχουν παρθεῖ στό πλαίσιο τοῦ Π.Σ.Ε., πού κυκλοφοροῦν ἀτελῶς ὡς ἀπόψεις καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἔχει τίς ὑπογραφές κάποιων Ἐπισκόπων της, πλήν ὅμως εἶναι καθαρά αἱρετικές, γιατί δέν ἐκφράζουν τήν Ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία. Δέν τέθηκαν ἐπί τάπητος, δέν ἦρθαν πρός συζήτηση στίς Τοπικές Ἐκκλησίες. Καί αὐτό δέν ἔγινε μόνο, ἐπειδή τό Ὀργανωτικό Κέντρο δέν τίς ἔφερε. Εἶναι καί εὐθύνη, δέν μέμφομαι, λέω τά πράγματα ἐδῶ ὅπως εἶναι, τῶν Τοπικῶν μας Ἐκκλησιῶν καί Ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι δέν ἀπαίτησαν, ὡς ὄφειλαν, τήν συζήτηση ἐπ’ αὐτῶν καί τήν ἀπόφανσή τους θετικῶς ἤ ἀρνητικῶς. Δέν θά πῶ, τί ἔπρεπε νά ἀποφασίσουν, ἀλλά τί ἔπρεπε θεσμικῶς, ἁγιοπνευματικῶς νά πράξουν. Γιατί ἡ ἰδιότητα τοῦ Ἐπισκόπου εἶναι συνδεδεμένη ἀρρήκτως μέ τή συνοδικότητα, ἡ ὁποία ἔχει χριστολογικό καί ἁγιοπνευματικό χαρακτῆρα.
Εἶναι δεσμευτικά αὐτά τά Κείμενα;
Δημοσιογράφος: Κύριε Καθηγητά, πάνω σέ αὐτό πού μᾶς λέτε, αὐτά τά Κείμενα, ἔτσι ὅπως υἱοθετήθηκαν ἤ μᾶλλον ὅπως ὑπογράφηκαν, γιατί δέν υἱοθετήθηκαν τελικά, ἀφοῦ δέν συζητήθηκαν, εἶναι δεσμευτικά γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;
Καθηγητής: Πολύ ὡραῖο τό ἐρώτημά σας. Διαβάζοντας κανείς Κείμενα, πού κυκλοφοροῦν στόν λεγόμενο οἰκουμενικό χῶρο, ἀπό τούς οἰκουμενιστές ἑτεροδόξους, ἐκπλήσσεται μέ μᾶς τούς Ὀρθοδόξους, γιατί δέν κάνουμε τίς ἀναμενόμενες ἀπό αὐτούς προόδους -μέ ἀρνητικό πρόσημο βεβαίως ἐδῶ οἱ πρόοδοι- μέ βάση τίς ὑπογραφές, πού ἔχουμε βάλει. Καί θεωρούμεθα ἀνακόλουθοι, ἐπειδή οἱ Ἐκκλησίες, τίς ὁποῖες ἐκπροσωποῦν οἱ ἐν λόγω ἐκπρόσωποι, δέν εἶναι διατεθειμένες νά προχωρήσουν πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση. Γι’ αὐτό καί πιέζονται ἀπό πολλές δυνάμεις, ἀκόμη καί κοσμικές. Καί τό ἐκπληκτικό εἶναι, ὅτι ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν δέν γνωρίζει κἄν αὐτές τίς ἀποφάσεις ἤ δέν θέλησε νά τίς συζητήσει, ὑποτιμώντας αὐτήν τήν πρακτική, τήν ὁποία βέβαια υἱοθέτησε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί μέ βάση αὐτήν προωθεῖ αὐτά τά Κείμενα. Οἱ ἴδιες οἱ Τοπικές Ἐκκλησίες νόμισαν, ὅτι μποροῦν νά ἀδιαφοροῦν, ἀφοῦ δέν τούς ἀγγίζουν ἀκόμη οἱ ὑποτιθέμενες γι’ αὐτούς δεσμεύσεις.
Ὅμως, δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα. Κάποτε θά μᾶς ζητηθεῖ ἡ εὐθύνη γιά τήν ὑπογραφή τῶν ἀντιπροσώπων μας. Βεβαίως, τό κυρίαρχο σῶμα παραμένει πάντοτε ἡ Ἱεραρχία καί μπορεῖ, ὅταν ἀσχοληθεῖ, καί ὀφείλει νά ἀσχοληθεῖ τό συντομότερο, νά πεῖ τήν ἀποψή της καί νά τήν στείλει στό Συντονιστικό Κέντρο, πού εἶναι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, γιά νά ὑπάρχει μέ τόν τρόπο αὐτό μία ἀπόφαση, ἡ ὁποία νά ἐκπροσωπεῖ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Θά σᾶς πῶ ἕνα ἁπλό παράδειγμα ἐδῶ, ἔτσι γιά νά γίνουμε πολύ συγκεκριμένοι: Τό 1993, στό Balamandτοῦ Λιβάνου, ἔγινε ἕνα κείμενο. Τό κείμενο αὐτό κατ’ ἀρχήν εἶναι ἐπαίσχυντο.
Δημοσιογράφος: Τό πρῶτο πού ἐπέβαλε τομές.
Καθηγητής: Ναί, ἦταν τό χειρότερο Κείμενο πού μποροῦσε νά ὑπάρξει, γιατί δίνει ἐκκλησιαστικότητα καί νομιμότητα στά μυστήρια τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, τά ὁποῖα θεωρεῖ ἰσότιμα μέ τά δικά μας. Τό μόνο πού διαφέρει δηλαδή ἡ Ὀρθοδοξία ἀπό τούς Ρωμαιοκαθολικούς, εἶναι ἡ ἐλλειμματική της αὐτή Ἐκκλησιολογία, πού ἀφορᾶ τήν ἀναγνώριση τοῦ Πάπα. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι κοινά. Ὅμως αὐτό κυκλοφορεῖ εὐρέως διά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅτι εἶναι φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί αὐτό πιστοποιεῖται ἀπό τίς ἐπισκέψεις τοῦ Πάπα καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, μέ τίς συμπροσευχές πού κάνουν· γιατί ἔτσι νομιμοποιοῦνται, νομίζουν δηλαδή πώς νομιμοποιοῦνται, αὐτές οἱ ἐνέργειές τους. Ὅμως, δέν λαμβάνεται ὑπ’όψη, ἐπειδή δέν γνωρίζουν οἱ περισσότεροι, πώς ἕξι Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες δέν πῆραν μέρος στή σύναξη αὐτή, στήν ἀπόφαση αὐτή. Αὐτές εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τῆς Σερβίας, τῆς Βουλγαρίας, τῆς Γεωργίας, τῶν Ἱεροσολύμων καί τῆς Τσεχίας. Ἀλλά, καί μία νά μήν ἔπαιρνε μέρος, μέ βάση τόν Κανονισμό αὐτό, θά ἔφτανε νά τήν ἀκυρώσει. Παρά τό γεγονός, ὅτι ὄχι μόνο δέν παρέστησαν, ἀλλά ἄσκησαν καί κριτική. Θυμᾶμαι πώς τότε ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἦταν ὁ μακαριστός καθηγητής π. Ἰωάννης Ρωμανίδης καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δέν θέλησε νά ἀντιπροσωπευθεῖ, ἐξαιτίας ἀκριβῶς τοῦ περιεχομένου αὐτοῦ τοῦ Κειμένου.
Τότε, λοιπόν, ἐγράφησαν κριτικές καί ἀπορρίφθηκαν οὐσιαστικά αὐτές οἱ θέσεις ἀπό τήν γρηγοροῦσα συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Μιλάω γιά τήν Ἑλλάδα, ὅπου γνωρίζω, ὅτι ἔτσι ἔγιναν τά πάγματα. Τελικά ὅμως κυκλοφοροῦν, σάν νά εἶναι ἕνα Κοινό Κείμενο, πού ὑπεγράφη ἀπό ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Δηλαδή, γιά νά ποῦμε τά πράγματα μέ τό ὄνομά τους -γιατί ὑπάρχει παραπληροφόρηση ἐσκεμμένη καί μεθοδευμένη. Τά λέμε, τά λέμε, τά λέμε αὐτά, πού δέν εἶναι σωστά, γιά νά πιστευθοῦν μέ τήν ὑπεραπλουστευμένη σκέψη, ὅτι, ἀφοῦ κυκλοφοροῦν τόσο πολύ, εἶναι ἀλήθεια. Βέβαια, αὐτή εἶναι μιά μεθοδολογία τῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων, ἀλλά πρέπει νά γνωρίζουμε τί γίνεται στό σπίτι μας· καί τό σπίτι μας εἶναι αὐτό. Κάποιοι, χωρίς ἐμᾶς, καί μή θεωρηθεῖ αὐτό προτεσταντικό, σᾶς παρακαλῶ, ἀποφασίζουν γιά μᾶς. Ἀποφασίσθηκαν αὐτά τά πράγματα, μέ τά ὁποῖα δέν συμφωνοῦμε, δέν ἐρωτηθήκαμε, καί ὅμως πρακτικά προχωροῦν, ὡς ἐάν νά ἤμασταν σύμφωνοι.
Αὐτά τά πράγματα εἶναι μετέωρα αὐτή τήν στιγμή. Αὐτό θέλω νά πῶ σ’ αὐτήν τήν ἐκπομπή. Καί αὐτά τά ὑποτιμήσαμε, γιατί ὁ προσανατολισμός μας εὐρύτερα, ὡς πιστῶν, εἶναι κοσμικός, ἀσχολούμαστε μέ τά βιοτικά, ἔχουμε τόν σκοτασμό μας κ.τ.λ. καί δέν δίνουμε τή σημασία πού πρέπει σ’ αὐτά. Ἔρχονται, ὅμως, καί θά ἔρχονται στό πιάτο μας, γιατί ἐξήγγειλε ἡ παροῦσα Σύνοδος, ὅτι ἡ θεματολογία της πρός τό παρόν εἶναι αὐτή, ἀλλά ἐπιφυλάσσεται στή συνέχεια νά κάνει καί ἄλλες τέτοιες Ἅγιες καί Μεγάλες Συνόδους, γιά νά φέρει καί τά ὑπόλοιπα θέματα, πού εἶναι προγραμματισμένα. Ἄρα, τά πράγματα μᾶς λέγονται ξεκάθαρα αὐτή τή στιγμή. Θά ἔρθουν ἐκεῖνα, στά ὁποῖα βάλανε κάποιοι ὑπογραφές, ἀλλά θά ἔρθουν κι ἐκεῖνα, τά ὁποῖα κάποιοι δέν τά ὑπογράψανε. Δέν ξέρω μέ ποιόν τρόπο. Μπορεῖ νά ἀγνοηθεῖ τό γεγονός, ὅτι δέν τά ἔχουν ὑπογράψει ὅλοι, ἀλλά θά ἔρθουν αὐτά τά θέματα. Ἑπομένως, δέν μποροῦμε νά τά παραβλέπουμε αὐτά ἤ νά μήν λέμε τήν ἱστορία τους καί νά τά ὡραιοποιοῦμε.
Κοιτάξτε, εἶναι ἐκπληκτικό πώς ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἀλλά καί οἱ Εὐαγγελιστές δέν ὡραιοποιοῦν ποτέ τήν ἀλήθεια. Βλέπετε, οἱ Εὐαγγελιστές μιλοῦνε εἰς βάρος τῶν Ἀποστόλων, γιά τίς ἀσυνέπειες καί τά λάθη τους. Καί οἱ ἁμαρτίες κάποιων ἀνθρώπων λέγονται μέ τό ὄνομά τους. Ἄρα, δέν ὑπάρχει ὡραιοποίηση. Ἡ ὡραιότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἄκτιστη καί εἶναι τέτοια, πού δέν φοβᾶται τήν ἀλήθεια. Ἑπομένως, σ’ αὐτήν τήν κατεύθυνση θά πρέπει νά κινεῖται καί ἡ θεσμική ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ συνόλῳ της.
Θά μοῦ ἐπιτρέψετε, ὅμως, νά συμπληρώσω τήν ἀνάλυση τοῦ Κειμένου αὐτοῦ, ὅπως κατατίθεται στήν Ἐπιστολή μου: «Τέλος στό ἄρθρο 22 δίνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι ἡ μέλλουσα νά συνέλθει Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος προδικάζει τό ἀλάθητο τῶν ἀποφάσεών της», κι αὐτό εἶναι ἐκεῖνο, στό ὁποῖο ἀναφερθήκαμε λιγάκι στήν προηγούμενη συζήτηση, «ἐπειδή θεωρεί ὅτι ἡ διατήρηση τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνο διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος τό ὁποῖο ἀνέκαθεν διά τήν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τόν ἁρμόδιο καί ἔσχατο κριτή περί τῶν θεμάτων τῆς πίστεως». Ἐδῶ, ἐκτός χειρογράφου, νά πῶ, ὅτι ὑπαινίσσσεται σαφῶς -καί σέ ἕνα ἄλλο σημεῖο εἶναι πολύ ἐμφανέστερο-, ὅτι θά ὑπάρξουν κάποιοι πού θεωροῦνται ζηλωτές, θά λέγαμε φονταμενταλιστές, οἱ ὁποῖοι δέν θά δεχθοῦν ἐνδεχομένως αὐτές τίς ἀποφάσεις. Κι αὐτοί θά πρέπει νά προσέξουν, γιατί τούς βάζει μπροστά στήν ἱστορική τους εὐθύνη, ἔναντι τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό εἶναι φρικαλέο, ἐξ ἐπόψεως Ὀρθοδόξου. Αὐτό θά μποροῦσε νά τό πεῖ μόνο ἕνας Πάπας, μόνον οἱ Ρωμαιοκαθολικοί. Δηλαδή, προδικάζει τό ἀλάθητο καί καταδικάζει τήν ὅποια ἀντίδραση, ἐκ προοιμίου. Ἄν, ὅμως, αὐτή ἡ ἀντίδραση στοιχεῖ στήν γρηγοροῦσα συνείδηση καί εἶναι «ἑπόμενη τοῖς ἁγίοις Πατράσι», ἄν δηλαδή αὐτή εἶναι ἐκείνη, πού ἐκφράζει τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό, θά ποῦμε, ὅτι αὐτοί πού τήν ἐκφράζουν τίθενται ἐκτός Ἐκκλησίας; Ἤ ὅτι διασαλεύουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία ὑπερασπιζότανε οἱ λατινόφρονες; Ἐδῶ, φτάσαμε στήν ἀνατροπή τῶν πραγμάτων.
Γι’ αὐτό, θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά σᾶς πῶ τήν κριτική, πού ἀσκῶ ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ συγκεκριμένου ἄρθρου. Στό ἄρθρο αὐτό παραγνωρίζεται τό ἱστορικό γεγονός, ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔσχατο κριτήριο εἶναι ἡ γρηγοροῦσα δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στό παρελθόν ἐπικύρωσε ἤ θεώρησε ληστρικές ἀκόμη καί Οἰκουμενικές Συνόδους. Ὅταν δηλαδή ἡ δογματική αὐτή συνείδηση – καί ὅταν λέμε δογματική συνείδηση μπορῶ νά πῶ ὅτι εἶναι ἡ συμπυκνωμένη πνευματική ἐμπειρία μέσα στήν Ἐκκλησία, εἶναι δηλαδή αὐτό τό λειτουργοῦν μέσα μας Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο λάβαμε, καί αὐτή εἶναι ἡ μοναδική ἰσότητα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ – ὅταν αὐτή, λοιπόν, εἶναι ἐνεργοποιημένη, αὐτή εἶναι πού μᾶς πληροφορεῖ γιά αὐτή τήν συνέχεια, καί ἐπιστημονικά τό πιστοποιοῦμε καί ἐμεῖς ὡς ἐπιστήμονες.
Τό συνοδικό σύστημα, γιά νά ἐπανέλθω στήν Ἐπιστολή, ἀπό μόνο του, δέν διασφαλίζει μηχανιστικά, θά λέγαμε δηλαδή μαγικά, τήν ὀρθότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτό γίνεται μόνον, ὅταν οἱ συνοδικοί Ἐπισκοποι, αὐτοί δηλαδή πού λαμβάνουν μέρος στήν Σύνοδο, ἔχουν μέσα τους ἐνεργοποιημένο τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τήν Ὑποστατική Ὁδό, δηλαδή τόν ἴδιο τόν Χριστό. Ὁπότε ὡς συν-οδικοί -ὡς αὐτοί δηλαδή πού πηγαίνουν ἐπί τῆς ὁδοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός, μαζί μέ τόν Χριστό- εἶναι στήν πράξη «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Καί αὐτό ἀποδεικνύεται καί ἱστορικῶς-ἐπιστημονικῶς.
Καί τώρα νά κάνω τή γενική ἀποτίμηση τοῦ Κειμένου: «Μέ ὅσα γράφονται καί ὅσα ὑπονοοῦνται σαφῶς στό παραπάνω κείμενο εἶναι προφανές, ὅτι οἱ ἐμπνευστές καί οἱ συντάκτες του ἐπιχειροῦν μιά θεσμική νομιμοποίηση τοῦ χριστιανικοῦ συγκρητισμοῦ-οἰκουμενισμοῦ μέ μιά ἀπόφαση Πανορθοδόξου Συνόδου. Αὐτό ὅμως θά ἦταν καταστροφικό γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό προτείνω, ταπεινῶς, τήν καθολική ἀπόσυρσή του». Νομίζω, ὅτι ἐκφράζομαι μέ πολύ ἐπιείκεια γιά τήν ἀπόσυρση. Θά ἔλεγα, ἔξω ἀπό τά δόντια, ὅτι θά πρέπει νά ὑπάρξει καταδίκη αὐτοῦ τοῦ Κειμένου, ὄχι ἁπλῶς ἀπόσυρση. Ἀλλά τό λιγότερο ἀπόσυρση. Ὄχι ἀναθεώρησή του. Δέν ἔχει κάτι πού νά μπορεῖ νά ἀναθεωρηθεῖ, κατά τήν γνώμη μου. Ἀναφέρομαι πάντοτε στά οὐσιαστικότερα τμήματα αὐτοῦ τοῦ Κειμένου.
Αὐτό τό Κείμενο γιά λόγους δογματικούς, ἀφοῦ ἔρχεται ὡς θέμα, θά πρέπει νά καταδικαστεῖ. Γιατί; Γιατί εἰσηγεῖται τήν ἀλλοτρίωση τῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τῆς Μόνης, Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς, τό ὁποῖο παραδόξως ὁμολογεῖται, ἐνῶ στήν συνέχεια ἀκυρώνεται. Αὐτό εἶναι, κατά τήν γνώμη μου, ὁ γνήσιος Οἰκουμενισμός. Ὅλα νά χωροῦν. Ἀντιφατικά πράγματα. Δηλαδή, σέ τελευταία ἀνάλυση, τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ τά ἀκάθαρτα πνεύματα νά ὑπάρχουνε καί νά συνυπάρχουν, ὄχι ἁπλῶς κατά ἀνοχήν, πού οὕτως ἤ ἄλλως ὑπάρχουν καί συνυπάρχουν, ἀλλά νά θεωροῦνται ἕνα, μέ νομιμοποίηση μιᾶς οὐσιαστικά Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀφοῦ θά εἶναι Πανορθόδοξη, Ἁγία καί Μεγάλη. Πρᾶγμα, τό ὁποῖο εἶναι φρικαλέο καί μόνο νά τό σκέφτεται κανείς, ὅτι δηλαδή μπορεῖ νά ἔχει αὐτό τό πρᾶγμα νομιμοποίηση. Γιατί, βέβαια, κάνει τά πάνω κάτω.
Ἐδῶ, γιά νά πῶ καί κάτι αἰσιόδοξο, μιά καί ἀντηχοῦν αὐτά κάπως ἀπαισιόδοξα, δέν πρόκειται εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων νά περάσει κάτι τέτοιο στήν πράξη. Γιατί τό λέω αὐτό; Καί τό λέω μέ ἀπόλυτο τρόπο. Γιατί, ἐάν περάσει αὐτό, ἀκυρώνεται ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία. Καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ὡς κεφαλή, ἔνδοξη θεανθρώπινη κεφαλή αὐτοῦ τοῦ Σώματος, μᾶς εἶπε, ὅτι θά παραμένει ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, καί τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας Του θά ὑπάρχει καί θά Τήν καθοδηγεῖ εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν. Ἄρα, ἐκ προοιμίου, εἴμαστε αἰσιόδοξοι ρεαλιστικά. Γιατί; Γιατί εἴμαστε «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι» καί συντασσόμαστε μέ τό λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ ἱδρυτοῦ – Αὐτοῦ τοῦ Θεανθρώπου – τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Δημοσιογράφος: Νομίζω, κ. Καθηγητά, πώς ἱστορικά αὐτό ἔχει ἀποδειχθεῖ σέ περιόδους μέ πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες καί παρέμεινε ἡ Ἐκκλησία μας, ὅπως ἦταν, μέ τήν ἑνότητα, πού τώρα προσπαθοῦμε νά τήν ἀναζητήσουμε ἤ νά τήν ἐπαναπροσδιορίσουμε...
Καθηγητής: Γι’ αὐτό καί πρακτικῶς, μέχρι σήμερα, ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ἁγίους· ἀναγνωρισμένους πρωτίστως ἀπό αὐτήν τήν δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, καί ἔρχεται κατόπιν τυπικῶς ἡ Ἱεραρχία ἐν Συνόδῳ νά ἐπισημοποιήσει. Γι’ αὐτό ἐμεῖς οἱ Ὀρθοδοξοι δέν ἁγιοποιοῦμε, ἀλλά ἁγιοκατατάσσουμε ἐπισήμως μέ μιά ληξιαρχική πράξη αὐτό, τό ὁποῖο ἤδη ὑφίσταται. Πῶς γίνεται ἕνα βρέφος πού γεννιέται καί στήν συνέχεια ὑπάρχει γιά τήν πολιτεία τυπικῶς; Οὐσιαστικῶς ὑπάρχει, οὐδείς μπορεῖ νά τό ἀμφισβητήσει, ἀλλά ὀφείλει νά ὑπάρχει καί ἡ ἐπίσημη ληξιαρχική πράξη γιά τήν τυπική κατοχύρωση.
Στά θέματα τῆς πίστεως πρέπει νά μιλᾶμε
Στήν Ἐκκλησία μας δηλαδή δέν ἔχουμε πρόβλημα. Δέν παύει νά ὑπάρχει ὁ Ἅγιος, ὡς Ἅγιος καί νά ἐπιβεβαιώνεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί ἡ Ἐκκλησία δι’ αὐτοῦ. Καί αὐτό εἶναι τό οὐσιαστικότερο μέρος. Ἔτσι, γιά νά ξέρουμε τί εἶναι μία Σύνοδος, καί τί εἶναι ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή, καί τό Θεανθρώπινο αὐτό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Γιά νά μήν ἔχουμε οὔτε περιδεᾶ συνείδηση, οὔτε νά φοβόμαστε. Καί προσέξτε, ἐπειδή ἔχω ἀκούσει ἐκφράσεις -δέν ξέρω σέ ποιά ἔκταση κυκλοφοροῦν, ἀλλά τό ἄκουσα σέ πολλά μέρη- νά μήν μιλοῦν, λένε, οἱ πιστοί γιά αὐτά τά πράγματα, γιά τά ὁποῖα τώρα μιλοῦμε ἐμεῖς, γιατί αὐτό ἀποτελεῖ κατάκριση. Σᾶς τό λέγω ὡς καθηγητής τῆς Δογματικῆς. Αὐτό εἶναι ὐποχρέωσή μας καί δέν ἀποτελεῖ κατάκριση. Τό νά μιλοῦμε γιά ἐκεῖνα, πού ἀφοροῦν τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξάρτητα ἄν ἔχουν ἄμεση ἀναφορά, ἄν φωτογραφίζουν ἤ κατονομάζουν πρόσωπα, αὐτό εἶναι ὑποχρεωσή μας. Λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος σέ σχόλιό του στήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή: «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν... ὧν ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τήν πίστιν». Δηλαδή, δέν κάνουμε ἄκριτα ὑπακοή, ἀλλά ἐξετάζουμε μέ βάση αὐτήν τήν γρηγοροῦσα συνείδηση, ἄν αὐτά πού λέγονται ἀπό πρόσωπα ἤ καί θεσμό, ὁλόκληρη Σύνοδο, συνάδουν μ’ αὐτά, πού εἶπε ὁ Χριστός καί διαχρονικῶς ὑπάρχουν στήν Ἐκκλησία διά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί διά τῆς συμφωνίας τῶν Πατέρων.
Αὐτά ὅμως, πού μᾶς εἰσηγοῦνται οἱ Ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές, καί τό λέγω αὐτό μετά λόγου γνώσεως, ὄχι μόνο δέν συμφωνοῦν, ἀλλά εἶναι καί ἀντίθετα, ὅπως οἱ συμπροσευχές τους. Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ὁρίζουν τήν καθαίρεση καί τόν ἀφορισμό αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι τά κάνουν. Δέν ἔχει σημασία, ποιοί εἶναι αὐτοί. Τό ἄν αὐτό τό πρᾶγμα δέν ἔχει γίνει ἀκόμη, εἶναι θέμα τυπικό, ὅπως εἶπα καί γιά τήν ἁγιοκατάταξη. Ἀντιστοίχως, ἰσχύει καί ἐδῶ τό ἴδιο πρᾶγμα.
Ἄρα, ἡ κατάκριση ἀναφέρεται, λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, στό βίο. Δέν θά ἀσχολεῖσαι μέ τόν βίο τῆς καθημερινότητας τοῦ ἄλλου, ἄν τυχόν αὐτός δέν εἶναι καθαρός κ.τ.λ. Γιατί ἐκεῖνο εἶναι κατάκριση. Κριτής εἶναι μόνον ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος γνωρίζει κ.τ.λ. Δέν θά σφετεριστοῦμε, δηλαδή, αὐτό τό δικαίωμα τό μοναδικό, πού ἔχει ὁ Χριστός. Γιά τά θέματα τῆς πίστεως ὅμως ὀφείλουμε νά μιλήσουμε. Καί μάλιστα μᾶς τό λέει καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: «ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί»· ἄρα, μέ ἐνεργό τήν παρουσία Του μέσα μας, δηλαδή ὁ Χριστός ὁμολογεῖ τότε. Δηλαδή, ἐάν δέν τό κάνουμε, δέν σημαίνει ὅτι εἴμαστε εὐσεβεῖς, ἐπειδή δέν θέλουμε νά μιλᾶμε καί δέν θέλουμε νά ξέρουμε καί δέν θέλουμε νά ἐνημερωνόμαστε γιά αὐτά τά πράγματα, ἀλλά θά κριθοῦμε, γιατί δέν δίνουμε τήν πρέπουσα ὁμολογία. Δέν ἔχει σημασία ἡ θέση τῶν κρινομένων αὐτῶν ἀνθρώπων μέσα στήν Ἐκκλησία. Γιά φανταστεῖτε, μέ αὐτήν τήν συλλογιστική νά γινόταν τό ἴδιο πρᾶγμα, ἐπειδή ὁ Ἄρειος ἦταν κληρικός, ἐπειδή ὁ Νεστόριος ἦταν Πατριάρχης. Καί πάει λέγοντας. Δέν κάνουμε τίποτε αὐθαίρετο, εἶναι νομιμοποιημένο καί ἐπιβεβλημένο ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στόν ὁποῖο παραπέμπει καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἐπίσης λέει: «καί ἐγώ ὁ ἴδιος ἄν ἔρθω καί σᾶς πῶ διαφορετικά ἀπό αὐτά πού σᾶς εἶπα, ἤ καί ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ, ἀνάθεμα ἔστω». Αὐτός εἶναι Βιβλικός λόγος. Δέν χωράει σμίκρυνση. Δέν χωράει στρογγύλεμα, οὔτε μποροῦμε νά τόν δοῦμε σχετικῶς. Εἶναι ἀπόλυτος.
Ἔτσι λοιπόν, αὐτά πού λέμε, τά λέμε μετά λόγου γνώσεως. Καί δέν εἶναι φανατισμός, αὐτό τό ὁποῖο λές, νά τό λές εὐθαρσῶς, ὅταν συμβαίνει νά εἶναι ἡ πίστη καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἀρκεῖ νά τό λές τεκμηριωμένα. Ἀπεναντίας, φονταμενταλισμός καί φανατισμός εἶναι ἡ ἰδεοληψία. Ὅταν ἁπλῶς λές μιά ἰδεολογία, μιά ἄποψη ἀτεκμηρίωτα καί χρησιμοποιεῖς μάλιστα γιά τήν ἐπιβολή της τήν βία. Ἐμεῖς, προφανῶς, δέν ἔχουμε καμμιά σχέση μέ αὐτόν τόν τρόπο. Εὐθαρσῶς, βέβαια, μπορεῖ νά φωνάζουμε κιόλας, ἀλλά αὐτό δέν ἔχει καμμία σχέση μέ ἐγωϊσμό. Γιατί δέν μιλοῦμε γιά μᾶς, μιλοῦμε γιά τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία καί μιλοῦμε, ἄν θέλετε, καί γιά τήν ταυτότητά μας, ἡ ὁποία εἶναι ἐν Χριστῷ.
Δημοσιογράφος: Εἶναι ἱερή μας ὑποχρέωση λοιπόν αὐτό. Νά μιλοῦμε γιά θέματα πίστεως. Νά μήν σκύβουμε τό κεφάλι, οὔτε νά μποῦμε σ’ αὐτό τό πνεῦμα τῶν τελευταίων πολλῶν ἐτῶν στήν Ἑλλάδα δυστυχῶς, τοῦ ὠχαδελφισμοῦ, κι ἐγώ τώρα θά πῶ, ἐγώ θά κάνω, εἶμαι σέ θέση ἐγώ νά ξέρω; Μᾶς εἴπατε ὅμως ἕνα πολύ ὡραῖο παράδειγμα μέ τούς ἁγίους μας. Ὅτι πρῶτα ἡ συνείδηση τοῦ κόσμου, τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι αὐτή πού πιστοποιεῖ τήν ἁγιότητα, καί ἔρχεται ἀργότερα καί ἡ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἄν ἔρθει τελικά, νά τήν καταχωρήσει καί ἐπισήμως. Εἶναι ἀκριβῶς τό ἴδιο θέμα.
Καθηγητής: Ἔτσι θά ἔπρεπε νά ἐνεργήσει καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, ἄν θέλει νά εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη.
Ὑπάρχουν ἄλλες «Ἐκκλησίες καί Ὁμολογίες»;
Δημοσιογράφος: Ἐνδεχομένως νά εἶναι ἁπλῶς μία συνέλευση αὐτή ἡ Σύνοδος, ἄν τελικά γίνει... Κύριε Καθηγητά, ἀναφερθήκαμε προηγουμένως, καί νομίζω ὅτι ἀξίζει νά τό τονίσουμε λίγο περισσότερο, ὅτι πρέπει νά ψάχνουμε ἀκριβῶς τίς πηγές τῶν προβλημάτων, γιά νά καταλαβαίνουμε λίγο καλύτερα, πῶς δημιουργοῦνται τά προβλήματα. Τό Κείμενο αὐτό τό προβληματικό, πού τίθεται πρός συζήτηση ἤ πρός ἔγκριση στή μέλλουσα νά συνέλθει Σύνοδο, ἀναφέρεται σέ «Ἐκκλησίες καί Ὁμολογίες». Μιλᾶμε γιά μία διαφορετική καί ἐσφαλμένη ἐκκλησιολογική θεώρηση ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Πότε, ὅμως, ἐμφανίστηκε γιά πρώτη φορά αὐτή ἡ ἐσφαλμένη θεώρηση στήν ἱστορία μας;
Καθηγητής: Αὐτό ἔχει ἐνδιαφέρον πράγματι ἱστορικό· νά δεῖ κανείς, ὅτι δέν ἔχουμε μπροστά μας κάτι πού ἦρθε διά παρθενογεννήσεως. Ὑπάρχει ἕνας ὁλόκληρος αἰώνας, πού κυοφόρησε αὐτά τά πράγματα. Πρωτοεμφανίζεται μέ τίς Πατριαρχικές Ἐγκυκλίους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, κατά τόν 20ό αἰῶνα. Συγκεκριμένα, τό ἔτος 1902 ἐκδίδεται μιά Ἐγκύκλιος, τό 1904 ἄλλη καί ἡ ἀποφασιστικότερη εἶναι τό 1920 ἀπό τόν Πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη. Τί γίνεται στίς Ἐγκυκλίους αὐτές; Οἱ ἑτερόδοξοι, κατά κάποιον τρόπο, νομιμοποιοῦνται ὡς «ἐκκλησίες» μέ τήν ἔκφραση «ἀναδενδράδες» τοῦ χριστιανικοῦ δένδρου. Δηλαδή, ὑπάρχουμε ἐμεῖς καί ὑπάρχουν καί «ἀναδενδράδες», πού βγαίνουν ἀπό τήν ἴδια ρίζα. Ἀρα, εἶναι ἀπό τό ἴδιο δένδρο. Ἑπομένως, ἔχουνε νομιμότητα ἐκκλησιαστικῆς ὑπάρξεως. Ἔτσι, μέ ἔμμεσο τρόπο, εἰσηγοῦνται, γιά πρώτη φορά, τήν ἐκκλησιαστικότητα τῶν αἱρετικῶν χριστιανῶν τῆς Δύσεως.
Ὅλα εἶναι μεθοδευμένα
Δηλαδή, αὐτό τό ὁποῖο λεγεται στό Κείμενο, δέν ἦρθε ξαφνικά. Κυοφορήθηκε ὅλο αὐτό τό διάστημα. Μετά τό 1920 ἔχουμε προσπάθειες, γιά νά γίνει αὐτή ἡ «Οἰκουμενική Σύνοδος» ἀπό τούς συγκεκριμένους αὐτούς Ἀρχιερεῖς. Στήν συνέχεια, κατεξοχήν ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἔκανε ὅλα αὐτά τά ἀνοίγματα πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση, ἔχοντας αὐτή τή συνείδηση. Καί ὁ καημός ὅλος ἤτανε, νά δώσουμε τήν ἐκκλησιαστικότητα αὐτή στούς Ρωμαιοκαθολικούς καί τούς Προτεστάντες. Νά εἶναι νόμιμοι. Δέν κατορθώθηκε ὅμως αὐτό ἱστορικά. Ὑπῆρχε μιά προσπάθεια νά γίνει ἡ Σύνοδος αὐτή τό 1925, γιά νά συμπέσουν μέ τήν πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο, 1600 χρόνια μετά, καί στή συνέχεια τό 1928, τό 1935 νομίζω, καί διάφορες ἄλλες, κατά διαστήματα, ἡμερομηνίες. Τελικῶς, τό πρᾶγμα ἔφτασε ὡς σήμερα, μέ τίς πρωτοβουλίες, ἐξίσου καί στήν ἴδια ἀκριβῶς κατεύθυνση τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, τοῦ νῦν Πατριάρχου Βαρθολομαίου, μέ τίς ἴδιες μεθόδους, μέ κατά πόδας, θά ἔλεγα, ἀντιγραφή αὐτῆς τῆς μεθοδολογίας, ἡ ὁποία δέν ἔχει νά κάνει τίποτε μέ τήν Ὀρθόδοξη διαφανῆ πρακτική.
Δημοσιογράφος: Νά ποῦμε κάτι, γιά νά βοηθήσουμε λίγο τό ἀκροατήριο καί ὅλους μας. Εἴπατε, ὅτι ξεκίνησε μέ κάποιες Ἐγκυκλίους. Πού σημαίνει, ὅτι εἶναι ἕνα Κείμενο, πού στέλνει ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης, ἄς ποῦμε, στίς ἄλλες Ἐκκλησίες.
Καθηγητής: Πρός ἐνημέρωση.
Δημοσιογράφος: Πρός ἐνημέρωση... καί διαβούλευση...ποιός ξέρει...
Καθηγητής: ...Ζύμωση στίς συνειδήσεις.
Δημοσιογράφος: Ἄρα, οὔτε αὐτό ἦταν δεσμευτικό Κείμενο οὔτε ἦταν κάτι ὡς ἀπόλυτα δογματικό, πού θά ’πρεπε νά τό ἀκολουθήσουν.
Καθηγητής: Δογματικό εἶναι τό περιεχόμενο, διότι ἀναφέρεται στό χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δέν ἦταν ὑποχρεωτικό, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι δέν συζητήθηκε, δέν υἱοθετήθηκε, παρά μόνον μέ ἕναν πλάγιο τρόπο ἔγινε μιά πρακτική ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τήν ὁποία σύντομα ἀκολούθησαν καί τά ἄλλα Πατριαρχεῖα. Εἶναι αὐτή ἡ ἀντίληψη, ἡ ὁποία λέει, ἐμεῖς θά τό κάνουμε πράξη καί μετά θά ἔρθει ἡ ἱστορία μέσα ἀπό συγκεκριμένα πρόσωπα, γιά νά νομιμοποιήσει καί θεσμικά αὐτό, τό ὁποῖο ἤδη τρέχει ὡς ζωή τώρα ἐδῶ. Αὐτό, ὅμως, δέν ἔχει καμμιά νομιμότητα, ἐξ ἐπόψεως Ὀρθοδόξου. Ἡ νομιμότητα ἐκφράζεται μέσα ἀπό τήν συνοδικότητα, τήν ἁγιοπνευματική δηλαδή αὐτή λειτουργία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Καί ὅλα αὐτά, τά ὁποῖα μέχρι τώρα ἦταν ἄτυπα, δηλαδή οὐσιαστικά μετέωρα, ἔρχονται τώρα νά νομιμοποιηθοῦν. Αὐτό, ὅμως, κάνει τά πράγματα πολύ σοβαρά. Γιατί, θά μοῦ πεῖτε, ἄν ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου εἶναι ἐσφαλμένη; Θά δημιουργηθεῖ μία κατάσταση, ἡ ὁποία θά εἶναι χειρότερη ἀπό αὐτήν πού ὑπάρχει αὐτή τή στιγμή, ἄν δέν εἶναι στή σωστή κατεύθυνση. Γι’ αὐτό, θεωρῶ κι ἐγώ σκόπιμο ἐκ μέρους μου νά ἀνταποκριθῶ σ’ αὐτό τό προσκλητήριο, πού μοῦ κάνατε, προκειμένου νά δώσω αὐτή τή συνέντευξη, ἐπειδή τό θέμα εἶναι ἐξαιρετικά σοβαρό. Βεβαίως, ἔχει καί πολλές ἄλλες πτυχές καί δέν εἶμαι ἐκεῖνος, πού διεκδικῶ τήν ἀπάντηση σέ ὅλα τά θέματα καί μέ πληρότητα· θά βρεθοῦν κι ἄλλοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, οἱ ὁποῖοι θά κάνουν τά περαιτέρω βήματα.
Τί θά γίνει, ἄν κάποιοι διαφωνήσουν
Δημοσιογράφος: Συνεπῶς, κύριε Καθηγητά, μέ ὅλα αὐτά πού μᾶς λέτε καί μέ πολύ ἐνδιαφέρον ἀκοῦμε, καί κάνοντας καί μία σύνδεση μέ ὅσα εἴχαμε πεῖ στήν προηγούμενη ραδιοφωνική μας ἐπικοινωνία, θά ἤθελα νά σᾶς ρωτήσω: τί θά γίνει, ἄν κάποιοι ἀπό τούς Ἐπισκόπους, πού θά μετέχουν στίς ἀντιπροσωπεῖες τῶν κατά Τόπους Ἐκκλησιῶν, δηλαδή στίς ἀντιπροσωπεῖες τῶν 24 Ἀρχιερέων, δέν συμφωνήσουν στά πρός ψήφιση θέματα καί μάλιστα μέ ὅσα ἔχουν δογματικό χαρακτῆρα, ὅπως αὐτό πού πρό ὀλίγου κουβεντιάσαμε; Ἔχει προβλεφθεῖ κάτι συγκεκριμένο στόν τρόπο λειτρουργίας τῆς συγκεκριμένης Συνόδου;
Καθηγητής: Εἶναι ὡραῖο τό ἐρώτημα.Ἔχει προβλεφθεῖ. Ὁ Κανονισμός, δηλαδή, Ὀργανώσεως καί Λειτουργίας τῆς Συνόδου, στήν προκειμένη περίπτωση, παραπέμπει τό ζήτημα αὐτό πού θέτετε στήν Τοπική Ἐκκλησία γιά τήν ἐπίλυσή του. Ἡ προτεινόμενη αὐτή λύση ὅμως, ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε, εἶναι προβληματική καί ἀνάρμοστη γιά τό χαρακτῆρα μιᾶς Συνόδου, πού θέλει νά λέγεται καί νά εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη. Στή δεύτερη Ἐπιστολή μου πρός τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μέ ἡμερομηνία 10/2/2016, ἀπαντῶ στό ἐρώτημά σας αὐτό ἀκριβῶς.
Συγκεκριμένα, γράφαμε τά ἑξῆς χαρακτηριστικά πρός τήν Ἱεραρχία μας. Καί θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά σᾶς τά διαβάσω. Λέγεται λοιπόν ἐκεῖ σέ ἕνα τμῆμα: «Στό Ἄρθρο αὐτό βλέπουμε, ὅτι ἡ ὁμοφωνία τῆς Μεγάλης Συνόδου περιορίζεται στή μία ψῆφο κάθε Τοπικῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας. Οἱ ἐπιμέρους διαφωνίες -ἐφόσον αὐτές συμβαίνει νά ἀποτελοῦν μειοψηφία, στό πλαίσιο τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν- ἀφήνονται ὡς «ἐσωτερική ὑπόθεσή τους», πρᾶγμα πού εἶναι ἐκκλησιολογικῶς ἀπαράδεκτο γιά τήν συγκεκριμένη Πανορθόδοξη Σύνοδο, ὅταν μάλιστα συμβαίνει τό θέμα τῆς διαφωνίας νά εἶναι γιά δογματική ὑπόθεση. Καί ἡ περίπτωση αὐτή εἶναι πάρα πολύ πιθανή. Λόγου χάρη, τό θέμα τῆς αὐτοσυνειδησίας καί τῆς ταυτότητας τῆς Ἐκκλησίας, πού πραγματεύεται τό Κείμενο: «ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ», εἶναι θέμα ἐκκλησιολογικό, δηλαδή κατεξοχήν δογματικό. Κατά συνέπεια, δέν εἶναι θεολογικά ἐπιτρεπτό, ἕνα Κείμενο πού προωθεῖται πρός ἔγκριση, ἀπό τή μία μεριά νά εἰσηγεῖται οὐσιαστικά τήν Προτεσταντική θεωρία τῶν «κλάδων» (ὅτι δηλαδή μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά ἔχει πολλούς κλάδους, πού ἔχουν διαφορετικά δόγματα) -νομιμοποιώντας μέ τήν ἀποδοχή του τήν ὕπαρξη πολλῶν ἐκκλησιῶν μέ πολύ διαφορετικά δόγματα- καί ἀπό τήν ἄλλη ὁ «Κανονισμός Ὀργανώσεως καί Λειτουργίας τῆς Συνόδου» αὐτῆς νά ἀγνοεῖ στήν πράξη τούς ἐνδεχόμενους μειοψηφοῦντες Ἱεράρχες τῶν ἐπιμέρους Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καί νά μήν λαμβάνει σοβαρώτατα ὑπόψη τίς θεολογικές τοποθετήσεις τῆς ἀρχιερατικῆς συνειδήσεώς τους.
Κι ἐδῶ γεννᾶται τό εὔλογο θεολογικό καί δογματικό ἐρώτημα: Πῶς θά ὁμολογηθεῖ στήν προκειμένη περίπτωση ἡ Μία πίστη τῆς Ἐκκλησίας «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ»; Πῶς θά μπορέσουν οἱ Συνοδικοί Πατέρες νά ποῦν «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν», ὅπως τό εἴπανε στήν Α΄ Ἀποστολική Σύνοδο; Πῶς θά ἀποδείξουν, ὅτι ἔχουν «νοῦν Χριστοῦ», ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ θεοφόροι Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας; Στά δογματικά θέματα, ὡς γνωστόν, ἡ ἀλήθεια δέν βρίσκεται στήν πλειοψηφία τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων». Ἐδῶ λέμε αὐτό, πού εἴπαμε καί στήν προηγούμενη ἐκπομπή, ἀλλά θά τό ἐπαναλάβουμε, γιατί ἔχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία. «Ἡ Ἀλήθεια καθεαυτήν εἶναι πλειοψηφική. Γιατί στήν Ἐκκλησία, ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὑποστατική πραγματικότητα. Δέν εἶναι ἰδέα δηλαδή. Γι’ αὐτό, καί ὅσοι διαφωνοῦν μέ αὐτήν, μέ τήν Ὑποστατική Ἀλήθεια, ἀποκόπτονται ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ καθαιροῦνται καί ἀφορίζονται, κατά περίπτωση. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν ἐπιτρέπεται νά ἀφήσει σέ κατώτερα συνοδικά σώματα τό ἐξαιρετικά σοβαρό θέμα τῆς ἐνδεχόμενης διαφωνίας τῶν μειοψηφούντων Ἐπισκόπων σέ δογματικά θέματα. Ἐπιβάλλεται, ὡς ἀνώτατο συνοδικό σῶμα, νά ἐπιληφθεῖ αὐτοῦ τοῦ θέματος ἄμεσα, γιατί διαφορετικά ὑπάρχει ὁρατός ὁ κίνδυνος τοῦ σχίσματος στήν Ἐκκλησία, τή στιγμή ἀκριβῶς πού ἡ Μεγάλη αὐτή Σύνοδος φιλοδοξεῖ νά ἐπαναβεβαιώσει τήν ὁρατή ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μας». Κι ἔτσι κλείνει κι αὐτή ἡ Ἐπιστολή.
Δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, θέλω νά πῶ ἐδῶ, πώς οἱ μειοψηφοῦντες αὐτοί Ἐπίσκοποι σέ δογματικό θέμα δέν εἶναι ὑπόθεση περιφερειακοῦ χαρακτῆρα. Διότι αὐτό θά ἐξακολουθήσουν νά τό ὑποστηρίζουν, καί ὄχι μόνο αὐτοί, ἀλλά καί ἡ Τοπική Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἐκφράζουν, ἐννοῶ τήν Μητρόπολή τους καί ὄχι μόνο. Τί θά γίνει σ’ αὐτήν τήν περίπτωση; Θά πλανᾶται μέχρι τότε ἡ ὅποια ἀπόφαση θά πάρει ἡ Τοπική Ἐκκλησία; Καί νά πάρει ἀπόφαση ἡ Τοπική Ἐκκλησία, πάλι οἱ Ἐπίσκοποι αὐτοί μπορεῖ νά ἐφεσηβάλουν τήν καταδίκη τους, ἄν εἶναι ἀρνητική π.χ. σέ Μείζονα Σύνοδο. Μά, ἡ Μεῖζον Σύνοδος εἶναι παροῦσα. Αὐτό, ἄν ἀφεθεῖ διαδικαστικά, θά πάρει χρόνο, κι ἄν πάρει χρόνο, θά δημιουργηθεῖ μεγάλη ἀναστάτωση καί γιά τήν ἀξιοπιστία αὐτῆς τῆς Συνόδου, γιά τίς ἀποφάσεις πού πῆρε, ἀλλά καί τό θέμα τῆς ἑνότητας θά τεθεῖ ἐκ τῆς βάσεως ἐν ἀμφιβόλῳ. Ποιός ἔχει τώρα δίκιο, οἱ λίγοι ἤ οἱ πολλοί; Καί τί θά πεῖ, ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι ἐνήργησαν θεσμικά; Τό θεσμικό ἐνεργεῖ μηχανιστικά, μαγικά; Τό Ἅγιο Πνεῦμα δεσμεύεται ἀπό τό γεγονός ὅτι συνῆλθαν ἐν τόπῳ καί χρόνῳ πολλοί Ἐπίσκοποι; Ὄχι σᾶς πληροφορῶ. Τό ἀπέδειξε ἡ ἱστορία, ὅτι δηλαδή ὑπάρχουν πολύ Μεγάλες Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες ἦταν ληστρικές.
Ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια
Κατά συνέπεια, ὅπως εἴπαμε, ἡ ἀλήθεια εἶναι τό ἴδιο τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, τό Ὁποῖο λειτουργεῖ καί ἐκφράζεται καί μέ μεμονωμένα πρόσωπα. Καί τό ἔδειξε αὐτό ἡ ἱστορία, ὅπως εἶπα καί στήν προηγούμενη ἐκπομπή, χαρακτηριστικά στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Μαξίμου καί τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, οἱ ὁποῖοι ἤτανε μονάδες, ἔναντι τῆς κυριαρχίας τῆς πλειοψηφίας. Ὅπως συμβαίνει, δηλαδή, νά εἶναι κάποιες μονάδες ἅγιοι καί ὅμως ὁ λαός, πού ἔχει κριτήριο γιά τήν ἐπίλυση σοβαρῶν θεμάτων, εἴτε προσωπικῶν εἴτε εὐρύτερα κοινωνικῶν, οἰκογενειακῶν ἤ ἐθνικῶν, καταφεύγει σ’ αὐτούς τούς ἁγίους, γιά τούς ὁποίους δέν ἐξετάζει, ἄν εἶναι ἱερωμένοι ἤ δέν εἶναι ἱερωμένοι, ἄν ἔχουνε κάποια ἐξουσία ἤ δέν ἔχουνε, ἄν εἶναι ἐγγράμματοι ἤ λόγιοι. Ἔχουμε μάλιστα τά τελευταῖα χρόνια αὐτήν τήν πρόκληση τῶν ὀλιγογραμμάτων Ἁγίων, ἡ ὁποία θυμίζει ἀποστολική ἐποχή, ὅπου οἱ ἀγράμματοι ἀπόστολοι ἦταν οἱ πάνσοφοι, πού ἄλλαξαν τήν ἱστορία τῆς Οἰκουμένης.
Ἔτσι βλέπουμε, ὅτι ἐκεῖ πού δέν μπόρεσαν νά μᾶς ἀπαντήσουν οἱ λόγοι καί τά βιβλία καί ἡ ἐπί τόσα ἔτη ἐνασχόλησή μας μέ αὐτά τά θέματα, μᾶς ἀπάντησαν αὐτοί οἱ ἅγιοι μέ τρόπο καταλυτικό, πού ἡ καρδιά μας μᾶς πληροφόρησε ὑπαρξιακά, ὅτι αὐτό εἶναι ἡ ἀλήθεια, πού λέγεται ἀπό αὐτούς. Καί τό λέω αὐτό ἐξ ἰδίας ἐμπειρίας, ἐπειδή εἶχα τήν εὐλογία, νά γνωρίσω τουλάχιστον αὐτούς τούς δύο πρός τό παρόν ἁγιοκαταταχθέντες νεοφανεῖς Ἁγίους, τόν Ἅγιο Παΐσιο καί τόν Ἅγιο Πορφύριο. Ἀλλά ὑπάρχουν καί ἄλλοι, γιά τούς ὁποίους δέν χωράει καμία ἀπολύτως ἀμφιβολία στή συνείδησή μας, ὅτι εἶναι ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι συμβαίνει νά εἶναι ὀλιγογράμματοι. Αὐτό τό σημεῖο νά τό προσέξουμε ἰδιαίτερα, γιατί εἶναι ἡ ποιοτική διαφορά μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί ἑτεροδοξίας στήν πράξη.
Ποιός εἶναι τελικά ὁ σκοπός τῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου
Δημοσιογράφος: Καί εἶναι πραγματικά διαφορά, πού ὅταν τήν προσέξουμε λίγο, ὅπως λέγετε κι ἐσεῖς, μᾶς δίνει τίς ἀπαντήσεις καί μᾶς ξεχωρίζει πλήρως τά πράγματα. Μέ ὅλα αὐτά, πού σᾶς ἀκοῦμε, κύριε Καθηγητά, νά μᾶς λέτε, εἶναι ἀναπόφευκτο τό ἐρώτημα, πού γεννᾶται: Ποιός εἶναι ὁ σκοπός, τελικά, τῆς συγκλήσεως αὐτῆς τῆς Συνόδου; Πολύ δέ περισσότερο, ὅταν, ὅπως διαβάσαμε, μόνον ἡ ἔναρξη καί ἡ λήξη, οἱ δύο αὐτές πανηγυρικές συνεδριάσεις, θά εἶναι ἀνοικτές, ἐνῶ ὅλες οἱ ἄλλες θά εἶναι κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, λές καί τά θέματα, πού θά συζητηθοῦν, εἶναι ἑπτασφράγιστα μυστικά καί δέν ἐπηρεάζουν κανέναν. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε κάτι ἐπ’ αὐτοῦ;
Καθηγητής: Ναί, ἀσφαλῶς καί θά μπορούσαμε νά ποῦμε, καί μᾶλλον νά ὑπενθυμίσω κάτι, πού ἤδη ἔχω πεῖ: Ἡ γνώμη μου γιά τόν σκοπό συγκλήσεως αὐτῆς τῆς Συνόδου συμπυκνώνεται στήν ἀποτίμηση, πού καταθέτω στήν πρώτη μου Ἐπιστολή πρός τήν Ἱεραρχία. Νά σᾶς τήν διαβάσω πάλι, γιατί εἶναι μέ τρόπο ἔτσι συνοπτικό γραμμένο. «Οἱ ἐμπνευστές λοιπόν καί συντάκτες τοῦ συγκεκριμένου κειμένου ἐπιχειροῦν σέ τελευταία ἀνάλυση μιά θεσμική νομιμοποίηση τοῦ Χριστιανικοῦ Συγκρητισμοῦ-Οἰκουμενισμοῦ μέ μιά ἀπόφαση Πανορθοδόξου Συνόδου». Τί σημαίνει αὐτό; Δηλαδή, τί θέλω νά πῶ; Γι’ αὐτό γίνεται αὐτή ἡ Σύνοδος, γιά νά νομιμοποιήσει τόν Οἰκουμενισμό. Θά τό ἀντιστρέψω ἐγώ, γιατί κατά τήν ἄποψή μου ἔπρεπε, ἄργησε κιόλας, νά γίνει αὐτή ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἤ μιά Οἰκουμενική Σύνοδος. Ἀλλ’ ὡς θεματολογία της, κατεξοχήν, θά ἔπρεπε νά ἔχει τήν καταδίκη τοῦ Συγκρητισμοῦ, τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἴτε εἶναι Ὀρθοδόξων Οἰκουμενισμός εἴτε εἶναι Οἰκουμενισμός Δυτικοῦ τύπου. Σέ τελευταία ἀνάλυση, ὁ κοινός παρονομαστής εἶναι ἡ σχετικοποίηση τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας μας.
Καί εἶναι πραγματικά περίεργο γιά μένα, πῶς νά σᾶς τό πῶ, ἡ λέξη πού μοῦ βγαίνει εἶναι θράσος, νά τίθεται τέτοιο θέμα πρός ἐπικύρωση, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά ἔλθει αὐτό τό θέμα μόνο πρός καταδίκη. Ἐπειδή ταλανίζει ἕναν αἰῶνα ἤδη τήν Ἐκκλησία μας καί κινδυνεύουμε νά χάνουμε πάρα πολλούς πιστούς μέσα σ’ αὐτήν τήν σχετικοποίηση τῶν πάντων, ἡ ὁποία γίνεται βέβαια στό πλαίσιο τῆς παγκοσμιοποίησης. Γιά νά κυριαρχήσει ἡ παγκοσμιοποίηση σέ ὅλα τά ἐπίπεδα -οἰκονομικό, κοινωνικό, πολιτικό κ.τ.λ- πρέπει νά ἐπικρατήσει καί στή θρησκεία. Καί τό πρῶτο βῆμα αὐτή τή στιγμή εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός ὁ χριστιανικός. Δηλαδή, νά τά βροῦμε μέ ἕνα minimumδογματικό -ἄν καί δέν μπορεῖ νά γίνονται, ὅπως ἔλεγε καί ὁ ἅγιος Παϊσιος, ἐκπτώσεις στό δόγμα. Νά κάνουμε, δηλαδή, κάποιες παραχωρήσεις, προκειμένου νά συμφωνήσουμε, νά νομιμοποιηθεῖ αὐτή ἡ παρουσία, διαμυστηριακά ὅμως, σάν νά εἴμαστε ἕνα οἱ χριστιανοί, εἴτε Ὀρθόδοξοι εἴτε Ρωμαιοκαθολικοί εἴτε Προτεστάντες. Καί σ’ ἕνα δεύτερο πλάνο, πού ἤδη κυοφορεῖται μέσω τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, μέ τίς μονοθεϊστικές λεγόμενες θρησκεῖες, δηλαδή τόν Ἰουδαϊσμό καί τό Ἰσλάμ.
Τό δεύτερο πλάνο εἶναι αὐτό, ὅπου -σημειωτέον- ἀποφασιστικό ρόλο ἔχει, καί φαίνεται αὐτό ἤδη, ὁ Πάπας, ὁ ὁποῖος θά εἶναι ὁ ἡγέτης, γιατί ἕναν θά πρέπει νά ἔχει ἡ παγκοσμιοποίηση, δέν θά συναλλάσσεται μέ πολλούς. Καί βλέπει κανείς διά γυμνοῦ ὀφθαλμοῦ αὐτό τό πρᾶγμα. Σᾶς ὑπενθυμίζω τό Κοινό Κείμενο τῆς Ραβέννας, τό ὁποῖο προσυπογράψαμε, πού κάνει λόγο τόσο πολύ γιά τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, πῶς πρέπει νά νοηθεῖ, καί πού, σέ τελευταία ἀνάλυση, φαίνεται νά εἰσηγεῖται, νά τό ἀποδεχθοῦμε ἐμεῖς. Ἀλλά κι ἄν ἀκόμα δέν τό ἀποδεχτοῦμε αὐτό πρός τό παρόν, θά πρέπει νά ἔχουμε Πρῶτο, γιατί ἄν δέν ἔχουμε Πρῶτο, κινδυνεύει ἡ ἑνότητά μας, ὅπως μᾶς λέει τό Κείμενο τόσο σαφῶς καί ἀθεολόγητα. Νά ἔχουμε δηλαδή τόν Πρῶτον ἄνευ ἴσων. Αὐτό εἶναι φρικτό. Ποιοί εἶναι οἱ ἴσοι, ἤ μᾶλλον οἱ ὑποτιθέμενοι μή ἴσοι, κατ’ αὐτούς πού τό εἰσηγοῦνται; Οἱ ἄλλοι Ἐπίσκοποι.
Κι αὐτό τό βλέπουμε στήν ἱστορία αὐτῆς τῆς ἐξέλιξης, γιά νά φτάσουμε σ’ αὐτήν τήν Σύνοδο. Γνωρίζουμε πολύ καλά τίς ὅποιες συζητήσεις ἔγιναν σέ κάποιο βαθμό, προκειμένου νά υἱοθετηθοῦν Δίπτυχα ἤ ὄχι, καί ἄλλα πού δέν πέρασαν τελικά. Κι αὐτά εἶχαν ἕναν ἅξονα, πού λεγόταν Πρωτεῖο, τό ὁποῖο εἶναι τελείως ἀδιανόητο γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατί σ’ Αὐτήν ὑπάρχουν μόνο «πρεσβεῖα τιμῆς», τίποτε ἄλλο. Ἀλλά τό Πρωτεῖο, κοσμικά θεωρούμενο, χρειάζεται νά τό ἔχει δυστυχῶς καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως νομίζουν οἱ ἐμπνευστές αὐτοῦ τοῦ Κειμένου. Καί αὐτό τό πρᾶγμα φάνηκε καί στή διοργάνωση αὐτῆς τῆς Συνόδου· καί ὑπάρχει πολλή γκρίνια καί πολλές ἀμφισβητήσεις γι’ αὐτό τό θέμα. Σᾶς λέω, ἁπλῶς, ὅτι δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο στή συγκυρία αὐτή, ὅτι θέλουν ἕναν Οἰκουμενισμό χριστιανικό μέ ἡγέτη τελικά τόν Πάπα, πού δέν τόν ἀμφισβητεῖ, ὅπως φαίνεται, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, παρά τίς ὅποιες δογματικές ἀποκλίσεις, καί στή συνέχεια ἕναν Οἰκουμενισμό τῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν, μέ ἀπώτερο στόχο τόν Οἰκουμενισμό ὅλων τῶν θρησκειῶν τοῦ κόσμου.
Εἶναι φαντασίες αὐτά, πού λέω; Ὄχι. Εἶναι πράξεις ἱστορικές. Ἐμφανίζεται πάλι ὁ Πάπας, νά «καπελώνει» καί αὐτήν τήν ἐκδήλωση τῆς λεγομένης Οἰκουμενικῆς προσευχῆς. Θυμηθεῖτε Ἀσίζη κ.τ.λ., ὅπου καί εἰδωλολάτρες ἀκόμη, ἄνθρωποι, πού σαφῶς ὁμολογοῦν τό σατανᾶ καί τά ἀκάθαρτα πνεύματα, συμπροσεύχονται, πρᾶγμα πού εἶναι καταδικαστέο ἀπό Κανόνες Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καί μέ παρουσία ὀρθοδόξων μάλιστα. Αὐτά δέν πρέπει νά μᾶς ἀφήνουν ἀδιάφορους, ὡς πρός τή σκοπιμότητα τοῦ ἄξονα, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ σέ μία πανθρησκεία, ὅπου ἕνας θά εἶναι ἡγέτης, δηλαδή ὁ Πάπας. Καί αὐτό θά εἶναι τότε διαχειρίσιμο, ὡς φαινόμενο θρησκευτικό, στό πλαίσιο μιᾶς παγκοσμιοποιημένης ἠλεκτρονικά κατευθυνομένης κοινωνίας μέ τή γνωστή Παγκόσμια Διακυβέρνηση, ὅπως λέγεται, ὅπου θά εἶναι ἕνα κέντρο καί γιά τά οἰκονομικά καί γιά τά ἐθνικά καί τά λοιπά. Ἄρα, εἶναι ἕνα ὅραμα, τό ὁποῖο πρίν ἀπό μερικά χρόνια, ἴσως, νά μήν μποροῦσε κανείς νά τό ἀποδεχτεῖ. Τώρα ὅμως εἶναι αἰσθητό, τό καταλαβαίνουμε.
Ἔτσι, λοιπόν, αὐτήν τήν Σύνοδο θά πρέπει νά τήν συσχετίσουμε μέ αὐτήν τήν κατεύθυνση. Καί τό λέω αὐτό καθαρά ἐπιστημονικά. Ὅταν βλέπω, δηλαδή, νά ζητᾶ μία Πανορθόδοξη Σύνοδος τή νομιμοποίηση τῶν λεγομένων ἐκκλησιῶν αὐτῶν ὡς Ἐκκλησία, αὐτό καί μόνο ἀντίκειται σέ Ὅρο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δηλαδή στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅπου λέγεται, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία. Ἀλλά, ἄν εἶναι Μία, δέν μπορεῖ νά εἶναι πολλές μέ διαφορετικά δόγματα κ.τ.λ. Ἄρα, τί κάνουμε; Τήν πρώτη ἀπόκλιση ἀπό τό Σύμβολο. Αὐτό εἶναι ἕνα ἁπλό πρᾶγμα, πού μπορεῖ κανείς νά τό κάνει; Ὄχι. Ὅποιος τό κάνει, λένε οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι, αὐτός νά καταδικάζεται καί νά ἐκπίπτει ἀπό τήν Ἐκκλησία καί νά καθαιρεῖται, ἄν εἶναι κληρικός. Καί τό ἐπαναλαμβάνουν αὐτό ὅλες οἱ Σύνοδοι, μέχρι καί τήν ἑβδόμη. Πρᾶγμα πού σημαίνει, ὅτι, εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀναγνωριστεῖ ἡ πίστη τῶν προηγουμένων Συνόδων, ἡ ὁποία καταδικάζει αὐτά τά πράγματα, πού εἰσηγεῖται αὐτή ἡ Σύνοδος.
Γι’ αὐτό τό «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι» εἶναι πολύ πρακτικό. Δηλαδή, ὅταν θά ποῦμε, ὅτι ἀποδεχόμαστε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία, σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι διηρημένη, ὅτι ἔχει τήν ἑνότητά της δεδομένη ἀπό τόν Θεό. Αὐτό εἶναι τό «ἵνα ὦσιν ἕν», καί αὐτό πραγματώνεται σέ προσωπικό καί εὐρύτερα κοινωνικό ἐπίπεδο, μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, διά τοῦ ἐνεργοποιημένου Πνεύματος. Δέν εἶναι ἡ Ἐκκλησία Μία, ἐπειδή ἔχουμε ἁπλῶς βαπτιστεῖ. Δέν εἴμαστε κι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἕνα, ὅταν αὐτό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, τό ὁποῖο λάβαμε, δέν τό ἔχουμε ἐνεργοποιήσει μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν, ὥστε νά ἔχουμε τήν κοινή ἄκτιστη δόξα. Γιατί ὁ Χριστός, στήν ἀρχιερατική Του προσευχή, δέν εἶπε αὐτονομημένα «ἵνα ὦσιν ἕν», δηλαδή, ἐγώ σᾶς δίνω αὐτήν τήν εὐχή, ἀλλά «τήν δόξαν ἥν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς ἵνα ὦσιν ἕν, καθώς ἡμεῖς» (ὁ Πατέρας δηλαδή μέ τόν Υἱό). Ἄρα, ἡ ἄκτιστη αὐτή δόξα, πού ἔχουν ὁ Πατέρας μέ τόν Υἱό, πού δέν τήν δέχονται ὡς ἄκτιστη οἱ Δυτικοί, ὅταν εἶναι ἐνεργοποιημένη μεταξύ μας -γι’ αὐτό προσεύχεται ὁ Χριστός, νά τηρήσουμε τίς προδιαγραφές αὐτές, πού εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν- τότε θά εἶναι βιωματική πραγματικότητα.
Ἄν ἑπομένως ἐμεῖς ἐκ προοιμίου, δογματικῶς, ἀρνούμαστε αὐτήν τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας καί βάζουμε στήν Ἐκκλησία ἄλλους, πού δέν ὁμολογοῦνε αὐτήν τή Χάρη, ἡ ὁποία εἶναι ἐκεῖνο τό μέσο, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ τή λέξη μέσο, πού μᾶς ἑνοποιεῖ μεταξύ μας, ἀκυρώνουμε τήν ἴδια τήν ἑνότητά μας. Γιατί ἡ ἄκτιστη θεία δόξα μᾶς ἑνοποιεῖ μέ τόν ἴδιο τό Θεό, μέ τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, καί ἔτσι γινόμαστε ἕνα Πνεῦμα πρῶτα μέ τό Θεό καί μετά γινόμαστε ἐξαιτίας αὐτοῦ ἕνα σῶμα ἐκκλησιαστικό μεταξύ μας. Ἄλλωστε, καί ὡς Ὀρθόδοξοι, δέν γινόμαστε ἕνα μεταξύ μας, ἐπειδή βαπτιζόμαστε, γιατί δέν ἐνεργεῖ ἔτσι μηχανιστικά αὐτό τό Πνεῦμα, παρά ὅταν ἔχει καί τή συγκατάθεση τοῦ αὐτεξουσίου μας. Κι ὅταν λέμε συγκατάθεση τοῦ αὐτεξουσίου, ἐννοοῦμε τήρηση ἐντολῶν. Κι ὅταν λέμε τήρηση ἐντολῶν, ἐννοοῦμε κατεξοχήν αὐτῶν πού ὅρισε, διευκρίνισε δηλαδή ἡ Ἐκκλησία ὡς δογματικούς Ὅρους. Ὅταν παραβαίνουμε, λοιπόν, τόν δογματικό Ὅρο, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία, καί αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, ἀμέσως εἴμαστε τό λιγότερο μετέωροι, γιά νά μήν πῶ τίποτε περισσότερο, πού μπορεῖ ὁ καθένας μας νά σκεφτεῖ. Ἔτσι, λοιπόν, τά πράγματα εἶναι ἐξαιρετικά σοβαρά. Εἶναι μιά ὑπόθεση αὐτή ἡ Σύνοδος, ἡ ὁποία πρέπει πολύ νά μᾶς ἀπασχολήσει, καί ἴσως πρέπει νά ποῦμε καί ποιά θά πρέπει νά εἶναι ἡ στάση μας, γιατί τό θέμα δέν εἶναι ἁπλῶς νά ἀκούσουμε, ἀλλά καί ὡς ἁπλοί πιστοί τί καλούμεθα νά κάνουμε.
Δημοσιογράφος: Νομίζω ὅτι αὐτά, πού λέγαμε, ἦταν τόσο σημαντικά, πού δέν γινότανε νά σᾶς διακόψουμε, κύριε Καθηγητά, καί σᾶς δεσμεύουμε νά συνεχίσουμε στήν ἐπόμενη συνάντησή μας…
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
(26-2-2016)
Εἰσαγωγικά
Δημοσιογράφος: Θά ἔχουμε τήν εὐκαιρία καί πάλι νά κουβεντιάσουμε μέ τόν ἀγαπητό μας Καθηγητή τῆς Δογματικῆς, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, καί νά ἐνημερωθοῦμε γιά τή μέλλουσα νά συνέλθει Μεγάλη καί Ἁγία Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Γιά μία Σύνοδο, πού θά πρέπει ὅλοι μας νά ξέρουμε τί γίνεται, τί συμβαίνει, καί νά καταλάβουμε τί κινδύνους μπορεῖ νά ἐγκυμονεῖ ἤ ὄχι. Ἐκεῖνο, πού εἶναι πιό σημαντικό ὅμως, κι αὐτό θά προσπαθήσουμε σήμερα νά κάνουμε, εἶναι νά βροῦμε καί τί ὀφείλουμε νά πράξουμε ὅλοι μας, καθώς πορευόμαστε πρός τήν περίοδο, ὅπου ἔχει ὁριστεῖ νά συγκληθεῖ αὐτή ἡ Σύνοδος, τήν ἑβδομάδα δηλαδή τῆς Πεντηκοστῆς φέτος.
Δέν ἔχουμε νά ποῦμε τίποτε περισσότερο. Σᾶς εὐχαριστοῦμε ὅλους σας. Ἦταν πραγματικά μεγάλο τό ἐνδιαφέρον καί χαιρόμαστε, γιατί ἔτσι ἔπρεπε. Θά μεταδοθοῦν οἱ συζητήσεις αὐτές καί πάλι ἀπό τό ραδιόφωνο τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας, νά εἶστε σίγουροι, γιατί χρειάζεται ὅλοι μας νά προσεγγίσουμε τό θέμα, νά καταλάβουμε καί νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά πράξουμε τό σωστό, αὐτό πού ἐπιβάλλει ἡ Ὀρθόδοξη συνείδησή μας. Ἡ σκοπιμότητα, λοιπόν, τῆς Συνόδου εἶναι ἕνα ζητούμενο, ἀλλά καί τί γίνεται ἀπό κεῖ καί μετά. Συζήτηση λοιπόν, τρίτη μέρα σήμερα, μέ τόν Καθηγητή τῆς Θεολογικῆς κ. Τσελεγγίδη.
Σκοπός τῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου
Κύριε Καθηγητά, στήν προηγούμενη δεύτερη ραδιοφωνική μας ἐκπομπή καί συζήτηση εἴχαμε κλείσει μέ τήν ἀπάντησή σας στό ἐρώτημα, ποιός εἶναι τελικά ὁ σκοπός τῆς συγκλήσεως αὐτῆς τῆς Μεγάλης καί Ἁγίας Συνόδου, πού πρόκειται νά συνέλθει. Καί δέν ξέρω, ἄν σᾶς δώσαμε τό χρόνο νά τελειώσετε πλήρως τήν ἀπάντησή σας σ’ αὐτό τό ἐρώτημα. Μήπως θά θέλατε κάτι νά προσθέσετε, γιά νά περάσουμε στά ἑπόμενα ἐρωτήματα;
Καθηγητής: Ναί. Εὐχαριστῶ γιά τήν εὐκαιρία, πού μοῦ δίνετε, γιατί ἔμεινα μέν στήν ἀποτίμηση τοῦ Κειμένου, πού καταθέτω στήν Ἐπιστολή μου, ἀλλά ἤθελα νά πῶ καί κάτι ἐξ ἀντιθέτου. Ἐνῶ δηλαδή ὁ σκοπός, ὅπως ἀπό τούς ἴδιους τούς ἐμπνευστές τῆς Συνόδου κατατίθεται, εἶναι νά ἐπιβεβαιώσει τήν ὁρατή ἑνότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐξαιτίας κυρίως αὐτοῦ τοῦ θέματος, θεωρῶ ὅτι μᾶλλον θά διχάσει καί θά προκαλέσει τάσεις σχισμάτων. Αὐτό δηλαδή τό ὁποῖο ἀπειλεῖ ἡ Σύνοδος νά μή γίνει, γιά νά μήν ἀμφισβητηθεῖ ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν, πρέπει νά παρατηρήσουμε, ὅτι μᾶλλον δέν θά τό πετύχει, ἐπειδή αὐτό δέν γίνεται μέ ἀπειλές, αὐτό προκύπτει ὡς καρπός ἀποδοχῆς. Ὅταν, δηλαδή, θά ὑπάρξουν κάποιοι Ἐπίσκοποι, πού δέν θά συμφωνήσουν δογματικῶς μέ αὐτό πού προτείνεται, ἐγώ λέγω προσωπικῶς καί ἕνας νά εἶναι, πού θά διαφωνήσει, ἀρκεῖ. Ἀλλά κι ἄν δέν ὑπάρχει κι αὐτός ὁ ἕνας, θά τολμήσω νά πῶ, ἀκόμη κάτι παραπάνω. Μπορεῖ νά εἶναι κάποιος ἐκτός τῆς Συνόδου, δηλαδή εἴτε Ἱεράρχης εἴτε καί ἁπλός μοναχός εἴτε καί ἁπλός λαϊκός, γιά νά ὑπενθυμίσω τήν περίπτωση τοῦ Ἁγίου Μαξίμου. Δηλαδή, δέν ἀμφισβητοῦμε τό θεσμικό χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἀκυρώνουμε ὅμως, δέν δικαιούμαστε νά ἀκυρώνουμε σέ καμμία περίπτωση, καί τόν χαρισματικό χαρακτῆρα της, πού μπορεῖ νά μιλήσει μέσα ἀπό ἕναν ἁπλό πιστό. «Καί λίθοι κεκράξονται». Δέν μποροῦν νά ἐπιβληθοῦν αὐτά στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δίκην παπισμοῦ. Δέν γίνεται ἠλεκτρονική καρατόμηση στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατί εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί λειτουργεῖ τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας.
Θά εἶναι δεσμευτικές οἱ ἀποφάσεις τῆς Μεγάλης Συνόδου;
Δημοσιογράφος: Τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας. Αὐτό εἶναι τό μεγάλο ζητούμενο. Καί βέβαια στή Σύνοδο αὐτή θά εἶναι ἡ πραγματική ἀναζήτηση τελικά: ἐάν θά μιλᾶμε γιά τήν Ἀλήθεια, ἔτσι ὅπως μᾶς τήν ἀναδείξατε καί τίς προηγούμενες φορές, κύριε Καθηγητά, γιά τήν Ἀλήθεια τήν Ὑποστατική, γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἤ γιά τίς ὅποιες ἀλήθειες θέλουμε νά τίς ἑρμηνεύουμε καί νά τίς κόβουμε, νά τίς ράβουμε στά μέτρα μας. Αὐτή λοιπόν ἡ Ἀλήθεια, ἔτσι ὅπως θά ἐκφραστεῖ, ἔτσι ὁπως ἐκ τῶν προτέρων ἔχει τεθεῖ, δέν θά πρέπει νά ἀμφισβητηθεῖ. Ὁλοκληρώνεται ἡ Σύνοδος, βγαίνουν κάποιες ἀποφάσεις ἤ ψηφίζονται κάποια ἀπό αὐτά τά κείμενα. Θεωρεῖτε, ὅτι τό κύρος τῆς Συνόδου αὐτῆς θά εἶναι ἰσχυρό; Θά εἶναι, δηλαδή, δεσμευτικές καί ὑποχρεωτικές, γιά ὅλες ἀνά τήν οἰκουμένη Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου αὐτῆς;
Καθηγητής: Ὅπως εἶπα, ἡ ὀνομασία πού ἔχει δώσει σέ αὐτήν τή Σύνοδο ἡ Ὀργανωτική Ἐπιτροπή διεκδικεῖ οἰκουμενικό κύρος. Εἶναι μάλιστα περίεργο, ὅτι ἀπειλεῖ, πώς ἄν δέν γίνουν ἀποδεκτές οἱ ἀποφάσεις της, θά ὑπάρξουν σχίσματα. Θά ἔλεγα, ὅτι τήν εὐθύνη γι’ αὐτά τά σχίσματα τήν ἀφήνει σ’ ὅσους ἀμφισβητοῦν τίς ἀποφάσεις της. Ὅμως, ἄν οἱ ἀποφάσεις αὐτές δέν εἶναι σύμφωνες μέ ὅλες τίς προηγούμενες Οἰκουμενικές Συνόδους, δέν ἔχουν, ἐκ τῶν πραγμάτων, κανέναν δεσμευτικό χαρακτῆρα γιά κανέναν ἀπολύτως ἀπό τούς πιστούς. Ἐννοῶ, βεβαίως, τούς πιστούς, πού θά εἶναι στήν πράξη «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι». Καί αὐτή ἡ «ἀκολουθία» φαίνεται διά λόγων καί πράξεων.
Ποιά ἡ ἀναγκαιότητα συγκλήσεως τῆς Συνόδου
Δημοσιογράφος: Περιμένουμε, λοιπόν, αὐτήν τήν «ἀκολουθία», ὅπως εἴπατε, διά λόγου καί πράξεων. Καί τώρα, θά θέλαμε, μετά ἀπ’ ὅλα αὐτά πού σᾶς ἀκοῦμε νά μᾶς λέτε, κύριε Καθηγητά, νά μᾶς πεῖτε, ποιά ἐμφανίζεται νά εἶναι τελικά ἡ ἀναγκαιότητα στή σύγκληση τῆς Συνόδου αὐτῆς.
Καθηγητής: Κοιτᾶξτε, ὅλο τό πρᾶγμα φαίνεται νά κατευθύνεται πρός μιά θεσμική νομιμότητα μέ Πανορθόδοξο κύρος. Μέχρι σήμερα, ὑποστηρίζονται, εὐκαίρως ἀκαίρως, οἱ οἰκουμενιστικές ἀπόψεις ἀπό τήν συντριπτική πλειοψηφία τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά καί ἀπ’ τούς περισσότερους Πανεπιστημιακούς Καθηγητές τῆς Θεολογίας καί ὄχι μόνον ἀπό αὐτούς, ὅπως εἶμαι σέ θέση νά γνωρίζω. Πλήν ὅμως, δέν ὑπάρχει καμμία ἕως τώρα θεσμική κατοχύρωση τῶν ἀπόψεων αὐτῶν ἀπό μία Πανορθόδοξη Σύνοδο καί, κατά τή γνώμη μου, αὐτό ἀκριβῶς ἐπιχειρεῖται αὐτήν τήν στιγμή.
Νά μήν συγκληθεῖ ἡ Σύνοδος
Δημοσιογράφος: Ὁ σκοπός, λοιπόν, εἶναι ἡ προσπάθεια νά θεσμοθετηθοῦν, νά νομιμοποιηθοῦν, ὅπως μᾶς εἴπατε, ὅλα αὐτά τά Κείμενα, πού κατά καιρούς ἔχουν βγεῖ στήν δημοσιότητα ἤ ἔχουν συμφωνηθεῖ στό πλαίσιο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Μιλήσαμε γιά τό σκοπό, γιά τήν ἀναγκαιότητα. Ἐσεῖς θεωρεῖτε, ὅτι εἶναι ἀναγκαία ἡ σύγκληση μιᾶς τέτοιας Συνόδου καί μέ τά θέματα ἔτσι, ὅπως ἔχουν ἐκφραστεῖ;
Καθηγητής: Θά σᾶς ἀπαντήσω εὐθέως καί αὐτά, πού θά πῶ, θά τά τεκμηριώσω, κατά τή γνώμη μου. Ἡ ἄποψή μου εἶναι, ὅτι τό καλύτερο πρᾶγμα, πού εὔχομαι, εἶναι νά μήν συγκληθεῖ. Τήν ἔχω ἀκούσει αὐτή τήν εὐχή ἀπό πολλούς σοβαρούς Ἐπισκόπους, τόσο στήν Ἑλλάδα ὅσο καί στό ἐξωτερικό. Ποιός εἶναι ὁ λόγος αὐτῆς τῆς γνώμης; Εἶναι, ὅτι ἡ σύγκλησή της θά δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα ἀπ’ αὐτά πού φιλοδοξεῖ νά λύσει. Καί τοῦτο, ἐπειδή σχεδόν, ὅπως φαίνεται ἀπό τή θεματολογία της, σχεδόν λέω ὄχι τελείως, δέν ἀκολουθεῖ τήν Ἁγιοπνευματική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὡς πρός τή σύνθεσή της καί ὡς πρός τή θεματολογία της. Τό τελευταῖο αὐτό, πού σχετίζεται μέ τή σύνθεσή της, προδικάζει, κατά τήν προσωπική μου γνώμη, τήν παταγώδη ἀποτυχία της, ἐκτός βέβαια ἄν οὐσιαστικά αὐτοαναιρεθεῖ, ὡς πρός τίς ἐσφαλμένες δογματικά νεωτεριστικές της θέσεις, ἄν ἀρνηθεῖ δηλαδή αὐτά, πού εἰσηγεῖται. Τά ὅσα ὀρθά ὑποστηρίζονται στή θεματολογία της, γιά νά μήν εἴμαστε ὑπερβολικοί, γιατί ὑπάρχουν κι αὐτά, εἶναι τόσο αὐτονόητα ἀπ’ τή μέχρι τώρα ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά μή δικαιώνεται ἡ ἐπί τόσα χρόνια πολυέξοδη καί κωπιώδης αὐτή προετοιμασία, ἡ ὁποία, ὅπως εἴπαμε, κυριολεκτικά, ἔχει τουλάχιστον 55 χρόνια.
Δημοσιογράφος: Πενήντα πέντε χρόνια μιᾶς προετοιμασίας, πού πέρασε ἀπό πολλά στάδια ἐνδεχομένως. Θά ἦταν ἐνδιαφέρον, ὅπως λέγαμε καί στίς προηγούμενες συζητήσεις μας, κύριε Καθηγητά, νά μαθαίναμε τά Πρακτικά. Πῶς ἀπό τή μία θεματική ἔφθασαν στήν ἄλλη, ἤ πῶς τελικά ἔφθασαν στή ἐπικαιροποίηση τοῦ ἀντικειμένου;
Τό πνεῦμα καί τό φρόνημα τῶν πρωτεργατῶν
τῆς Μεγάλης Συνόδου
Καθηγητής: Κι αὐτό, ὄχι γιά ἄλλο λόγο -ἔτσι κουτσομπολιοῦ θά λέγαμε- ἀλλά γιά νά δοῦμε τό πνεῦμα, ἀπό τό ὁποῖο διέπονταν αὐτοί οἱ συντάκτες ἤ οἱ εἰσηγητές αὐτῶν τῶν θεμάτων. Ὅταν ἀναθεωροῦν, ὅταν βάζουν στό περιθώριο κάποια θέματα, ποιά ἦταν τά ἐπιχειρήματα αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι διαφωνοῦσαν μέ αὐτά.
Ἔχει τεράστια σημασία, νά δεῖ κανείς καταγραμμένο αὐτό τό φρόνημα. Καί ἐπειδή ὑπάρχουν κριτήρια καί προϋποθέσεις ἁγιοπνευματικές, γιά νά ἀποτιμήσει κανείς αὐτό τό πνεῦμα, νομίζω, ὅτι καί ἐπιστημονικά – θεολογικά θά ἦταν πάρα πολύ ἐνδιαφέρον, νά τά δεῖ κανείς αὐτά τά κείμενα. Βεβαίως, ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν μας κάποια πράγματα ἀπό τίς προηγούμενες Πανορθόδοξες, πράγματα πού ἄλλαξαν θεματολογικά, ἄλλαξαν λεκτικά. Γνωρίζουμε, ἐπειδή ἔγιναν στήν ἐποχή μας, ποιοί λίγο πολύ τά εἰσηγήθηκαν. Γνωρίζουμε ποιοί εἶναι αὐτοί καί γιατί τελικῶς ἔγινε αὐτός ὁ συμβιβασμός. Καί ἄν εἶναι δυνατόν -κατά τήν ἄποψή μου- νά γίνονται σέ καίρια θέματα δογματικά τέτοιοι συμβιβασμοί. Πάντα θυμᾶμαι τήν ρήση τοῦ Πατρός Παϊσίου, ὅτι τά δόγματα δέν μπαίνουν στήν ΕΟΚ, στά δόγματα δέν γίνονται ἐκπτώσεις.
Δημοσιογράφος: Ἄρα, οὔτε χωρᾶ ἡ γλώσσα τῆς διπλωματίας σ’ αὐτά τά θέματα.
Καθηγητής: Προφανῶς.
Δημοσιογράφος: Γιατί μοιάζουν αὐτά τά Κείμενα, καί ἰδιαίτερα αὐτό τό προβληματικό Κείμενο, νά διπλωματίζουν ἐπικίνδυνα. Ὅπως λέει καί χαριτωμένα ἕνα γεροντάκι, «διπλωματία σημαίνει νά ἔχεις δύο μάτια καί νά βλέπεις πότε ἀπό δῶ, πότε ἀπό κεῖ» καί νά τά στρογγυλεύεις.
Καθηγητής: Ὄχι ἁπλῶς αὐτό, ἀλλά διπλωματία εἶναι ἡ ἐπίσημη ἔκφραση τῆς ὑποκρισίας. Τά δύο μάτια τῆς διπλωματίας εἶναι κάτι ἀντίστοιχο μέ τήν διψυχία, τήν ὁποία καταδικάζει ἡ Ἁγία Γραφή. Πουθενά ὁ Χριστός δέν μᾶς ἔδωσε ἐντολή διπλωματίας καί πουθενά τό Πνεῦμα τό Ἅγιο δέν ὀνομάζεται διπλωματικό, ἀλλά ὀνομάζεται «εὐθές».
Οἱ σύγχρονοι ἅγιοι γιά τήν Μεγάλη Σύνοδο καί τόν Οἰκουμενισμό
Δημοσιογράφος: Μιλήσατε, κύριε Καθηγητά, γιά τά πενήντα πέντε χρόνια τῆς προετοιμασίας αὐτῆς τῆς Συνόδου. Νωρίτερα, εἴπατε κάτι, τό ὁποῖο καί μεῖς ἀκοῦμε πολλές φορές νά τό εὔχονται ὁλόκαρδα ἀρκετοί, νά μήν συγκληθεῖ τελικά αὐτή ἡ Σύνοδος, γιατί φοβοῦνται, ὅτι θά εἶναι πρόκληση περισσοτέρων προβλημάτων παρά θά ἐπιτευχθοῦν λύσεις. Θά θέλαμε, νά μᾶς πεῖτε ἀπό τή δική σας ἐμπειρία, κύριε Καθηγητά, ἄν ὑπάρχει κάποιος σύγχρονος Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφοῦ μιλᾶμε γιά τά τελευταῖα πενήντα πέντε χρόνια τῆς προετοιμασίας αὐτῆς τῆς Συνόδου, πού νά εἶχε ἐκφραστεῖ σαφῶς γιά τή σύγκλησή της.
Καθηγητής: Εὐχαριστῶ. Αὐτό τό ἐρώτημα εἶναι καίριο ἀπό τήν ἄποψη, ὅτι θά δώσει μιά φερεγγυότητα καί σέ ἐκεῖνα, τά ὁποῖα εἶπα, κατά τή γνώμη μου. Τά περισσότερα πράγματα ἀπό αὐτά πού εἶπα, δέν ἀποτελοῦν γνώμη μου, ἀλλά εἶναι αὐτό, πού κεῖται καί εἶναι τελείως ἀδιαμφισβήτητο. Σέ μερικές περιπτώσεις μίλησα αὐθόρμητα, διακινδύνευσα τή γνώμη μου. Θά πρέπει νά σᾶς πῶς ὅμως, ἐπειδή τά θέματα αὐτά εἶναι πάρα πολύ σοβαρά, αὐτή ἡ γνώμη μου δέν δημιουργήθηκε τή στιγμή, πού μέ ρωτήσατε. Εἶναι πράγματα, τά ὁποῖα τά ἔχω βασανίσει μέσα μου καί τά ἔχω ἀναζητήσει, ὡς πρός τήν αὐθεντικότητα τῶν ἀπαντήσεών τους, στά πρόσωπα ἁγίων, τούς ὁποίους συνέβη νά ἔχω γνωρίσει, ὅπως σᾶς εἶπα. Ναί, εἴμαστε εὐτυχεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, πού ἔχουμε σήμερα ἁγίους, οἱ ὁποῖοι συνέβη νά ἔχουν ἁγιοκαταταχθεῖ κιόλας, ὁπότε τό κῦρος τους πλέον εἶναι ἀδιαμφισβήτητο.
Δημοσιογράφος: Σέ σχέση μ’ αὐτό, πού λέγαμε στήν προηγούμενη ραδιοφωνική μας συνάντηση, γιά τήν κατάταξη μέ τήν ἐπίσημη πράξη τῆς Ἐκκλησίας.
Καθηγητής: Ἔτσι, ναί, γιατί ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτή, πού ἁγιοκατατάσσει καί, ἀπό πλευρᾶς ληξιαρχικῆς πράξεως, τό κάνει θεσμικά καί μία Σύνοδος. Ἄν θελήσουμε νά ἀναφερθοῦμε καταλεπτῶς στά πρόσωπα αὐτά, δέν θά μᾶς ἔφθανε ἡ ὥρα, πού ἔχουμε γιά τήν ραδιοφωνική ἐκπομπή. Γι’ αὐτούς ὅμως, πού κάπως γνωρίζω, θά πῶ λίγα πράγματα καί θά παραπέμψω ἁπλῶς.
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς
Πρῶτα θά πῶ γιά τόν Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς. Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος συνέβη νά εἶναι καί ὁμότεχνός μου, Καθηγητής δηλαδή τῆς Δογματικῆς στό Πανεπιστήμιο τοῦ Βελιγραδίου, ὁ ὁποῖος πρίν ἀπό 45 χρόνια -ὑπογραμμίστε το αὐτό- ἀντιτάχθηκε σέ αὐτά ἀκριβῶς, πού ἐπιχειρεῖ νά κάνει ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, γιατί ἔτσι ὀνομαζόταν καί τότε ἐπί Πατριάρχου Ἀθηναγόρου καί στή συνέχεια. Καί μάλιστα εἶναι ἐντυπωσιακό τό γεγονός, ὅτι ἐπισημαίνει αὐτά, τά ὁποῖα λέμε κι ἐμεῖς.
Καί γιά νά σᾶς πῶ ἔτσι -μέ δυό λόγια- τήν ἱστορία τοῦ πράγματος, πού μοῦ ’κανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση. Τήν Ἐπιστολή του-Ὑπόμνημα, πού ὑπέβαλε στήν Ἱεραρχία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Σερβίας, τήν διάβασα ἐκ τῶν ὑστέρων, δηλαδή αὐτές τίς θέσεις μου τίς εἶχα καί χωρίς νά διαβάσω τήν Ἐπιστολή του. Ἦταν ὅμως πολύ μεγάλη ἡ χαρά μου, ὅταν διαπίστωσα, ὅτι τά ἐπιχειρήματα, τά ὁποῖα καί ἐγώ ἀπό τήν δική μου θέση καί μελέτη καί συνείδηση ἔχω πεῖ, εἶναι ἀκριβῶς τά ἴδια μέ αὐτά, τά ὁποῖα μελέτησα. Λέει λοιπόν ἐκεῖ ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος, ὅτι κάθε νέα Μεγάλη ἤ Οἰκουμενική Σύνοδος δέν θά εἶναι οὔτε Ἁγία οὔτε Οἰκουμενική οὔτε Η΄, ἄν προηγουμένως δέν δεχθεῖ τίς προγενέστερες Οἰκουμενικές Συνόδους καί τίς ἀσάλευτες ἀποφάσεις τους. Βλέπετε, ὅτι ἀκόμη κι ἄν θέλει νά παρακάμψει τή λεγομένη Η΄ καί Θ΄ καί θελήσει αὐτή νά λεχθεῖ ὡς τέτοια, θά πρέπει ὑποχρεωτικῶς νά ἀποδεχτεῖ καί ρητῶς τίς ἀποφάσεις αὐτές. Γιατί βλέπουμε στά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅτι κάθε ἑπόμενη δέν λέει, ὅτι ἁπλῶς ἀποδέχεται τίς ἀποφάσεις. Τίς διαβάζουν τίς ἀποφάσεις, καί τίς καταδίκες τίς διαβάζουν. Καί συμφωνοῦν ἐπ’ αὐτῶν. Ἄρα, ἔχουμε ἕνα πολύ βασικό στοιχεῖο, πού εἴπαμε προηγουμένως, καί τό ὁποῖο ἔχει τή σημασία του, ὅτι προσανατολίζει ὡς πρός τίς θέσεις, οἱ ὁποῖες θά ἐκφραστοῦν.
Καί τότε, ἀκόμη, προετοιμάζετο ἡ μέλλουσα Μεγάλη Πανορθόδοξος Σύνοδος μέ τήν ἴδια μεθοδολογία. Θέλετε νά σᾶς πῶ, ποιός εἶναι ὁ χαρακτηρισμός αὐτῆς τῆς μεθοδολογίας; Ἐμένα μοῦ βγῆκε αὐθόρμητα, ἐπειδή εἴδαμε καί διαβάσαμε τά Πρακτικά τῆς Β΄ Βατικανείου Συνόδου, ὅτι εἶναι δηλαδή σχολαστική ἡ μεθοδολογία. Τί μᾶς λέει ὁ Ἅγιος; Προετοιμάζεται μέ καθαρά σχολαστικοπροτεσταντική θεματολογία. Τό σχολαστική ἀφορᾶ τόν Ρωμαιοκαθολισμό. Ἀλλά καί ἡ προτεσταντική θεματολογία, ὅπως εἴδαμε, ἡ ἀναγνώριση δηλαδή τῶν Προτεσταντῶν, εἶναι τό ζητούμενο ἀπό τούς Προτεστάντες. Οἱ Προτεστάντες ἔχουν τήν ἀγωνία τῆς ἑνότητας αὐτῶν τῶν ἰδίων, διότι πολυδιασπῶνται διαρκῶς. Καί φτάσαμε τώρα ἐμεῖς στό σημεῖο, τή βοήθεια πρός αὐτούς νά τήν ἐκφράσουμε μέ ἕνα ἐντελῶς ἀπαράδεκτο τρόπο, υἱοθετώντας ὅλους αὐτούς, μέ τίς ἀντιφάσεις μεταξύ τους, ὡς «ἐκκλησίες», ἤ τό Ρωμαιοκαθολικισμό μέ τέτοιες ἀποκλίσεις. Ἡ θεματολογία, λοιπόν, εἶναι σχολαστική καί προτεσταντική καί ὄχι εὐαγγελική καί ἁγιοπατερική, ἡ ὁποία εἶχε πάντα ὡς σκοπό της τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου.
Προσέξτε τώρα κατά λέξη τί λέει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος: «Τό ὀρθοδοξότερον εἶναι νά μή συγκληθεῖ καθόλου ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος», οὐσιαστικά τῆς δίνει αὐτό τό νόημα, διότι αὐτό φιλοδοξεῖ νά εἶναι, «ἤ νά μή συμμετάσχει κάποιος σ’ αὐτήν». Αὐτό δέν τό εἶπα ἐγώ. Εἰσηγεῖται, δηλαδή, ὁ Ἅγιος τή μή συμμετοχή Ἱεραρχῶν σ’ αὐτήν. Δηλαδή, νά πέσει ἀπό μόνη της, μέ τή μή συμμετοχή. Ἐμεῖς ἔχουμε αὐτήν τήν πρακτική σήμερα; Ἐν μέρει τήν ἔχουμε. Ὑπάρχουν δύο θέματα, τά ὁποῖα ἔρχονται πρός συζήτησιν καί στά ὁποῖα δέν μετέχει ἡ Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας καί τῆς Ἀντιοχείας. Ἡ μή συμμετοχή, ὅμως, σημαίνει διαφωνία. Ἀφοῦ προηγουμένως μιλήσαμε γιά συμφωνία ὡς πρός τίς ἀποφάσεις, γεννᾶται τώρα ἕνα ἐρώτημα: Πῶς, παρά ταῦτα, ἔρχονται κάποια θέματα, ἀφοῦ ὁρισμένοι διαφωνοῦν;
Ἀλλά σᾶς λέγω τώρα, ἐπί τῇ βάσει τοῦ τί λέει ὁ Ἅγιος: Ἄν δέν πᾶνε κάποιοι Ἐπίσκοποι στή Σύνοδο, ὁπότε δέν θά εἶναι εἰκοσιτέσσερις, ἤ ἄν πᾶνε καί φύγουνε, διότι διαφωνοῦν καί δέν θέλουν νά εἶναι ἁπλῶς ἡ διαφωνία τους λεκτική ἤ μέ μειοψηφία, ἡ δυναμική αὐτή ἀπουσία τους ἀπό αὐτήν, θά δημιουργήσει τό πρόβλημα τῆς νομιμότητάς της. Ἔτσι, γιά νά μήν παρεξηγηθῶ. Ἐπαναλαμβάνω. Ἡ πρόταση εἶναι τοῦ Ἁγίου. Συμφωνῶ καί ἐγώ, ἀλλά δέν ἦταν δική μου ἡ πρόταση. Αὐτό δέν τό εἶχα σκεφθεῖ. «Τί δύναται νά περιμένει κανείς ἀπό μίαν τοιαύτην Οἰκουμενικήν Σύνοδον;», διερωτᾶται ὁ Ἅγιος, «ἕν μόνον: σχίσματα καί αἱρέσεις καί διαφόρους ἄλλας συμφοράς. Αὐτό εἶναι ἡ βαθεῖα μου αἴσθησις καί ἡ πλήρης ὀδύνης ἐπίγνωσις. Δι’ αὐτό παρακαλῶ καί ἱκετεύω τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας, νά ἀπόσχει ἀπό τήν συμμετοχήν εἰς τήν προετοιμασίαν τῆς Συνόδου καί ἀπό τήν συμμετοχήν εἰς τήν Σύνοδον».
Σᾶς διάβασα χαρακτηριστικά σημεῖα. Θά ἄξιζε νά ἀσχοληθοῦμε σέ μία ὡριαία ἐκπομπή, γιατί αὐτό εἶναι ἕνα Ὑπόμνημα δεκαπέντε σελίδων, καί ἴσως -ἄν βροῦμε εὐκαιρία- εἶναι καλό νά τό θυμήσουμε σ’ ὅλους, γιατί εἶναι adhoc. Ἕνα πρός ἕνα, ἀναφέρεται στήν ἱστορία -προϊστορία θά λέγαμε τώρα- τῆς Συνόδου, πῶς ἔφτασε ἐκεῖ, μέ ποιές μεθόδους, μέ ποιούς τρόπους, ποιά μεθοδολογία κ.τ.λ. καί ὅλα αὐτά θά ἦταν πολύ διαφωτιστικά. Βέβαια, ἐκ προοιμίου σᾶς λέω, ὅτι εἶναι μέσα στό πνεῦμα πού κινηθήκαμε καί ἐμεῖς, ἀλλά ἄλλο εἶναι νά ἀκούει κανείς τά λόγια ἑνός Ἁγίου.
Δημοσιογράφος: Κι ὅλα αὐτά, πρίν ἀπό σαράντα πέντε χρόνια.
Καθηγητής: Κι ὅλα αὐτά, πρίν σαράντα πέντε χρόνια. Τί θέλουμε νά ποῦμε μέ αὐτό; Σέ σαράντα πέντε χρόνια, ἔχουμε προσθήκη χειροτέρων πραγμάτων καί, ἑπομένως, θά εἶχε νά πεῖ ὁ Ἅγιος ἀκόμη πιό πολλά καί πιό αὐστηρά πράγματα.
Δημοσιογράφος: Ἀπό ὅσα γνωρίζουμε, κ. Καθηγητά, τότε ἡ Εἰσήγηση τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς- πού ἤτανε ἕνας Καθηγητής καί ἤτανε ἐξοριστος στήν Ἱερά Μονή Τσέλιε- ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τήν Σύνοδο; Διότι τότε ἦταν καί ὁ Κομμουνισμός.
Καθηγητής: Ἀκριβῶς. Καί αὐτά ἔχουνε σημασία. Λέει, δηλαδή, ὅτι δέν πρέπει νά γίνει ἡ Μεγάλη Σύνοδος καί γιά τόν πρόσθετο λόγο, ὅτι ὑπάρχουν Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες τελοῦν ὑπό ἀθεϊστικά καθεστῶτα καί, ἑπομένως, θά ἔλθουν στή Σύνοδο, ὑπό ἐπιτήρηση, τρόπον τινά· αὐτό εἶναι τό ὑπονοούμενο. Ἀφήνω, ὅτι στρέφεται καί κατά τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ ὁποία τό 1969 ἀπεφάσισε τήν Intercommunio, δηλαδή τήν μυστηριακή διακοινωνία μέ τόν Ρωμαιοκαθολικισμό. Σ’ αὐτήν τήν περίπτωση, ὅσον ἀφορᾶ τήν συμμετοχή τους, εἶπε ὅτι, ἐπειδή καταπατήθηκαν δόγματα καί Κανόνες, δέν θά πρέπει νά ἐπιτρέψει ὁ Θεός μιά τέτοια ἀποκαλυπτική φρικαλεότητα. Τήν σύγκληση δηλαδή μιᾶς Οἰκουμενικοῦ χαρακτῆρα Συνόδου μέ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας παρακαλῶ, γιατί διέπραξε αὐτό τό πρᾶγμα, δηλαδή τήν διακοινωνία.
Φανταστεῖτε, τώρα, τί θά ἔλεγε με τή θεματολογία πού ἔχουμε ἐμεῖς. Ὄχι δηλαδή γιά κάποιους Ρώσους, πού διέπραξαν κάτι τέτοιο καί τό ἀνέστειλαν στή συνέχεια, ἀλλά γι’ αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἔχουνε μιά πολυμορφία αἱρετικῶν θέσεων. Γιατί αὐτός εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός, μιά πολύμορφη αἵρεση. Ὁ ἴδιος ἦταν ὁ πρῶτος, πού μίλησε γιά τόν Οἰκουμενισμό, ὡς παναίρεση. Αὐτό, βεβαίως, δέν εἶναι καθόλου φανατικό. Τό λέω ἐξ ἀπόψεως ἐπιστημονικῆς -ἐπειδή ἀσχολήθηκα καί τό διδάσκω-, ἀφοῦ ἔχει πολλές ἐπί μέρους αἱρέσεις, γιά τίς ὁποῖες θά ἤθελα νά πῶ, ὅτι καί μιά ἀπ’ αὐτές θά ἀρκοῦσε, γιά νά μήν ἔχουμε καμμία σχέση μαζί τους. Μέ τό καμμιά σχέση, ἐννοῶ σ’ αὐτήν τήν κατεύθυνση, ὄχι τό νά μή συζητᾶμε μαζί τους, προκειμένου οἱ ἄνθρωποι νά κατανοήσουν τό ὀρθό, ἄν θέλουν. Ὄχι ὅμως νά τούς θεωρήσουμε ὡς «ἐκκλησία», παρά ταῦτα, ἐνῶ δηλαδή ἐμμένουν σ’ αὐτά, πού πιστεύουν, καί ἐνόσω δέν ζητοῦν νά ἔρθουν στήν Ὀρθοδοξία. Ἁπλῶς, ζητοῦν τήν ἀναγνώρισή τους ὡς ἀληθινή Ἐκκλησία, ὡς Ἐκκλησίες, ὑπό τήν ἔννοια τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπως εἶναι π.χ. ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Ἀλλά αὐτό νοεῖται Βιβλικά, ὡς ἡ Ἐκκλησία «ἡ οὖσα ἐν Ἑλλάδι, ἐν Ρωσίᾳ» κ.λπ., ὅπως τό λέει δηλαδή ἀκριβῶς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «τῇ Ἐκκλησίᾳ τῇ οὔσῃ ἐν Κορίνθῳ…». Μιλᾶμε πάντα γιά Μία Ἐκκλησία, γιά τήν Μία Ἐκκλησία, ἡ ὁποία παροικεῖ σέ διάφορα μέρη.
Ἐδῶ, ὅμως, δέν πρόκειται περί αὐτῆς τῆς ταυτότητας, ἀφοῦ, ἀπό πλευρᾶς περιεχομένου, ἀπέχει πόρρω, καί μάλιστα, ὅσο περνοῦν τά χρόνια –μιά καί ἀναφερθήκαμε στά 45 χρόνια-, ἔχουν αὐξηθεῖ πολύ αὐτές οἱ αἱρέσεις. Εἶναι ἐκπληκτικό, δηλαδή, τό πῶς τόλμησαν αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι νά βάλουν τήν ὑπογραφή τους γιά αὐτήν τήν θεματολογία καί μόνο, πῶς μπόρεσαν νά τήν εἰσηγηθοῦν. Γιατί, ἐκεῖ στήν Εἰσήγηση, φαίνονται καί οἱ προθέσεις σου. Εἰσηγεῖσαι αὐτό, πού θέλεις νά ψηφισθεῖ. Καί δέν μπορῶ νά τό συλλάβω, νοητικά, αὐτό τό πρᾶγμα. Δέν μοῦ κάθεται μέ κανέναν τρόπο μέσα μου, πῶς ἕνας Ὀρθόδοξος εἰσηγεῖται ἕνα τόσο ἀντορθόδοξο πρᾶγμα, πού ἀφορᾶ τό πιό καίριο καί λεπτό σημεῖο τῆς πίστεώς μας, τήν Ἐκκλησία, δηλαδή, ὡς Μία.
Δημοσιογράφος: Αὐτό εἶναι πραγματικά ἕνα εὔλογο ἐρώτημα. Δέν ξέρω, ἄν μποροῦμε νά δώσουμε ἀπάντηση, δέν εἴμαστε καί σέ θέση μᾶλλον νά δώσουμε ἀπάντηση, ἀλλά εἶναι καλό, πού τό θέτετε τό ἐρώτημα.
Καθηγητής: Ἀπάντηση κανονικά, θεολογικά, ὑπάρχει. Καθετί, τό ὁποῖο γίνεται, ἔχει τό ὑπόβαθρό του στήν καρδιά μας. Ἀλλά ἀφῆστε, νά μή συζητήσουμε γι’ αὐτό τό θέμα αὐτή τή στιγμή, γιατί τώρα μιλᾶμε γιά πράγματα, πού τρέχουν καί ὄχι γιά τίς προϋποθέσεις, πού ὁδήγησαν, ἄν καί αὐτό θά ἄξιζε πολύ τόν κόπο. Ἀρκεῖ νά σᾶς πῶ, ὅτι τό δόγμα συμπυκνώνει τήν ἁγιοπνευματική ζωή, καί ὅταν δέν ὑπάρχει ἁγιοπνευματική ζωή, τότε θέλουμε ἀλλότρια δόγματα, γιά νά στεγάζουν αὐτή τή ζωή, δηλαδή τήν ἐσφαλμένη ζωή. Καί αὐτό εἶναι τραγικό νά τό εἰσηγούμαστε ἐμεῖς. Ἐντάξει, τό λένε οἱ ἑτερόδοξοι· ἐντάξει, κυκλοφοροῦσε ἀτελῶς, ἐκπροσωπημένο ἀκόμη καί ἀπό πολύ ὑψηλά στήν Ἱεραρχία πρόσωπα, ἀλλά νομίζω μέσα σ’ ἕνα πλαίσιο ἀνοχῆς. Καί οἱ πιστοί, ἀναμένοντας καί προσευχόμενοι, τό ἄφηναν νά τακτοποιηθεῖ κάποια μέρα, θεσμικά. Ἀλλά σᾶς εἶπα, ἐγώ περίμενα νά γίνει αὐτή ἡ Μέλλουσα Σύνοδος, ἀλλά γιά νά τά καταδικάσει αὐτά, ὄχι νά τά υἱοθετήσει. Αὐτό εἶναι ἡ ἔκπληξή μου.
Δημοσιογράφος: Αὐτή εἶναι τότε καί ἡ ἔκπληξη τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου.
Καθηγητής: Ναί. Γι’ αὐτό καί εἰσηγεῖται ἁπλῶς νά μή γίνει καθόλου. Γιατί, κοιτᾶξτε, τόν ἀντιλαμβάνομαι. Ἐγώ εἶπα κομψά, νά ἀποσυρθεῖ τό θέμα, γιά νά μήν κάνω μάθημα σέ Ἐπισκόπους. Ἀλλά τώρα, μιά καί τό συζητᾶμε εὐρέως καί ἐνώπιον τῶν ἀκροατῶν μας δημοσίᾳ, πρέπει νά πῶ, ὅτι δέν εἶναι τυχαῖο, ὅτι μπῆκε τό θέμα αὐτό καί ὅτι δέν θά εἶναι μόνο αὐτό. Δηλαδή, αὐτά τίθενται πρός συζήτηση, φυσικά, καί διόρθωση ἤ ἀπόρριψη, σέ μιά τελική συμφωνία. Ὅταν, ὅμως, ξέρει κανείς τήν ὅλη αὐτή προϊστορία, φοβᾶται καί γιά ἄλλα πράγματα, τά ὁποῖα δέν φαίνονται καθαρά καί μπορεῖ ἐκεῖ νά κυριαρχήσουν. Μέ τέτοιες προδιαγραφές, ὅλα εἶναι ἀναμενόμενα.
Γι’ αὐτό, ἡ σύστασή του ἦταν νά μή γίνει ἡ Σύνοδος. Καί θυμᾶμαι τότε, ὅτι ἤμουν φοιτητής, ὅταν τό πληροφορήθηκα αὐτό, ὄχι ἀπό κείμενο ἀλλά ἀκουστικά, καί εἶπα τήν ἔκφραση: «καί πῶς γνωρίζει ὁ π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὅτι δέν θά ἐνεργήσει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ;». Ὡς φοιτητής τῆς Θεολογίας, πού ἤμουν, δέν εἶχα τίς προϋποθέσεις νά τό καταλάβω. Τώρα, ὅμως, πού βλέπω καί γνωρίζω τά πράγματα, ἀντιλαμβάνομαι, ὅτι δέν μπορεῖ νά κυριαρχήσει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ὅταν δέν εἶναι ἐνεργό στίς καρδιές μας. Τουλάχιστον, μέχρι τή διατύπωση φαίνεται, ὅτι δέν ἐκφράζεται τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Θά μποροῦσε βεβαίως νά ἐκφρασθεῖ ἐκεῖ πέρα μέσα στή Σύνοδο, ὑπό τήν προϋπόθεση, ὅτι αὐτό εἶναι ἤδη ἐνεργό στίς καρδιές κάποιων, πού θά κληθοῦν ἐκεῖ «κατά λάθος»; Θά μοῦ ἐπιτρέψετε ἐντός εἰσαγωγικῶν νά τό πῶ, «ἀπό κάποιους», οἱ ὁποῖοι θά ξεφύγουν τίς ἐνδεχόμενες μεθοδεύσεις; Εἰκασία κάνω. Δέν εὔχομαι, νά κάνουν τέτοιες μεθοδεύσεις, γιατί δέν ἔχει γίνει γνωστός ὁ τρόπος. Εἰκοσιτέσσερις Ἐπίσκοποι. Ποιοί; Οἱ «ἄριστοι»; Καί ποιοί εἶναι οἱ ἄριστοι; Καί πῶς μετρᾶτε τό ἄριστο; Εἶναι οἱ λογιότεροι; Οἱ ἐπιστημονικότεροι; Ἐδῶ, πῆγαν ὁ Ἅγιος Νικόλαος καί ὁ Ἅγιος Σπυρίδων στήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο καί, ὡς ὀλιγογράμματοι, ἔπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Ἐξίσου, ὅπως συνέβαλε ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος ἦταν λογιότατος.
Τό θέμα δέν εἶναι, πόσα γράμματα ξέρουμε ἤ πόσο εὐφυεῖς κατά κόσμον εἴμαστε, ἀλλά ἄν ἔχουμε τήν εὐφυΐα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖον εἶναι ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, καί ἡ ὁποία δέν ἐκφράζεται, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἀπ. Παῦλος, μέ περίτεχνα λόγια. Ἀλλά ἐνεργώντας τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἐκ τῶν ἀκολουθούντων σημείων, πειθώμεθα γιά τοῦ λόγου τό ἀσφαλές. Ὅπως δηλαδή στήν περίπτωση τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. Μέ τί κριτήρια θά ἔβγαζε κανείς ἀπό τό σύλλογο τῶν Ἐπισκόπων τόν ἀγράμματο ποιμένα, ἄν ἀκολουθοῦσε ἡ Οἰκουμενική ἐκείνη Σύνοδος τήν ἀριστοκρατική αὐτή ἐπιλεκτική στάση ἔναντι τῶν συνέδρων; Ὁ ὁποῖος μέ ἕναν πολύ ἁπλό τρόπο, μ’ ἕνα παράδειγμα θαυματουργικό, ἔδειξε τήν τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά καί ὁ τρόπος πού φέρθηκε ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἐπιβραβεύτηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό καί τήν Παναγία, γιά νά μήν ἀναφερόμαστε σέ λεπτομέρειες, ἐνῶ ὁ τρόπος του, ὡς γνωστόν, ἦταν –κοσμικά θεωρούμενος- καταδικαστέος.
Ἀλλά, εἶπα πρό ὀλίγου, ὅτι ὑπάρχουν κι ἄλλοι ἅγιοι στήν Ἐκκλησία μας, οἱ ὁποῖοι μᾶς βοήθησαν, σέ ἀνύποπτο χρόνο τοῦ παρελθόντος, νά κατανοήσουμε καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, δηλ. τή χαρισματική πλευρά, τήν ἴδια αὐτή ἀλήθεια. Ἕνας τέτοιος εἶναι ὁ π. Φιλόθεος Ζερβᾶκος. Ἔχουμε πολλά σχετικά κείμενα δικά του, καί νομίζω, ὅτι οἱ πάντες τά γνωρίζουν.
Δημοσιογράφος: Νά ποῦμε, ὅτι στή συνείδηση τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἀπολαμβάνει τήν τιμή τῆς ἁγιότητος μέ ὅσα ἔχουν σημειωθεῖ καί ἔχουν καταγραφεῖ. Ἀπομένει ἡ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἄν καί ὅποτε γίνει ἤ καί ποτέ.
Ἅγιος Παΐσιος
Καθηγητής: Ναί. Δέν εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἁγιοκατάταξη.Ἔχουμε καί τόν π. Παΐσιο, ὁ ὁποῖος ἔγραψε μία Ἐπιστολή πρός τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὅταν ἔκανε ἐκεῖνα τά ἀνοίγματα, καί εἶπε ὁ Ὅσιος πράγματα, τά ὁποῖα εἶναι ἐντυπωσιακά καί στά ὁποῖα συμφωνῶ. Καί μή γνωρίζοντας τήν Ἐπιστολή αὐτή τή συγκεκριμένη, ἐκφραζόμουν κι ἐγώ μέ αὐτόν τόν τρόπο καί ἀποροῦσα, πῶς ἔκανα ἕνα πρᾶγμα, πού ποτέ, νωρίτερα, δέν τό εἶχα σκεφτεῖ. Γιά νά καταλάβετε, θά σᾶς διαβάσω ἕνα ἐλάχιστο τμῆμα αὐτῆς τῆς Ἐπιστολῆς πρός τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα: «Φαντάζομαι ὅτι θά μέ καταλάβουν ὅλοι», ἔγραφε, «ὅτι τά γραφόμενά μου δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνας βαθύς μου πόνος διά τήν γραμμήν καί κοσμικήν ἀγάπην, δυστυχῶς, τοῦ πατέρα μας κ. Ἀθηναγόρα. Ὅπως φαίνεται, ἀγάπησε μίαν ἄλλην γυναῖκα μοντέρνα, πού λέγεται Παπική Ἐκκλησία, διότι ἡ Ὀρθόδοξος Μητέρα μας δέν τοῦ κάμνει καμμίαν ἐντύπωσι, ἐπειδή εἶναι πολύ σεμνή. Αὐτή ἡ ἀγάπη, πού ἀκούσθηκε ἀπό τήν Πόλι, βρῆκε ἀπήχησι σέ πολλά παιδιά του, πού τήν ζοῦν εἰς τάς πόλεις. Ἄλλωστε αὐτό εἶναι καί τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας: ἡ οἰκογένεια νά χάση τό ἱερό νόημά της ἀπό τέτοιου εἴδους ἀγάπες, πού ὡς σκοπό ἔχουν τήν διάλυσιν καί ὄχι τήν ἕνωσιν». Ὁ λόγος του εἶναι παραβολικός. Ἀναφέρεται στήν Ὀρθοδοξία ὡς οἰκογένεια: «Μέ μιά τέτοια περίπου κοσμική ἀγάπη καί ὁ Πατριάρχης μας φθάνει στή Ρώμη. Ἐνῶ θά ἔπρεπε νά δείξη ἀγάπη πρῶτα σέ μᾶς τά παιδιά του καί στή Μητέρα μας Ἐκκλησία, αὐτός, δυστυχῶς, ἔστειλε τήν ἀγάπη του πολύ μακριά. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἀναπαύση μέν ὅλα τά κοσμικά παιδιά, πού ἀγαποῦν τόν κόσμον καί ἔχουν τήν κοσμικήν αὐτήν ἀγάπην, νά κατασκανδαλίση ὅμως ὅλους ἐμᾶς, τά τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας, μικρά καί μεγάλα, πού ἔχουν φόβο Θεοῦ... Μετά λύπης μου ἀπό ὅσους φιλενωτικούς ἔχω γνωρίσει, δέν εἶδα νά ἔχουν οὔτε ψίχα πνευματική οὔτε φλοιό.
Ξέρουν ὅμως, νά ὁμιλοῦν γιά ἀγάπη καί ἑνότητα, ἐνῶ οἱ ἴδιοι δέν εἶναι ἑνωμένοι μέ τό Θεό, διότι δέν τόν ἔχουν ἀγαπήσει».
Δέν θέλω νά μακρηγορήσω. Νομίζω, ὅτι ἀπό αὐτά τά λίγα, εἶναι πολύ σαφές τό πνεῦμα τοῦ Ἁγίου Πατρός. Γιά ὅσους ἐνδιαφέρονται νά τήν ἀναζητήσουν αὐτήν τήν Ἐπιστολή, ἡ ὁποία γράφτηκε στίς 23 Ἰανουαρίου 1969, μποροῦν νά τήν βροῦνε.
π. Ἐφραίμ Κατουνακιώτης
«ἄνωθεν ἀποκάλυψη»
Στή συνέχεια, θά πῶ κάτι, τό ὁποῖο ἔχει νά κάνει μέ προσωπική κατάθεση. Συνδεόμουνα ἐπί δεκαετίες μέ τόν π. Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη, τοῦ ὁποίου τό ἦθος καί τό φρόνημα εἶναι ἐγνωσμένα. Εἶναι ἐγνωσμένο, ἐπίσης, ὅτι εἶχε κι αὐτός «πνευματική τηλεόραση». Ὅσον ἀφορᾶ ἐμένα, πολλές φορές πήγαινα μέ τήν πρόθεση, νά θέσω κάποια ἐρωτήματα πολύ συγκεκριμένα, μέ μία ἀξιολογική σειρά, καί χρησιμοποιώντας τό δικό μου λεξιλόγιο. Καί ὅταν πήγαινα κοντά του, χωρίς νά τοῦ θέσω κἄν τήν ἐρώτηση, μοῦ ἀπαντοῦσε μέ αὐτήν τή διαδοχή τῶν ἐρωτημάτων πού εἶχα καί μέ τό λεξιλόγιό μου. Τό λέω, ὡς προσωπική πείρα. Δέν ἀποτελεῖ κάτι καινοφανές. Αὐτό συνέβαινε καί μέ πολλούς ἄλλους.
Κάποτε, λοιπόν, νεαρός τότε καθηγητής στή Θεολογική, μιλᾶμε τώρα πρίν ἀπό τριάντα χρόνια, τοῦ εἶπα τό ἑξῆς. Ἐπειδή καί στή Θεολογική Σχολή, ἰδιαίτερα τῆς Θεσσαλονίκης, τό κλῖμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀνθεῖ, εἶχα κάποια ἔντονα προβλήματα καί ἐρωτήματα, ἐπειδή ἔβλεπα νά ἐκπροσωπεῖται ἀπό σεβαστούς, κατά τά ἄλλα, καθηγητές. Φυσικά, τόσο ἡ συνείδησή μου ὅσο καί οἱ γνώσεις μου ἀντιδροῦσαν μέν, ἤθελα ὅμως, πέρα ἀπό τήν ἐπιστημονική μου θέση, νά ἔχω καί τήν χαρισματική ἀπάντηση, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἔκανα καί σέ πάρα πολλά ἄλλα θέματα.
Τόν ρώτησα, λοιπόν, ἐπί τοῦ συγκεκριμένου, μήπως μπορεῖ νά μοῦ πεῖ τί πρᾶγμα εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός. Μοῦ ἀπήντησε ἀπερίφραστα καί χωρίς καμμία δυσκολία: «Αὐτήν τήν ἐρώτηση, παιδί μου, μοῦ τήν ἔχει κάνει κι ἕνας ἀκόμη νωρίτερα ἀπό σένα. Ἐγώ, ἐδωπέρα ἐπάνω, βρίσκομαι σαράντα χρόνια στά βράχια. Ἔχω ξεχάσει καί τά ἑλληνικά μου»- σημειωτέον τελείωσε σχολαρχεῖο – «ἀλλά μ’ αὐτό τό θέμα δέν ἔχω ἀσχοληθεῖ. Γι’ αὐτό, ἐπειδή ἔπρεπε νά τό ἀπαντήσω, ἀφοῦ δέχτηκα ἐρώτημα καί δέν εἶχα καμία γνώμη πάνω στό θέμα, πῆγα στό κελλί μου καί προσευχήθηκα καί ρώτησα τόν Χριστό νά μέ πληροφορήσει τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός. Πῆρα τήν ἀπάντησή του, ἡ ὁποία εἶναι, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός ἔχει πνεῦμα πονηρίας καί κυριαρχεῖται ἀπό ἀκάθαρτα πνεύματα». Καί τόν ρώτησα, πῶς ἀκριβῶς πιστοποιήθηκε αὐτό. Μοῦ ἀπάντησε, πώς «μετά τήν προσευχή γέμισε τό κελλί μου ἀπό ἀφόρητη δυσωδία, ἡ ὁποία μοῦ ἔφερνε ἀσφυξία στήν ψυχή, δέν μποροῦσα νά ἀναπνεύσω πνευματικά». Τόν ρώτησα, ἄν αὐτό ἦταν ἕνα ἔκτακτο γεγονός γι’ αὐτόν ἤ ἄν ἔτσι τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Χριστός σέ ἀνάλογες περιπτώσεις καί μέ βεβαίωσε, ὅτι «σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, πού εἶναι μπλεγμένες μέ μάγια, μέ ἀκάθαρτα πνεύματα, αὐτή εἶναι ἡ κατάσταση, στήν ὁποία μέ εἰσάγει. Μερικές φορές ὑπάρχει καί λεκτική ἀπάντηση, ἀλλά στήν προκειμένη περίπτωση, αὐτή ἦταν ἡ ἀπάντηση καί ἔχω ἀπόλυτη τή βεβαιότητα, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός δέν ἔχει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἀλλά τό πνεῦμα τό ἀκάθαρτο».
Αὐτό πού λέγω αὐτή τή στιγμή, θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς, ἐνδεχομένως, ὅτι ἔχει χαρακτῆρα ἐντυπώσεων. Σᾶς πληροφορῶ, ὅτι χάρηκα πάρα πολύ, ἐπειδή αὐτό, πού εἶπε σέ μένα προσωπικά, τό εἶδα καταγραμμένο καί ἀπό τήν εὐλαβῆ συνοδεία του, πού δημοσίευσε ἕναν τιμητικό Τόμο γύρω ἀπό τό πρόσωπό του, τήν πνευματικότητά του καί τά λόγια του. Πιστοποιεῖται λοιπόν καί ἀπό ἐκεῖ, ἀλλά ἐγώ τό διεσταύρωσα καί μέ ἄλλους ἀξιόπιστους θεολόγους, οἱ ὁποῖοι συνέβη νά τό ἀκούσουν προσωπικά. Δέν τό ἔχω πεῖ δημοσίᾳ μέχρι τώρα, ἀλλά τό ἔφεραν ἔτσι τά πράγματα, πού μέ ἀναγκάζουν νά τό πῶ. Βεβαίως, αὐτό ἔπαιξε ἀποφασιστικό ρόλο στήν στάση μου ἀπέναντι στόν Οἰκουμενισμό. Ἐγώ, βεβαίως, ὡς καθηγητής, ὡς ἐπιστήμων, ὀφείλω σέ κάθε περίπτωση νά τό ἀνακρίνω τό θέμα μέ ἐπιστημονικά κριτήρια καί νά τεκμηριώνω τήν ἄποψή μου ἐπιστημονικά καί αὐτό κάνω καί στά μαθήματά μου, βῆμα πρός βῆμα. Ὅμως θεωρῶ, πώς ἡ κατάθεση αὐτή εἶναι σημαντική, γιατί γίνεται μέ τρόπο χαρισματικό ἀπό ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δέν γνωρίζει κάτι γύρω ἀπό αὐτό τό πρόβλημα, δέν ἔχει διαβάσει, δέν ἔχει ἀκούσει, ἀλλά καταθέτει τήν ἄμεση πνευματική ἐμπειρία του. Νομίζω, ὅτι μιλοῦν ἐδῶ τά ἴδια τά πράγματα.
Πῶς πρέπει νά ἐνεργήσουμε;
Δημοσιογράφος: Ἔχουμε λοιπόν τούς Ἁγίους μας, τούς σύγχρονους Γέροντες, σύγχρονες ἁγιασμένες μορφές, πού τά τελευταῖα χρόνια μίλησαν γι’ αὐτά, πού ἔρχεται τώρα νά μιλήσει ἡ Σύνοδος, πού μέλλει νά συγκληθεῖ. Ἐμεῖς προσπαθήσαμε, κ. Καθηγητά, μέ τήν δική σας βοήθεια, νά προσεγγίσουμε ἕνα θέμα, πού εἶναι πάρα πολύ μεγάλο καί, δυστυχῶς, γιά τό ὁποῖο οἱ περισσότεροι ἀπό ἐμᾶς ἔχουμε πλήρη μεσάνυχτα. Ἦταν, θεωρῶ, πολύ σημαντικά, ὅσα μᾶς εἴπατε, ἔστω καί σ’ αὐτόν τόν πιεσμένο ραδιοφωνικά χρόνο. Θά ἤθελα, ὅμως, νά σᾶς ρωτήσω, πῶς θά ἐπιθυμούσατε νά λειτουργήσει αὐτή ἡ ἐνημέρωση, αὐτή ἡ πληροφόρηση, πού προσπαθήσαμε νά λάβουμε ἀπό ἐσᾶς, στίς καρδιές τῶν ἀκροατῶν μας, ἀλλά καί ὅλων μας;
Καθηγητής: Εὐχαριστῶ πάρα πολύ γι’ αὐτήν τήν ἐρώτηση, γιατί θά ἔχει, κατά τήν γνώμη μου, ἀποφασιστική σημασία ἡ στάση μας μετά τήν πληροφόρηση. Ἡ πληροφόρηση δέν ἔχει ἐγκεφαλικό χαρακτῆρα. Δέν ἔχει τήν ἔννοια, ὅτι εἶπα ἐγώ αὐτά τά πράγματα, γιά νά μάθουν οἱ ἀκροατές κάτι, πού ἁπλῶς δέν γνώριζαν. Καί καθένας φιλομαθής φυσικά θέλει νά γνωρίζει, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος, ὅπως λέει καί ὁ Ἀριστοτέλης, «φύσει τοῦ εἰδέναι ὀρέγεται», δηλαδή θέλει ἐκ φύσεώς του νά μαθαίνει. Ἐδῶ, ὑπάρχει μιά πολύ πολύ συγκεκριμένη σκοπιμότητα. Τουλάχιστον ἐκ μέρους μου, πού εἶπα αὐτά τά πράγματα, μέ αὐτό τό ὕφος καί μέ αὐτόν τόν τόνο.
Ἀνάγκη προσευχῆς
Προσωπικά, θά ἐπιθυμοῦσα ἡ πληροφόρηση αὐτή νά ὁδηγήσει ὅλους μας σέ καθημερινή, ταπεινή, ἐν μετανοίᾳ προσευχή, ὥστε νά μή διασαλευθεῖ ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι δεδομένη ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅπως εἴπαμε σέ προηγούμενη ἐκπομπή, ἡ ἑνότητα εἶναι δεδομένη ἄνωθεν, δέν τήν κάνουμε ἐμεῖς, ἀλλά τήν ἀπολαμβάνουμε, μετέχουμε ἤ δέν μετέχουμε στήν ἑνότητα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὑπόθεση τοῦ Χριστοῦ, ὑπόθεση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καθένας, ὁ ὁποῖος μετέχει στό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργῶς, αὐτός εἶναι ἑνωμένος στήν Ἐκκλησία. Ἔτσι, στήν Ἐκκλησία, εἶναι ὅλος ὁ Τριαδικός Θεός, τά ἑκατομμύρια καί τρισεκατομμύρια τῶν Ἀγγέλων καί ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν διαπρέψει στήν ἐπίγεια ζωή, τηρώντας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ δοξασμένη πλευρά τῆς Ἐκκλησίας καί ἐμεῖς συνιστοῦμε τήν στρατευμένη. Ἡ ἑνότητα, λοιπόν, εἶναι δεδομένη. Τό «ἵνα ὦσιν ἕν», πού εἶναι ἡ Ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Χριστοῦ, ἔχει τό νόημα, νά μᾶς καλέσει, πολύ συγκεκριμένα σέ ἑνότητα, διά τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν Του, ὄχι διά τῆς ἁπλῆς ἀποδοχῆς μιᾶς διδασκαλίας. Ἀλλά μέ τρόπο μυστηριακό, χαρισματικό, νά γίνουμε ἕνα μέ τόν Τριαδικό Θεό καί ὅλους αὐτούς τούς Ἁγίους, διά τῆς Ἐκκλησίας. Κι αὐτό θά γίνει, ὅταν τηροῦμε τίς ἐντολές καί μετέχουμε ἐνεργά καί ἀκατάκριτα στά θεουργά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικότερα στό Μυστήριο τῆς Μετανοίας, τῆς Ἐξομολογήσεως καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Ὅταν μετέχουμε ἐνεργά καί εἶναι ἐνεργό ἐν ἡμῖν τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, δέν μπορεῖ παρά νά φωτίσει καί νά συγκρατήσει αὐτούς, οἱ ὁποῖοι κινοῦνται μέ τρόπο ἀθέμιτο μέσα στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας -τό λέω ἀθέμιτο, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι δέν τηροῦνται οἱ προδιαγραφές τῶν Συνόδων, πού γνωρίζουμε-, ὥστε νά τούς φωτίσει. Καί θά τούς φωτίσει σίγουρα, γιατί ὡς Ἐπίσκοποι εἶναι εἰς τόπον καί τύπον Χριστοῦ, μόνον ἐφ’ ὅσον ἔχουν καί οἱ ἴδιοι αὐτό τό πνεῦμα τῆς μετανοίας, διότι «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν» ὁ Θεός, μᾶς διαβεβαίωσε ὁ Χριστός. Κατά συνέπεια, ζητᾶμε αὐτό τό πρᾶγμα, νά γίνει οἰκεῖο καί σ’ αὐτούς, πού θά ἐκφραστοῦν θεσμικά. Ἀλλά, ἡ προσευχή μας εἰσακούεται ἀπό τόν Θεό μόνον, ὅταν εἶναι ἔμπονη, ὅπως μᾶς ἔλεγε χαρακτηριστικά καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος. Γιά νά γίνει, ὅμως, ἔμπονη, πρέπει νά τοποθετηθοῦμε ἐμεῖς μέ ἔμπονη ἀγάπη στήν θέση αὐτῶν τῶν Ἱεραρχῶν, πού καλοῦνται νά ἐκφράσουν τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Νά εὐχηθοῦμε λοιπόν μέ πόνο, ἐπειδή οἱ ἀποφάσεις πού καλοῦνται αὐτοί νά πάρουν, θά ἀφοροῦν ὅλο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Νά εὐχόμαστε, ὅμως, καί γιά τούς ἐπερχομένους στό μέλλον Ἱεράρχες, νά εἶναι πραγματικά ἡ φωνή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά ἀναπαύουν τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Καί αὐτό δέν μπορεῖ νά γίνει, ἄν δέν βγάλουμε τά μπάζα, πού ἔχουμε μέσα μας. Καί τά μπάζα βγαίνουνε διά τῆς μετανοίας, μέ τήν αὐτοεπίγνωση δηλαδή, τήν ὁποία δίδει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, πού τό ζητᾶμε. Καί, ἐφ’ ὅσον τό ζητᾶμε ἐν ἐπιγνώσει τῆς ἀνεπάρκειάς μας καί βρεθοῦμε σ’ αὐτήν τήν διαδικασία, πού εἶπα προηγουμένως, τῆς μετανοίας, τῆς ἐξομολογήσεως καί τῆς συνειδητῆς μετοχῆς μας στό μυστήριο τῆς ζωῆς καί τῆς ἑνότητας, πού εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία, τότε θά ἔχουμε καί τόν ἀναμενόμενο καρπό.
Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ Χριστός εἶπε, πώς ὁ Ἀντίχριστος θά ἔρθει, ὅταν θά τό θελήσουν οἱ ἄνθρωποι, γιατί εἶπε: «ἐγώ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου, καί οὐ λαμβάνετέ με· ἐάν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήμψεσθε» (Ἰω. 5, 43). Αὐτό τί σημαίνει; Ὅτι δέν θά ἔρθει, ἄν δέν τόν θέλετε. Τί σχέση ἔχει αὐτό, πού λέω, στήν προκειμένη περίπτωση; Ἔχει τήν ἑξῆς σχέση: Ἄν οἱ καρδιές μας δέν θέλουν τά ἀλλότρια, ἀλλά θέλουν τήν ἁγιοπνευματική κατάθεση στήν Ἐκκλησία, αὐτές οἱ καρδιές πού τό θέλουν, θά συνεργήσουν, ὥστε ὁ Θεός νά ἀλλάξει τά πράγματα. Αὐτή τή στιγμή θεωρῶ ὅτι ὑπάρχει μιά σκοτοδίνη. Ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος μιλῶ γιά σκοτοδίνη. Γιατί ἕνας νοῦς καθαρός δέν μπορεῖ νά εἰσηγεῖται αὐτά τά πράγματα, πού διαβάζουμε σέ ὁρισμένα Κείμενα πρός συζήτηση καί ψήφιση ἀπό τή μέλλουσα Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας μας.
Θά πρέπει νά γνωρίζουμε μέ κάθε σαφήνεια, ὅτι δέν μποροῦμε νά πηγαίνουμε καλά στήν ἐν Χριστῷ ζωή μας, ὅταν σφάλλουμε σέ δογματικά ζητήματα. Τό θέμα αὐτό εἶναι δογματικό. Δέν μποροῦμε νά σφάλλουμε στό δογματικό θέμα καί νά ἔχουμε, κατά τά ἄλλα, τήν ψευδαίσθηση, ὅτι ἔχουμε ἤ ὅτι μποροῦμε νά ἔχουμε ἁγιοπνευματική ζωή. Δέν γίνονται συμβιβασμοί στά δόγματα. Τό ὀρθό δόγμα συμπυκνώνει καί προσδιορίζει τήν ἁγιοπνευματική ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἑνότητά μας λοιπόν κινδυνεύει, ὅταν πρακτικῶς δέν εἴμαστε «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι». Καί τότε εἶναι, πού ἔχουμε πρακτικῶς ἔπαρση, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ὅποια ταπεινολογία μας. Εἴμαστε ταπεινοί πραγματικά, ἀνεξάρτητα ἀπό τόν τόνο τῆς φωνῆς μας, ὅταν πραγματικῶς εἴμαστε «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι». Ὅταν, δηλαδή, ψηφίζουμε πράγματα, πού δέν εἶναι «ἑπόμενα τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», μέ ὅποια ἥπια καί γλυκιά φωνή κι ἄν λέγεται αὐτό τό πρᾶγμα, εἶναι ἕπαρση, εἶναι πνεῦμα ἀλαζονείας, εἶναι πνεῦμα τοῦ πονηροῦ καί δέν εἶναι τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτό, ἄς τό προσέξουμε, γιατί δέν ἀφορᾶ μόνον αὐτούς, πού θά ἀποφασίσουν, ἀλλά καί ἐμᾶς προσωπικά. Γιατί λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα σῶμα, πού ἔχει μέλη συνδεόμενα ὀργανικά μεταξύ τους. Ὅταν πάσχει τό ἕνα μέλος, συμπάσχουν τά ἄλλα. Δέν μποροῦμε δηλαδή ἐμεῖς δίκην μιᾶς ἐξουσιοδοτήσεως τοῦ Ἐπισκόπου μας, παραδείγματος χάριν, νά ἐκπροσωπηθοῦμε ἐκεῖ ἀδιαφορώντας γιά τό πρᾶγμα, πῶς ἔχει, πῶς πραγματώνεται. Ἄν ἔχουμε πραγματικά σχέση ἑνότητας στό μυστηριακό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἄν κυριαρχεῖ δηλαδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἄν «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστίν» ἐνεργῶς, τότε θά πονᾶμε, τότε δέν θά μποροῦμε νά κοιμηθοῦμε κάποιες ὧρες, γιατί αὐτό εἶναι πρόβλημα ἔτσι, ὅπως ἐμφανίζεται μπροστά μας.
Καί οἱ Πατέρες μας, γιατί αὐτοί εἶναι οἱ Ἐπίσκοποί μας, βρίσκονται σέ ἐξαιρετικά δύσκολη θέση. Δέν ἐξετάζω ἐγώ τίς ὅποιες προϋποθέσεις κ.τ.λ. Ἡ πραγματικότητα εἶναι αὐτή. Καί ἡ πραγματικότητα αὐτή εἶναι πολύ δύσκολη. Ἐμεῖς μποροῦμε νά ἐνισχύσουμε στό μέτρο, πού ἡ προσευχή μας θά ἀκούγεται. Καί θά ἀκούγεται ἡ προσευχή μας, ὅταν θά ἔχουμε αὐτήν τήν μαρτυρία τῆς συνειδήσεώς μας, ὅτι ἀναπαύεται ἐν ἡμῖν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Ὅταν ἔχουμε δηλαδή πνεῦμα ἡγεμονικό, πνεῦμα εὐθές ἐντός μας, ὥστε καί ἐκεῖ νά ἐκφρασθεῖ αὐτό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Τότε μόνο μποροῦμε νά ἐνεργοῦμε προσευχητικά σωστά ὑπέρ τοῦ κοινοῦ σώματος, δηλαδή μέ τρόπο θεραπευτικό.
Ὁπότε σέ τελευταῖα ἀνάλυση, γιά νά κλείσω, ἄν δέν μπορεῖ νά ἀποφευχθεῖ ἡ σύγκληση τῆς Συνόδου καί γίνει αὐτή, τελικῶς παρά ταῦτα, ἐμεῖς θά προσευχόμαστε καί θά εὐχόμαστε νά κυριαρχήσει ἡ Χάρη τῆς Ἐκκλησίας Αὐτῆς, ἡ ὁποία ἐτιμήθη μέ τό ἀνεκτίμητο αἷμα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεανθρώπου. Δέν μπορεῖ νά ἀφήσει ὁ Χριστός τήν Ἐκκλησία Του. Πρός στιγμή ὅμως, αὐτό νά τό προσέξουμε, μπορεῖ νά συμβεῖ, ἄν οἱ καρδιές μας δέν ἐκζητοῦν τόν Χριστό. Ἄν δέν ἔχουμε πόθο γι’ αὐτήν τήν ἑνότητα μαζί Του ἐμεῖς, ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἄλλοι οἱ βαπτισμένοι, πολύ περισσότερο οἱ Ἱεράρχες μας, μπορεῖ νά βρεθοῦμε σέ ἐκκλησιαστική δοκιμασία.
Ἑπομένως, μπορεῖ νά ἀποτραπεῖ ἡ ὅποια ληστρική, θά λέγαμε, καί ἄκυρη, στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀπόφαση. Βεβαίως, ἡ Ἐκκλησία δέν κινδυνεύει μέ ὅσα λέμε ἐμεῖς, οὔτε βεβαίως, μέ ὅσα λέμε, πᾶμε νά σώσουμε τήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐκείνη, πού μᾶς σώζει, ἐξαιτίας τῆς κεφαλῆς Της καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλά πρέπει νά ἀναλάβουμε καί ἐμεῖς τίς εὐθύνες μας. Μήν ποῦμε π.χ. μετά ἀπό τόσα, πού λέχθηκαν: «ἄ, ὡραῖα πράγματα εἶναι αὐτά» καί ρίξουμε πέτρα ἀναθέματος σέ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δέν διαχειρίστηκαν ἤ δέν διαχειρίζονται καλά τήν ὑπόθεση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι μέλη καί μάλιστα τετιμημένα ἱεραρχικῶς, μέσα σέ αὐτό τό Σῶμα. Πρέπει ἡ προσευχή μας νά ἀρχίζει ἀπό ἐκεῖ, ἄν θέλετε, γιατί αὐτούς ἔβαλε ὁ Χριστός ποιμένες μας. Καί γνωρίζει ὁ Χριστός, γιατί ἔβαλε αὐτούς, κατά τήν καρδία μας, νά εἶναι ἐκεῖ πού εἶναι, ὡς ποιμένες. Μποροῦμε, ὅμως, νά ἀλλάξουμε τά πράγματα, ὅπως τά ἄλλαζαν οἱ ἀληθινοί Προφῆτες, οἱ ὁποῖοι ἔμπαιναν μπροστά στήν ὀργή τοῦ Θεοῦ. Θυμηθεῖτε τόν Προφήτη Μωϋσῆ, ὁ ὁποῖος μέ τήν στάση του καί τήν προσευχή του ζητοῦσε τήν ἀλλαγή τῆς βουλῆς τοῦ Θεοῦ καί γινόταν. Ὁ ἀληθινός Προφήτης στήν Ἐκκλησία, πού στή θέση του -κατά κάποιο τρόπο- μποροῦμε νά εἴμαστε καί μεῖς, σέ κάποιο βαθμό, ἀκόμη καί ὅταν ξέρει τήν ἀρνητική ἐκδοχή μιᾶς ὑποθέσεως, κάτι, δηλαδή, πού τό εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὅτι θά γίνει, θά Τοῦ ζητήσει νά μήν γίνει. Κι ἄν Τοῦ ζητήσουμε ἐμεῖς μέ πόνο ἀγάπης γιά τούς ἄλλους, θά τό ἀναστείλει ὁ Θεός αὐτό τό πρᾶγμα, ὅπως τό ἔκανε στήν Νινευή, ὅπως τό ἔκανε ἱστορικά καί σέ ἄλλες περιπτώσεις, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ Ἁγία Γραφή.
Καί μέ αὐτό νά κλείσω, εὐχαριστώντας τούς ἀγαπητούς ἀκροατές, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τήν ὑπομονή νά μέ ἀκούσουν, γιατί ἔχω καταλάβει, ὅτι ἴσως ἔχω καταχραστεῖ τόν χρόνο σας. Ἀλλά εἶναι καί ὁ δικός μου ὁ καημός αὐτός, αὐτά πού μαθαίνω καί αὐτά πού ζῶ στόν χῶρο πού διακονῶ, νά περάσουν εὐρύτερα πρός τά ἔξω.
Καί ἐκφράζω γιά ἀκόμη μιά φορά τήν βαθειά μου εὐγνωμοσύνη καί τίς εὐχαριστίες μου: Πρῶτον στόν Τριαδικό Θεό, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔδωσε αὐτήν τήν εὐκαιρία, γιατί δέν ἦταν δική μου ἡ πρωτοβουλία. Δεύτερον, νά εὐχαριστήσω τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος στεγάζει ὅλην αὐτήν τήν δραστηριότητα καί ἐπειδή ἡ ἀγάπη του δέν κλείνεται μέσα στά γεωγραφικά ὅρια τῆς Μητροπόλεώς του καί, ὅπως πληροφοροῦμαι ἀπό τόν κόσμο, μέ τήν δορυφορική μάλιστα αὐτή σύνδεση, γίνονται ἀκουστά τά λόγια τοῦ Θεοῦ καί ἡ δική μας συμβολή, στό μέτρο τῶν δυνατοτήτων μας, ἀνά τήν ὑφήλιο. Καί χαιρόμαστε μέ τήν χαρά ἐκείνων, πού μᾶς πληροφοροῦν, ὅτι οἰκοδομοῦνται, χαίρονται καί περιμένουν νά ἀκούσουν αὐτές τίς ἐκπομπές.
Καί πάλι σᾶς εὐχαριστῶ καί σᾶς κ. Μαρκούδη, προσωπικά, γιά τόν κόπο σας, ἀλλά καί γιά τίς ἐρωτήσεις, οἱ ὁποῖες μέ προκάλεσαν καί ἐμένα, νά ἀναφερθῶ σέ πτυχές, τίς ὁποῖες δέν εἶχα σκεφθεῖ νωρίτερα, ἀλλά οἱ ὁποῖες ἤτανε πολύ σημαντικές καί θά ληφθοῦν ὑπ’ ὄψιν ἀπό τό σεβαστό καί ἀγαπητό ἀκροατήριό μας.
Δημοσιογράφος: Νομίζω, κ. Καθηγητά, ὅτι οἱ εὐχαριστίες εἶναι ἀπό τήν δική μας πλευρά πρός ἐσᾶς, γιατί πραγματικά, αὐτές τίς ὧρες πού περάσαμε μαζί καί σᾶς ἀκούγαμε, μᾶς βοηθήσατε νά προσεγγίσουμε αὐτό τό σπουδαῖο θέμα. Καί νομίζω, ὅτι ὅλα ὅσα εἴπαμε, συμπυκνώνονται στίς τελευταῖες σας φράσεις, ὅτι θά πρέπει προσευχητικά καί ἐν μετανοίᾳ νά σταθοῦμε στόν Θεό μας μπροστά, καί νά ἐνεργοποιήσουμε αὐτό τό μεγάλο ὅπλο, τό ὁποῖο πραγματικά τό ἔχουμε ξεχάσει. Γιατί, ἀναμφίσβητητα, κατά τόν λαό οἱ ἄρχοντες καί οἱ πολιτικοί καί οἱ ἐκκλησιαστικοί. Καί ἐπειδή καί ἐμεῖς εἴμαστε πολύ ἀδιάφοροι καί μακρυά ἀπό τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν, γι’ αὐτό βλέπουμε νά ἔρχονται τέτοια θέματα πρός συζήτηση καί νά ἐπηρεάζουν τήν ζωή μας καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά μᾶς δώσατε, νομίζω, τόν κανόνα, πού εἶναι καί τό μόνο ἀνίκητο ὅπλο πού ἔχουμε.
Καθηγητής: Γιά νά πῶ καί τήν τελευταία λέξη, ἐπειδή αὐτή ἡ Σύνοδος γίνεται γιά τήν ὁρατή ἔκφραση τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, πρός Θεοῦ, μήν δημιουργηθεῖ σέ κανέναν ἡ ἐντύπωση, ὅτι αὐτή ἡ ἑνότητα τώρα ἐνδεχομένως χαλκεύεται ἤ σφυρηλατεῖται, καί ὅτι εἶναι ἕνα πρᾶγμα ζητούμενο σέ ἔκδοση Προτεσταντικοῦ ἤ Δυτικοῦ τύπου. Εἶναι δεδομένη ὀντολογικῶς ἡ ἑνότητα ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό, μέ τήν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας. Σᾶς εἶπα, ἄλλωστε, τήν δοξασμένη πλευρά τῆς Ἐκκλησίας καί τήν δική μας ἔνταξη σ’ αὐτήν τήν ἑνότητα. Ἀλλά ἡ ἑνότητα αὐτή εἶναι καί σέ μᾶς ζητουμένη, ὑπό τήν ἔννοια τῆς ἐλεύθερης βιώσεώς της. Αὐτή ἡ ἐλεύθερη βίωση εἶναι ὁ ἀγώνας μας, αὐτή εἶναι ἡ κλήση μας, ὥστε νά φανερωθεῖ αὐτή ἡ ἄκτιστη δόξα, ἡ ὁποία μᾶς κάνει ἕνα πνεῦμα.
Βεβαίως, ἔχει τεράστια σημασία, ὅπως σᾶς εἶπα προηγουμένως, ἡ δογματική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, νά εἶναι ξεκάθαρη, γιατί αὐτή εἶναι τό σημεῖο ἀναφορᾶς καί νοηματοδότησης καί κρίσεως τῆς ποιότητος τῆς ἴδιας μας τῆς ζωῆς. Ἄρα, πρῶτα ἀξιολογικά εἶναι τό δόγμα καί ἡ βίωσή του. Ὅλα μποροῦνε νά μᾶς τά πάρουνε, τήν ἑνότητά μας ὅμως μέ τόν Χριστό δέν μπορεῖ νά μᾶς τήν πάρει κανένας, ἔστω κι ἄν κάνει κιμά τό σῶμα μας. Τήν ψυχή μας δέν μπορεῖ νά μᾶς τήν χωρίσει ἀπό τόν Χριστό. Κι αὐτό εἶναι δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί δέν εἶναι κατόρθωμα ἤ ἐπιτυχία ἑνός φορέα, ἔστω καί ἐκκλησιαστικοῦ, ὅπως εἶναι στήν προκειμένη περίπτωση μία συνοδική ἔκφραση. Λοιπόν δέν χρειάζεται νά ὑπάρχει αὐτός ὁ φόβος.
Δημοσιογράφος: Μ’αὐτό λοιπόν τό ἀγωνιστικό φρόνημα, μ’ αὐτήν τήν πίστη καί τήν πεποίθηση στό δόγμα μας, πού γιά μᾶς εἶναι ἡ Ὑποστατική Ἀλήθεια, ὅπως μᾶς τήν περιγράψατε, σᾶς εὐχαριστοῦμε πάρα πολύ καί ἐλπίζω νά ἔχουμε τήν εὐκαιρία νά τά ξαναποῦμε, ὄχι τόσο ἐπειδή πάλι θά ἔχουμε ἀπορίες, πού σίγουρα θά ἔχουμε, γι’ αὐτήν τήν Σύνοδο, ἀλλά κυρίως γιά νά ἀντλήσουμε πληροφορία, ἐνημέρωση καί οὐσιαστική γνώση γιά θέματα, πού ἅπτονται τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς μας. Κ. Καθηγητά, σᾶς εὐχαριστοῦμε πάρα πολύ.
Καθηγητής: Παρακαλῶ. Ὁ Θεός νά δώσει.