Διαφάνεια και αξιοπιστία επιδιώκει η ηγεσία του Υπ. Παιδείας σε ό,τι αφορά τον τρόπο πρόσληψης των αναπληρωτών εκπαιδευτικών κατά το σχολικό έτος 2016-17. Κεντρική επιδίωξη είναι να διοριστούν 20.000 εκπαιδευτικοί σε διάστημα μιας τριετίας, καθώς μόνο έτσι θα καταστεί δυνατόν να ανασάνει το εκπαιδευτικό σύστημα και να λειτουργήσει στοιχειωδώς, αρχής γενομένης από τον προσεχή Σεπτέμβρη. Ωστόσο, αυτός ο στόχος συνδέεται άμεσα με το γενικότερο ζήτημα της αξιολόγησης από τους θεσμούς, που ως τώρα δεν έχει ακόμα ξεκαθαρίσει, καθώς και με το συνολικό αριθμό των διορισμών που θα συμφωνηθεί για όλο το Δημόσιο.
Συνταγματικές προβλέψεις
Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, γεγονός είναι ότι οι διορισμοί των αναπληρωτών εκπαιδευτικών για το 2016-2017 δεν μπορούν πλέον να γίνονται με τον τρόπο που γίνονταν παλαιότερα.
Καταρχάς, έχει μεσολαβήσει η Συνταγματική Αναθεώρηση. Έτσι, στο Άρθρο 103, παρ. 7 του Συντάγματος ορίζεται ρητά ότι οι προσλήψεις όλων των δημόσιων υπαλλήλων γίνονται αποκλειστικά με δύο μόνο τρόπους, είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια. Τονίζεται, επίσης, ότι οι διαδικασίες αυτές υπάγονται οπωσδήποτε στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Με αυτό τον τρόπο διασφαλίζονται οι αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας (άρθρο 4, παρ. 1).
Παράλληλα, οι αλλεπάλληλες νομικές ρυθμίσεις που έλαβαν χώρα από το 1985 ως πρόσφατα οδήγησαν σε ένα κατακερματισμό των εκπαιδευτικών σε ομάδες διαφορετικών και πολλές φορές αντικρουόμενων συμφερόντων, που πολύ συχνά κατέληξαν σε δικαστικές διαμάχες. Όσοι επικαλούνται εμφύλιους πολέμους μεταξύ εκπαιδευτικών διαφόρων κατηγοριών πρέπει να γνωρίζουν ότι αυτή η υπόθεση έχει βαθιές ρίζες στο παρελθόν και σε καμία περίπτωση δεν είναι κάτι που δημιουργήθηκε από πρόσφατες αστοχίες.
Αποφάσεις του ΣτΕ
Παράλληλα, το τελευταίο διάστημα, και μάλιστα επί κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ, έχουν εκδοθεί σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, μετά από προσφυγές επιτυχόντων του ΑΣΕΠ, που θεωρούσαν ότι αδικούνταν από τις ισχύουσες ρυθμίσεις για την πρόσληψη αναπληρωτών.
Κυρίως γίνεται λόγος για την ομόφωνη απόφαση του ΣτΕ με αρ. 527/2015 (με ψήφους 29 έναντι 0), σύμφωνα με την οποία από το 2003 και εξής θα έπρεπε οι διορισμοί να γίνονται όλοι από τον πίνακα επιτυχόντων του ΑΣΕΠ, ενώ κάθε άλλος διορισμός πλην ΑΣΕΠ (ενιαίος 40%, 30μηνο, 24μηνο) κρίνεται αντισυνταγματικός, εφόσον αντίκειται στις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας.
Η Απόφαση αρ. 4303/2015 επιλύει ζητήματα των προσλήψεων προσωρινών αναπληρωτών και συμπληρώνει την 527/2015 για τους διορισμούς μονίμων. Στην απόφαση αυτή δηλώνεται ρητά ότι σύστημα που εναρμονίζεται πλήρως με τις αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας είναι το πάγιο σύστημα διορισμών και προσλήψεων τόσο για το διορισμό σε μόνιμες θέσεις όσο και για την πρόσληψη αναπληρωτών ή ωρομισθίων. Αντίθετα, το υπάρχον σύστημα διορισμού αναπληρωτών κρίνεται συνταγματικά ανεκτό με καταληκτικό σημείο «…έως και το τρέχον σχολικό έτος 2015-2016…». Σύμφωνα, λοιπόν, με την απόφαση αυτή, οι προσλήψεις αναπληρωτών πρέπει να έχουν ως ελάχιστο κριτήριο και προϋπόθεση τη συμμετοχή των αναπληρωτών στους γραπτούς διαγωνισμούς ΑΣΕΠ, δηλαδή να βρίσκονται στην κατηγορία των εκπαιδευτικών οι οποίοι αξιολογήθηκαν από τους διαγωνισμούς και κρίθηκαν ότι μπορούν να διοριστούν.
Ουσιαστικά, οι προσλήψεις των αναπληρωτών και ωρομίσθιων εκπαιδευτικών για τη σχολική χρονιά 2016-2017 πρέπει να γίνουν με ένα νέο σύστημα, που θα υπακούει στην συνταγματική εφαρμογή της αξιοκρατίας και της ισότητας. Το Συμβούλιο της Επικράτειας ορίζει ότι η αξιοκρατία επιτυγχάνεται μόνο αν η όλη διαδικασία επιλογής των αναπληρωτών ελέγχεται από το ΑΣΕΠ με βάση αντικειμενικά κριτήρια.
Φυσικά, όλη αυτή η διαδικασία γεννά εύλογα ερωτήματα: Γιατί άραγε, έτσι ξαφνικά, αμφισβητήθηκε η προϋπηρεσία των αναπληρωτών; Η απάντηση είναι ότι δεν αμφισβητείται συνολικά. Ωστόσο, το ΣτΕ έκρινε ότι ναι μεν η προϋπηρεσία και η εμπειρία των αναπληρωτών και ωρομίσθιων εκπαιδευτικών συνιστά αντικειμενικό κριτήριο, η απόκτηση όμως της προϋπηρεσίας αυτής προκύπτει από προσλήψεις που δεν είχαν υπαχθεί στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, δηλαδή, του ΑΣΕΠ και άρα δεν μπορεί να θεωρηθούν αξιοκρατικοί.
Είναι, λοιπόν, τεράστια η ευθύνη των προηγούμενων κυβερνήσεων που δεν έθεσαν την διαδικασία πρόσληψης των αναπληρωτών υπό την ευθύνη του ΑΣΕΠ, με αποτέλεσμα αυτή να αμφισβητείται σήμερα από το Ανώτατο Δικαστήριο ως συνδεόμενη με πελατειακά συστήματα του παρελθόντος.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι αρμόδιοι του Υπ. Παιδείας είναι αναγκασμένοι να συμμορφωθούν με την κρίση του δικαστή ότι η προϋπηρεσία των αναπληρωτών δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιοκρατική επειδή δεν ελέγχθηκε από το ΑΣΕΠ. Συνεπώς, ακόμη κι αν καταργηθεί ο Ν. 3848/10 και και αντικατασταθεί με άλλον, αυτή η νομολογία του ΣτΕ θα εξακολουθήσει να ισχύει.
Ένα εφιαλτικό σενάριο
Ας φανταστούμε λοιπόν ένα απευκταίο σενάριο: Το Υπουργείο Παιδείας προκηρύσσει την κάλυψη θέσεων αναπληρωτών δίνοντας σαφή προτεραιότητα στην προϋπηρεσία έναντι του κριτηρίου της προηγούμενης επιτυχίας σε διαγωνισμό του ΑΣΕΠ. Η διαδικασία αυτή προσβάλλεται από εκπαιδευτικούς που έχουν έννομο συμφέρον ως επιτυχόντες του ΑΣΕΠ και ακυρώνεται από το ΣτΕ, με αποτέλεσμα να εκπέσουν οι πίνακες. Ξεκινά νέα διαδικασία διορισμών, πλησιάζει ο Δεκέμβρης και τα σχολεία ακόμα παραμένουν με απροσμέτρητα κενά. Ποιος αναλαμβάνει το βάρος αυτής της ευθύνης;
Κάτι ανάλογο, άλλωστε, συνέβη και πέρυσι. Το ΣτΕ, όμως, συνεκτιμώντας τότε το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, που ήταν να λειτουργήσουν τα σχολεία έγκαιρα, έδωσε μια τελευταία ευκαιρία στο ΥΠ.Π.Ε.Θ. Ουσιαστικά δεν ακύρωσε την Προκήρυξη του Υπουργείου Παιδείας για πρόσληψη αναπληρωτών εκπαιδευτικών, για να μπορέσουν να ανοίξουν τα σχολεία. Το ανάγκασε όμως με την απόφασή του να θέσει από το σχολικό έτος 2016-2017 τη διαδικασία υπό το ΑΣΕΠ θέτοντας αξιοκρατικά και μόνο κριτήρια.
Θα κλείσουμε με μια σημαντική παρατήρηση: Είναι εύκολο σε αυτή τη δύσκολη για τον τόπο μας συγκυρία να παίρνει κανείς το μέρος της μιας ή της άλλης μερίδας αδιόριστων εκπαιδευτικών, που αδικούνται κατά περίπτωση, και να κατηγορεί την κυβέρνηση για αναλγησία και κοινωνικό αυτοματισμό. Πάντοτε όμως αυτές οι κρίσεις διατυπώνονται ανεύθυνα και εκ του ασφαλούς. Και είναι κι αυτές μέρος ενός συστήματος ιδεών και πρακτικών που συντηρεί και ενισχύει τους «εμφύλιους πολέμους» και τον κοινωνικό αυτοματισμό.