Η συζήτηση για την ανάκαμψη και την ανάπτυξη της οικονομίας είναι κυρίαρχη αυτόν τον καιρό εν όψει και του πακτωλού των πόρων που αναμένεται να διατεθούν στη χώρα μας από την Ευρωπαϊκη Ένωση για μια ακόμη φορά με τους ίδιους σχεδόν όπως και στο παρελθόν αναπτυξιακούς στόχους που δεν ικανοποιήθηκαν.
Του Νίκου Ηλιάδη *
Επιπλέον παράμετρος τη φορά αυτή είναι ότι η οικονομία αναγκαστικά ήταν για κάποιο διάστημα και είναι , σε «Μεγάλη Παύση» , για να αντιμετωπίσει την πανδημία του κοροναϊού. Ως αποτέλεσμα τα φορολογικά έσοδα θα είναι σημαντικά χαμηλότερα και οι δαπάνες σημαντικά υψηλότερες. Ο στόχος πολλών από αυτές τις δαπάνες σε όλες τις χώρες είναι να αποτραπεί η μόνιμη οικονομική ζημία που θα προκαλούνταν και που διαφορετικά θα ήταν ένα κύμα πτώχευσης και μαζικής ανεργίας.
Σημαντικό πλεονέκτημα την κακή αυτή περίοδο αποτελεί το γενικό ιδιαίτερα ευνοϊκό κλίμα που επικρατεί για τα επιτόκια δανεισμού και που είναι ιδιαίτερα χαμηλά.
Όπως αναφέρεται στον τύπο, τα ευρωπαϊκά κονδύλια θα αξιοποιηθούν για τον δραστικό μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της χώρας μας. Επίσης ότι η μετάβαση στην οικονομία της γνώσης και την ψηφιακή εποχή θα πρέπει να είναι βασική κατεύθυνση προς υλοποίηση .
Απαιτείται συνεπώς μια επαναστατική αναδιοργάνωση, και ανακατασκευή του παραδοσιακού συστήματος της παραγωγικής διαδικασίας με την ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών, που επιπλέον εξελίσσονται ραγδαία και όχι σε ένα σημείο του σημερινού κόσμου . Και βεβαίως ριζική αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος που είναι προσανατολισμένο στο παρελθόν και πρέπει να επαναπροσανατολισθεί προς το μέλλον και την εφαρμογή στην πράξη των σύγχρονων τεχνολογιών
Αναρωτιέται κανείς πού θα διδαχθούν αυτά που απαιτούνται και από ποιους για αυτή τη μετάβαση , και σε ποιο επίπεδο, αφού κανονικά πρέπει να αφορά η μετάβαση αυτή όλα τα επαγγέλματα , και όταν η μεγάλη πλειοψηφία των εκπαιδευτών στη χώρα μας και γενικότερα το εκπαιδευτικό σύστημα είναι προσανατολισμένο στην παράδοση , τη θεωρητηκολογία, μακριά από τις ανάγκες της σύγχρονης ζωής και της σημερινής πραγματικότητας.
Η πράσινη ανάπτυξη αποτελεί ένα σημαντικό παράδειγμα της αντικατάστασης των ενεργειακών μονάδων με τεχνολογία ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που δεν ρυπαίνουν με άνθρακα στην ατμόσφαιρα , μια αλλαγή που θα κινήσει και την οικονομία. Πρόβλημα αποτελεί ότι θα αδρανοποιηθούν τεράστια κεφάλαια που έχουν επενδυθεί στις παραγωγικές μονάδες με την ξεπερασμένη πλέον τεχνολογία , πλην όμως η συτήρηση της παραδοασικής λειτουργίας τους και η προσπάθεια συντήρησης στη ζωή παραγωγικών μονάδων που λειτουργούν με παλιές τεχνολογίες και που χρησιμοποιούν τον άνθρακα για ενέργεια είναι τρομακτικά ασύμφορη .
Η τεχνολογική και κατά προέκταση η κοινωνική αλλαγή, δημιουργεί αυξανόμενες δυσκολίες στα άτομα και τους οργανισμούς να την παρακολουθήσουν και να την αντιμετωπίσουν.
Απαιτείται αντί διαχείριση της ύφεσης ανάπτυξη, αντί επιδόματα φτώχειας εισοδήματα, και αντί ανεργία απασχόληση. Απαιτείται πολυδιάστατη παραγωγική και ιδίως τεχνολογική αναδιάρθρωση που θα δημιουργήσει νέες υψηλού επιπέδου θέσεις εργασίας , με την εκπαίδευση και ενσωμάτωση του ανθρώπινου δυναμικού στην παραγωγή με τη χρήση των νέων τεχνολογιών . Αυτό απαιτεί και ριζικό επανα-προσανατολισμό της εκπαίδευσης σε σύγχρονες κατευθύνσεις .
Για να μπορεί να λειτουργήσει η κοινωνία μας στο Δυτικό πλαίσιο της ελεύθερης οικονομίας στο οποίο αποφασίσαμε να ενταχθούμε , απαιτείται κατάλληλη βασική εκπαίδευση των πολιτών στο πλαίσιο της γενικής εκπαίδευσης για όλους. Ο μέσος πολίτης θα πρέπει να εκπαιδευθεί στο πως λειτουργεί η κοινωνία στο πλαίσιο της ελεύθερης ανταγωνιστικής οικονομίας Δυτικού τύπου. Δεν μπορεί να αφήνεται να διαμορφώνεται και να λειτουργεί τυχαία και περιστασιακά.
Ο κοινός πολίτης στον Δυτικό κόσμο είτε εργάζεται στην παραγωγή ή στις υπηρεσίες, είτε είναι καταναλωτής που επιλέγει μεταξύ πολλών εναλλακτικών λύσεων με βάση ένα σύνολο κριτηρίων ( κόστος, ποιότητα, διάρκεια ζωής, κόστος συντήρησης , απόδοση κλπ.) , έχει ελεύθερο χρόνο που πρέπει να επιλέξει πως να τον αξιοποιήσει , είναι πολίτης που πρέπει να πάρει αποφάσεις για μια σειρά κρίσιμων θεμάτων κλπ.
Σε όλες τις περιπτώσεις χρειάζεται βασικές γνώσεις σχετικά με ένα σύνολο τεχνολογικών, οικονομικών κλπ. κριτηρίων. Σε κείμενο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρεται ότι χωρίς κατάλληλη εκπαίδευση ο μέσος πολίτης θα είναι ξένος στην κοινωνία που ζει , και απλά θα ακολουθεί χωρίς κριτική ικανότητα αποφάσεις άλλων, με αποτέλεσμα και την γενικότερη υποβάθμιση . Ο σύγχρονος αναλφάβητος θα είναι ο τεχνολογικά αναλφάβητος που δεν θα μπορεί να λειτουργήσει στο πλαίσιο της σύγχρονης πολύπλοκης τεχνολογικής κοινωνίας και να πάρει ορθολογικές αποφάσεις .
Στη χώρα μας για την εξυπηρέτηση του στόχου αυτού έχει εισαχθεί ο θεσμός της τεχνολογικής εκπαίδευσης στο πλαίσιο της γενικής εκπαίδευσης , με τη μεταφορά από τον Νίκο Ηλιάδη του Maryland Plan και την εισαγωγή του στο εκπαιδευτικό σύστημα ως μάθημα τεχνολογίας , που διδάσκεται σήμερα στις Α, Β και Γ γυμνασίου ( από το έτος 1994 σε όλα τα σχολεία της χώρας ). Κανονικά σύμφωνα με τον διεθνή οργανισμό για την τεχνολογική εκπαίδευση που εκσυγχρονίζει πλην άλλων κάθε τόσο και τις ανάλογες εκπαιδευτικές προδιαγραφές ( www.iteea.org ) τεχνολογική εκπαίδευση θα έπρεπε να διδάσκεται από τη νηπιακή ηλικία , και σε όλο το Δημοτικό και το Γυμνάσιο ( 12 τάξεις ), με κατάλληλη εκπαίδευση καθηγητών από ειδικές σχολές σε πανεπιστημιακό επίπεδο. Παρά την ίδρυση πλήθους πανεπιστημιακών σχολών που οδηγούν «στο πουθενά», δεν έχει ιδρυθεί καμιά πανεπιστημιακή σχολή αυτού του είδους και ιδιαίτερης σημασίας, κατά τα πρότυπα του εξωτερικού. { Ούτε βεβαίως πανεπιστημιακή σχολή για τον θεσμό της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης η σπουδαιότητα της οποίας θεωρητικά αναγνωρίζεται από όλους, αλλά δεν γίνονται για δεκαετίες ενέργειες εκσυγχρονισμού της κατά τα Δυτικά πρότυπα .}
Τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα , παρά το ότι είναι σημαντικά σχετικά με την ανάπτυξη του αντικειμένου , ( 500.000 μαθητές κάθε χρόνο εμπλέκονται από το 1994 στις δραστηριότητες του Maryland Plan ) , δεν έχει αποδώσει αυτά που απαιτούνται, ενώ ο θεσμός δεν έχει τύχει της ανάλογης φροντίδας από την πολιτεία , και σχεδόν είναι αποκλειστική προσπάθεια ενός πολύ μικρού κύκλου στελεχών της εκπαίδευσης που κατάφεραν να το αναπτύξουν στο βαθμό που αναπτύχθηκε, και σε αντίθεση με τις καθιερωμένες για χρόνια και κυρίαρχες τάσεις στην εκπαίδευση που συντηρούν το παρελθόν , κάτι που πλέον δημιουργεί τεράστιες οικονομικές επιβαρύνσεις και αντιστάσεις στον εκσυγχρονισμό της .
Βασική παράμετρος για την ανάπτυξη του θεσμού είναι αρχικά η ίδρυση μιας τουλάχιστον πανεπιστημιακής σχολής που θα εκπαιδεύει εκπαιδευτές για την τεχνολογική εκπαίδευση για όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες , και «από κάτω» ,από το Δημοτικό σχολείο και την νηπιακή εκπαίδευση , οι οποίοι βεβαίως θα μπορούν να απασχοληθούν και στην αγορά εργασίας. Άλλωστε για κάθε διδασκόμενο μάθημα στα σχολεία υπάρχουν δεκάδες πανεπιστημιακές σχολές που υποστηρίζουν τα εκπαιδευτικά αυτά αντικείμενα εκπαιδεύοντας και τους διδάσκοντες , ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι πολυάριθμοι απόφοιτοι των σχολών αυτών το πιθανότερο είναι ότι δεν απασχοληθούν στην εκπαίδευση.
Η σημερινή πρακτική δουλειά και ο υψηλού επιπέδου χώρος της παραγωγής και της εργασίας για να είναι ανταγωνιστικός, απαιτεί υψηλού επιπέδου γνώσεις και ικανότητες και συνδυασμό πρακτικών και νοητικών ικανοτήτων. Απαιτείται η χρήση νέων τεχνολογιών για την κατασκευή και αξιοποίηση αυτοματισμών ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ . Αυτές είναι οι ικανότητες που λείπουν σήμερα από την αγορά εργασίας, ιδιαίτερα την Ελληνική , και κυρίως από την εκπαίδευση που δεν τις αναπτύσσει .
Στον Δυτικό κόσμο τεχνολογική εκπαίδευση με την έννοια της ενσωμάτωσης και αξιοποίησης αυτοματισμών στην πράξη για την κατασκευή προϊόντων και την προσφορά υπηρεσιών , προσφέρεται από την νηπιακή ηλικία. Στη χώρα μας δεν συμπεριλαμβάνεται καθόλου στο Δημοτικό σχολείο .
Ο ισχυρός «θήλακας» που έχει δημιουργηθεί στο Ελληνικό σχολείο για την τεχνολογική εκπάιδευση που είναι υποχρεωτικό πλέον να αναπτυχθεί ως όρος επιβίωσης , θα πρέπει να αξιοποιηθεί και να διευρυνθεί περαιτέρω όπως αναλύεται σε διάφορες εκπαιδευτικές και μη ιστοσελίδες , μαζί με κάποια στοιχεία που συνδέονται με την εισαγωγή του αντικειμένου στο Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
• Νίκος Ηλιάδης, Πολ/κός Μηχ/κός Ε.Μ.Π. , M.Sc. ( Structural Engineering , Concordia University Montreal Canada ) , Ph.D. ( University of Maryland USA, -Technology and Vocational Education ), τ.Ειδ.Γραμματέας του ΥΠΕΠΘ ,τ. εκπρόσωπος των Υπουργείων Παιδείας και Πολιτισμού στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στις Βρυξέλλες ( Μ.Ε.Α. ) τ. Διοικητής ΠΓΝ «ΑΤΤΙΚΟΝ , τ. μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Παιδαγωγικών Ινστιτούτων της Ευρώπης (http://www.cidree.org/), τ. εκπρόσωπος της Κυβέρνησης στο Δ.Σ. του CEDEFOP (https://www.cedefop.europa.eu/ )του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση , Επίτιμος Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.