Το μάθημα της Ιστορίας αποτυπώνει αδρά τις βασικές στρεβλώσεις του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Οι μαθητές το διδάσκονται με πασαλείμματα, από καθηγητές και άλλων ειδικοτήτων, ενώ λόγω του όγκου της ύλης δεν επαρκεί ο χρόνος να διδαχθούν γεγονότα σημαντικά στην πορεία της σύγχρονης Ελλάδας.
Απόστολος Λακασάς
Παράλληλα, καθώς το μάθημα μαζί με τα Θρησκευτικά και τη Γλώσσα διαμορφώνουν την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων, οι όποιες αλλαγές στο πρόγραμμά του προκαλούν πολιτικούς κλυδωνισμούς και κόντρες, που θέτουν τη συζήτηση για τα ουσιαστικά προβλήματα σε δεύτερη μοίρα. Ηδη εγείρονται, και από τον μικρότερο εταίρο της κυβέρνηση και όχι μόνον, ενστάσεις και φόβοι πως η νέα παρουσίαση των γεγονότων θα είναι μονομερής, από «αριστερή ιδεολογική σκοπιά». Από την πλευρά της, η επιτροπή διαλόγου έχει δεχθεί έως τώρα πληθώρα παρατηρήσεων και ο διάλογος θα συνεχισθεί στις 15 Μαΐου και στόχος είναι, όπως τόνισε στην «Κ» υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Παιδείας, να ολοκληρωθεί στα τέλη Ιουνίου ώστε να προχωρήσει η διαδικασία για τη συγγραφή βιβλίων.
Ειδικότερα, όπως δήλωσε στην «Κ» έμπειρος καθηγητής Ιστορίας σε γυμνάσιο, λόγω του μεγάλου όγκου της ύλης ανά τάξη οι μαθητές συνήθως «χάνουν» τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, η τουρκοκρατία διδάσκεται τροχάδην λόγω και της δυσκολίας του βιβλίου, ενώ στη Γ΄ Γυμνασίου σπάνια προχωρούν πέραν του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και έως την είσοδο της Ελλάδος στην (τότε) ΕΟΚ. Παράλληλα, «τύχη» θεωρείται εάν το μάθημα διδαχθεί από ιστορικό ή φιλόλογο. Σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική, στα σχολεία η διδασκαλία του ανατίθεται σε καθηγητές ξένης γλώσσας, θεολόγους – «υπήρξε φορά που το δίδαξε ιερέας», ανέφερε στην «Κ» καθηγητής λυκείου – και κοινωνιολόγους, με στόχο να καλύψουν το εβδομαδιαίο ωράριό τους και να μη «μοιράζονται» σε περισσότερα του ενός σχολεία.
«Εμφαση στη συσσώρευση γνώσεων και υποβάθμιση της κριτικής ικανότητας, μεγάλη κόπωση των μαθητών με τις εξετάσεις κυρίως λόγω του τρόπου εξέτασης, έλλειψη σύνδεσης των μαθημάτων μεταξύ τους, αναντιστοιχία του σχολείου με τις εξελίξεις, ξεπερασμένα βιβλία, ανεπαρκής επιμόρφωση εκπαιδευτικών είναι από τις παθογένειες της διδασκαλίας του μαθήματος», δήλωσε στην «Κ» η Χριστίνα Κουλούρη, καθηγήτρια Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και μέλος της ομάδας του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής για τη σύνταξη νέων προγραμμάτων σπουδών.
Στο πλαίσιο του διαλόγου, ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, καθηγητής Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Παν. Θράκης, ανέφερε στην «Κ» ως θετικά στοιχεία των νέων προγραμμάτων, μεταξύ άλλων, την εισαγωγή της οικογενειακής και τοπικής ιστορίας, την προσπάθεια να δοθεί έμφαση στη σύγχρονη ιστορία, την προσπάθεια (έστω και ατελή) να δοθεί θεματικός χαρακτήρας στα περιεχόμενα του μαθήματος. Στον αντίποδα, κρίνει αρνητικά την τεράστια ύλη σε Ε΄ (από τα προϊστορικά χρόνια έως την οθωμανική κατάκτηση) και ΣΤ΄ Δημοτικού (από την Αναγέννηση έως σήμερα), τη λεπτομερή και, κατά συνέπεια, κουραστική εξέταση της αρχαιότητας και της βυζαντινής εποχής, τη χρήση του ενός μόνο εγχειριδίου, καθώς και τη «δαιμονοποίηση» της αφήγησης. Επίσης, αρνητικό θεωρεί τη μη σύνδεση της Ιστορίας με Λογοτεχνία και Γλώσσα, ενώ εστιάζει στη διατήρηση της «σπειροειδούς μεθόδου», βάσει της οποίας η ύλη ξεκινά στο Δημοτικό και επαναλαμβάνεται στο γυμνάσιο έως την Α΄ Λυκείου με εμβάθυνση.
«Το σχήμα είναι ξεπερασμένο και αναποτελεσματικό. Πρέπει να εκπονήσουμε ενιαίο αναλυτικό πρόγραμμα για τα μαθήματα στην υποχρεωτική εκπαίδευση», εκτιμά. Αλλοι επικριτές των προγραμμάτων –με κυρίως ιδεολογικά κριτήρια– μιλούν για υποβάθμιση της διδασκαλίας της αρχαιότητας, με συνέπεια να μην τονίζεται στους μαθητές η συνέχεια φυλής, έθνους και γένους από την αρχαιότητα έως σήμερα. Ωστόσο, η κ. Κουλούρη απαντά ότι «η Ιστορία παραμένει εγκλωβισμένη σε έναν ιδεολογικό και πολιτικό ρόλο που ενέχει αντιφάσεις. Κόμματα και κοινωνικές ομάδες επιθυμούν να δουν να καθρεφτίζεται στη σχολική ιστορία μόνο η δική τους άποψη για το παρελθόν, θεωρώντας τη μόνη σωστή. Είναι προφανές ότι, λόγω των διχαστικών και τραυματικών γεγονότων που διατρέχουν τη σύγχρονη ιστορία, παρόμοιες προσεγγίσεις διαιωνίζουν τον διχασμό και λειτουργούν εις βάρος της νηφάλιας προσέγγισης. Εντούτοις, όσο καλό ή κακό και να είναι το πρόγραμμα, κρίσιμο παραμένει ποιος θα γράψει τα βιβλία και, κυρίως, ποιος θα τα διδάξει».