Ο υπουργός Παιδείας, Κυριάκος Πιερρακάκης, συμπράξεων με κορυφαία πανεπιστήμια του εξωτερικού επάνω .

Συγκεκριμένα,σύμφωνα με το Πρώτο Θέμα ανέφερε: «Τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια, με τη στήριξη του Ταμείου Ανάκαμψης, θα είναι σε θέση σε πολύ λίγους μήνες, σε εβδομάδες στην ουσία, να ανακοινώσουν συμπράξεις με κορυφαία πανεπιστήμια του εξωτερικού για κοινά μεταπτυχιακά προγράμματα.

Θα είναι δεκάδες. Κατά βάση, αγγλόφωνα, τα οποία θα υλοποιούνται εδώ και θα έχεις ένα μεταπτυχιακό κοινό από ένα κορυφαίο αγγλόφωνο πανεπιστήμιο του εξωτερικού με ένα κορυφαίο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο. Κι αυτό θα γίνει και με στήριξη δική μας, και με στήριξη των ευρωπαϊκών θεσμών, και με στήριξη των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων».

Με αφορμή τις ανωτέρω δηλώσεις, η Καθηγήτρια Αρχαίας Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Βούλα Τσούνα σημειώνει πως πολλά ελληνικά πανεπιστήμια ή πανεπιστημιακά τμήματα διακρίνονται από εξωστρέφεια, βρίσκονται ψηλά στις διεθνείς αξιολογήσεις και έχουν καθηγητές με διεθνή παρουσία και δραστηριότητα. Και πιστεύει ακράδαντα ότι η σημαντικότερη επένδυση που μπορεί να κάνει η χώρα μας, είναι να ενισχύσει την εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες.

Πράγματι, με βασικό προσανατολισμό τη διεθνοποίηση, κεντρική στρατηγική της κυβέρνησης για την Ελλάδα είναι να γίνει ένα «περιφερειακό κέντρο εκπαίδευσης», σύμφωνα με τον κ.Πιερρακάκη.

Από την πλευρά της, η κ.Τσούνα αναγνωρίζει την ανάγκη να διορθωθούν οι υφιστάμενες αδυναμίες στον ακαδημαϊκό χώρο, ιδιαίτερα όσες σχετίζονται με την έλλειψη υποδομών, χρηματοδότησης αλλά και την αποτελεσματική διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Ανάλογα προβλήματα, ωστόσο, αντιμετωπίζουν και άλλα, μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού.

Με την προϋπόθεση ότι δρομολογούνται λύσεις στα ανωτέρω, «η Ελλάδα θα μπορέσει να παράσχει καλύτερες συνθήκες εκπαίδευσης στους Έλληνες φοιτητές, να προσελκύσει αλλοδαπούς φοιτητές στα αγγλόφωνα τμήματα και να αποτελέσει πόλο έλξης για Αμερικανούς και Ευρωπαίους φοιτητές στο επίπεδο των μεταπτυχιακών», υποστηρίζει η ίδια ενώ ‘βλέπει’ ότι οι Αμερικανοί φοιτητές θα προτιμήσουν τα αγγλόφωνα Masters στην Ελλάδα. Απαραίτητη είναι η εκστρατεία προβολής των ελληνικών πανεπιστημίων στο εξωτερικό.

Η Βούλα Τσούνα μιλά στο protothema.gr για τα «αγκάθια» αλλά και για τις προοπτικές που ανοίγονται ως προς τη διεθνοποίηση των Ελληνικών Πανεπιστημίων.

«Αν και χρειάζεται να γίνουν ακόμη αρκετά βήματα, είναι άδικο για το ελληνικό πανεπιστήμιο να λέμε ότι δεν είναι διεθνοποιημένο», είναι το πρώτο, που θα πει η Καθηγήτρια Βούλα Τσούνα, διαπιστώνοντας πως συχνά παραγνωρίζεται το γεγονός ότι πολλά ελληνικά πανεπιστήμια αποτελούν ζωντανά παραδείγματα ακαδημαϊκής αριστείας με διεθνή ακτινοβολία: «Το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, αναμφίβολα ξεχωρίζει αλλά και τα αντίστοιχα Πολυτεχνεία του Αριστοτελείου ή της Κρήτης. Οι Ιατρικές μας Σχολές, πιστεύω, πως είναι από τις καλύτερες στον κόσμο στην έρευνα, παρά την – αναλογικά – χαμηλή χρηματοδότηση. Στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, επίσης, έχουμε πάρα πολλά να επιδείξουμε. Από πλευράς ερευνητικών κέντρων, ο Δημόκριτος είναι παγκόσμιου βεληνεκούς. Επομένως, δεν πρέπει να μιλάμε για διεθνοποίηση σαν να είμαστε ‘επιστημονική επαρχία’, γιατί δεν είμαστε!», καταλήγει.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν πολλές «αδυναμίες» στο ελληνικό σύστημα, που περιορίζουν την περαιτέρω διεθνοποίηση των πανεπιστημίων. Αυτές δεν είναι απαραίτητα παθογένειες, αλλά ζητήματα που σχετίζονται κυρίως με την έλλειψη υποδομών, χρηματοδότησης και την ανάγκη για πιο αποτελεσματική διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Χρειάζεται προγραμματισμός και η αξιοποίηση νέων ακαδημαϊκών, καθώς και αναβάθμιση των εκπαιδευτικών και διοικητικών πόρων. Σύμφωνα με την κ.Τσούνα, «το υψηλό επίπεδο της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην Ελλάδα δεν αναιρεί τις παθογένειες του ακαδημαϊκού συστήματος, οι οποίες μπορεί να συνδέονται με τη βασική λειτουργία ενός πανεπιστημίου, που είναι η παραγωγή έρευνας και η μετάδοση της γνώσης. Παθογένειες υπάρχουν, όμως, και στο γαλλικό ακαδημαϊκό σύστημα, στο αγγλικό, στο αμερικανικό – παντού». Όπως δε προσθέτει:

«Στην Ελλάδα, συχνά δεν πρόκειται τόσο για ‘παθογένειες’ όσο για ‘αδυναμίες, όπως στην περίπτωση των ελλιπών υποδομών, του ανθρώπινου δυναμικού, την έλλειψη προγραμματισμού και επαρκούς χρηματοδότησης. Εφόσον θεραπευθούν, θα μπορούμε να βελτιώσουμε την εμπειρία των φοιτητών μας καθώς και να υποδεχθούμε φοιτητές από το εξωτερικό».

Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια

Σχετικά με το ζήτημα της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα, η κ.Τσούνα τονίζει ότι ένα ισχυρό δημόσιο πανεπιστημιακό σύστημα δεν έχει να φοβηθεί τον ανταγωνισμό από ιδιωτικά ιδρύματα.

«Φυσικά το δημόσιο πανεπιστήμιο μπορεί να συνυπάρξει με ιδιωτικά ιδρύματα, όπως συμβαίνει σε πολλές χώρες του εξωτερικού. Ένα ‘στιβαρό’ δημόσιο πανεπιστήμιο, που έχει να επιδείξει έρευνα και διδασκαλία υψηλού επιπέδου, δεν έχει να φοβηθεί από τον ανταγωνισμό κάποιων ιδιωτικών πανεπιστημίων, ειδικά αν εξακολουθήσει να ενδυναμώνεται. Ωστόσο, πιστεύω ότι η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων αφ’εαυτής, δεν πρόκειται να αναβαθμίσει το δημόσιο, λειτουργώντας ως ‘μοχλός πίεσης’ για τη βελτίωσή του. Χρειάζεται ισχυρή χρηματοδότηση προς αυτή την κατεύθυνση. Επομένως, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια από μόνα τους, ούτε πρόκειται να αναβαθμίσουν το δημόσιο πανεπιστήμιο, ούτε πρόκειται να το υποβαθμίσουν με την έννοια ότι θα του ‘πάρουν τους φοιτητές’. Διαχρονικά, οι φοιτητές, που θέλουν να γίνουν μηχανικοί θα προσπαθήσουν να μπουν στα Πολυτεχνεία. Για παράδειγμα, στη Γαλλία υπάρχουν μερικά ιδιωτικά πανεπιστήμια, όπως η Ecole Spéciale d’Architecture, τα οποία λειτουργούν παράλληλα με το δημόσιο σύστημα, χωρίς να το ανταγωνίζονται άμεσα. Οι φοιτητές, που επιλέγουν τα δημόσια πανεπιστήμια έχουν σαφή κίνητρα να το κάνουν, όπως η αναγνωρισιμότητα και η ποιότητα της εκπαίδευσης. Το ίδιο θα ισχύσει και για την Ελλάδα, απλώς η ύπαρξη κάποιων καλών ιδιωτικών ιδρυμάτων θα προσφέρει μια εναλλακτική επιλογή», θα πει για να συνοψίσει: «Εκείνο, που θα ήθελα να δω, είναι μία συνεχής ενίσχυση, χρηματοδότηση του δημοσίου πανεπιστημίου καθώς και εξυγίανση στο μέτρο, που αυτό χρειάζεται. Παραλλήλως, ιδιωτικά ιδρύματα, των οποίων τα ακαδημαϊκά εχέγγυα να εξετάζονται με πραγματικά αυστηρά κριτήρια από την ελληνική πολιτεία».

Οι στρατηγικές προσέλκυσης ξένων φοιτητών

Για την Ελλάδα, το να προσελκύσει ξένους φοιτητές δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η προσφορά υψηλού επιπέδου αγγλόφωνων προγραμμάτων από υφιστάμενα πανεπιστημιακά τμήματα θα μπορούσε να αποτελέσει το πρώτο βήμα για την ενίσχυση της διεθνοποίησης. Ήδη υπάρχουν ορισμένα αγγλόφωνα τμήματα, αλλά απαιτείται επέκταση και αναβάθμιση αυτών με τη δημιουργία μεταπτυχιακών προγραμμάτων παγκόσμιας κλάσης.

«Ένας ρεαλιστικός στόχος θα ήταν οι Αμερικανοί φοιτητές να έρθουν στην Ελλάδα για κάποια καλά αγγλόφωνα προγράμματα Masters μάλλον παρά για προπτυχιακές σπουδές. Τα συγκεκριμένα ξενόγλωσσα ΠΜΣ πρέπει να λειτουργούν εκ παραλλήλου με τα ελληνόφωνα Master. Θα ήταν ευχής έργον, εάν αυξάνονταν η χρηματοδότηση στα προγράμματα αυτά, όπως και εάν έρχονταν περισσότεροι νέοι επιστήμονες από το εξωτερικό και το εσωτερικό να συνεισφέρουν σ’αυτή την προσπάθεια ως διδάσκοντες».

Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας, είναι η προβολή αυτών των προγραμμάτων. «Τα πανεπιστήμια πρέπει να επενδύσουν σε στοχευμένες εκστρατείες διαφήμισης, ώστε να γίνουν γνωστά στο εξωτερικό. Η επιτυχία φέρνει επιτυχία και αν τα προγράμματα αυτά εδραιωθούν, θα προσελκύσουν περισσότερους φοιτητές, οι οποίοι σήμερα επιλέγουν άλλες χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο ή την Κύπρο», εξηγεί η κ.Τσούνα ενώ δεν παραλείπει να αναφερθεί στο χαμηλό κόστος τέτοιων προγραμμάτων, το οποίο σίγουρα αποτελεί πόλο έλξης για ξένους φοιτητές: «Η Ελλάδα μπορεί να προσφέρει ανταγωνιστικά δίδακτρα, αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί για να προσελκύσει ξένους φοιτητές. Το πρώτο ερώτημα που θέτει ένας φοιτητής δεν είναι πόσο κοστίζει το πρόγραμμα, αλλά πόσο αξίζει το πτυχίο του. Το πτυχίο πρέπει να έχει ισχυρή διεθνή αναγνώριση για να προσελκύσει φοιτητές».

Κίνητρα για να παραμείνουν οι Έλληνες φοιτητές στη χώρα

Η προσπάθεια για διεθνοποίηση δεν θα πρέπει να παραβλέπει το γεγονός ότι ένας από τους κύριους στόχους, πρέπει να είναι η παραμονή των Ελλήνων φοιτητών στη χώρα. Η φυγή των νέων στο εξωτερικό, το γνωστό «brain drain», είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της σύγχρονης Ελλάδας. Η ενίσχυση των πανεπιστημίων, οι καλύτερες υποδομές και η προσφορά υψηλής ποιότητας εκπαιδευτικών προγραμμάτων είναι καίρια για να πειστούν οι νέοι να παραμείνουν και να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους στη χώρα.

Η κρίση στη στέγαση, τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους ξένους φοιτητές, αποτελεί ένα ακόμα σημαντικό πρόβλημα. «Πρέπει να ληφθούν μέτρα για την κατασκευή νέων εστιών – αυτό, για παράδειγμα, είναι ένας από τους στόχους της πρυτανείας και του Συμβουλίου Ιδρύματος στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ή για τη βελτίωση των υφιστάμενων υποδομών, ώστε οι φοιτητές να μπορούν να σπουδάζουν χωρίς το άγχος της οικονομικής πίεσης που προκύπτει από τα υψηλά ενοίκια», υπογραμμίζει η Καθηγήτρια.

Ο ρόλος της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας του εξωτερικού

Μια ακόμη στρατηγική για την ενίσχυση της διεθνοποίησης, είναι η ενεργή εμπλοκή της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας του εξωτερικού. Έλληνες ακαδημαϊκοί, που διδάσκουν σε πανεπιστήμια διεθνούς κύρους μπορούν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην προώθηση των ελληνικών μεταπτυχιακών προγραμμάτων και στην ενίσχυση των συνεργασιών με ξένα ιδρύματα.

Μακροπρόθεσμες προοπτικές

Η διεθνοποίηση των ελληνικών πανεπιστημίων δεν είναι ένα εγχείρημα, που μπορεί να αποδώσει καρπούς άμεσα. Χρειάζεται ένας χρονικός κύκλος τουλάχιστον δέκα ετών για να αποκτήσει το σύστημα σταθερότητα και να καθιερωθούν τα προγράμματα ως αξιόπιστες επιλογές σε διεθνές επίπεδο. «Σίγουρα, υπάρχουν πράγματα, που πρέπει να διορθωθούν ή να εξαλειφθούν. Ο σχεδιασμός πρέπει να είναι διακομματικός και μακροπρόθεσμος, καθώς οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις απαιτούν χρόνο και σταθερότητα για να αποδώσουν. Άλλωστε, η μεγαλύτερη επένδυση που μπορούμε να κάνουμε ως χώρα, είναι στην εκπαίδευση», υπογραμμίζει η Καθηγήτρια για να προσθέσει:

«Η διεθνοποίηση της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι ένα ρεαλιστικό εγχείρημα, αρκεί να γίνουν τα σωστά βήματα. Η δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών μισθοδοσίας και έρευνας για τα μέλη ΔΕΠ, η ενίσχυση των υποδομών, η δημιουργία ανταγωνιστικών αγγλόφωνων μεταπτυχιακών προγραμμάτων και η συνεργασία με την ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα του εξωτερικού είναι κεντρικά στοιχεία αυτής της προσπάθειας. Με τη σωστή προσέγγιση και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, η Ελλάδα μπορεί να εδραιωθεί ως προορισμός για φοιτητές από όλο τον κόσμο, ενώ παράλληλα θα μπορέσει να κρατήσει ταλαντούχους επιστήμονες εντός της χώρας».

Ποια είναι η καθηγήτρια Βούλα Τσούνα

Η Βούλα Τσούνα είναι Διακεκριμένη Καθηγήτρια Αρχαίας Φιλοσοφίας (Distinguished Professor A/S) στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας (UCSB). Είναι συγγραφέας πολλών μονογραφιών και πάνω από εκατό άρθρων με αντικείμενο την Αρχαία Φιλοσοφία. Έχει υπηρετήσει τρείς θητείες ως πρόεδρος στο Τμήμα Φιλοσοφίας του πανεπιστημίου της και λάβει πολλαπλές τιμητικές διακρίσεις. Επί του παρόντος είναι πρόεδρος της Society for Ancient Greek Philosophy εταίρος της Fondation Hardt, και εξωτερικό μέλος του Συμβουλίου Ιδρύματος του Παντείου Πανεπιστημίου.

Η παιδεία της είναι αμιγώς ευρωπαϊκή καθώς σπούδασε στην Αθήνα, στο Παρίσι και στη
Μ. Βρετανία – Καποδιστριακό, Σορβόννη, Κέμπριτζ, αντίστοιχα – ενώ ξεκίνησε την ακαδημαϊκή της διαδρομή από το Πανεπιστήμιο της Νάπολης, στο Instituto per lo studio dei papyri Ercolanesi. Κατόπιν μετανάστευσε για οικογενειακούς λόγους στις ΗΠΑ, όπου και ξεκίνησε την ακαδημαϊκή της σταδιοδρομία, πρώτα ως εταίρος του National Endowment for the Humanities και κατόπιν ως καθηγήτρια στο UCSB.

Το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο οποίο υπηρετεί από τότε, είναι το μεγαλύτερο δημόσιο ερευνητικό σύστημα της Αμερικής. Αποτελείται από 9 πανεπιστήμια, μεταξύ των οποίων, το Berkeley και το UCLA. «Στόχος του πανεπιστημίου, η παροχή υψηλού επιπέδου ερευνητικής εκπαίδευσης αλλά με δίδακτρα πολύ χαμηλότερα, ώστε να είναι προσβάσιμο στο ευρύ κοινό σε σχέση με τα δίδακτρα της Ivy League», διευκρινίζει η ίδια.

Διατηρώντας στενούς δεσμούς με την ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα, η Κ. Τσούνα συμμετέχει ενεργά σε πολλαπλές δραστηριότητες ελληνικών πανεπιστημίων και ερευνητικών φορέων.

Στο πλαίσιο της συνεργασίας της με ελληνικά ιδρύματα, έχει ξεκινήσει συζητήσεις για κοινά μεταπτυχιακά Τμημάτων του ελληνικού πανεπιστημίου με το UCSB.

«Η ιδέα του να έχουν συνεργασία με ελληνικό πανεπιστήμιο, φάνηκε να τους ενθουσιάζει…», αποτυπώνει τις αντιδράσεις των συναδέλφων της όταν τους έγινε η σχετική πρόταση. «Η διαδικασία είναι χρονοβόρα και προϋποθέτει γραφειοκρατία, τόσο στην Αμερική όσο και στην Ελλάδα», τονίζει η κ.Τσούνα, προσθέτοντας ότι το περιεχόμενο της συνεργασίας παραμένει υπό διερεύνηση, είναι όμως αισιόδοξη για το αποτέλεσμα.

Όπως λέει, «θα είναι μια εξαιρετική συνεργασία και εμπειρία τόσο για εμάς όσο και για τους φοιτητές μας».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025