2. Η επιστολή – απάντηση του κ. Γραβρόγλου:

Αγαπητέ κ.Αρβανιτόπουλε,

Έλαβα την επιστολή σας με την οποία μου ανακοινώνετε ότι δεν θα δεχτείτε την πρόσκληση της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής να συμμετέχετε σε μία συζήτηση για το σύνολο των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Εκπαίδευση σήμερα.

Κρίμα.

Ο Διάλογος μόνον προσχηματικός δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μιας και το Υπουργείο θέλει πρώτα να καταγράψει σκέψεις και προτάσεις πριν καταλήξει στις όποιες ρυθμίσεις.

Η παρουσία σας θα ήταν πολύτιμη, καθώς οι εμπειρίες σας ως Υπουργός Παιδείας θα μπορούσαν να συμβάλουν δημιουργικά στη διαμόρφωση ενός σύγχρονου εκπαιδευτικού πλαισίου στις παρούσες συνθήκες της παρατεταμένης κρίσης

Πολλοί βουλευτές, μαζί και εγώ, πιστεύουμε ότι οι συζητήσεις για την βαθύτερη κατανόηση των προβλημάτων της εκπαίδευσης και η κριτική αποτίμηση όσων έχουν υλοποιηθεί, ενισχύουν τους δημοκρατικούς θεσμούς της κοινωνίας μας. Αρνούμενοι τον διάλογο, αρνούμαστε, ταυτοχρόνως, και την αναζήτηση νέων λύσεων.

Ελπίζω πως η άρνησή σας να συμμετάσχετε στην συζήτηση στην Βουλή είναι συγκυριακή και πως θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε τα τόσο σοβαρά προβλήματα της εκπαίδευσης σε άλλη ευκαιρία.

Με εκτίμηση,

Καθηγητής Κώστας Γαβρόγλου

Πρόεδρος της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής

3. Η ανοιχτή επιστολή του προέδρου της ΟΙΕΛΕ, Μιχάλη Κουρουτού, προς τα μέλη της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής:

Πληροφορήθηκα έκπληκτος από τα ΜΜΕ για την άρνηση του πρώην Υπουργού Παιδείας κ. Αρβανιτόπουλου να συμμετάσχει στο Εθνικό Διάλογο της Βουλής μετά από πρόσκληση του Προέδρου της Επιτροπής Μορφωτικών Yποθέσεων Καθηγητή κ. Γαβρόγλου και, κυρίως, για τα επιχειρήματα που έθεσε,ώστε να μην προσέλθει στο διάλογο αυτό.

Ο κ. Αρβανιτόπουλος (αν ερμηνεύω ορθά τη δήλωσή του) παραπονείται, επειδή οι αποφάσεις της σημερινής κυβέρνησης καταστρατηγούν «έναν πολυετή διάλογο» και επειδή αποδομείται μια μεταρρύθμιση «πριν προλάβει να λειτουργήσει και να κριθεί».

Αναρωτιέμαι τόσο εγώ όσο και οι χιλιάδες των ανθρώπων της εκπαίδευσης:

Ο άνθρωπος που επικαλείται τη διαδικασία του διαλόγου, μετά από ποιο διάλογο και με ποιους αποφάσισε:

  • Τη δραματική συρρίκνωση της δημόσιας εκπαίδευσης με συγχωνεύσεις, απολύσεις και διαθεσιμότητες εκπαιδευτικών
  • Την εν μία νυκτί κατάργηση των περισσότερων από τις πιο σημαντικές, δημοφιλείς και αναβαθμισμένες με επαγγελματικά προσόντα ειδικότητες με άμεση ανταπόκριση στην αγορά εργασίας («Αισθητικής Τέχνης», «Κομμωτικής Τέχνης» , «Βοηθών Νοσηλευτών», «Βοηθών Γενικής Νοσηλείας», «Βοηθών Φαρμακείων», «Βοηθών Βρεφονηπιοκόμων» του Τομέα Υγείας και Πρόνοιας, «Βοηθών Νοσηλευτών» του Τομέα Υγείας και Πρόνοιας, «Βοηθών Γενικής Βρεφονηπιοκομίας») από τη δημόσια εκπαίδευση χαρίζοντάς τις σε επιχειρηματικούς ομίλους, παράρτημα των οποίων ανερυθρίαστα εγκαινίαζε την ημέρα που καταργούσε τις ειδικότητες αυτές;
  • Την έκδοση της ΚΥΑ της ντροπής που αφαιρούσε την κρατική εποπτεία από τις εξετάσεις σε φορείς παροχής πιστοποίησης γνώσης Η/Υ, με αποτέλεσμα ο χώρος αυτός να καταστεί προνομιακό πεδίο ανομίας και διαφθοράς;
  • Τη μεταφορά των ιδιωτικών εκπαιδευτικών στο Υπουργείο Εργασίας και την ασύδοτη λειτουργία των παρόχων ιδιωτικής εκπαίδευσης;
  • Την κατάργηση της Διεύθυνσης ιδιωτικής Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας; (μήπως επειδή η υπηρεσία αυτή, επικαλούμενη το Σύνταγμα και την εκπαιδευτική νομοθεσία, εξέφραζε τεκμηριωμένες αντιρρήσεις στην απροκάλυπτη εκχώρηση του δημόσιου αγαθού της εκπαίδευσης σε επιχειρηματικά συμφέροντα;)
  • Την τοποθέτηση, στο σκληρό πυρήνα των συνεργατών του στο Υπουργείο Παιδείας, ανθρώπων που έχουν απασχολήσει τα ΜΜΕ και τη δικαιοσύνη με τις πρακτικές τους (ποιος ξεχνά τον «σκιώδη Υπουργό», πρωταθλητή των ΜΚΟ, ή το σκάνδαλο με τον Οίκο Ναύτου;)

Γίνεται φανερό και στον πλέον αδαή ποιοι επωφελούνταν από τις χωρίς κανένα διάλογο πρακτικές του κ. Αρβανιτόπουλου (όλες σχεδόν τις νομοθετικές πρωτοβουλίες του τις μαθαίναμε από δημοσιογράφους, όταν πλέον είχαν κατατεθεί στη Βουλή):

  • Από την κατάργηση 50 και πλέον ειδικοτήτων από τη δημόσια τεχνική εκπαίδευση και τη μεταφορά τους σε επιχειρηματικούς ομίλους, επιχειρηματίες κέρδισαν δεκάδες εκατομμύρια ευρώ, ενώ το ποσοστό της συμμετοχής της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στην τεχνική εκπαίδευση εκτοξεύθηκε από το 0,7 στο 15%.
  • Από τη δυνατότητα ελεύθερων απολύσεων και τη δραστική μείωση του εργασιακού κόστους και του ποσού αποζημίωσης οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών σχολείων κέρδισαν περίπου 11 εκ. ευρώ ετησίως (την ώρα που τα κρατικά ταμεία χάνουν κάθε χρόνο πάνω από 7 εκ. ευρώ).
  • Από την αύξηση του διώρου στο ωράριο των εκπαιδευτικών (φυσικά χωρίς πληρωμή) οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών σχολείων κέρδισαν πάνω από 10 εκατομμύρια ευρώ.
  • Από την πλήρη απόσυρση του κρατικού ελέγχου στις ιδιωτικές δομές πιστοποίησης προσόντων, ξεκίνησε ένα άνευ προηγουμένου πάρτι δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ.

Ο κ. Αρβανιτόπουλος ήταν Υπουργός Παιδείας προερχόμενος από το χώρο της εκπαίδευσης. Θα περίμενε κανείς να προστατεύσει το δημόσιο και κοινωνικό αγαθό της Παιδείας και μαζί μ’ αυτό εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές και σπουδαστές που προέρχονται από τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Αντιθέτως, οι βασικές του πολιτικές επιλογές είχαν ως αποκλειστικό στόχο την ενίσχυση ασύδοτων συμφερόντων στο χώρο της εκπαίδευσης και την τακτοποίηση «φίλων» και «κολλητών».

Αποτελεί θράσος ο εν λόγω να μιλά για «προσχηματικό διάλογο».

Αποτελεί θράσος ο εν λόγω να επαίρεται για «συνολική μεταρρύθμιση» και για «αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης, την ώρα που αποδείχθηκε ο πρωταθλητής της απορρύθμισης και ο προστάτης-άγγελος των επιχειρηματιών που εποφθαλμιούσαν το φιλέτο της δημόσιας Παιδείας.

Τελικά, ίσως και να μην αποτελεί τόσο μεγάλη έκπληξη η άρνηση του κ. Αρβανιτόπουλου να συμμετέχει σε διάλογο. Πρώτον, δεν έχει μάθει (και δεν επιθυμεί) να τον διεξάγει. Και δεύτερον (και θλιβερότερον), δεν έχει να πει απολύτως τίποτα για τη δημόσια Παιδεία την οποία επιχείρησε να εξολοθρεύσει επί των ημερών του.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΟΙΕΛΕ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΥΡΟΥΤΟΣ