Άνοιγμα σχολείων: Δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με «έκρηξη» αλλά αναμενόμενη αύξηση κρουσμάτων κορωνοϊού , δηλώνει στο CNN Greece ο καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ, Δημοσθένης Σαρηγιάννης.
«Είναι δεδομένο ότι πρέπει να παραταθεί το lockdown», υπογραμμίζει και συμπληρώνει:
«Πριν ανακοινωθεί το lockdown, δώσαμε μελέτη στον πρωθυπουργό για εφαρμογή των αυστηρότερων μέτρων τουλάχιστον τριών εβδομάδων. Εκτιμώ ότι στις τρεις εβδομάδες είναι εφικτός ο έλεγχος της διασποράς».
Αναγνωρίζοντας την κοινωνική κούραση λόγω των μέτρων που βρίσκονται σε ισχύ από τις αρχές Νοεμβρίου του 2020, δηλώνει ότι η εφαρμογή του lockdown έχει κατά 22% χαμηλότερη απόδοση από την καραντίνα που εφαρμόστηκε πριν περίπου έναν χρόνο.
Για τον λόγο αυτό επαναλαμβάνει τα όσα είχε προτείνει εξαρχής, δηλαδή την εφαρμογή μέτρων στα πρότυπα του πρώτου κύματος του κορωνοϊού, τέλη Μαρτίου και αρχές Απριλίου του 2020.
«Λόγω της μείωσης της απόδοσης των μέτρων, ο δημόσιος διάλογος και η κυβέρνηση πρέπει να εστιάσουν στο πώς θα λειτουργήσουμε με μεγαλύτερη ασφάλεια κατά την επαναφορά των δραστηριοτήτων, εξηγεί, δίνοντας έμφαση στην ανάγκη εφαρμογής της τηλεργασίας στο μέγιστο δυνατό βαθμό και της απολύμανσης του αέρα στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, στα εμπορικά και τέλος, στους χώρους εστίασης.
Ο κ. Σαρηγιάννης εκτιμά πως μετά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου, το πρώτο βήμα είναι το άνοιγμα των καταστημάτων, με σειρά νέων μέτρων που έχουν ήδη συζητηθεί μεταξύ εμπόρων και κυβερνητικού επιτελείου.
«Από τις επικοινωνίες που είχα και τον Ιανουάριο, το να τοποθετηθούν στα καταστήματα συσκευές απολύμανσης του αέρα είναι από πλευράς εμπόρων μια πρόταση που έχει κατατεθεί, προκειμένου να ανοίξουν με ασφάλεια, ζητώντας είτε κάποια μορφή επιδότησης ή φοροαπαλλαγής. Τώρα συζητείται για την εστίαση, αλλά μπορεί να εφαρμοστεί και στα εμπορικά», προσθέτει.
«Πρέπει να αποφασίσουμε ότι το κόστος του lockdown είναι για όλους μας πολύ μεγάλο, άρα μας συμφέρει να επενδύσουμε στη δημόσια υγεία».
Άνοιγμα σχολείων μετά τις 22 Μαρτίου
Εάν εφαρμοστεί στην πραγματικότητα η τηλεργασία στα όσα ορίζει η Κοινή Υπουργική Απόφαση και ανοίξουν τα καταστήματα με ασφάλεια, τότε μία εβδομάδα μετά -στις 22 Μαρτίου- μπορούμε να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα για άνοιγμα νηπιαγωγείων και δημοτικών, εκτιμά ο καθηγητής.
«Το σπάσιμο της αλυσίδας (σ.σ. διασποράς του κορωνοϊού) μπορεί να γίνει σε δύο κόμβους: τηλεργασία και ασφάλεια στους χώρους εργασίας», προσθέτει και διευκρινίζει:
«Τηλεργασία για τις υπηρεσίες, μαζικά rapid test κορωνοϊου πληρωμένα από τον εργοδότη -το λέω πολύ συγκεκριμένα για να μην “παίζουμε” για το ποιος θα το κάνει- κυρίως σε βιομηχανίες, τεστ στους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές μεγαλύτερης ηλικίας όταν επαναλειτουργήσει η δια ζώσης δευτεροβάθμια εκπαίδευση, απολύμανση του αέρα στα ΜΜΜ. Α που θέλουμε να επιστρέψουν στις τάξεις».
«Επιμένω ότι το κόστος των παραπάνω είναι πολύ χαμηλότερο από το κόστος του lockdown. Αν λέμε ότι ένας μήνας lockdown κοστίζει 2,5 δισ. ευρώ για την ελληνική οικονομία, τότε το κόστος για τα μέτρα είναι σχεδόν μηδενικό μπροστά στα δύο δισεκατομμύρια, εκτός αν λέμε ψέματα ο ένας στον άλλον».
Για την ασφαλή επιστροφή των μαθητών Γυμνασίου και Λυκείου στις σχολικές αίθουσες, εκτιμά πως είναι εφικτό από τις αρχές Απριλίου.
Αστάθμητος παράγοντας οι μεταλλάξεις
Για τον καθηγητή του ΑΠΘ, η παράμετρος που προκαλεί σημαντική αβεβαιότητα είναι η διασπορά των μεταλλαγμένων στελεχών του κορωνοϊού. κάνοντας λόγο για ανάγκη αλλαγής των ανακοινώσεων του ΕΟΔΥ για τις μεταλλάξεις.
«Δυστυχώς λόγω του τρόπου που ανακοινώνονται από τον ΕΟΔΥ τα αποτελέσματα και ίσως του τρόπου που αναλύονται τα δείγματα, δεν γνωστοποιείται σε ποια ημερομηνία αναφέρονται. Αν όμως γνωρίζουμε πόσα κρούσματα μεταλλαγμένων στελεχών του κορωνοϊού αντιστοιχούν στην κάθε ημέρα, θα έχουμε ικανά δεδομένα για να μπορέσουμε να παραμετροποιήσουμε τις καμπύλες στην αρχή της εξάπλωσης της διασποράς των μεταλλάξεων», λέει ο κ. Σαρηγιάννης.
Όπως σημειώνει, με τον τρόπο που ανακοινώνει ο ΕΟΔΥ τα εν λόγω κρούσματα, «δεν μπορούμε να καταλάβουμε τη δυναμική των μεταλλάξεων» και ενδεχομένως η πίεση που θα ασκηθεί στο σύστημα υγείας να είναι πολύ μεγαλύτερη από την τωρινή, αν αυξηθεί η διασπορά τους.
«Πρόκειται για στελέχη που η ικανότητα μετάδοσής τους είναι μεγαλύτερη του 30 και 50 τοις εκατό», τονίζει.