Αναβάθμιση του σχολείου ή υποβάθμισή του για τα παιδιά της λαϊκής οικογένειας; Συμπεράσματα από την πείρα των εκπαιδευτικών συστημάτων στην Ευρώπη – Επιμέλεια Ανδρέας ΚΑΡΓΟΠΟΥΛΟΣ PhD, μέλος του ΔΣ της ΟΛΜΕ​.
Το Υπουργείο Παιδείας για μια ακόμη φορά, τηρώντας την παράδοση, καταθέτει μέσα στο κατακαλόκαιρο προς ψήφιση στη Βουλή .

Σίγουρα δεν είναι κεραυνός εν αιθρία, είναι συνέχεια των νομοσχεδίων για το Λύκειο, την Τεχνική Εκπαίδευση, την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, την . Είναι μέρος ενός συνολικού σχεδιασμού που εδώ και 30 χρόνια υλοποιείται στις χώρες της ΕΕ και πλευρές του, με συνέπεια, εφάρμοσαν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις.

Κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης, στην προσπάθειά της να στηρίξει το νομοσχέδιο που ήδη είναι απαξιωμένο σε μεγάλη μερίδα εκπαιδευτικών, γονιών και μαθητών, η υπουργός διατυμπάνιζε ότι «σε όλη την Ευρώπη μόνο η Ελλάδα και η Βουλγαρία δεν έχουν σύστημα αξιολόγησης», ότι «μόνο η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν ένα και μόνο σχολικό εγχειρίδιο», ότι η κυβέρνηση παλεύει για ένα σύγχρονο που θα το υπηρετούν αξιολογημένοι ικανοποιητικώς και κατάλληλα επιμορφωμένοι εκπαιδευτικοί. Ψέγει το συνδικαλιστικό κίνημα, όσους αντιστέκονται, υποστηρίζοντας ότι επιτέλους πρέπει να ακολουθήσουμε τις προηγμένες χώρες της Ευρώπης, αφήνοντας πίσω τις «αγκυλώσεις». Εχει αξία, λοιπόν, να μελετήσουμε το πόσο σύγχρονο είναι το σχολείο στις πιο ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, το τι επιπέδου μόρφωση δίνει στα παιδιά που προέρχονται από την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα.

Στη Γερμανία, ενιαίο χαρακτήρα έχει μόνο το τετραετές δημοτικό σχολείο (Grundschule). Αμέσως μετά, σε ηλικία 11 ετών, το συμβούλιο του σχολείου συστήνει στον μαθητή ποιον από τους τρεις τύπους σχολείων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης θα ακολουθήσει:Το Hauptschule (5ο έως 9ο έτος φοίτησης) που οδηγεί σε τεχνικές σχολές, το Realschule (5ο έως 10ο έτος φοίτησης) που οδηγεί σε ένα γενικό απολυτήριο και σε επαγγελματικές σχολές και το Gymnasium (5ο έως 12ο ή 13ο έτος φοίτησης) που δίνει τη δυνατότητα πρόσβασης στο πανεπιστήμιο. Υπάρχει και η επιλογή του Gesamtschule, που είναι μεικτό σχολείο. Από την ηλικία των 11 ετών, ο μαθητής οδηγείται σε διαφοροποιημένα αναλυτικά προγράμματα, βιβλία, ακόμα και χρόνια φοίτησης! Παρότι προβλέπεται η δυνατότητα μεταπήδησης των μαθητών από τον έναν τύπο σχολείου στον άλλο, αυτό δεν είναι κάτι σύνηθες, ειδικά μετά την ηλικία των 13 ετών, λόγω της μεγάλης διαφοράς επιπέδου μεταξύ των σχολείων. Είναι εξαιρετικά απίθανο μαθητής από το Hauptschule και το Realschule να έχει το γνωστικό επίπεδο να παρακολουθήσει το πρόγραμμα του Gymnasium από μια ηλικία και μετά.
Για το σχολικό έτος 2019/2020 σε σύνολο 7,91 εκατ. μαθητών Δευτεροβάθμιας Eκπαίδευσης στη Γερμανία:

το 4,4% των μαθητών φοιτά σε Hauptschule
το 10,08% των μαθητών φοιτά σε Realschule
το 27,83% των μαθητών φοιτά σε Gymnasium
το 6,69% των μαθητών φοιτά σε «πολυκλαδικά σχολεία» (επιπέδου Hauptschule ή και Realschule)
το 32,64% των μαθητών φοιτά σε τεχνικές/επαγγελματικές σχολές
το 13,37% των μαθητών φοιτά σε ενιαία σχολεία (προσφέρουν όλα τα είδη απολυτηρίων)
το 4,99% σε λοιπά σχολικά ιδρύματα

Τα παραπάνω στοιχεία1 σημειώνονται και στο γράφημα 1.

Παρατηρούμε ότι ένα μεγάλο μέρος του μαθητικού πληθυσμού παρακολουθεί υποβαθμισμένα, σε σχέση με το Gymnasium, σχολεία. Αλλά και από τους μαθητές του τελευταίου, ένα ακόμα μικρότερο ποσοστό συμμετέχει στις εξετάσεις του Abitur για την είσοδό του στα πανεπιστήμια. Για το 2021 από το 1,8 εκατ. μαθητές που αποφοίτησαν από όλους τους τύπους σχολείων της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, μόνο 330.000 συμμετείχαν στις εξετάσεις του Abitur για την , μόνο δηλαδή 18,3%2. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι λόγω της ανεπτυγμένης βιομηχανίας στη Γερμανία, ένα μεγάλο κομμάτι των μαθητών ορθώς κατευθύνεται σε αυτήν και όχι στις σπουδές. Στην πραγματικότητα, το ποιος θα σπουδάσει δεν είναι αποτέλεσμα ατομικής επιλογής, αλλά έχει σαφή ταξική αναφορά, όπως αποδεικνύει και ο πίνακας 1, που συσχετίζει τον τύπο του σχολείου που φοιτούν οι μαθητές με το μορφωτικό επίπεδο των γονέων.

Ο ταξικός διαχωρισμός φαίνεται από το ότι μόλις το 5,9% των μαθητών του Gymnasium προέρχονται από γονείς απόφοιτους Hauptschule. Αντίθετα, το 67,1% των μαθητών του Gymnasium προέρχεται από γονείς αποφοίτους Gymnasium. Το ποσοστό των μαθητών πέφτει στο 33,2% για το Realschule και φτάνει στο 16,3% για το Hauptschule. Με λίγα λόγια, τα ανώτερα μορφωτικά στρώματα αναπαράγουν τον εαυτό τους αξιοποιώντας και τις δομές της Εκπαίδευσης

Φοίτηση σε σχέση με το μορφωτικό επίπεδο των γονιών στη Γερμανία (αναγωγή στη σημερινή δομή της Εκπαίδευσης)
***
Στην Αγγλία, μετά το Δημοτικό σχολείο (keystage 1, 2), το παιδί οδηγείται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (keystage 3, 4), η οποία ολοκληρώνεται με τις απολυτήριες εξετάσεις στην ηλικία των 16 ετών (GCSE). Μετά από τις εξετάσεις, ο μαθητής μπορεί να παρακολουθήσει ένα σκληρό προπαρασκευαστικό διετές πρόγραμμα, A Level (keystage 5), για την είσοδό του στο Πανεπιστήμιο ή να ακολουθήσει την επαγγελματική εκπαίδευση. Στην Αγγλία λειτουργούν οι εξής βασικοί τύποι σχολείων:

κοινοτικά (community schools), τα οποία ελέγχονται από το τοπικό Δημοτικό Συμβούλιο και το πρόγραμμά τους δεν επηρεάζεται από επιχειρήσεις ή θρησκευτικές ομάδες
σχολεία ιδρυμάτων (foundation schools) και εθελοντικά (voluntary schools), τα οποία έχουν περισσότερη ελευθερία να παρεκκλίνουν από το εθνικό αναλυτικό πρόγραμμα σε σχέση με τα κοινοτικά σχολεία
ακαδημίες, οι οποίες διοικούνται από συμβούλιο ανεξάρτητο από το τοπικό Δημοτικό Συμβούλιο και μπορούν να ακολουθούν διαφορετικό αναλυτικό πρόγραμμα
πρότυπα σχολεία (grammar schools), τα οποία διοικούνται από συμβούλιο ιδρύματος ή τραστ (trust) και επιλέγουν τους μαθητές τους, το σύνολο ή τους περισσότερους, με βάση ακαδημαϊκά κριτήρια και συνήθως μέσω εξετάσεων.

Το πιο βασικό στοιχείο στο αγγλικό σύστημα Εκπαίδευσης είναι τεράστια διαφοροποίηση στο αναλυτικό πρόγραμμα, τα σχολικά εγχειρίδια, τα εποπτικά μέσα, αλλά και τα μαθήματα επιλογής από σχολείο σε σχολείο με βάση την ταξική προέλευση των μαθητών. Η κοινωνικοταξική διάρθρωση των μαθητών κάθε σχολείου επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την περιοχή του σχολείου, αφού η κατανομή των μαθητών έχει κριτήριο και τον τόπο κατοικίας. Η ιδιοκατοίκηση στις μεγάλες πόλεις της Αγγλίας είναι πρακτικά μηδενική, οπότε το ύψος του ενοικίου της περιοχής καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και το εισόδημα των γονέων. Το υπουργείο Παιδείας αποφασίζει ένα γενικό αναλυτικό πρόγραμμα και με βάση αυτό εκδοτικοί οίκοι (examboards) εκδίδουν εγχειρίδια, φύλλα εργασίας, διαγωνίσματα διαφορετικού επιπέδου, ανάλογα με την κατηγορία του σχολείου που απευθύνονται. Για παράδειγμα, το μάθημα των Φυσικών Επιστημών στα λαϊκά σχολεία της Αγγλίας προσφέρεται ενιαιοποιημένο (Science), με τη δυνατότητα να το παρακολουθήσει ο μαθητής σε χαμηλό επίπεδο (FoundationTier).

Αντίθετα, στα «καλά» σχολεία προσφέρονται διακριτά τα μαθήματα Φυσικών Επιστημών (Φυσική, Χημεία, Βιολογία), μόνο σε υψηλό επίπεδο (HigherTier). Αλλά και οι διδακτικές μέθοδοι διαφέρουν από σχολείο σε σχολείο. Στα λαϊκά σχολεία τις περισσότερες φορές στο μαθητή δίνονται φυλλάδια και, αν υπάρχει σχολικό βιβλίο, αυτό παραμένει στο σχολείο. Μέσα από διάφορες δραστηριότητες, ο μαθητής περνάει ευχάριστα στην τάξη, βγάζει τα δικά του συμπεράσματα, τα οποία μπορεί να είναι εκ διαμέτρου αντίθετα από την αντικειμενική πραγματικότητα και ο καθηγητής πρέπει να είναι όσο λιγότερο παρεμβατικός γίνεται, αδιαφορώντας για το επίπεδο γνώσης που κατέκτησε ο μαθητής. Στα «καλά» σχολεία, η άμεση διδασκαλία, η ατομική μελέτη στο σπίτι και το ασκησιολόγιο «καλά κρατούν». Αυτό έχει ως συνέπεια να υπάρχει πολύ μεγάλη απόκλιση στα αποτελέσματα των εξετάσεων του GCSE, ανάμεσα στους μαθητές που προέρχονται από την εργατική τάξη και δικαιούνται τα σχολικά γεύματα (free school meals) σε σχέση με τους υπόλοιπους.

Στον πίνακα 2 φαίνεται το ποσοστό των μαθητών που πήρε βαθμό από Α* έως C στη Γλώσσα και τα Μαθηματικά συναρτήσει της οικονομικής τους θέσης από το 2011 έως το 2014. Παρατηρούμε μία σταθερή διαφορά περίπου στο 27% ανάμεσα σε μη προνομιούχους μαθητές και τους υπόλοιπους.
Για τους μαθητές που προέρχονται από την εργατική τάξη είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντεπεξέλθουν με επιτυχία στο σκληρό πρόγραμμα του A Level για να μπουν στο πανεπιστήμιο. Οι πιο εύποροι μαθητές έχουν 2,2 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα πρόσβασης στο SEM A – Level, που οδηγεί στις Ιατρικές – Πολυτεχνικές – Σχολές Φυσικών Επιστημών4.

Για την όξυνση του ταξικού χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος της Αγγλίας, η Dianne Reay, επισκέπτρια καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο LSE και καθηγήτρια Εκπαίδευσης στο Cambridge, γράφει:«Οι ταξικές ανισότητες, συνδυασμένες με τη φυλή και το φύλο, διατρέχουν όλο το σύστημα και όχι μόνο ένα επίπεδο. Μπορεί τώρα να έχουμε συνεχώς αυξανόμενα Πανεπιστήμια για την εργατική, μεσαία και ανώτερη τάξη, όμως πάντοτε είχαμε σχολεία για την εργατική, μεσαία και ανώτερη τάξη. Ακόμα μεγαλύτερη ανησυχία προκαλεί η ταξική και φυλετική πόλωση σε όλους τους τομείς και τα επίπεδα της βρετανικής εκπαίδευσης».

Η Γαλλία, παρότι είχε το πιο σκληρό συγκεντρωτικό σύστημα Εκπαίδευσης, απότοκο της Γαλλικής Επανάστασης και του Γαλλικού Διαφωτισμού, τις τελευταίες δεκαετίες ακολουθεί πολιτική εκπαιδευτικής διαφοροποίησης. Ο μαθητής μετά την πεντατάξια Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση οδηγείται στο τετραετές Γυμνάσιο, ενώ το Λύκειο έχει τριετή διάρκεια. Στο τέλος του Γυμνασίου δίνει εξετάσεις για το κατώτερο δίπλωμα (Diplome National du Brevet) και στο τέλος της Β’ Λυκείου το Certificat d’ Aptitude Professionnelle, το οποίο πιστοποιεί την επαγγελματική κατάρτιση στον τομέα επιλογής του μαθητή (CAP). Το Baccalaureat (Bac) χωρίζεται σε 3 κατευθύνσεις:Γενικό (General), τεχνολογικό (Technologique), επαγγελματικό (Professionnel). Η επιλογή των μαθητών έχει μεγάλη συνάφεια με την ταξική τους προέλευση, όπως φαίνεται στον πίνακα 3 που αφορά στοιχεία του 20196.
Από τους μαθητές που επιλέγουν το επαγγελματικό (Baccalaureat Profesionnel/ επίπεδο 4 του Ευρωπαϊκού Πλαισίου, αντίστοιχο με τα ΕΠΑΛ), μόνο το 25% συνεχίζει τις σπουδές του σε διετείς επαγγελματικές σχολές, το 75% οδηγείται κατευθείαν στην παραγωγή.

Το πιο τρανταχτό όμως παράδειγμα για το πώς η αυτονομία και η ευελιξία των αναλυτικών προγραμμάτων οδήγησαν στην ακόμα μεγαλύτερη ταξική διαφοροποίηση των σχολείων στη Γαλλία, είναι οι Ζώνες Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας (ΖΕΠ). Το 1982 αρχίζει ένα μεγάλο εθνικό πρόγραμμα «στήριξης» σχολείων, με βάση την κοινωνικοοικονομική προέλευση των μαθητών. Βαφτίστηκε «θετική διάκριση» και στόχο είχε την εξομάλυνση των αντιθέσεων.

Το 2012, παρότι γενικεύτηκε το συγκεκριμένο πρόγραμμα αυτήν την τριακονταετία σε 1.200 σχολεία από 363 στην έναρξή του, τα αποτελέσματα της PISA είναι αποκαλυπτικά:Η Γαλλία είναι η χώρα που η κοινωνικοοικονομική προέλευση των μαθητών ασκεί τη μεγαλύτερη επίδραση στις σχολικές επιδόσεις!

Συνάφεια των επιλογών των μαθητών με την ταξική τους προέλευση (Γαλλία)

Το πρόγραμμα της PISA, παρά τις διαφωνίες και ενστάσεις που έχουμε διατυπώσει κατά καιρούς, αποδεικνύει με τα δικά τους κριτήρια τη συνάρτηση της ταξικής προέλευσης των μαθητών με τις επιδόσεις τους και το πώς οι ταξικές ανισότητες όχι απλώς αναπαράγονται, αλλά και οξύνονται μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα στις βασικότερες χώρες της Ευρώπης. Το γράφημα 2 με τα αποτελέσματα του διαγωνισμού το 2009 είναι αποκαλυπτικό.

Το «σύγχρονο» ευρωπαϊκό σχολείο που οραματίζεται το υπουργείο Παιδείας και προσπαθούν εδώ και τριάντα χρόνια όλες οι κυβερνήσεις να εφαρμόσουν και στη χώρα μας, είναι το σχολείο της υποβάθμισης του μορφωτικού επιπέδου για τα παιδιά της εργατικής και της λαϊκής οικογένειας, των ταξικών φραγμών στην πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Δεν αντανακλώνται απλώς οι ταξικές ανισότητες, που ούτως ή άλλως υπάρχουν στην κοινωνία, αλλά μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία οξύνονται. Είναι τόσο παλιό και σάπιο όσο και το σύστημά τους. Το μοναδικό κριτήριο για την αστική τάξη είναι πώς ο απόφοιτος και αυριανός εργαζόμενος θα έχει την κατάλληλη ηλικία και δεξιότητες για να είναι λειτουργικός, εκμεταλλεύσιμος και πειθήνιος στις ανάγκες της τότε παραγωγής σε κάθε χρονική περίοδο. Οπως τη δεκαετία του ’50 και του ’60 έπαιζε αυτόν τον ρόλο ο απόφοιτος της Πρωτοβάθμιας και της κατώτερης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, έτσι και τώρα τον ίδιο ρόλο καλείται να παίξει ο απόφοιτος της υποβαθμισμένης και κατηγοριοποιημένης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης

Στο προσκήνιο η απαίτηση για το σχολείο των λαϊκών αναγκών

Για εμάς σύγχρονο είναι το σχολείο που παρέχει σε όλα τα παιδιά προηγμένη γνώση με βάση την εξέλιξη της επιστήμης και της κοινωνίας, το σχολείο που αναπτύσσει ολοκληρωμένες προσωπικότητες που μπορούν να αντιληφθούν τη θέση τους στη φυσική και την κοινωνική πραγματικότητα. Στο σύγχρονο σχολείο, για εμάς, κριτήριο για το ποιος θα σπουδάσει είναι η κλίση και η θέληση του μαθητή και όχι η κοινωνικοοικονομική του προέλευση. Εκπαιδευτικοί, γονείς και μαθητές οφείλουμε να δώσουμε τη μάχη, να βάλουμε ακόμα περισσότερα εμπόδια στην εφαρμογή αυτής της πολιτικής στην Εκπαίδευση, να δώσουμε τη μάχη να καταργηθεί το νομοσχέδιο – έκτρωμα της κυβέρνησης στην πράξη. Η θέση των εργαζομένων είναι μπροστά σε αυτήν τη μάχη, έχουν αντικειμενικό συμφέρον, γιατί τα παιδιά τους σε αυτό το σχολείο θα φοιτήσουν. Εκπαιδευτικοί, γονείς και μαθητές μπορούμε να βάλουμε στο προσκήνιο την απαίτηση για το σχολείο των λαϊκών αναγκών, το πραγματικά σύγχρονο σχολείο του 21ου αιώνα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025