: Η διαχείριση της πανδημίας –δύο χρόνια τώρα- ανέδειξε τη διαχειριστική ανεπάρκεια του επιτελικού κράτους στην εκπαίδευση και την αδιαφορία του για τον αποκλεισμό μεγάλου μέρους του μαθητικού πληθυσμού από την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, αναφέρουν οι ΣΥΝεργαζόμενες Εκπαιδευτικές Κινήσεις

Η ανακοίνωση

Καθώς αρχίζει μια νέα σχολική και συνδικαλιστική χρονιά που απαιτεί τη δυναμική κινητοποίηση όλων μας για την προάσπιση του δημόσιου σχολείου και την αποτροπή του αντιδραστικού πισωγυρίσματος στην εκπαίδευση, χαιρετίζουμε αγωνιστικά τις συναδέλφισσες και τους συναδέλφους και ευχόμαστε υγεία, δημιουργικότητα και δύναμη για τους αγώνες που έρχονται.

Η νέα σχολική χρονιά ξεκινάει βρίσκοντας ήδη τους/τις εκπαιδευτικούς να αντιδρούν στη σωρεία αντιεκπαιδευτικών, ταξικών και αναχρονιστικών πολιτικών που εδώ και 2 χρόνια εφαρμόζει η κυβέρνηση. Η  κυβέρνηση των «αρίστων» της ΝΔ  με την αδιάλλακτη στάση της, ως συνέχεια της πολιτικής 2012-2014,  έχει ήδη προωθήσει μια σειρά πολιτικών οι οποίες επιβλήθηκαν παρά τις αντιδράσεις των εκπαιδευτικών, των μαθητών/τριών και των γονέων:

Αξιολόγηση της σχολικής μονάδας και εκπαιδευτικών, αναγραφή διαγωγής στα απολυτήρια, κάμερες στην τάξη, τηλεκπαίδευση με απουσίες στα υπό κατάληψη σχολεία, αλλαγές ωρολογίων προγραμμάτων εις βάρος των μαθητών/τριών και εκπαιδευτικών με τη συρρίκνωση διδακτικών αντικειμένων (κοινωνικών επιστημών και καλλιτεχνικών), νόμος για τον περιορισμό των διαδηλώσεων και απεργιών, εξίσωση επαγγελματικών δικαιωμάτων αποφοίτων ιδιωτικών κολλεγίων και αποφοίτων δημόσιων πανεπιστημίων, νόμος για την ιδιωτική εκπαίδευση, αποκλεισμός δεκάδων χιλιάδων από την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση με την εφαρμογή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, Τράπεζα θεμάτων στο Λύκειο, ανεπαρκής διαχείριση της πανδημίας στα σχολεία και απόρριψη όλων των σχετικών μέτρων που πρότεινε η εκπαιδευτική κοινότητα (μείωση μαθητών/τριών ανά τμήμα, διορισμοί προσωπικού καθαριότητας, διενέργεια δωρεάν τεστ κλπ).

Ο Σεπτέμβρης του 2021 μας βρίσκει σε ένα εντελώς διαφορετικό σκηνικό! Με την ψήφιση του νόμου για την «αναβάθμιση» του σχολείου, το ΥΠΑΙΘ οικοδομεί ένα σχολείο από το οποίο εξοβελίζονται πλήρως η δημοκρατία και η αξιοκρατία, η συλλογικότητα, η συμμετοχή και η συνεργασία, το παιδαγωγικό πλαίσιο και αρχές, και υποκαθίστανται από συγκεκαλυμμένες πελατειακές σχέσεις, αναξιοκρατία, γραφειοκρατία και συγκεντρωτισμό μέσα από έναν εσμό μονοπρόσωπων οργάνων τα οποία αλληλοεπιλέγονται, αλληλοαξιολογούνται και αλληλομοριοδοτούνται, με υποκειμενικά ή και ανύπαρκτα ακόμα κριτήρια. Οικοδομεί βήμα προς βήμα ένα σχολείο διαφορετικών ταχυτήτων, ένα  εκπαιδευτικό σύστημα που οξύνει τις μορφωτικές ανισότητες σε βάρος των πιο αδύναμων μαθητών και μαθητριών.

Ουσιαστικά έχουμε την κατάργηση του νόμου 1566 αφού η δημοκρατία στο σχολείο μέσα από τον κομβικό έως τώρα ρόλο του συλλόγου διδασκόντων/διδασκουσών είναι πλέον ανύπαρκτη. Ο σύλλογος διδασκόντων/ διδασκουσών επί της ουσίας δεν υφίσταται πλέον ως το κυρίαρχο όργανο, αφού πια δεν έχει αποφασιστικό ρόλο παρά για επουσιώδη ζητήματα. Μια σειρά από εξουσίες εκχωρούνται στον/στην  διευθυντή/τρια, από την δυνατότητα να αποφασίζει μόνος για πλήθος ζητημάτων μέχρι και την δυνατότητα να ορίζει χωρίς κριτήρια υποδιευθυντή/ντρια, ενδοσχολικό/ή συντονιστή/στρια και μέντορα, μονοπρόσωπα όργανα εντός της σχολικής μονάδας, η θητεία των οποίων συνεκτιμάται στην αξιολόγηση και κατ’ επέκταση στην επιλογή στελεχών.

Η κατάσταση αυτή  θα διαμορφώσει σχέσεις ιεραρχίας και εξουσίας, που θα επιφέρουν ένα συγκρουσιακό και στείρα ανταγωνιστικό κλίμα μέσα στο σχολείο, με επιβράβευση ημετέρων. Σε κανένα σημείο του νομοσχεδίου δεν προβλέπεται ή διασφαλίζεται η άποψη των εκπαιδευτικών για παιδαγωγικά και άλλα ζητήματα που αφορούν στη σχολική μονάδα. Αν αυτό δεν είναι τιμωρία για τους συλλόγους διδασκόντων, που αρνήθηκαν την εκφυλισμένη αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, τις κάμερες στην τάξη, τη μετατροπή του σχολείου τους σε πρότυπο,  τότε τι είναι; Πού βρίσκεται άραγε η παιδαγωγική αυτονομία και ελευθερία του εκπαιδευτικού (που διατείνεται το νομοσχέδιο) όταν δεν αποφασίζει και δεν συμμετέχει;

Με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια ολοκληρώθηκε το έγκλημα της πιο πολύπαθης γενιάς μαθητών και μαθητριών μας! Πάνω από 40.000 παιδιά βρέθηκαν εκτός ΑΕΙ! Η παραπληροφόρηση ότι στα πανεπιστήμια περνούσαν με βαθμολογία 2 και 3 και η σπέκουλα ενάντια στην ποιότητα των δημόσιων πανεπιστημίων αποκαλύφθηκε, αφού εκτός σχολών μένουν πια υποψήφιοι/ες  ακόμα και με μέτριες έως άριστες βαθμολογίες.

Επίσης, μαθητές και μαθήτριες με καλές και άριστες βαθμολογίες δε μπήκαν  στη σχολή προτίμησής τους. Χαρακτηριστικότερη, ίσως είναι η περίπτωση των αρχιτεκτονικών σχολών και ειδικά η Αρχιτεκτονική Ξάνθης   απ’ όπου άριστοι μαθητές/τριες αποκλείστηκαν  ακόμα και για ελάχιστα μόρια, διότι δεν έχουν  πιάσει την ΕΒΕ του σχεδίου (μάθημα που δεν διδάσκεται στο δημόσιο σχολείο), η οποία εκτινάχθηκε πολύ πάνω από το 10, λόγω του συντελεστή. Την ίδια στιγμή που αποκλείστηκε  ένα τόσο μεγάλο πλήθος υποψηφίων, πολλά πανεπιστημιακά τμήματα –περιφερειακά αλλά και κεντρικά- έμειναν  με κενές θέσεις και απειλούνται με μαρασμό και κατάργηση. Αντιθέτως, τα ιδιωτικά κολλέγια δεν θα έχουν κανένα πρόβλημα να συμπληρώσουν και να επεκτείνουν την πελατεία τους, μοιράζοντας πλέον αφειδώς ισότιμα επαγγελματικά πτυχία, αφού εκεί δεν ισχύει καμία βάση εισαγωγής ή άλλη προϋπόθεση πέραν της οικονομικής.

Μετά από δύο εξαιρετικά δύσκολα χρόνια λόγω πανδημίας, μετά από έναν χρόνο τηλεκπαίδευσης κατά τον οποίο παιδιά, γονείς και εκπαιδευτικοί προσπάθησαν να αντεπεξέλθουν, εντελώς αβοήθητοι από το ΥΠΑΙΘ και την κυβέρνηση, μεσούσης οικονομικής κρίσης και με την ανεργία να κορυφώνεται, η κ. Κεραμέως επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά τον ρόλο της ως ντίλερ ιδιωτικών συμφερόντων.

Ποια μέτρα πήρε το ΥΠΑΙΘ και το ΙΕΠ ώστε να βελτιωθούν οι επιδόσεις και το γνωστικό υπόβαθρο των παιδιών που τώρα κρίνει ως ανάξια; Ποια μέτρα θα πάρει ώστε και οι επόμενες γενιές μαθητών να λάβουν ποιοτική εκπαίδευση; Μήπως η κατάργηση των καλλιτεχνικών μαθημάτων και του σχεδίου από το λύκειο, η κατάργηση της κοινωνιολογίας, η αυταρχική επαναφορά της διαγωγής, οι ανεδαφικές απαιτήσεις για τηλεδιαγωνίσματα και τα μακιαβελικά νομοθετήματα συνέβαλαν στη βελτίωση της εκπαίδευσης; Και για άλλη μία φορά, τα σχολεία ανοίγουν όπως έκλεισαν, χωρίς μέτρα προστασίας της υγείας των εμπλεκομένων στην εκπαιδευτική διαδικασία, γεγονός που πιθανότατα θα οδηγήσει σε νέο κλείσιμο στων σχολείων.

Η πολυδιαφημισμένη αξιολόγηση των εκπαιδευτικών –που ψηφίστηκε το καλοκαίρι-  δεν είναι παρά μια απερίγραπτη επιπλέον γραφειοκρατική διαδικασία, που αποπροσανατολίζει από τα πραγματικά προβλήματα της εκπαίδευσης και δείχνει ως μόνιμους υπεύθυνους γι’ αυτά τους εκπαιδευτικούς.

Η βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης απαιτεί αύξηση της χρηματοδότησης της παιδείας, κάλυψη των 50.000 κενών εκπαιδευτικών, μείωση του αριθμού μαθητών/τριών ανά τμήμα, σύγχρονες κτιριακές υποδομές και όχι κοντέινερ, τεχνολογικό και λοιπό εξοπλισμό, προγράμματα σπουδών σύμφωνα με τις σύγχρονες παιδαγωγικές αρχές με ανάλογα βιβλία και εποπτικό υλικό, κατάργηση της τράπεζας θεμάτων και μείωση των εξετάσεων που οδηγούν σε στείρα γνώση και ανάγκη παραπαιδείας.  Άλλωστε, διεθνείς μελέτες σχετικά με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης δείχνουν ότι όπου εφαρμόστηκε όχι μόνο δεν επήλθε βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου, αλλά αντίθετα, λόγω της επιπλέον επαγγελματικής εξουθένωσης που επιφέρει αλλά και του ανταγωνιστικού κλίματος που καλλιεργεί, παραμερίζονται οι παιδαγωγικές αρχές και αυξάνονται οι μορφωτικές ανισότητες.

Επιπλέον, η αξιολόγηση που ψηφίστηκε, κρύβει πελατειακά δίκτυα, αποσκοπεί στη φίμωση των εκπαιδευτικών και δεν έχει καμία επιστημονική βάση, καθώς οι σύμβουλοι που θα αξιολογούν τη διδακτική επάρκεια, δεν προβλέπεται να έχουν καμία ειδίκευση πάνω στη διδακτική, οι διευθυντές που θα αξιολογούν το παιδαγωγικό κλίμα, δεν προβλέπεται να έχουν καμία ειδίκευση πάνω στην παιδαγωγική και σε πολλές περιπτώσεις οι αξιολογούμενοι θα έχουν περισσότερα προσόντα στο αντικείμενο της αξιολόγησής τους απ’ ό,τι οι αξιολογητές τους.

Είναι ποσοτική και όχι περιγραφική, όπως είχε εξαγγείλει η υπουργός, άρα προφανώς αντιεπιστημονική, αφού απαιτεί ποσοτικοποίηση ποιοτικών μεταβλητών και ταυτόχρονα τιμωρητική, καθώς το επίπεδο αξιολόγησης «μη ικανοποιητικός» σημαίνει για τους δόκιμους μη μονιμοποίηση, για τους μόνιμους αποκλεισμό από θέσεις ευθύνης για 4 έτη, για τα στελέχη άμεση παύση και αποκλεισμό για  4 έτη. Ουσιαστικά πρόκειται για μία διαδικασία που επιδιώκει τον απόλυτο έλεγχο και τη χειραγώγησή των εκπαιδευτικών, με στόχο να μειωθούν οι αντιστάσεις ατομικά και συλλογικά.

Ταυτόχρονα, επιχειρείται να παρεμποδιστεί με την απειλή της αρνητικής αξιολόγησης η συνδικαλιστική δράση, αφού η συμμετοχή στις αποφάσεις του σωματείου οδηγεί ρητά στην αρνητική αξιολόγηση «μη ικανοποιητικός» (π.χ. απεργία-αποχή από την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας καθιστά τον εκπαιδευτικό υπηρεσιακά ανεπαρκή και του στερεί το δικαίωμα να μονιμοποιηθεί, αν είναι δόκιμος ή να διεκδικήσει θέση ευθύνης μέχρι και για οκτώ χρόνια). Η επαγγελματική εξουθένωση από τις νέες υποχρεωτικές αρμοδιότητες, την υπονόμευση της συνεργασίας και το αυταρχικό κλίμα που δημιουργείται με το φόβητρο της αξιολόγησης είναι εις βάρος του παιδαγωγικού ρόλου των εκπαιδευτικών και της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου. Αντιπρόταση μας στην ατομική αξιολόγηση αποτελεί το πάγιο αίτημα του κλάδου μας για καθολική, εισαγωγική, περιοδική και ετήσια, επιμόρφωση (8ο Συνέδριο 1998), κρίνοντας ότι αποτελεί βασική παράμετρο βελτίωσης των εκπαιδευτικών και του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου.

Η διαχείριση της πανδημίας –δύο χρόνια τώρα- ανέδειξε τη διαχειριστική ανεπάρκεια του επιτελικού κράτους στην εκπαίδευση και την αδιαφορία του για τον αποκλεισμό μεγάλου μέρους του μαθητικού πληθυσμού από την εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Παρά τις τεράστιες δυσκολίες, οι εκπαιδευτικοί σταθήκαμε δίπλα στους μαθητές και τις μαθήτριες στηρίζοντας την εξ αποστάσεως διδασκαλία με όποια μέσα διαθέταμε και με πολύ σκληρές προσπάθειες, προκειμένου να ξεπεραστούν όχι μόνο τα εκπαιδευτικά εμπόδια της αναστολής της λειτουργίας των σχολείων αλλά και οι ψυχολογικές και κοινωνικές συνέπειες του εγκλεισμού.

Η εργασιακή επίθεση στους/στις εκπαιδευτικούς και η αντίληψη μιας κατ’ επίφαση αριστείας στο δημόσιο σχολείο εντάσσεται σε μια γενικότερη πολιτική επίθεσης σε όλους/ες τους/τις εργαζόμενους/ες (ιδιωτικού και δημόσιου τομέα) και τα δικαιώματα με τη βίαιη μετατροπή του δημόσιου ασφαλιστικού συστήματος από αναδιανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό με την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, την ουσιαστική ανατροπή του συνδικαλιστικού νόμου 1264 και τον περιορισμό του δικαιώματος στο συνδικαλίζεσθαι, την ποινικοποίηση της απεργίας και των διαδηλώσεων!

Η ελληνική κοινωνία και η δημόσια εκπαίδευση βρίσκονται απέναντι σε μεγάλες προκλήσεις που απαιτούν τη συνεχή εγρήγορση και συσπείρωση του κλάδου,  με στόχο  την άμεση αντίδρασή  του. Είναι επιτακτική ανάγκη η οργάνωση δυναμικών αγωνιστικών κινητοποιήσεων, έγκαιρα προετοιμασμένων, με μαζική συμμετοχή και με ξεπέρασμα διχαστικών, μικροπαραταξιακών αντιλήψεων. Οι ΣΥΝΕΚ θα συμβάλλουν με τη δράση τους στην ανάπτυξη ενωτικών αγώνων για την προώθηση των αιτημάτων του κλάδου και την αποτροπή των όποιων αντιδραστικών εξελίξεων στη δημόσια εκπαίδευση και τα κοινωνικά αγαθά. Όλοι και όλες στον αγώνα για δημόσια δωρεάν Παιδεία σε ένα ποιοτικό συμπεριληπτικό δημόσιο σχολείο για όλα τα παιδιά!

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025