ΑΘΡΟΓΡΑΦΟΣ: Κώστας Διαμαντής*
Στη χθεσινή συνεδρίαση της ελληνικής Βουλής παίχτηκε η «δεύτερη πράξη» της ελληνικής τραγωδίας, μετά τη σύναψη μιας ακόμη επαίσχυντης συμφωνίας (της 12ης Ιουλίου) μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και των (κατ’ ευφημισμόν) Ευρωπαίων «εταίρων».
Η επιβολή (απ’ τους «εταίρους») μιας ακόμη «κατεπείγουσας» διαδικασίας… συζήτησης και ψήφισης των λεγόμενων «προαπαιτούμενων μέτρων» από το ελληνικό Κοινοβούλιο, χωρίς τη δυνατότητα ουσιαστικής συζήτησης και διαλόγου μεταξύ των βουλευτών, δίνει το «στίγμα» έναρξης ενός νέου κύκλου αντισυνταγματικής και αντιδημοκρατικής εκτροπής στη χώρα μας.
Η ομολογία κυβερνητικών υπουργών ότι η εισαγωγή προς ψήφιση του εν λόγω νομοσχεδίου δεν ήταν οικειοθελής, αλλά αποτελούσε προϊόν «πραξικοπήματος» και «εκβιασμών» συνιστά ανοιχτή παραδοχή ότι ο τρόπος λειτουργίας του ελληνικού Κοινοβουλίου υπαγορεύεται από τον «ξένο παράγοντα» και ότι το ελληνικό Σύνταγμα και η δημοκρατία (στην αστική-αντιπροσωπευτική της, έστω, εκδοχή) τελεί υπό αναστολή!
Ενδεικτικά, επίσης, του βαθμού εκτροπής είναι και όσα ανέφερε στην ομιλία της η πρόεδρος της Βουλής, η οποία επισήμανε πως η αποδοχή όσων έγιναν χθες και πιθανή υπερψήφιση των «προαπαιτούμενων» ανοίγει το δρόμο για πολλές ακόμη πράξεις αντιθεσμικής και αντισυνταγματικής εκτροπής αλλά και για την αποδοχή και άλλων εκβιαστικών τελεσιγράφων στο μέλλον.
Αρκετά αποκαλυπτικά είναι όμως και τα υποκριτικά ρητορικά ερωτήματα που απηύθυναν προς την κυβέρνηση («εξηγήστε μας, ποιο είναι, άραγε το πραξικόπημα;») «κορυφαία» στελέχη της αντιπολίτευσης, με τα οποία επιχειρούσαν να «διασκεδάσουν» την εικόνα ευτελισμού και διαδικασιών εξπρές που ακολουθούσε το ελληνικό Κοινοβούλιο.
Αναφορικά, τώρα, με την ουσία όσων ψηφίστηκαν, αποκαλυπτικός είναι ο αγνωστικισμός και η ανημποριά που παρουσίαζε ο αρμόδιος υπουργός οικονομίας να υποστηρίξει την ορθότητα του νομοσχεδίου που ο ίδιος εισηγούνταν, όπως και η ρητή παραδοχή του πρωθυπουργού ότι πολλά από τα μέτρα που οδεύουν προς ψήφιση δεν είναι υλοποιήσιμα (…)
Γενικά, η χθεσινή εικόνα που παρουσίαζε η κυβέρνηση προκαλούσε θλίψη. Η αιτιολόγηση που ψέλλιζαν κυβερνητικά στελέχη για την ανάγκη υπερψήφισης των εν λόγω «προαπαιτούμενων μέτρων» ήταν σχεδόν «ταυτολογική». Αρκούνταν δηλ. σε μια μονότονη επανάληψη του ίδιου «σχήματος» : ότι η υπερψήφισή τους ήταν αναγκαία «για να σωθεί η χώρα από τη χρεοκοπία και την καταστροφή»!
Μια τέτοια αιτιολόγηση, πέρα από το ότι παρουσιάζει κενά, δημιουργεί αρνητικούς συνειρμούς, αφού επιτρέπει την πολιτική ταύτιση (τουλάχιστον, σε ό,τι αφορά το λεκτικό σκέλος της αιτιολόγησης), με ανάλογες αιτιάσεις που ακούγαμε από τα λοιπά κόμματα του μνημονιακού μπλοκ στο πρόσφατο κιόλας παρελθόν.
Επιπρόσθετα, αν εξαιρέσει κανείς κάποιες πιο συγκεκριμένες (πλην όμως «ρετρό») αναφορές περί «κινδύνου κατάρρευσης των τραπεζών, κουρέματος των τραπεζικών καταθέσεων και άτακτης χρεοκοπίας και καταστροφής της χώρας» (οι οποίες ηχούν, περισσότερο, σαν «βιβλικές αναφορές» ή σαν ανερμάτιστες προφητείες νεο-χριστιανών μαρτύρων), η κυβέρνηση δεν μάς είπε τίποτε απτό σχετικά με το πώς συνδέεται μια τέτοια «βιβλική καταστροφή» με τη μη ψήφιση ενός ακόμη Μνημονίου, καθώς και ποιο σχέδιο φρόντισε να εκπονήσει η ίδια, προκειμένου να μην υποκύψει στο διαφαινόμενο εκβιασμό των Ευρωπαίων «εταίρων» και φτάσουμε σε αυτό το σημείο καταστροφής.
Εύλογα, λοιπόν, ανακύπτουν ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα, σχετικά με τους χειρισμούς της κυβέρνησης, όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, όπως :
1. Πού «σκόνταψε» ένα τέτοιο εναλλακτικό σχέδιο, και γιατί (λίγες μόνο ώρες μετά) το ηχηρό «ΟΧΙ» του δημοψηφίσματος έσπευσε ο πρωθυπουργός να το μετατρέψει σε «ΝΑΙ», αντιστρέφοντας το 62% που έλεγε «ΟΧΙ στα Μνημόνια και στη λιτότητα» με το 38% που αποδεχόταν «οπωσδήποτε παραμονή στο ευρώ με οποιοδήποτε τίμημα», δηλ. με την αποδοχή ενός ακόμη Μνημονίου;
2. Γιατί φρόντισε η κυβέρνηση να «αναστήσει» τις «πεθαμένες» μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις, να τις καταστήσει ισότιμο συνομιλητή της (ενώ είχαν συντριβεί στο δημοψήφισμα) και, μάλιστα, εναρμονιζόμενη με το προ πολλού χρεοκοπημένο σχέδιό τους «για την ανάγκη επίτευξης οποιασδήποτε συμφωνίας»;
3. Γιατί, μετά το πρώτο «ναυάγιο» των διαπραγματεύσεων στις Βρυξέλλες (το επόμενο Σαββατοκύριακο του δημοψηφίσματος) και τις εκβιαστικές απαιτήσεις των «εταίρων», δεν απευθύνθηκε και πάλι ο πρωθυπουργός στο λαό (όπως είχε υποχρέωση να κάνει, με βάση το αποτέλεσμα ενός δεσμευτικού δημοψηφίσματος), προκειμένου να τον ενημερώσει ανοιχτά και σταράτα, σχετικά με το τι ακριβώς του ζητάνε και με ποιους τρόπους τον εκβιάζουν, ζητώντας ταυτόχρονα ενεργητική στήριξη για μια διαφορετική πορεία της χώρας;
4. Αποτελεί «απώλεια χρόνου» η ανοιχτή απεύθυνση και ενημέρωση του λαού, ενώ συνιστά «υπεύθυνη στάση» ο εμπαιγμός του, η ακύρωση αμεσο-δημοκρατικών διαδικασιών (όπως το δημοψήφισμα) και η άτακτη υποχώρηση σε χυδαίες απαιτήσεις παράδοσης της χώρας μας;
5. Ποιους θα έθιγε, άραγε, μια τέτοια διαδικασία καθυστέρησης; Μήπως το Ευρωπαϊκό κεφάλαιο και τους απανταχού «αεριτζήδες» του που μας έχουν δανείσει με «αέρα κοπανιστό» (μέσα από αλλεπάλληλες δόσεις «μόχλευσης») και οι οποίοι «δεν κρατιόνταν» να «βάλλουν στο χέρι» την εναπομείνουσα ελληνική δημόσια περιουσία μια ώρα αρχύτερα;
6. Γιατί ακόμη και τώρα κορυφαία στελέχη εντός της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούν να μιλούν και να λένε ότι «υπήρχε και συνεχίζει να υπάρχει εναλλακτική δυνατότητα χρηματοδότησης και πορείας της χώρας», αναφέροντας, μάλιστα, και συγκεκριμένο ποσό δις ευρώ, ως συναλλαγματικό απόθεμα ή εγγύηση; Να υποθέσουμε πως όλοι αυτοί διακατέχονται από κάποια ιδεοληπτική εμμονή ή φαντασιώνονται πράγματα που δεν υπάρχουν;
7. Γιατί πρέπει να πανηγυρίζουμε που θ’ ανακεφαλαιοποιήσουμε και πάλι τις τράπεζες με εγγυήσεις νέα δάνεια του ελληνικού λαού ή με χρήματα από το ξεπούλημα δημόσιων υποδομών και περιουσιακών στοιχείων και, έτσι, «θα διασωθούν οι καταθέσεις»;
8. Τις τράπεζες τις έχουμε «όλοι μαζί» ή να υποθέσω ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει να προχωρήσει στην κρατικοποίησή τους, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης, ώστε να μπορεί να εγγυάται στο διηνεκές τις καταθέσεις των πολιτών και ν’ αποκλείσει το ενδεχόμενο νέου κλεισίματός τους στο μέλλον; Αλήθεια, γιατί θα κουρεύονταν οι καταθέσεις του κόσμου, αφού οι τράπεζες έχουν λάβει ένα «σκασμό» δις ευρώ εγγυήσεων ή ρευστού μέσω των προηγούμενων Μνημονίων; Μήπως, τελικά, τα Μνημόνια δεν τις κατέστησαν και τόσο «εύρωστες» και «θωρακισμένες», όσο λέγονταν;
9. Πώς προτίθεται η κυβέρνηση ν’ αξιοποιήσει το αρχικό πόρισμα της «Επιτροπής Αλήθειας» της ελληνικής Βουλής για το δημόσιο μνημονιακό χρέος των προηγούμενων ετών, μετά την υπογραφή και αποδοχή από την ίδια ενός ακόμη μνημονιακού δανείου, ώστε να μπορέσει να πετύχει μεγάλη διαγραφή ενός υπέρογκου και παράνομου δημόσιου χρέους;
10. Τι προτίθεται να κάνει η κυβέρνηση στο εξής με την «Εξεταστική Επιτροπή για τη διερεύνηση των συνθηκών και ευθυνών που οδήγησαν στην υπαγωγή της Ελλάδας στο καθεστώς των μνημονίων και της επιτήρησης», η οποία συνεχίζει το έργο της; Θα μπορέσει να ολοκληρώσει το έργο της η εν λόγω Επιτροπή, μετά την «έμπρακτη» πολιτική νομιμοποίηση των πολιτικών κομμάτων που αποδέχτηκαν Μνημόνια, και μάλιστα από την πλευρά μιας κυβέρνησης της Αριστεράς;
Τα προηγούμενα αναπάντητα ερωτήματα, τα οποία «στοιχειώνουν» την πολιτική επιλογή της κυβέρνησης για την ψήφιση ενός ακόμη επαίσχυντου Μνημονίου, σύντομα θ’ αποδειχτούν «πολιτική θηλιά» στο λαιμό της. Γιατί σταδιακά θα είναι αντιμέτωπη με την υλοποίηση ενός Μνημονίου που θα οδηγεί σε μεγαλύτερη αποσάθρωση της ελληνικής οικονομίας, σε εκτενέστερη φτωχοποίηση της κοινωνίας και σε βαθύτερη υποθήκευση της χώρας. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση θα είναι αναγκασμένη να διολισθαίνει σε αναίρεση των πολιτικο-ιδεολογικών της αρχών, σε απομόνωση από την κοινωνία και σε πρακτικές καταστολής και αυταρχισμού απέναντι σε οτιδήποτε επιχειρεί ν’ αντισταθεί στο μνημονιακό πρόγραμμα που η ίδια θα είναι δεσμευμένη να εφαρμόζει.
Συνεπώς, το μεγάλο «στοίχημα» του άμεσου κιόλας χρονικού διαστήματος είναι ποια θέση θα πάρει ένα κριτικά τοποθετημένο τμήμα εντός του ΣΥΡΙΖΑ που φαίνεται ν’ αρνείται να προσχωρήσει στο «ρεαλισμό των Μνημονίων». Αν, τελικά, το τμήμα αυτό θα μπορέσει να αντιστρέψει το διαφαινόμενο πολιτικό αδιέξοδο της κυβέρνησης, διαφυλάσσοντάς την (ίσως) κι από την υπερψήφιση του δεύτερου πακέτου «προαπαιτούμενων μέτρων» την ερχόμενη εβδομάδα και από ακόμη μεγαλύτερο πολιτικό κατήφορο.
Αναγκαία προϋπόθεση, βέβαια, για κάτι τέτοιο είναι το τμήμα αυτό ν’ αναλάβει άμεσα πολιτικές πρωτοβουλίες και, παράλληλα, να συμβάλλει το ίδιο σε δύο κατευθύνσεις.
Πρώτον, στην «απο-ποινικοποίηση» της συζήτησης γύρω από τη διερεύνηση της δυνατότητας φυγής της χώρας μας από τη φυλακή του ευρώ και την ολοκληρωτική δομή της Ε.Ε., πριν την αποπομπή της υπό συνθήκες ολοκληρωτικής πτώχευσης και με όρους υπαγορευμένους από ξένα κέντρα της Ε.Ε.
Και, δεύτερον, στο άνοιγμα μιας πλατιάς (επιστημονικής και κοινωνικής) συζήτησης, με ad hoc στόχο τη διερεύνηση και εκπόνηση ενός άμεσου σχεδίου διεξόδου της χώρας από το νομισματικό και πολιτικό σκέλος της Ε.Ε. Σκοπός ενός τέτοιου σχεδίου είναι, καταρχήν, η ανάκτηση της νομισματικής και πολιτικο-οικονομικής αυτοτέλειας της χώρας. Κυρίως όμως, στόχος είναι η αποδέσμευση της χώρας μας από επαχθείς δεσμεύσεις που έχει αναλάβει στο πλαίσιο της Ε.Ε., με σκοπό να ανακτήσει την παραγωγική της δυνατότητα που έχει χάσει σταδιακά μετά την ένταξή της στην Ε.Ε. και την Ο.Ν.Ε., με βάση όλα τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία.
Η κυριαρχούσα πολιτική αντίληψη ότι είναι σχεδόν απαγορευμένο να έχει ήδη εκπονήσει η χώρα μας εναλλακτικό σχέδιο εξόδου από το ευρώ, την ίδια στιγμή που πανθομολογείται πως ανάλογα σχέδια έχουν ετοιμαστεί ακόμη κι από μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες ή τράπεζες, είναι (τουλάχιστον) βλακώδης και, φυσικά, αυτοκαταστροφική!
Η επιμονή σε ευρω-λάγνες ιδεοληψίες και πολιτικές αυταπάτες αποδεικνύεται, για μια ακόμη φορά, ολέθρια για την πορεία της χώρας μας. Καιρός, λοιπόν, για την επανασύνδεση της ριζοσπαστικής Αριστεράς με την ελληνική κοινωνία, στο πλαίσιο ενός αναγκαίου «διαλεκτικού ρεαλισμού», που μπορεί να της δώσει προοπτική.
Η εμπειρία μας από την πενταετή εφαρμογή προγραμμάτων «διάσωσης» της χώρας μας από τους Ευρωπαίους «εταίρους» μάς δείχνει ότι το μόνο που μπορεί να μας εγγυηθεί ένα ακόμη πρόγραμμα είναι η επιστροφή της χώρας σε ένα ακόμη πιο οδυνηρό σημείο χρεοκοπίας στο εγγύς μέλλον, ως άμεση συνέπεια πλέον της αποστέρησης της δυνατότητάς της να παράγει.
Καιρός, λοιπόν, να πούμε στους Ευρωπαίους «εταίρους»: «Φτάνει, πια! Μη μας διασώζετε άλλο! Μπορούμε να δοκιμάσουμε να σωθούμε και μόνοι μας».
*Κώστας Διαμαντής (δάσκαλος)
Αγρίνιο, 16-7-2015