Φωτο: Αναστασιάδης Πασχάλης |
Του Κώστα Ζαχάρου *
Πρόσφατα, η νέα ηγεσία του υπουργείου Παιδείας ανέθεσε στον ΟΟΣΑ (Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη) να επικαιροποιήσει προηγούμενη μελέτη του 2011 και να προχωρήσει σε πρόταση για την αναθεώρηση της εκπαιδευτικής πολιτικής στην Ελλάδα. Η προσφυγή στον ΟΟΣΑ, που προβλέπεται στο μνημόνιο συνεργασίας Ελλάδας – Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι μέρος του προγράμματος ESM, θα αποτελέσει το βασικό «εργαλείο» για τις μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία.
Ο ΟΟΣΑ βασίζει τις προτάσεις του στα αποτελέσματα του προγράμματος αξιολόγησης PISA (Διεθνές Πρόγραμμα για την Αξιολόγηση των Μαθητών) που τελεί υπό την οργάνωση της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης του ΟΟΣΑ και τη συνεργασία των χωρών που συμμετέχουν στην έρευνα.
Σε προηγούμενο φύλλο της εφημερίδας σχολιάστηκε το πρόγραμμα αξιολόγησης σχολικών γνώσεων PISA. Ειδικότερα, δόθηκε έμφαση στο μέρος του προγράμματος που σχετίζεται με το λεγόμενο εγγραμματισμό στην κατανόηση κειμένου.
Το παρόν σημείωμα θα ασχοληθεί με πλευρές του προγράμματος που σχετίζονται με τα Μαθηματικά (1).
Κεντρική έννοια στο πρόγραμμα PISA είναι ο εγγραμματισμός: εγγραμματισμός στην κατανόηση κειμένου, στα Μαθηματικά και στις Φυσικές Επιστήμες.
Ο εγγραμματισμός στα Μαθηματικά ορίζεται ως «η ικανότητα του ατόμου να κατανοεί και να εντάσσει την επιστήμη των Μαθηματικών στην καθημερινότητα, να αναπτύσσει τεκμηριωμένες κρίσεις πάνω σε προβλήματα που τίθενται εμπρός του και να χρησιμοποιεί τη μαθηματική γνώση (και τις δεξιότητες που σχετίζονται με αυτή), για να αντιμετωπίζει με επιτυχία τις ανάγκες της καθημερινής ζωής του ως σκεπτόμενος, δημιουργικός και ενεργός πολίτης».
Το συγκεκριμένο πρόγραμμα επιχειρεί να εισάγει κάποιους «δείκτες» για να αξιολογήσει κατά πόσο οι χώρες που συμμετέχουν προετοιμάζουν κατάλληλα τους μαθητές στην πραγμάτευση των θεμάτων του PISA.
Η δυνατότητα (ιδεολογική ηγεμονία) του PISA να επιβάλλει τα κριτήρια που ορίζουν την ποιότητα στην εκπαίδευση, είναι από τους πλέον ισχυρούς μοχλούς για να ασκηθεί έλεγχος στον προσανατολισμό της εκπαίδευσης. Με τον τρόπο αυτό επιβάλλεται ένα περιορισμός στη συζήτηση για την εκπαίδευση, που οδηγεί σε μια επίφαση συναίνεσης και δέσμευσης στους «ορθολογικούς» στόχους του PISA.
Η διδασκαλία των μαθηματικών στο PISA αναμορφώνεται σε «μαθηματικό γραμματισμό». Το εκπαιδευτικό ενδιαφέρον εδώ δεν βρίσκεται στην ικανότητα των μαθητών να οικειοποιούνται γνώσεις και δεξιότητες που ορίζουν τα αναλυτικά προγράμματα των χωρών τους, αλλά ικανότητες για τις απαιτήσεις της «πραγματικής ζωής».
Δύο σημεία της προηγούμενης διατύπωσης θα συγκεντρώσουν το ενδιαφέρον μας: το ένα είναι η έννοια της «πραγματικής ζωής» και το άλλο ο διαφορετικός τρόπος αντιμετώπισης των Μαθηματικών.
Η επιχειρούμενη συσχέτιση των σχολικών μαθηματικών με «την πραγματική ζωή» μειώνει την αξιοπιστία αξιολόγησης της μαθηματικής γνώσης. Γιατί, σύμφωνα με κοινωνιολογικές μελέτες στην εκπαίδευση, τα πρότυπα απαντήσεων, και συνεπώς τα πρότυπα επιτυχίας, σχετίζονται με κοινωνικές παραμέτρους. Με άλλα λόγια, οι μαθητές ανάλογα με το κοινωνικό και πολιτιστικό τους υπόβαθρο, προσλαμβάνουν διαφορετικά την «πραγματικότητα» και διαφορετικά πραγματεύονται γνώσεις και δεξιότητες που είναι απαραίτητες στην καθημερινή ζωή.
Όμως και η αναπαράσταση της πραγματικότητας που επιχειρείται να ενσωματωθεί στον μαθηματικό λόγο είναι τεχνητή και ψεύτικη. Η «ματιά» των μαθηματικών του PISA επιχειρεί να αναπλαισιώσει καθημερινές πρακτικές, να προσδώσει νέες ερμηνείες και τέλος να αναδομήσει τη ζωή των ανθρώπων προσαρμόζοντάς τη στα πρότυπα των μαθηματικών.
Υπάρχει μια επίφαση διαφάνειας στα κείμενα των μαθηματικών θεμάτων, που οφείλεται στη γλωσσική διατύπωση, αλλά και τη γενικότερη μορφή του μαθηματικού κειμένου που προσιδιάζει στον δημόσιο λόγο.
Για την κατασκευή των μαθηματικών του PISA, εκπαιδευτικοί παράγοντες στον ΟΟΣΑ συλλέγουν, επανασυναρμολογούν και μεταφέρουν στοιχεία από τον λόγο που χρησιμοποιεί η επιστήμη των Μαθηματικών και τα ενσωματώνουν σε ένα νέο πεδίο αναφοράς, αυτό του δημόσιου λόγου.
Για παράδειγμα, προβλήματα με εμπορικές συναλλαγές, διαγράμματα που απεικονίζουν ποσοτικά δεδομένα κ.ά., παρουσιάζουν τα Μαθηματικά σαν μια εκ των προτέρων συνθήκη για τη βέλτιστη συμμετοχή στο δημόσιο πεδίο της «πραγματικής ζωής». Με τον τρόπο αυτό κατασκευάζεται ο μύθος της συμμετοχής στην πραγματική ζωή.
Στη συνέχεια, σε μια αντίστροφη πορεία, το προϊόν της αναδόμησης προβάλλει για να υπογραμμιστεί η σπουδαιότητα των Μαθηματικών. Έτσι, δημιουργείται μια εικονική πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία όλα μπορεί να μαθηματικοποιηθούν.
Έχει διαπιστωθεί ότι τα σχολικά βιβλία των Μαθηματικών και η διδασκαλία τους στο ελληνικό σχολείο δεν είναι συμβατά με την τυπολογία του εν λόγου διαγωνισμού. Οι μαθητές δεν είναι εξοικειωμένοι με το στυλ των ερωτήσεων που απαιτεί ο διαγωνισμός, επιστημονικές έννοιες που εμπεριέχονται στα θέματα των Μαθηματικών δεν αποτελούν αντικείμενα πραγμάτευσης σε όλες τις χώρες που συμμετέχουν στο PISA και συχνά τα πλαίσια της «καθημερινής ζωής», εντός των οποίων επιχειρείται να τοποθετηθούν τα θέματα των Μαθηματικών, δεν είναι οικεία σ’ όλους τους μαθητές. Οι προηγούμενες ασυμβατότητες, που ο σημερινός ηγεμονικός λόγος τις θεωρεί ως «ελλείψεις», οδηγούν σε αποτυχία και τη σχετική συζήτηση σ’ έναν αυτοαναφορικό φαύλο κύκλο.
Όμως, η εμπειρία από τις σπουδές Ελλήνων μαθητών και φοιτητών σε εκπαιδευτικές «μητροπόλεις», δείχνει ένα υψηλό επίπεδο γνώσεων στα Μαθηματικά.
Συμπερασματικά, το κλειδί για να κατανοήσουμε τη λογική που επιχειρείται να επιβληθεί μέσω του PISA πρέπει να το αναζητήσουμε στις επικρατούσες πολιτισμικές όψεις της πολιτικής και της οικονομίας.
Όμως η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, αν και θήτευσε σε θεωρίες που αναδείκνυαν τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του σύγχρονου κράτους, σήμερα εναποθέτει το εκπαιδευτικό μέλλον της χώρας στον «ορθολογισμό» και την «αντικειμενική» ματιά του ΟΟΣΑ και του PISA.
* Ο Κώστας Ζαχάρος είναι πανεπιστημιακός
(1) Αναλυτικές πληροφορίες για το πρόγραμμα PISA στη διεύθυνση: http://www.iep.edu.gr/pisa/
http://www.e-dromos.gr