Αγαπημένο μου ημερολόγιο, σήμερα δεν θέλω να πάω στην δουλειά.
Δεν θέλω να αφήσω το σπίτι μου και το παιδί μου για να πάω εκεί.
Νιώθω ευγνώμων για την δουλειά που έχω ενώ χιλιάδες συνάνθρωποί μου αναζητούν απεγνωσμένα μια. Δεν θέλω να πάω όμως. Την δουλειά μου την αγαπώ. Εγώ την επέλεξα εξάλλου. Υπάρχει μεγαλύτερη ευλογία από το να είσαι εκπαιδευτικός;
Από το να κάνεις τα παιδιά να χαμογελούν με μια τόση δα ανακάλυψη που έκαναν, με κάτι καινούριο που έμαθαν; Κάτι τόσο μικρό που όμως για εκείνα μπορεί να σημαίνει τον κόσμο ολόκληρο. Οι εκπαιδευτικοί έχουμε την αξίωση και την ευθύνη να είμαστε γονείς για χιλιάδες παιδιά.
Έχουμε την ευθύνη να γίνουν άνθρωποι με ιδέες, με αξίες, με ήθος. Οφείλουμε να τα προσέχουμε καθημερινά μα πάνω από όλα οφείλουμε να τα αγαπάμε.
Εμείς, είμαστε οι μοναδικοί άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο που μπορούμε να ακούσουμε από χιλιάδες παιδικά στόματα και φωνούλες την λέξη ”μαμά” ή ”μπαμπά” αντίστοιχα. Παρόλα αυτά καλό μου ημερολόγιο δεν θέλω να ξεκινήσω σήμερα για την δουλειά… Η ώρα περνάει… Είμαι ήδη έτοιμη να φύγω. Μα δεν θέλω. Τσεκάρω το κινητό μου για τελευταία φορά, με την κρυφή ελπίδα να μην πάω στο σχολείο. Είχα να νιώσω έτσι από τότε που ήμουν η ίδια μαθήτρια και ήθελα να χάσω την πρώτη ώρα της χημείας!! Πήγε εννιά παρά ημερολόγιο μου… Και εγώ έχω ήδη ξεκινήσει για το σχολείο.
Απολαμβάνω τα τελευταία λεπτά της μοναξιάς μου παρέα με ένα τραγούδι και ένα ποτήρι καφέ. Το ρολόι γράφει εννιά και εγώ είμαι ήδη στο προαύλιο. Μα δεν θέλω να περάσω την πόρτα του σχολείου. Παίρνω βαθιά ανάσα και ανοίγω την πόρτα. Νιώθω τουλάχιστον δέκα ζευγάρια μάτια να είναι καρφωμένα πάνω μου. Περπατώ γρήγορα και μπαίνω στο γραφείο μου. Σαν κυνηγημένη. Οι συνάδερφοί μου έχουν δουλειά…
Όλοι μπροστά από μια οθόνη ενός υπολογιστή ή μπροστά από ένα βιβλίο. Τους κοιτάω προσεκτικά. Πολλοί δεν αντιλήφθηκαν καν ότι έχω έρθει. Τους μιμούμαι. Ανοίγω το λάπτοπ και προσπαθώ να ξεχαστώ. Τους αγνοώ όπως και αυτοί.
Χάνομαι στο ίντερνετ. Προσπαθώ να βρω κάποια φυλλάδια για εκτύπωση μα αδυνατώ. Μάλλον κάποιος τα πείραξε! Αναστενάζω βαθιά και τα ξανα ψάχνω. Αγαπημένο μου ημερολόγιο θα βάλω τα κλάματα. Ξέχασα ότι πρέπει να παρουσιαστώ στην διευθύντρια. Χτυπώ διακριτικά την πόρτα του γραφείου της και ανοίγω. Της αναφέρω ότι ήρθα μαζί με μια καλημέρα. Με κοιτάει απλά. Κουνάει το κεφάλι και γυρίζει στην δουλειά της.
Ημερολόγιό μου… Βοήθεια. Φεύγω όσο διακριτικά μπήκα.
Το κουδούνι χτύπησε. Κοιτάω στον πίνακα σε ποια αίθουσα πρέπει να πάω… Ανεβαίνω τα σκαλιά. Δίπλα μου τα παιδιά να χαμογελούν. Εγώ γιατί δεν χαμογελάω ημερολόγιό μου; Πριν μπω στην αίθουσα, παίρνω μια βαθιά ανάσα. Φοράω την μάσκα με το χαμόγελο. Ανοίγω την πόρτα… Είμαι εδώ. Απέναντι σε δώδεκα παιδιά. Περιμένουν να τους μιλήσω. Να παίξουμε. Να μάθουν.
Μα ημερολόγιό μου… Δεν θέλω να διδάξω. Δεν μπορώ να διδάξω. Θέλω να κλάψω και να τα πάρω μια αγκαλιά. Παρόλα αυτά ξεκινάω να παραδίδω. Πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα αν ένιωθα καλύτερα στο σχολείο.
Τα παιδιά μου ζητούν να παίξουμε το παιχνίδι με την μπάλα και τις ερωτήσεις στην αυλή. Τους αρνούμαι. Δεν μπορώ να παίξω. Μου ζητούν να δουν ταινία. Δέχομαι. Θα έχω χρόνο να σκεφτώ. Οι ώρες περνούν έτσι. Επιτέλους χτύπησε το τελευταίο κουδούνι. Ευτυχώς υπάρχουν μερικοί που με κάνουν να νιώσω καλύτερα. Χρειάζομαι μια αγκαλιά. Και ευτυχώς την βρίσκω.
Και ενώ είμαι ενήλικη νιώθω σαν ένα αβοήθητο παιδί. Πήγε δύο ημερολόγιό μου. Μαζεύω τα πράγματά μου. Παρουσιάζομαι στην διευθύντρια για να υπογράψω. Δεν ανταλλάζουμε κουβέντα. Αντίο σχολείο. Μπαίνω στο αυτοκίνητο και ξεκινάω για το σπίτι.
Με πιάνουν τα κλάματα. Ποια είμαι; Εγώ λάτρευα την δουλειά μου. Και ακόμα την λατρεύω.
Μα δεν μπορώ να λειτουργήσω στο σχολείο. Πήγε ήδη τρεις παρά…
Έφτασα σπίτι. Επιτέλους. Αύριο πάλι. Ένας νέος Γολγοθάς. Με έναν νέο σταυρό.
Μα με τους ίδιους Μαθητές και τον ίδιο Ιούδα. Ανυπομονώ να φτάσω στην Ανάσταση ημερολόγιο μου. Μα πρέπει πρώτα να σταυρωθώ.
Με αγάπη … Εγώ…