Άγιε Βασίλη φέτος θα κάνω την έκπληξη και δεν θα σου ζητήσω παιχνίδια. Ελπίζω με αυτή μου τη στάση να μην σε στείλω και σένα στην ανεργία, όπως είναι τόσους μήνες ο μπαμπάς μου. Άγιε Βασίλη μου το ομολογώ ότι φέτος δεν ήμουν και τόσο καλό παιδάκι όπως συνηθίζουμε να γράφουμε στα γράμματα προς σε εσένα. Έχω όμως τους λόγους μου. Τους γράφω παρακάτω και πιστεύω πως θα με καταλάβεις και θα μου στείλεις και φέτος δώρο.
Για το νέο έτος, το 2022, λοιπόν θέλω να σου ζητήσω διαφορετικά πράγματα. Να ξεκινήσω με το σχολείο μου. Αν μπορούσες να μου στείλεις ανθρώπους που νοιάζονται για μένα. Αυτοί οι περυσινοί εκεί που βγαίνουν οι αποφάσεις, νομίζω υπουργείο το λένε, δεν νιώθω ότι νοιάζονται. Δεν μπορούν να μπουν στη θέση μου γιατί από ότι λένε είναι μέσα σε κάτι γραφεία και δεν έχουν πατήσει ποτέ σε σχολείο. Όλο λένε «για το καλό μου» και «για το καλό μου» αλλά εγώ δεν πάω καθόλου καλά. Μέσα μου δεν είμαι καλά. Θα σου εξηγήσω.
Στο σχολείο δεν πάω πια με χαρά. Ούτε οι βαθμοί πια δεν με νοιάζουν που παλιά με νοιάζανε. Το μόνο που ακούω είναι μη το ένα μη το άλλο, πρέπει το ένα πρέπει το άλλο. Μη θα κολλήσεις, μη θα κτυπήσεις, μη θα τιμωρηθείς. Πρέπει να διαβάσεις, πρέπει να ακούς τους δασκάλους σου, πρέπει να πας καλά στα διαγωνίσματα, να πάρεις καλούς βαθμούς. Μα εμένα δεν με ενδιαφέρουν όλα αυτά. Δηλαδή με ενδιαφέρουν αλλά πρώτα θέλω να νιώθω καλά μέσα μου. Θέλω να νιώσω ξανά την αίσθηση πως είμαι άτρωτος, πως δεν κινδυνεύω από τίποτα αφού είμαι ένα παιδί. Έτσι όπως νιώθαμε όλα τα παιδιά πριν εμφανιστεί αυτός ο παλιό-ιός. Θέλω η ζωή μου να βγάζει νόημα όπως παλιά. Θέλω κάποιος να μου δείξει έναν άλλο κόσμο, να μου πει πως όλα αυτά είναι περαστικά και πως όλα θα φτιάξουν. Θέλω ελπίδα. Θέλω χαρά. Και το πιο σημαντικό: θέλω να νιώσω πως κάποιος με βλέπει. Αλλιώς εγώ θα κάνω σαχλαμάρες για να τον κάνω να γυρίσει και να με δει. Θα σπρώχνω, θα λέω κακές λέξεις, θα κάνω αταξίες, θα κάνω φασαρία στο μάθημα, όλα αυτά που ενοχλούν τους μεγάλους. Να για να με κάνετε να νοιώθω αόρατος!!
Μην νομίζεις, και στην οικογένειά μου νιώθω αόρατος. Εκεί και αν νιώθω. Η ζωή μου έχει αλλάξει πολύ το τελευταίο διάστημα. Εκεί που ήμουν ο απόλυτος πρωταγωνιστής στην οικογένειά μου τώρα παίζω το ρόλο κομπάρσου. Οι άλλοι μού απευθύνονται συνέχεια με «Σστ» και «Σστ».
«Σστ» μου λένε η μαμά και ο μπαμπάς όταν βλέπουν τηλεόραση. Αλήθεια τι είναι αυτό που περιμένουν να ακούσουν εδώ και έναν χρόνο; «Έχεις και εσύ ένα τάιμινγκ ρε παιδί μου, απίστευτο πράγμα. Κάτσε να τελειώσουν οι ειδήσεις και μας λες» μου λένε συνήθως. Τις πιο πολλές φορές, βέβαια, εκείνη η στιγμή δεν έρχεται ποτέ. Εγώ περιμένω να τελειώσουν οι ειδήσεις αλλά μετά δεν τολμώ να μιλήσω γιατί αρχίζει η ανάλυση των όσων άκουσαν και επειδή τα νεύρα τους είναι τεντωμένα και ανεβαίνουν οι τόνοι, το «Σστ» αυτή τη φορά το λέω από μέσα μου εγώ στον εαυτό μου αποχωρώντας από το σαλόνι στις μύτες των ποδιών μου.
«Σστ θα ακούσει το παιδί» ακούγεται από τη κρεβατοκάμαρα όταν η μαμά και ο μπαμπάς καυγαδίζουν. Α ναι, μην απορείτε είναι η καινούρια μόδα στο σπίτι μας, να φωνάζουμε όσο πιο σιγά μπορούμε. Παλιά όταν άκουγα τους γονείς μου να μαλώνουν, φωνάζοντας δυνατά ένας στον άλλο, ένιωθα πολύ άσχημα. Τώρα που βγάζουνε αυτές τις πνιχτές φωνούλες, δεν ξέρω γιατί, αλλά νιώθω δέκα φορές χειρότερα, σα να φεύγει η γη κάτω από τα πόδια μου.
Τις προάλλες που αρρώστησα με πυρετό ανησύχησα πολύ. Όχι από τον πυρετό (το PCR βγήκε αρνητικό εξάλλου) αλλά από την αντίδραση της μαμάς. Όταν κοίταξε το θερμόμετρο που έγραφε 39 την άκουσα, με ανοιχτό το στόμα, να λέει «δεν είναι τίποτα, θα σου περάσει». Πάνε εκείνες οι καλές εποχές που μου έφερνε δύο γιατρούς να με δούνε και έπαιρνε όλες τις φίλες της για να το συζητήσει και να σιγουρευτεί ότι δεν είναι τίποτα το σοβαρό. Πάνε οι εποχές της κομπρέσας με ξύδι και που η μαμά κοιμότανε μαζί μου μέχρι να μου περάσει.
Την άλλη μέρα που πήγα σχολείο μία χαρά με πρόσεξε η μαμά όταν την φώναξε ο διευθυντής να έρθει γιατί πήρα αποβολή αφού τράβηξα τα μαλλιά μιας συμμαθήτριας για πλάκα. Πολύ ευαίσθητη και αυτή, έβαλε αμέσως τα κλάματα. Για την συμμαθήτρια μιλάω. Από την μαμά πού τέτοια τύχη. Αφού με κατσάδιασε μπροστά στο διευθυντή μετά από 5 λεπτά σηκώθηκε και έφυγε βιαστικά. Εκεί που ανησύχησα περισσότερο ήταν πως πριν φύγει και έξω από το γραφείο του διευθυντή μου είπε σιγά να μην ακούσει κανείς: «δεν πειράζει παιδί μου, δεν έγινε και τίποτα το σοβαρό». Τι δεν πειράζει ρε μάνα, πάνω που άρχισα να νιώθω ορατός; Τι άλλο πρέπει να κάνω για να με προσέξετε και μένα;
Βέβαια για να είμαι δίκαιος η μαμά και ο μπαμπάς ξοδεύουν πολλά λεφτά για μένα. Και κινητό μου πήραν, καλή μάρκα, και φροντιστήριο ελληνικό και ξένες γλώσσες. Και ρούχα ωραία μοστράρω στο σχολείο. Αλλά εγώ όλα αυτά θα τα αντάλλαζα με λίγο από το χρόνο τους. Και λίγο από το βλέμμα τους.
Εν τω μεταξύ Άγιε Βασίλη εκεί που για πολύ καιρό ήμουν κλεισμένος στο δωμάτιό μου-για την καραντίνα μιλώ- και σκούριασα τελείως, όταν ανοίξανε τα σχολεία είναι σαν να μου είπαν ξαφνικά: «τρέξε μαραθώνιο». Πλακώσανε τα μαθήματα, τα διαγωνίσματα, τα φροντιστήρια 3 ώρες τη μέρα και πλακώσανε και εμένα. Μα εγώ είμαι παιδί. Θέλω να παίζω και λίγο αλλιώς τα παίζω τελείως. Εσύ που είσαι ο Άγιος των παιδιών και των παιχνιδιών σίγουρα με καταλαβαίνεις.
Και την κούραση πες ότι θα την συνήθιζα. Αυτό που δεν αντέχω είναι πως νιώθω μόνος μου. Και είναι περίεργο ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους. Τους πιστεύω όταν λένε πως με αγαπούν και νοιάζονται για μένα αλλά μάλλον από ότι φαίνεται δεν μπορούν να μου το δείχνουν πια. Εντάξει δεν λέω, έχουν και αυτοί τα προβλήματά τους αλλά εγώ βλέπω τον κόσμο μέσα από τα μάτια τους. Και όταν δεν με βλέπουν νιώθω σαν μην υπάρχω σε αυτόν τον κόσμο. Και τότε κάνω καμία αταξία για να με προσέξουν. Για λίγο μην φανταστείς. Μετά χρειάζεται να κάνω και άλλη.
Για αυτό Άγιε μου Βασίλη φέτος θα σου ζητήσω κάτι διαφορετικό. Προχτές είδα μία παλιά ταινία στην τηλεόραση: τον αόρατο άνθρωπο. Αυτός όταν ήθελε να γίνεται ορατός φόραγε μία στολή. Αυτή θέλω.
Επιμέλεια Δημήτρης Τσιριγώτης