Αξιότιμε Κύριε Υπουργέ, αξιότιμα μέλη της Πανεπιστημιακής Κοινότητας. Επανερχόμενοι στο θέμα της δυνατότητας εξέλιξης των ΕΔΙΠ και ΕΕΠ σε θέσεις μελών ΔΕΠ, επιθυμούμε να αποσαφηνίσουμε πτυχές του αιτήματός μας, οι οποίες είτε δεν έγιναν πλήρως κατανοητές από ένα μικρό μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας (βλ. ανακοίνωση προεδρείου συνόδου πρυτάνεων) είτε ενδεχομένως κατέστησαν αντιληπτές κατά το δοκούν, με αποτέλεσμα να υπάρξουν αναφορές με έκδηλα απαξιωτικό περιεχόμενο για έναν κλάδο που προσφέρει πολλά κι ωφέλιμα στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο.

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΔΙΔΑΚΤΟΡΩΝ ΕΔΙΠ

Μολονότι τέτοια ανακοίνωση, όπως η προαναφερθείσα, δεν εμπεριέχει τη διαβεβαίωση της απαραίτητης επίγνωσης για το συγκεκριμένο θέμα ή για ηπιότερες και συνάμα αντικειμενικότερες διατυπώσεις, εκτιμούμε πως, ακόμα και με αυτόν τον τρόπο, πραγματοποιείται πριν από την τελική επίλυση του ζητήματος, ένας χρήσιμος δημόσιος διάλογος, τον οποίο ενθαρρύνουμε.

Επισημαίνουμε εισαγωγικώς πως τα μέλη ΕΔΙΠ και ΕΕΠ σε καμία περίπτωση δεν προήλθαν ως αποτέλεσμα «τύχης». Επιπλέον, δεν αποτελούν κάποιου είδους «επικουρικό προσωπικό». Ασφαλώς μάλιστα, δεν επιδιώκουν «συλλήβδην τακτοποίηση», καθόσον δεν εκπροσωπούν τίποτε το άτακτο. Αποτελούν διδακτικό προσωπικό μιας άλλης βαθμίδας, το οποίο επιφορτίζεται, σε Τμήματα που έχουν εφαρμοστικό έργο, και με το απαραίτητο εργαστηριακό αντικείμενο. Για αυτούς τους λόγους, τόσο η Ελληνική πολιτεία, μέσω των νομοθετημάτων της, όσο και τα ίδια τα πανεπιστήμια, αναθέτουν εδώ και χρόνια στους ΕΔΙΠ και ΕΕΠ, κατόχους διδακτορικού:

• την αυτόνομη διδασκαλία μαθημάτων,
• την επίβλεψη ή τη συμμετοχή τους σε επιτροπές πτυχιακών /διπλωματικών εργασιών,
• την κύρια ευθύνη σε ερευνητικά προγράμματα (Επιστημονικά Υπεύθυνοι),
• τη δυνατότητα διαρκούς έρευνας, πράγμα αναγκαιότατο για πανεπιστημιακούς διδασκάλους.
Κατά συνέπεια, στα πανεπιστήμια ορίζονται καθήκοντα που αντιστοιχούν, σε πρακτικό επίπεδο, σε εκείνα των μελών ΔΕΠ, σε όσους από τους ΕΔΙΠ και ΕΕΠ δύνανται βάσει προσόντων να ανταποκριθούν σε αυτά. Οι ΕΔΙΠ αποτελούν συχνά επιστήμονες με διεθνές κύρος και εμβέλεια, με αναγνωρισμένες δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά, με συμμετοχές σε διεθνή συνέδρια, με βιβλία και επιστημονικές μονογραφίες, με μεταδιδακτορικές έρευνες, υποτροφίες, κ.ά. Ειδικά μετά τον νόμο 4386/16, στα πανεπιστήμια της χώρας εισήλθαν ως ΕΔΙΠ επιστήμονες με ακόμα περισσότερα προσόντα, κατά το ελάχιστον εκείνα του επίκουρου καθηγητή (βάσει του νέου εκείνου νόμου), οι οποίοι μάλιστα αξιολογήθηκαν, μέσω επιτροπών που συγκροτήθηκαν από τα Τμήματα, για το επιστημονικό τους έργο, με σχετικές εισηγήσεις, επομένως έγιναν δεκτοί κατόπιν κρίσεως σε μη κλειστή διαδικασία και όχι σε διαδικασία απλής μετάταξης.

Καθιστούμε σαφές ότι το αίτημα το οποίο εκφράστηκε με την από 28/01/2019 ανοικτή επιστολή μας δεν αφορά την άκριτη «Λεκτοροποίηση», αλλά τη δυνατότητα εξέλιξης των ΕΔΙΠ και ΕΕΠ σε θέσεις ΔΕΠ (λέκτορος ή επίκουρου καθηγητή), για όσους διαθέτουν τα ανάλογα προσόντα. Στην περίπτωση αυτή, θα δοθεί η δυνατότητα σε επιστήμονες που επιτελούν ερευνητικό και διδακτικό έργο, οι οποίοι υπηρετούν στα πανεπιστήμια, να εξελιχθούν σε θέσεις ανάλογες των καθηκόντων και των προσόντων τους, χωρίς καμία επιπλέον οικονομική δαπάνη του δημοσίου, καθώς ήδη μισθοδοτούνται. Σε διαφορετική περίπτωση, όχι μόνο ένα μέρος του Ε.ΔΙ. προσωπικού καθημερινά θα εργάζεται με καθήκοντα μελών ΔΕΠ, χωρίς να έχει τη σύμμετρη δυνατότητα της θεσμικής αναγνώρισής του για το έργο που επιτελεί και της περαιτέρω δραστηριοποίησής του, αλλά και θα δημιουργείται ένα πραγματικό κενό δικαίου που τραυματίζει τη συνέχεια και τη συνοχή της πανεπιστημιακής παρουσίας στην Ελλάδα, προκαλώντας μια στρέβλωση η οποία αδυνατεί να συγκαλυφθεί.

Οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως αν ληφθούν υπόψη οι τελευταίες εξελίξεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και το νέο πανεπιστημιακό χάρτη της χώρας, θα έπρεπε (συγκριτικώς με το αίτημα του κλάδου μας, το οποίο έλαβε μια ευκρινώς ευτελιστική αναφορά από το τριμελές προεδρείο) να έχει αποτελέσει μείζον ζήτημα η οριζόντια «Λεκτοροποίηση» των Καθηγητών Εφαρμογών των ΤΕΙ (χωρίς διδακτορικό) σύμφωνα με την παραγ. δ του άρθρου 9 του Ν. 4589/2019 . Έτσι καθίστανται εύλογα τα ακόλουθα ερωτήματα:

• γιατί τα συγκεκριμένα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, τα οποία απορρίπτουν διαρρήδην το αίτημά των ΕΔΙΠ/ΕΕΠ για την παροχή δυνατότητας εξέλιξης μετά από κρίση, δεν εγείρουν αντιδράσεις και δεν εκδηλώνουν τον ίδιο αποτροπιασμό για την «Λεκτοροποίηση» των συναδέλφων από τα ΤΕΙ;

• Γιατί η καταστρατήγηση των συνταγματικών αρχών της ισονομίας της ισοτιμίας και της αναλογικότητας, των υπηρετούντων σε θέσεις με ίδια ή ανάλογα πραγματικά καθήκοντα, δεν αποτελεί πεδίο αμφισβήτησης και προβληματισμού από τους εν λόγω ακαδημαϊκούς εκπροσώπους;
Εν κατακλείδι, η πλειοψηφία των ΕΔΙΠ/ ΕΕΠ διαθέτει εξαιρετικά προσόντα, σε πολλές περιπτώσεις πολύ ανώτερα από την κατώτερη εισαγωγική βαθμίδα των ΔΕΠ, και δεν υφίσταται κανένας διακριτός και υπέρ του δημόσιου συμφέροντος λόγος για τη μη παροχή δυνατότητας εξέλιξής τους. Αυτή δε η πρακτική μη εξέλιξης δεν υφίσταται σε κανέναν άλλο κλάδο δημόσιων λειτουργών. Ζητούμε να αναλογιστείτε την καταγεγραμμένη από καιρό πραγματικότητα των ιδρυμάτων μας. Και να ληφθεί άμεση νομοθετική μέριμνα, με γνώμονα το συμφέρον των πανεπιστημίων, προσφέροντας ανάπτυξη στα Τμήματα, επάνδρωση των αιθουσών διδασκαλίας, βελτίωση της έρευνας, αξιοποίηση του προσωπικού με ορθολογικό τρόπο, προς όφελος της ακαδημαϊκής πράξης- απορρίπτοντας τη συνέχιση του αποκλεισμού ενός επιστημονικού προσωπικού υψηλών προσόντων από το δίκαιο και νόμιμο δικαίωμα της εξέλιξής του.