Οι υπουργοί Παιδείας –τουλάχιστον, η πλειονότητα– προσπαθούν να βάλουν το στίγμα τους αλλάζοντας τη βιτρίνα του ελληνικού σχολείου: το σύστημα εισαγωγής στην . Ηδη ο υπουργός Κώστας Γαβρόγλου εξετάζει εάν θα προχωρήσουν οι αλλαγές σε Β΄ και Γ΄ και το εξεταστικό σύστημα, έχοντας στα χέρια του τις προτάσεις του Ινστιτούτου Πολιτικής (ΙΕΠ), οι οποίες ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», συναντούν σφοδρότατες αντιδράσεις ακόμη και από μέλη του ΣΥΡΙΖΑ.

Βέβαια, τα αποτελέσματα στις Πανελλαδικές Εξετάσεις καθρεφτίζουν αδρά το μέτριο επίπεδο του ελληνικού σχολείου, το οποίο αποτυπώνεται στατιστικά στο ποσοστό της αποτυχίας των υποψηφίων. Κάθε χρόνο, περίπου ένας στους τρεις μαθητές στην κορυφαία στιγμή της εκπαιδευτικής τους διαδρομής συγκεντρώνει μέση επίδοση κάτω από τη βάση. Ωστόσο, ενώ τα φώτα από το υπουργείο Παιδείας στρέφονται στο σύστημα εισαγωγής στο τέλος του λυκείου, τα προβλήματα δημιουργούνται ήδη από το δημοτικό και το γυμνάσιο. Είναι μόνιμα, αλλά ουδείς έχει επιχειρήσει να τα αντιμετωπίσει μεθοδικά. Ενδεικτικά, η γνώση των αγγλικών θεωρείται απαραίτητη, ωστόσο τα Ελληνόπουλα καταφεύγουν στα φροντιστήρια για να μάθουν αγγλικά. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ» ο υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου επιθυμεί να δημιουργήσει το πλαίσιο για πιστοποίηση των αγγλικών όταν οι μαθητές φθάνουν στην Α΄ Λυκείου, όμως η ρύθμιση δεν έχει προχωρήσει ακόμη. Από την άλλη, παρά τις ιαχές… πολέμου για τα Θρησκευτικά και την Ιστορία, αμφισβητούνται οι γνώσεις των παιδιών στα δύο αυτά μαθήματα. Οσο για τη μάχη κατά της παπαγαλίας… δίνεται μονίμως από τους υπουργούς και τους συμβούλους τους, αλλά στα χαρτιά· στην πράξη το αποτέλεσμα είναι μηδενικό. Τα παιδιά απευθύνονται στα φροντιστήρια για τα βασικά.

Η «Κ» σήμερα αναδεικνύει τις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού σχολείου, μιλώντας με μάχιμους εκπαιδευτικούς και πανεπιστημιακούς. «Η εκπαίδευση πάσχει από διοικητική ανεπάρκεια και βραχυπρόθεσμο σχεδιασμό που δεν επιτρέπει σοβαρή προοπτική και στηρίζεται στη συγκυριακή επιτυχία», παρατηρεί ο Κωνσταντίνος Κουκάκης, φιλόλογος, διευθυντής Γυμνασίου Ιλίου και υποψήφιος διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας. Από την πλευρά της η φιλόλογος Κωνσταντίνα Σιαχάμη προσθέτει: «Το υπουργείο προσπαθεί αλλά με ρηχό τρόπο. Το απασχολούν οι τύποι, όχι η ουσία».

Ενα δισ. ευρώ ετησίως για ιδιαίτερα και φροντιστήρια

Πάνω από τις μισές ελληνικές οικογένειες (το 52,7%) δίνουν από 200 έως 400 ευρώ τον μήνα για την εξωσχολική προετοιμασία του παιδιού στα μαθήματα του σχολείου, στο λύκειο αλλά και στο γυμνάσιο. Ο συνολικός τζίρος για τα φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα εκτιμάται ότι προσεγγίζει το ένα δισεκατομμύριο ευρώ ετησίως. Οκτώ στους δέκα μαθητές λυκείου κάνουν τουλάχιστον 11 ώρες εξωσχολικής προετοιμασίας (σε οργανωμένο φροντιστήριο ή ιδιαίτερα μαθήματα) την εβδομάδα. Τα στοιχεία της έρευνας της Αικατερίνης Πολυμίλη –οικονομολόγος, διδάκτωρ Φιλοσοφίας Παιδαγωγικής και διδάσκουσα στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας–, είναι ενδεικτικά για την εδραιωμένη θέση του φροντιστηρίου στην ελληνική εκπαίδευση. Επί χρόνια, ο στόχος του περιορισμού της παραπαιδείας έχει ορισθεί ως ύψιστος για την πλειονότητα των υπουργών Παιδείας. Και αυτό συνδέεται με τον άλλο «μόνιμο» στόχο, της αντιμετώπισης της αποστήθισης. Παρ’ όλα αυτά, στην πράξη τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά.

Ελλείψεις καθηγητών

«Το φροντιστήριο είναι χρήσιμο για το παιδί καθώς αναπληρώνει τα ελλείμματα του σχολείου. Το σχολείο βαδίζει με τον μέσο όρο των μαθητών και, ίσως, προς τα κάτω του μέσου όρου. Ο μαθητής με φιλοδοξίες πρέπει να καταφύγει σε εξωσχολικές δομές», παρατηρεί μιλώντας στην «Κ» φυσικός με μεγάλη εμπειρία στον χώρο των φροντιστηρίων.

Σημαντικός λόγος για την ενίσχυση του φροντιστηρίου είναι και οι ελλείψεις των εκπαιδευτικών. «Δυστυχώς μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών καταφεύγει στην ευκολία της παπαγαλίας για να διδάξουν το μάθημά τους. Βάζουν μπροστά ένα βιβλίο και μέσα από αυτό παραδίδουν. Παρουσιάζουν σημειώσεις-τυφλοσούρτη για τους μαθητές.

Ετσι, καθοδηγούν τα παιδιά να υιοθετήσουν την εύκολη λύση της αποστήθισης», παρατηρεί στην «Κ» ο Αγγελος Παληκίδης, επίκουρος καθηγητής Διδακτικής της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. «Τα παιδιά δίνουν βάρος στην παραπαιδεία, διότι θέλουν συγκεκριμένη, εύπεπτη, κωδικοποιημένη γνώση από το σχολείο για να προετοιμασθούν για τις εξετάσεις. Το σχολείο οφείλει να ενισχύει όλες τις δεξιότητες του παιδιού. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η οικογένεια. Οι γονείς δεν ασχολούνται ιδιαίτερα με τη μελέτη των παιδιών. Ισως δεν έχουν χρόνο, είναι κουρασμένοι, πιεσμένοι, θέλουν να έχουν λίγη δουλειά στο σπίτι με το παιδί, αφήνουν το ουσιαστικό βάρος στον εκπαιδευτικό, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις πρέπει να γίνει και γονιός», παρατηρεί στην «Κ» η Κωνσταντίνα Σιαχάμη, φιλόλογος σε ιδιωτικό σχολείο.

Η έλλειψη αξιολόγησης των εκπαιδευτικών επιτείνει τα όποια προβλήματα, ενώ στο ίδιο πλαίσιο λειτουργεί και η τάση χαλάρωσης του σχολείου με την προσπάθεια για μείωση του φόρτου των παιδιών. Την ίδια στιγμή, την παπαγαλία ευνοεί ο τρόπος οργάνωσης των Πανελλαδικών Εξετάσεων και βαθμολόγησης των γραπτών. Το υπουργείο Παιδείας αξιοποιεί ως βαθμολογητές εκπαιδευτικούς που έχουν απλώς διδάξει ένα εξεταζόμενο μάθημα, χωρίς να τους αξιολογεί με ποιοτικά κριτήρια. Το πράττει, διότι θέλει να έχει γρήγορα τα αποτελέσματα των υποψηφίων, ώστε να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία των εξετάσεων μέχρι τα τέλη Αυγούστου. Οπως ρωτά σχολιαστικά ο κ. Παληκίδης: «Ετσι, πώς μπορεί ο μη επιμορφωμένος εκπαιδευτικός να μην καταφύγει σε κωδικοποιημένη βαθμολόγηση, γεγονός που ευνοεί τον υποψήφιο που έχει παπαγαλίσει;».

Λάθος διδασκαλία σε Θρησκευτικά, Ιστορία

Οι αλλαγές σε Θρησκευτικά και Ιστορία συνήθως πυροδοτούν έντονες διαφωνίες. Πρόσφατη είναι η κόντρα για τα νέα προγράμματα σπουδών των Θρησκευτικών, ενώ ποιος ξεχνά τη διαμάχη στα μέσα της δεκαετίας του 2000 για το βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού (με τη Μαρία Ρεπούση επικεφαλής της συγγραφικής ομάδας); Το ενδιαφέρον είναι εύλογο λόγω του ιδεολογικού χαρακτήρα της Ιστορίας και της φύσης των Θρησκευτικών. Ωστόσο, η συζήτηση εξαντλείται στο περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών. Παρά τις ιαχές ιδεολογικού προσανατολισμού από κόμματα και φορείς, τελικά κανείς δεν εξετάζει εάν οι μαθητές πραγματικά μαθαίνουν Ιστορία και Θρησκευτικά. Αυτό που ισχύει στα ελληνικά σχολεία είναι ότι μεγάλο μέρος των μαθητών απλώς παπαγαλίζει τη διδακτέα ύλη για να πάρει έναν αξιοπρεπή βαθμό προαγωγής.

«Στα Θρησκευτικά είναι ανάγκη να αλλάξει στην πράξη η διδακτική μανιέρα των εκπαιδευτικών, ώστε η διαδικασία της μάθησης να μην αποτελεί αναπαραγωγή μιας τυπικής γνώσης, αλλά να οικοδομείται από τους ίδιους τους μαθητές, να τους εμπλέκει και να τους αφορά. Με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο παράγεται ζωντανή μάθηση με νόημα και προοπτική, αλλά βελτιώνεται η ίδια η ποιότητα της σχολικής εμπειρίας. Σε ένα μη κανονιστικό αλλά εξόχως διερευνητικό πλαίσιο, οι μαθητές εκπαιδεύονται να ερμηνεύουν τις θρησκευτικές διαστάσεις της ζωής και του πολιτισμού, να διαλέγονται και να συνεργάζονται με τους συμμαθητές τους όποια κι αν είναι η θρησκευτική ή μη δέσμευσή τους, να αποκτούν όντως θρησκευτική μόρφωση και το μάθημα των Θρησκευτικών να συνιστά “εκπαίδευση για όλους”», παρατηρεί στην «Κ» ο Σταύρος Γιαγκάζογλου, επίκουρος καθηγητής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και επί σειράν ετών σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και του υπουργείου Παιδείας, Ερευνας και Θρησκευμάτων (ήταν εκ των συγγραφέων των νέων προγραμμάτων σπουδών).

Ανάλογη είναι η κατάσταση στο κρίσιμο μάθημα της Ιστορίας. Οπως αναφέρει στην «Κ» ο Αγγελος Παληκίδης, επίκουρος καθηγητής Διδακτικής της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης (επίσης μέλος της ομάδας για την αλλαγή των προγραμμάτων σπουδών), «ακόμη και το καλύτερο πρόγραμμα σπουδών είναι καταδικασμένο να αποτύχει χωρίς τη συνδρομή εξειδικευμένων, καλά καταρτισμένων και ουσιαστικά επιμορφωμένων εκπαιδευτικών. Στην Ελλάδα την περίοδο της κρίσης η κατάσταση στον τομέα αυτό επιδεινώθηκε δραματικά. Ουσιαστικά υπάρχει κενό μιας γενιάς εκπαιδευτικών. Ταυτόχρονα έχει γίνει κανόνας η ανάθεση μαθημάτων σε απολύτως ανειδίκευτους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι συχνά γνωρίζουν λιγότερα από τους μαθητές τους, και η παιδαγωγική τους “μέθοδος” είναι να διαβάζουν στην τάξη το σχολικό βιβλίο εν είδει ευαγγελίου. Ας μην αναρωτιόμαστε λοιπόν γιατί εξακολουθεί να κυριαρχεί η παπαγαλία και γιατί τα παιδιά μας αποστρέφονται τη σχολική γνώση».

Ανεπαρκής η εκμάθηση της ξένης γλώσσας

Τα φροντιστήρια έχουν υποκαταστήσει το σχολείο στη διδασκαλία της ξένης γλώσσας. Μάλιστα, όπως παρατηρεί στην «Κ» η ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών και ειδική στην ξενόγλωσση εκπαίδευση Μπέση Δενδρινού, η ξένη γλώσσα –ο λόγος κυρίως για τα αγγλικά– είναι το μοναδικό μάθημα για το οποίο οι γονείς στέλνουν τα παιδιά τους σε φροντιστήριο από ολοένα και μικρότερη ηλικία. Είναι σαφές ότι η διδασκαλία των αγγλικών, όπως γίνεται, δεν κρίνεται επαρκής. Χαρακτηριστικά, το 82% των γονιών επιθυμεί το παιδί να έχει αποκτήσει πιστοποίηση επιπέδου Β2 (αντιστοιχεί στο Lower) ολοκληρώνοντας το γυμνάσιο. Ωστόσο, εξαιτίας του προσανατολισμού του μαθήματος, το σχολείο δεν χορηγεί πιστοποιητικά γλωσσομάθειας. Μάλιστα, όπως παρατηρεί η κ. Δενδρινού, «οι ώρες διδασκαλίας της ξένης γλώσσας στα περισσότερα κράτη του κόσμου αυξάνονται προοδευτικά. Η ξενόγλωσση εκπαίδευση αρχίζει με λιγότερες ώρες στο δημοτικό (3-5 ώρες την εβδομάδα), αυξάνεται στο γυμνάσιο και, στη συνέχεια, προστίθενται και άλλες ώρες στο λύκειο. Στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν προβλέπεται κάτι αντίστοιχο. Το ωρολόγιο πρόγραμμα προβλέπει περισσότερες ώρες στο δημοτικό, λιγότερες στο γυμνάσιο και ελάχιστες στο λύκειο. Οσο για την εκμάθηση δεύτερης ξένης γλώσσας, παρά το ενδιαφέρον των μαθητών, εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα ή όχι εκπαιδευτικών.

Η ελληνική πατέντα στο project συνεργασίας

Εξαιτίας των στρεβλώσεων της ελληνικής εκπαίδευσης, ακυρώθηκε στην πράξη το… project. Πρόκειται για την ερευνητική εργασία που εισήχθη στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση μετά το 2011, με στόχο οι μαθητές να εξοικειωθούν με τον ερευνητικό και συνεργατικό τρόπο μάθησης. Σε αδρές γραμμές, οι μαθητές σε ομάδες εκπονούν εργασίες πάνω σε κρίσιμα θέματα (π.χ. ναρκωτικά, σχολικός εκφοβισμός). Πώς κατέληξε το μάθημα; «Το project αποτελεί ελληνική πατέντα στα διεθνή εκπαιδευτικά χρονικά, καθώς μετετράπη από διδακτική μέθοδο σε αντικείμενο που ανατίθεται σε όποιον καθηγητή δεν συμπληρώνει αλλιώς το ελάχιστο υποχρεωτικό εβδομαδιαίο ωράριο διδασκαλίας. Για να μη συμβεί αυτό, θα έπρεπε οι εκπαιδευτικοί να επιμορφωθούν στη διδακτική και τον τρόπο οργάνωσης ενός project», λέει στην «Κ» ο Κώστας Κουκάκης, φιλόλογος, διευθυντής του 11ου Γυμνασίου Ιλίου και υποψήφιος διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας.

Ανάλογα προβλήματα καταγράφονται στη χρήση της πληροφορικής ως μέσου διδασκαλίας. Οπως προσθέτει ο κ. Κουκάκης, «η χρήση των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση με το αναλυτικό πρόγραμμα του 2011 περιέπεσε σε αχρηστία. Ξεκινάμε από έλλειμμα υλικοτεχνικών υποδομών, καθώς υπάρχει μόνον ένα εργαστήριο για να καλυφθούν οι ανάγκες ημερησίως δώδεκα και πλέον τμημάτων μαθητών».

Αλαλούμ με τη διετή προσχολική εκπαίδευση

Αίτημα των εκπαιδευτικών κατά τη μεταπολίτευση είναι η καθιέρωση της διετούς υποχρεωτικής προσχολικής αγωγής, ώστε να συμπεριλάβει και τα παιδιά 4 ετών που θα πρέπει να φοιτήσουν σε νηπιαγωγείο. «Οι επιστημονικές έρευνες καταδεικνύουν ότι η εκκίνηση της προσχολικής αγωγής από την πρώιμη παιδική ηλικία λειτουργεί αντισταθμιστικά στις άνισες ευκαιρίες που προσφέρουν τα διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα προέλευσης των μαθητών», έχει δηλώσει ο υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου, ωστόσο την εξήγγειλε με τέτοια προχειρότητα, που ενισχύει τα επιχειρήματα όσων τον επικρίνουν για μικροπολιτική στόχευση.

Συγκεκριμένα, η διετής υποχρεωτική προσχολική αγωγή θα υλοποιηθεί από τον προσεχή Σεπτέμβριο σε δόσεις, με τον αρχικό σχεδιασμό να κάνει λόγο για σχολεία 245 δήμων από τους συνολικά 345 της χώρας. Και αυτό διότι δεν υπάρχουν σε όλους τους δήμους οι υποδομές για να λειτουργήσουν νηπιαγωγεία και για τα τετράχρονα παιδιά. Αποτέλεσμα είναι να υπάρχουν ποικίλες αντιδράσεις, και από τη ΔΟΕ που ζητεί γενικευμένη εφαρμογή αλλά και –στην αντίθετη πλευρά– από δήμους και εκπροσώπους των βρεφονηπιοκόμων. Τον Σεπτέμβριο, το διαφαινόμενο αλαλούμ θα επιβεβαιώσει την κακοδαιμονία του ελληνικού Δημοσίου.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025