Ο Εθνικός και Κοινωνικός Διάλογος για την Παιδεία
Είναι βαθειά διαδεδομένη ανάμεσα στους πολίτες αυτής της χώρας η πεποίθηση ότι η παιδεία και η εκπαίδευση μπορούν να δώσουν χέρι βοήθειας στην κοινωνία μας να βγει από την κρίση. Αλλά πώς η πεποίθηση θα μετουσιωθεί σε πράξη και δεν θα μείνει ως μια ακόμη ρητορική άσκηση; Πώς η φράση Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία, που δικαίως θεωρείται ακρογωνιαίος λίθος της δημοκρατίας μας, θα αποκτήσει νόημα σήμερα; Είναι γεγονός ότι το ζην και το ευ ζην των πολιτών, η υγεία και η εκπαίδευση δέχτηκαν τα ισχυρότερα πλήγματα από την οικονομική κρίση και τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν για να τη θεραπεύσουν. Η εκπαίδευση όμως είχε χάσει την προωθητική της δύναμη πολύ πριν την κρίση, και με την κρίση πολλαπλασιάστηκαν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε. Μέρος αυτής της κρίσης ήταν και οι πολιτικές που αντιμετώπισαν την εκπαίδευση αποκλειστικά ως οικονομικό μέγεθος, τεχνοκρατικά, με ενίσχυση των ιεραρχιών, διαπνεόμενες από τιμωρητικό πνεύμα απέναντι στο χειραφετητικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης και τους λειτουργούς της. Πολιτικές που αποχύμωσαν την εκπαίδευση από την παιδεία και δυσφήμισαν τον όρο και την έννοια μεταρρύθμιση. Πώς θα ξαναδώσουμε στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις το βάρος που είχαν στην ιστορία μας; Πώς θα ξαναβρούμε το νήμα που μας ενώνει με τις προσπάθειες του Εκπαιδευτικού Ομίλου, του Δελμούζου, του Γληνού και της Ρόζας Ιμβριώτη, του Κακριδή, του Παπανούτσου και του Δημαρά, με τα ιδεώδη της δημοκρατικής μας Μεταπολίτευσης; Η ελληνική κοινωνία έχει μια μεγάλη παρακαταθήκη ιδεών και θέλησης, διαθέτει ανθρώπους ικανούς, και προπαντός η ίδια, παρά τις δυσκολίες και τους περιορισμούς στους οποίους είναι αναγκασμένη να πορεύεται, δεν έχει χάσει το αίσθημα ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας. Συνεχίζει να θεωρεί την εκπαίδευση των νέων ως ένα από τα υπέρτατα αγαθά για τα οποία πρέπει να μεριμνά το κράτος.
Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στην ιστορία ήταν συνώνυμες με τις επιδιώξεις των ανθρώπων να δημιουργήσουν ιδεώδεις κοινωνίες. Δυστυχώς όμως σήμερα, η κυρίαρχη τάση διεθνώς είναι να θεωρείται η εκπαίδευση όχι πλέον κοινωνικό αγαθό και δικαίωμα που απορρέει από αυτή καθεαυτή την ιδιότητα του πολίτη, αλλά υπηρεσία, μετρήσιμο οικονομικά προϊόν. Η ανταγωνιστικότητα, η ποσοτικοποίηση των παραμέτρων, οι αλλεπάλληλες εξετάσεις, ο κατακερματισμός της γνώσης, η απόκτηση όχι γνώσεων αλλά δεξιοτήτων, η προσαρμοστικότητα στην αγορά, αντικατέστησαν τα εκπαιδευτικά ιδεώδη του Ανθρωπισμού και του Διαφωτισμού. Ως αγαθό η εκπαίδευση έγινε επίζηλο αντικείμενο ιδιοποίησης. Ο τεχνοκρατισμός και ο διευθυντισμός αντικατέστησαν την κοινότητα, ο αποκλεισμός την ενσωμάτωση. Αντί στοχαστικής απόλαυσης, αναβλύζει άγχος· το πνεύμα συνεργασίας και αλληλεγγύης επισκιάζεται από τον ανταγωνισμό. Η Παιδεία, ως αυτάρκες ιδεώδες, δεν κατοικεί πλέον στους εκπαιδευτικούς θεσμούς.
Δυστυχώς, στο σημείο που έχουμε φτάσει, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η εκπαίδευση δεν συνδέεται πλέον με την ελπίδα. Κατά συνέπεια, χρεωνόμαστε όλοι με ένα καθήκον βαρύτερο: την αποτροπή της απελπισίας. Η απουσία συλλογικών και συνεκτικών οραμάτων είναι μια κοινή διαπίστωση. Αυτή η έλλειψη ελπίδας προκαλεί μια κατάρρευση του νοήματος. Έχει καταρρεύσει το σύστημα νοημάτων που συνδέει το άτομο με την κοινωνία, το παρόν με το μέλλον αλλά και με την ιστορία του. Αυτή η απουσία σημασιοδότησης έχει κατακλυσμιαίες και καταστροφικές συνέπειες στις κοινωνικές και στις πολιτικές συμπεριφορές, στην κοινωνική συμβίωση, στον καθημερινό βίο. Το διαπιστώνουμε στις πολιτικές αλλά και στις καθημερινές συμπεριφορές, στην αδιαφορία, στις καταστροφές και στην επιθετικότητα που ενδημούν εντός και εκτός του σχολικού περιβάλλοντος. Αν δεν ανταποκριθεί η παιδεία και η εκπαίδευση σ’ αυτό το καθήκον, ποιος μπορεί να το αναλάβει; Αν δεν δεσμευθεί η πολιτική ηγεσία αλλά και η εκπαιδευτική κοινότητα που εργάζεται σε όλες τις βαθμίδες, συμπεριλαμβανομένων των δασκάλων, των μαθητών και των γονέων τους, πώς μπορεί να συγκροτηθεί, να αρθρωθεί και να μπει στην πράξη ένα σχέδιο που θα ξαναφέρει στην εκπαίδευση τη μάθηση, που θα αποτρέψει την απίσχναση της εκπαίδευσης σε κατάρτιση και θα την ενυδατώσει πάλι με τους χυμούς της πνευματικής καλλιέργειας; Πώς θα κάνουμε πάλι την εκπαίδευση κιβωτό προσδοκιών για το συλλογικό ευ ζην;
Πρέπει να συζητήσουμε ένα εθνικό σχέδιο ανάταξης της παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της· ένα σχέδιο το οποίο θα είναι πραγματοποιήσιμο, θα κερδίσει την εμπιστοσύνη των εκπαιδευτικών, των εκπαιδευόμενων και των πολιτών· ένα σχέδιο ρεαλιστικό αλλά με πνοή αλλαγών που θα αφορούν τη μορφή, τις διαδικασίες και το περιεχόμενο της εκπαίδευσης· ένα σχέδιο ανοιχτό στον πειραματισμό, ικανό να αλλάζει μέσω του αναγκαίου αναστοχασμού και επανασχεδίασης των στόχων, των μέσων και των αποτελεσμάτων του τέλος ένα σχέδιο που να δημιουργεί εμπιστοσύνη, ένα σχέδιο φιλολαϊκό.
Εξίσου σημαντική με το περιεχόμενο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης είναι η διαδικασία και η μέθοδος επίτευξης της. Μέθοδος και περιεχόμενο είναι αλληλένδετα, η εκπαιδευτική κοινότητα δεν εφαρμόζει αλλά συμμετέχει στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Το μεταρρυθμιστικό έργο δεν μπορεί να φέρει καρπούς με την εφαρμογή των κανόνων μόνο. Η επιτυχία των μεταρρυθμίσεων επομένως θα κριθεί από την ανασυγκρότηση των εκπαιδευτικών κοινοτήτων και από τη δημιουργική συμμετοχή τους. Όλα αυτά βέβαια ενδέχεται να μείνουν ως εκδήλωση αγαθών προθέσεων, ως άλλο ένα κεφάλαιο στην καταγραφή των μεταρρυθμίσεων που δεν έγιναν, αν ο διάλογος είναι ατέρμονος, χωρίς ιεραρχήσεις αναγκών, χωρίς συγκεκριμένα αποτελέσματα, αν κατακερματιστεί σε επί μέρους και ασύνδετες μεταξύ τους και με τον τελικό στόχο επιδιώξεις και αιτήματα. Και ναι μεν η χώρα βρίσκεται σε βαθειά οικονομική δυσπραγία και πενία μέσων, αλλά στη σφαίρα της εκπαίδευσης ο υποκειμενικός παράγοντας διαθέτει μια δυναμική υπέρβασης των εξωτερικών περιορισμών κατά πολύ ισχυρότερη από ό,τι σε άλλα πεδία δραστηριοτήτων. Γι’ αυτό άλλωστε η εκπαίδευση μπορεί να γίνει η προωθητική δύναμη της κοινωνικής ανάταξης.
Η κρίση την οποία βιώνουμε αποδείχτηκε ότι δεν έχει παροδικά χαρακτηριστικά. Η ελληνική κοινωνία, όπως άλλωστε και οι άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες, έχουν εισέλθει σε μια περίοδο ύφεσης, δυσπραγίας, μεγέθυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, ανατροπής των μεταπολεμικών συνθηκών που έθεσαν την εκπαίδευση στο επίκεντρο του κοινωνικού κράτους. Οι κρίσεις αστάθειας είναι συνεχείς, καθιστώντας τους εκπαιδευτικούς θεσμούς οικονομικά τρωτούς. Οι μεταναστευτικές κρίσεις επίσης αλλάζουν τα δεδομένα της ευρωπαϊκής εκπαίδευσης, όχι μόνο ως προς τη δυνατότητά της να απορροφήσει ομάδες αλλόγλωσσου μαθητικού πληθυσμού, αλλά και ως προς το διαμεσολαβητικό ρόλο που μπορεί να αναλάβει, ώστε να προλάβει συγκρούσεις που ανακύπτουν από πολιτισμικές και νοοτροπιακές διαφορές. Τέλος, με τις ιδεολογίες μίσους να ρηγματώνουν το πρόσωπο του πολιτισμού μας, η εκπαίδευση, τόσο ως διαδικασία μέσω της οποίας δομούνται κοινότητες όσο και ως περιεχόμενο μέσω του οποίου ενσταλλάσσονται ανθρωπιστικά ιδεώδη στη νέα γενιά, οφείλει να επωμιστεί τον ρόλο της διαμόρφωσης χαρακτήτων και προσωπικοτήτων. Πρόκειται για δυσκολίες και καθήκοντα που καθιστούν την εκπαίδευση και την μεταρρύθμισή της κεντρικό εγχείρημα των σύγχρονων κοινωνιών. Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις επομένως χρειάζεται να έχουν ολικό χαρακτήρα τόσο ως προς τη θεσμική τους διάσταση, όσο και ως προς το περιεχόμενό τους.
Χρειάζονται βαθιές και σωστικές παρεμβάσεις σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Αλλά εκείνη που είναι νεκρή, είναι το λύκειο. Το εκπαιδευτικό σύστημα και η σχεδόν ολοκληρωτική εξάρτηση των μαθητών από θεσμούς παραπαιδείας για την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, έχει μετατρέψει αυτή την βαθμίδα της εκπαίδευσης σε ένα διάδρομο για τις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Μια περίοδος στην οποία ο νεανικός πληθυσμός της χώρας θα έπρεπε να διαμορφώνει την προσωπικότητά του και να αποκτά πρόσβαση στον κόσμο της γνώσης και του πολιτισμού, εξαντλείται σε έναν αγώνα άγονης γνώσης. Η απελευθέρωση του Λυκείου από το ζυγό των εξετάσεων είναι το πρώτο καθήκον. Έχουμε χρέος να επιστρέψουμε στ’ αγόρια και στα κορίτσια την κλεμμένη εφηβεία τους.
Οι δυο πρώτες βαθμίδες πρέπει να γίνουν πεδία πειραματισμών προς την κατεύθυνση της σφαιρικής εκπαίδευσης. Πώς θα ξανακερδίσουμε το ενδιαφέρον των παιδιών για το σχολείο; Πώς θα αποσπάσουμε τους γονείς από το άγχος της επιτυχίας των παιδιών τους; Πώς θα υποκινήσουμε τη δημιουργικότητα στο δάσκαλο; Η εγκύκλια εκπαίδευση έχει βουλιάξει στο τέλμα εδώ και δεκαετίες. Έχει πάψει να αναρωτιέται τι είδους πολίτες δημιουργεί. Το σχολείο χρειάζεται να απελευθερωθεί από ένα πρόγραμμα παρωχημένο, που φορτώνει τα παιδιά και τους γονείς τους κουραστικές, ανούσιες και κατακερματισμένες γνώσεις. Το σχολείο πρέπει να λειτουργήσει με λιγότερο κόπο αλλά πιο έξυπνα. Αυτή τη δυνατότητα την προσφέρει η νέα ηλεκτρονική εποχή. Πρέπει να ξανασχεδιαστούν τα αναλυτικά προγράμματα, να ενισχύσουμε τη σχέση δασκάλων και μαθητών, την πρόσωπο με πρόσωπο διδασκαλία. Οι μαθητές από παθητικοί αποδέκτες γνώσεων πρέπει να μάθουν τη μέθοδο να λύνουν προβλήματα και να χειρίζονται πληροφορίες. Να μάθουν να μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν.
Η ανώτατη εκπαίδευση θέλει επίσης τολμηρό ανασχεδιασμό πανεπιστημίων, σχολών και τμημάτων. Το πρόβλημα των μετεγγραφών που βαραίνει οικονομικά τις οικογένειες, που ερημώνει τα περιφερειακά και επιβαρύνει τα κεντρικά πανεπιστήμια παραλύοντάς τα από το πλήθος, αποκαλύπτει κακό σχεδιασμό και προβληματική χωροθέτηση της ανώτατης εκπαίδευσης. Πρόκειται για ένα μεγάλο πρόβλημα που αφορά το μέλλον και τη βιωσιμότητα της ανώτατης εκπαίδευσης. Χρειάζεται στρατηγική ανασχεδιασμού του χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης, με συναίνεση και συζήτηση ασφαλώς, χωρίς παραχωρήσεις σε επί μέρους συμφέροντα αλλά και χωρίς το άγχος ότι πρόκειται για πρόφαση απολύσεων και περικοπών. Επίσης καμιά μεταρρύθμιση δεν μίλησε έως τώρα για τον πυρήνα της διδασκαλίας, για το σεμινάριο και την κατάργηση των αμφιθεάτρων, για τη δυνατότητα των φοιτητών να χτίζουν ελεύθερα το πρόγραμμά τους, για τον συνδυασμό επιστημονικών πεδίων στα πτυχία.
Ο εκπαιδευτικός σχεδιασμός δεν έχει λάβει υπόψη του σοβαρά ως τώρα ότι βρισκόμαστε στο μεταίχμιο δυο εποχών που χαρακτηρίζεται από μια ριζική αλλαγή τεχνολογικού περιβάλλοντος. Οι νέες τεχνολογίες χρησιμοποιούνται είτε ως πανάκεια για τα όλα τα δεινά της εκπαίδευσης, είτε ως μια φτηνή λύση που μεταθέτει το κόστος της διδασκαλίας από το έμψυχο προσωπικό στις εταιρείες παραγωγής λογισμικού. Πρέπει να συλλάβουμε με τόλμη την έκταση και το βάθος των μεταβολών, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει αποσπασματικά. Απαιτεί ένα σχεδιασμό σε βάθος χρόνου, στον οποίο θα εμπλακεί η τεχνολογία, η παιδαγωγική επιστήμη και η φιλοσοφία των επιστημών και ο οποίος θα αφορά όλες τις παραμέτρους της εκπαίδευσης.
Τα προβλήματα είναι τόσο μεγάλα και σύνθετα, ώστε δεν αντιμετωπίζονται με την αλαζονεία των εκ των προτέρων έτοιμων λύσεων. Ο εθνικός διάλογος για την παιδεία πρέπει να διερευνήσει και να καταγράψει τα προβλήματα. Να διευρύνει τον ορίζοντα προσδοκιών για τις αλλαγές στην εκπαίδευση και να συγκροτήσει μια ατζέντα αλλαγών με προοπτική για τις επόμενες δεκαετίες. Κυρίως πρέπει να εμφυσήσει στην πληγωμένη κοινωνία μας το πνεύμα των αλλαγών που η ίδια μπορεί να αναλάβει αυτομεταρρυθμίζοντας τον εαυτό της με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της και αυτοπεποίθηση. Οι προτάσεις θα περιλαμβάνουν αλλαγές που θα εισαχθούν με νομική μορφή, αλλά θα πρέπει να περιλαμβάνουν και προτάσεις για την αλλαγή νοοτροπιών και κλίματος στα σχολεία, προτάσεις μετεκπαίδευσης των εκπαιδευτικών, προτάσεις για τα οικονομικά της εκπαίδευσης και τη σύνδεσή της με τις τοπικές κοινωνίες. Θα είναι προτάσεις που θα ανταποκρίνονται σε μια συνολική αλλαγή παραδείγματος στην εκπαίδευση και δεν θα συγκροτούν σε καμιά περίπτωση κατάλογο επί μέρους αιτημάτων.
Ο διάλογος έχει ορίζοντα τον Απρίλιο του 2016, οπότε θα πρέπει να έχει ετοιμασθεί η έκθεση με τα πορίσματά του προκειμένου να υποβληθεί στην πολιτική ηγεσία. Η διαδικασία του διαλόγου έχει τρείς πυλώνες. Την Εθνική Επιτροπή Διαλόγου, την Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, και το ΕΣΥΠ.
Η πρώτη συνάντηση εργασίας θα γίνει τη Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου. Θα είναι η πρώτη από τις τρεις συναντήσεις ολομέλειας έως τον Απρίλιο. Θα δημιουργηθούν ειδικές επιτροπές για ειδικά θέματα, με τη συμμετοχή ειδικών. Οι επιτροπές αυτές αφενός θα συγκεντρώσουν την εμπειρία των συντελεστών της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αφετέρου θα συνεργαστούν με επιστήμονες της εκπαίδευσης για τα ζητήματα αυτά. Στόχος του διαλόγου είναι να λειτουργήσει συνδυάζοντας εμπειρία και επιστημονική γνώση και να συνθέσει αναγνωρίζοντας διαφορές και αποκλίσεις. Στον διάλογο επίσης θα επιδιώξουμε το συντονισμό μας με τη διεθνή εμπειρία, καλώντας διακεκριμένους διεθνώς ειδικούς της εκπαίδευσης σε συναντήσεις εργασίας. Τα μέλη της επιτροπής θα πρέπει να δράσουν πρωτοβουλιακά στο χώρο τους με οργανωμένες συζητήσεις από τις οποίες θα προκύπτουν προτάσεις. Η επιτροπή διαλόγου δεν είναι μόνο οργανωτής συζητήσεων αλλά και δημιουργός ατζέντας για συζήτηση. Οι μεταρρυθμίσεις για να πραγματοποιηθούν χρειάζονται ευνοϊκό κλίμα και προσδοκίες στις οποίες θα ανταποκριθούν. Αυτές οι προσδοκίες υπάρχουν και πρέπει να αναδειχθούν, να εμπλουτιστούν, να αποσαφηνιστούν, να καλλιεργηθούν. Παράλληλα με τις συζητήσεις θα λειτουργεί η ηλεκτρονική πλατφόρμα Διάλογος στον κόμβο του ΥΠΕΠΘ και στην οποία πολίτες, ομάδες πολιτών και φορείς θα ανεβάζουν τις προτάσεις τους. Η πλατφόρμα θα είναι εμπλουτισμένη και με τα πορίσματα όλων των προηγούμενων διαλόγων για την εκπαίδευση καθώς και των πορισμάτων για την εκπαίδευση των προηγούμενων κυβερνήσεων καθώς και των διεθνών οργανισμών. Το χρονοδιάγραμμα είναι το εξής: Από τα μέσα Ιανουαρίου έως τα μέσα Μαρτίου θα οργανωθούν δημόσιες συζητήσεις σε επί μέρους θέματα σε εβδομαδιαία βάση, παράλληλα και σε αλληλοδραση με τις ειδικές επιτροπές. Έως το τέλος Μαρτίου θα έχει γίνει το πρώτο σχέδιο της έκθεσης της επιτροπής διαλόγου, το οποίο έως το τέλος Απριλίου θα έχει τεθεί σε συζήτηση στην οποία θα πάρει μέρος και η επιτροπή μορφωτικών υποθέσεων της Βουλής.