H πλήρης και αυστηρή αξιολόγηση των όσων προτάσσει η έκθεση του ΟΟΣΑ του 2011 για την παιδεία δεν αποτελεί πλέον προϋπόθεση για τις επόμενες κινήσεις της Κυβέρνησης. Το Υπουργείο Παιδείας μετά από διαπραγματεύσεις με τον ΟΟΣΑ και σε συνεννόηση με τους θεσμούς , έπεισε ότι μετά από πέντε χρόνια σκληρής δημοσιονομικής ασφυξίας έχουν αλλάξει όλα τα δεδομένα με βάση τα οποία συντάχθηκε η έκθεση του ΟΟΣΑ το 2011.
Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας που πέρασε η ελληνική αντιπροσωπία αποτελούμενη από το Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας Γιάννη Παντή, τον Πρόεδρο της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων Κώστα Γαβρόγλου, τον Γενικό Γραμματέα Δια Βίου Μάθησης και Νέας Γενιάς Παυσανία Παπαγεωργίου και υπηρεσιακούς παράγοντες είχαν καθημερινές επαφές με αντίστοιχο κλιμάκιο του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Συμφωνήθηκε η νέα έκθεση του ΟΟΣΑ να στηριχθεί στα σημερινά δεδομένα ώστε να αρχίσει μία σοβαρή συζήτηση στα εξής ζητήματα:
• Την ανάπτυξη του ολοήμερου σχολείου
• Τη διασύνδεση Ερευνητικών Ινστιτούτων, των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ
• Τις διαδικασίες για την κατάρτιση των προϋπολογισμών της Παιδείας
• Τον τρόπο παρακολούθησης των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων
• Την αυτονομία των ιδρυμάτων
• Την ανάπτυξη και εκπαίδευση της σχολικής ηγεσίας
Η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η ελληνική πλευρά και τελικά έγινε αποδεκτή από τους θεσμούς βασίστηκε στην παραδοχή ότι δεν μπορεί να αποτελεί βάση για τις αναγκαίες ρυθμίσεις η προηγούμενη έκθεση του ΟΟΣΑ, διότι είχε συνταχθεί το 2011 με στοιχεία μέχρι το 2009 και σήμερα, το 2016, το εκπαιδευτικό σύστημα λειτουργεί σε τελείως διαφορετικές συνθήκες, σε όλα τα επίπεδα. Άρα, λοιπόν, χρειάζεται μία νέα έκθεση του ΟΟΣΑ, της οποίας η διαμόρφωση θα ξεκινήσει από τον Ιούνιο μόλις ολοκληρωθούν οι συζητήσεις για την δομή και τα θέματα που θα πραγματευτεί.
Έχοντας συνεχείς μειώσεις στους προϋπολογισμούς από το 2009 έως το 2015, το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας βρίσκεται υπό κατάρρευση. Σε αυτό συνέβαλαν, πέρα από τις οικονομικές δυσκολίες, και οι απορρυθμίσεις που συνέβησαν με διάφορες νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες έφεραν πολλά προβλήματα διοικητικής και οργανωτικής υφής, αλλά και εξωτερικοί παράγοντες, οι οποίοι συνεχώς υποβαθμίζουν και δημιουργούν σε έναν μεγάλο βαθμό τεράστια προβλήματα στο εκπαιδευτικό σύστημα. Επομένως σήμερα βρισκόμαστε σε μία φάση, κατά την οποία θα πρέπει να αναδιοργανωθεί το εκπαιδευτικό μας σύστημα.
Ένα από βασικά επιχειρήματα της διαπραγμάτευσης ήταν ότι σήμερα δεν υπάρχει μία κανονικότητα. Δεν είμαστε σε μία περίοδο κανονικότητας, όπου θα μπορούσαμε να κάνουμε άλλη μία μεταρρύθμιση, όπως πιθανόν θα έπρεπε να κάνουμε ανά τακτά χρονικά διαστήματα, για να προσαρμοζόμαστε στα νέα δεδομένα. Ούτε είμαστε σε μία μορφή χαλαρότητας, για να κάνουμε έναν διάλογο γενικώς και αορίστως. Είμαστε σε μία περίοδο, που λόγω της υφιστάμενης κρίσης στο εκπαιδευτικό σύστημα, θα πρέπει να το επανεκκινήσουμε και να το ξαναλειτουργήσουμε με όσο το δυνατόν καλύτερους όρους. Οι όροι αυτοί θα μπορούσαν να προσδιοριστούν σε τρία διαφορετικά επίπεδα: Πρώτον, στην άμεση αντιμετώπιση των επιπτώσεων που προκάλεσε η κρίση, αλλά και πολλές από τις πολιτικές, που επιλέχθηκαν για την αντιμετώπισή της. Δεύτερον, στον αναπροσανατολισμό του εκπαιδευτικού συστήματος στο μέλλον κατά τρόπο, που θα το απεγκλωβίζει από τις δυσλειτουργίες, τις παθογένειες και τους φραγμούς του παρελθόντος. Και τρίτον, στη διαμόρφωση ενός νέου εκπαιδευτικού παραδείγματος για τη χώρα, το οποίο αφενός θα λαμβάνει τα ευρωπαϊκά και διεθνή δεδομένα υπόψη του για την εκπαίδευση, την έρευνα και την ανάπτυξη και αφετέρου θα έχει πρόταγμα την κοινωνική δικαιοσύνη.