ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Απάντηση του Αναπληρωτή Υπουργού Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Τάσου Κουράκη, στην Επίκαιρη Επερώτηση αναφορικά με την ενδοσχολική βία και την πορεία υλοποίησης δράσεων για την εξάλειψη του φαινομένου
Καταλαβαίνετε ότι μας ενδιαφέρει πρωτίστως να κατανοήσουμε το φαινόμενο. Νομίζω ότι η Βουλή σε αυτό συνέβαλε σήμερα, σε δύο κατευθύνσεις: πρώτον, να κατανοήσουμε το φαινόμενο και δεύτερον, να κατευθύνουμε τις δράσεις εκεί που θεωρούμε ότι είναι οι γενεσιουργές αιτίες, που το παράγουν δηλαδή. Θα ήθελα να πω εκ προοιμίου, ότι η τοποθέτηση του κ. Καρκατσούλη ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση όσον αφορά το σημείο, ότι το περιεχόμενο της κοινής συνεδρίασης Μορφωτικών και Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής πρέπει περισσότερο να στραφεί όχι σε αυτό που κάναμε σήμερα εδώ, αλλά στην αποτίμηση των δράσεων του Υπουργείου και των προγραμμάτων, ώστε να ξέρουμε και με μεγαλύτερη άνεση να συζητήσουμε τι έγινε και πώς προχωράμε από εκεί και πέρα.
Θα έλεγα ότι το φαινόμενο της ενδοσχολικής βίας αναπτύσσεται πάνω στην αντίληψη μη ανοχής της διαφορετικότητας. Καθημερινά ερχόμαστε σε επαφή με ανθρώπους, οι οποίοι έχουν κάποια χαρακτηριστικά που τους διαφοροποιεί από αυτόν τον λεγόμενο και αντιεπιστημονικό όρο «φυσιολογικό μέσο όρο». Δεν υπάρχει φυσιολογικός μέσος όρος. Στα πλαίσια αυτά, ό,τι «αποκλίνει» -και αυτό είναι θέμα παιδείας και κουλτούρας όλης της κοινωνίας- εμφανίζεται ως το λεγόμενο κοινωνικό στίγμα, που οδηγεί τελικά στον κοινωνικό αποκλεισμό των ατόμων. Υπάρχουν, όπως γνωρίζετε, πολλά είδη κοινωνικού στίγματος. Μπορεί να είναι σωματικά γνωρίσματα, όπως είναι η αναπηρία, η σωματική δυσπλασία, το γήρας, βεβαίως -το οποίο κάποια στιγμή όλοι θα περάσουμε- το στίγμα που αναφέρεται σε ψυχικά νοσήματα, όπως είναι ψυχική ασθένεια, εθισμός σε ουσίες. Πόσοι άνθρωποι, για παράδειγμα, ακόμα και τώρα θεωρούν ότι τα άτομα με σχιζοφρένεια είναι επικίνδυνα; Άρα, οδηγούνται σε μια απόσταση από αυτά και από το σημείο αυτό μέχρι τού να φθάσουμε στον κοινωνικό αποκλεισμό και στην προκατάληψη είναι πάρα πολύ μικρό το διάστημα.
Πόσες είναι οι διακρίσεις που υφίστανται άτομα τα οποία χαρακτηρίζονται ως διαφορετικά, είτε έχουν διαφορετικό χρώμα, είτε διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, είτε διαφορετική γλώσσα, είτε διαφορετικά -όπως είπαμε προηγουμένως- σωματικά χαρακτηριστικά; Πώς το σχολείο θα μπορούσε να ενθαρρύνει προγράμματα, τα οποία να βοηθούν το μαθητή να συνειδητοποιήσει ότι κάθε τι διαφορετικό είναι απολύτως φυσιολογικό και αποδεκτό, καθώς κάποια στιγμή ο καθένας εξ ημών μπορεί να βρεθεί στην κατηγορία του διαφορετικού; Παραδείγματος χάρη, ένας άστεγος. Μπορεί ο καθένας από εμάς να βρεθεί στη θέση αστέγου ή ενός μετανάστη -όπως έχουμε δει πολλά παιδιά της Ελλάδας, της χώρας μας, να φεύγουν τώρα ως μετανάστες- ή μπορεί να μεταπέσει το επόμενο δεκάλεπτο σε μια κατάσταση ΑΜΕΑ από ένα τροχαίο ατύχημα. Και βεβαίως, είναι και το αναπόφευκτο γήρας με τη σωματική ανικανότητα που επιφέρει.
Αυτό είναι μια ολόκληρη κουλτούρα, η οποία μπορεί στο πλαίσιο της διδαχής, της διαπολιτισμικότητας, με ολόκληρα προγράμματα να διδάσκεται. Η κυρία Χριστοφιλοπούλου νομίζω ότι με την πρώτη ομιλία της εντόπισε σωστά τη λέξη «πρόληψη». Η πρόληψη περιλαμβάνει κι αυτή το σεβασμό της διαφορετικότητας. Θα έλεγα, ότι ένα άτομο το οποίο παρουσιάζει «διαφορετικότητα» έχει συχνά να αντιμετωπίσει όχι αυτή καθ’ αυτή τη «διαφορετικότητα», αλλά την ενδεχομένως αρνητική στάση της κοινωνίας απέναντι σε αυτήν τη διαφορετικότητα. Ενσωματώνει, ξέρετε, μέσω του κριτικού βλέμματος των άλλων, που είναι ο καθρέφτης, ότι το ίδιο, είναι διαφορετικό και κατώτερο. Άρα, δεν έχει και ίσα δικαιώματα. Έτσι μπορεί να υποστεί και τη σχολική βία και την πάσης φύσεως βία, γιατί πραγματικά είναι ένα άτομο το οποίο έχει ενσωματώσει ότι είναι κατώτερο και θυματοποιείται νομίζοντας ότι δεν αξίζει.
Βέβαια, είναι αλήθεια πως πολλά άτομα δεν γνωρίζουν πώς να φερθούν σε ένα άτομο με αναπηρία ή άλλου είδους απόκλιση και γίνονται -χωρίς πάντα να το συνειδητοποιούν- φορείς στερεοτύπων και προκαταλήψεων, με συχνές αντιδράσεις, όπως το επίμονο κοίταγμα σε ένα άτομο που είναι διαφορετικό ή αδιάκριτες ερωτήσεις ή συμπεριφορά απόρριψης των ατόμων αυτών. Όσον αφορά τα προβλήματα ψυχικής υγείας είναι πολύ πιο συχνά από ό,τι πιστεύει η επικρατούσα κοινωνική αντίληψη. Σύμφωνα με διεθνείς επιστημονικές έρευνες, το 1/5 των ενηλίκων έχει βιώσει τουλάχιστον μια φορά σε κάποιο στάδιο της ζωής του κάποια εμπειρία ψυχικής δυσλειτουργίας. Έτσι, λοιπόν, θα έλεγα ότι τα όρια ανάμεσα στο «φυσιολογικό» και στο «παθολογικό» είναι πολλές φορές δυσδιάκριτα και πολύ εύκολα μπορεί να περάσει ο καθένας, όπως ανέφερα προηγουμένως, από τη μια κατηγορία στην άλλη.
Σήμερα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, καλούμαστε να συζητήσουμε αυτό το ζήτημα. Ορθώς μας απασχολεί. Η πρωτοβουλία που αναλήφθηκε από τους συναδέλφους Βουλευτές είναι άξια επαίνων. Στόχος, βέβαια, του Υπουργείου σε αυτήν τη συζήτηση δεν είναι να εστιάσουμε στα τραγικά γεγονότα που συνέβησαν και όχι γιατί δεν τα θεωρούμε σημαντικά, αλλά γιατί σήμερα πρέπει να αποσαφηνίσουμε τις δράσεις της πολιτείας στην κατεύθυνση της καταπολέμησης της ενδοσχολικής βίας, ώστε να μην χρειαστεί να κάνουμε τέτοια συζήτηση ποτέ ξανά. Ακούγοντας όλες τις τοποθετήσεις, θα ήθελα να υπογραμμίσω το γεγονός ότι η καταπολέμηση του φαινομένου ενδοσχολικής βίας εξαρτάται, όπως ο καθένας κατανοεί βεβαίως, από πολλούς παράγοντες και συναρτάται άμεσα με τις γενικότερες κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες σε περιπτώσεις κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, όπως η σημερινή, λειτουργούν δυστυχώς πολλαπλασιαστικά. Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται είναι πώς μπορεί το Υπουργείο να απαντήσει ουσιαστικά και αποτελεσματικά σε ένα τόσο πολυδιάστατο φαινόμενο το οποίο αφορά βεβαίως το σχολικό περιβάλλον, αλλά οι πραγματικές αιτίες του πολλές φορές το υπερβαίνουν. Και ακόμη γνωρίζουμε ότι δεν είναι ανεξάρτητη η οικονομική κρίση που βιώνουμε από την ένταση του φαινομένου που θα συνεχίσει και το επόμενο διάστημα.
Στην αντιμετώπιση, λοιπόν, του φαινομένου της σχολικής βίας, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αλλά και στην πρόληψή του -θα πω κάτι κοινότοπο- θεμέλιος λίθος είναι ο εκπαιδευτικός και η πολύτιμη δουλειά που κάνει εντός κι εκτός τάξης. Οι θετικές αναπαραστάσεις που αναμεταδίδει στους μαθητές και η εργασία του πάνω στην εξοικείωση των παιδιών με τη διαφορετικότητα, όπως την ανέφερα και προηγουμένως, αποτελούν τα βασικά εργαλεία πάνω στα οποία εμείς -ως πολιτική ηγεσία- χτίζουμε τις παρεμβάσεις μας πάνω σε αυτό το θέμα.
Αυτός είναι κι ένας από τους λόγους για τους οποίους από την αρχή που αναλάβαμε στο Υπουργείο Παιδείας εργαζόμαστε για τη δημιουργία θετικού κλίματος στη σχολική μονάδα, μέσω της στήριξης των εκπαιδευτικών και του έργου τους. Αυτό ακριβώς το κίνητρο διαπερνά κάθετα κάθε παρέμβασή μας και -σε ό,τι αφορά τα μηνύματα που λαμβάνουμε- φαίνεται πως έχουμε μια βελτίωση του σχολικού κλίματος παρ’ όλα τα πολύ σημαντικά -οικονομικά και άλλα- προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και ως χώρα. Γι’ αυτό το λόγο δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών –το αναφέρω για την κυρία Χριστοφιλοπούλου- με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που θα χρειαστεί κάποια στιγμή να πούμε, ίσως και σε αυτήν την κοινή συνεδρίαση.
Οι πυλώνες στους οποίους εδράζεται το δίκτυο είναι τρεις. Πρώτος πυλώνας: Η καταγραφή, η πρόληψη, η έγκαιρη διάγνωση και η αντιμετώπιση σε πρώιμο στάδιο των φαινομένων της σχολικής βίας. Δεύτερος πυλώνας: Η ευαισθητοποίηση και η ενεργός συμμετοχή στο δίκτυο ολόκληρης της εκπαιδευτικής κοινότητας, των γονέων και της ευρύτερης κοινωνίας. Τρίτος πυλώνας: Η αντιμετώπιση των φαινομένων σχολικής βίας, με τη συμμετοχή όλων των εξειδικευμένων φορέων, σε απόλυτη συνεργασία με τη σχολική κοινότητα.
Ορισμένες μορφές που μπορούν να βοηθήσουν -αναφέρθηκαν και από άλλους ομιλητές- είναι αυτά τα προγράμματα που έχουν βιωματικό χαρακτήρα. Δεν είναι μόνο διαλέξεις ή κείμενα. Αυτά τα εργαστήρια θα βελτιώνουν τις κοινωνικές δεξιότητες και τις σχέσεις συνύπαρξης και συνεργασίας. Επίσης, η καθιέρωση διαδικασιών ακρόασης, όταν εκδηλώνεται ένα περιστατικό βίας, και η ανάθεση ρόλου συμβούλων και μεσολαβητών σε εκπαιδευτικούς με ειδικές γνώσεις και δεξιότητες, θα δίνει τη δυνατότητα στους μαθητές να εξηγούν τις συμπεριφορές τους, να εκφράζουν τις απόψεις τους, να επικοινωνούν ύστερα από την εκδήλωση συγκρούσεων ή βίαιων ενεργειών και να γίνεται προσπάθεια συμφιλίωσης μεταξύ των εμπλεκομένων. Αναφέρω, επίσης, ενδεικτικά, αυτό που είπε και η κ. Κατριβάνου για ενίσχυση του ρόλου των ίδιων των μαθητών στη διαδικασία επίλυσης συγκρούσεων, ενδεχομένως με τη δημιουργία ομάδων φιλίας ή διαμεσολάβησης, ανάλογα με τις δυνατότητες υποστήριξης αυτών από εκπαιδευτικούς του σχολείου, καθώς και ανάπτυξη υποστηρικτικών μηχανισμών -σε αυτό υστερούμε- δηλαδή η δυνατότητα προσφυγής σε εξειδικευμένους επιστήμονες. Λέω «υστερούμε». Δεν είναι ανύπαρκτες αυτές οι δομές, αλλά θα έπρεπε να επεκταθούν σε όλα τα σχολικά συγκροτήματα και τις σχολικές μονάδες, να υπάρχουν δηλαδή ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί κ.λπ., ώστε σε περιπτώσεις που κρίνεται αναγκαίο να προστρέχουμε σ’ αυτούς, ζητώντας τη βοήθειά τους. Επίσης, μπορεί να βοηθήσει η ανάπτυξη προαιρετικών ομαδικών δραστηριοτήτων που ενδιαφέρουν τους μαθητές και βοηθούν στην καλλιέργεια στενότερων δεσμών και σχέσεων συνεργασίας μεταξύ τους και υπάρχουν και πολλά-πολλά άλλα.
Οι προτάσεις που ακούστηκαν για το «Σχολείο ανοιχτό και το απόγευμα», σε συνεργασία και με άλλους φορείς, κυρίως τους γονείς, βεβαίως είναι σε μια πολύ θετική κατεύθυνση. Για να προχωρήσει αυτό το Πρόγραμμα, αλλά και άλλα σχετικά, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, βασιζόμαστε κυρίως στους εκπαιδευτικούς. Χρειαζόμαστε πρωτίστως εκπαιδευτικούς εκπαιδευμένους, με παιδαγωγικό εξοπλισμό, με κέφι, με μεράκι, ευαισθησίες, εκπαιδευτικούς που θα διαθέτουν παραπάνω χρόνο για να δημιουργήσουν ένα σχολείο δημοκρατικό και ευχάριστο, στο οποίο τα παιδιά να μαθαίνουν πώς να συνδιαμορφώνουν τους κανόνες συνύπαρξης και στο οποίο θα μαθαίνουν πώς θα αντιμετωπίζουν τα προβλήματά τους και κυρίως πως δεν θα φοβούνται να μιλήσουν και να αντιδράσουν όταν αντιμετωπίζουν συμπεριφορές που τα προσβάλλουν ή τα θέτουν σε διακινδύνευση.
Αν δεν αλλάξει η κουλτούρα, το κλίμα, η ατμόσφαιρα στο σχολείο, αν δεν υπάρξει κινητοποίηση και κλίμα συνεργασίας με κοινούς στόχους ανάμεσα σε όλους τους παράγοντες της σχολικής κοινότητας και αν δεν μπουν μπροστά οι εκπαιδευτικοί με διάθεση προσφοράς χρόνου και ενέργειας, με πνεύμα συνεισφοράς, καταλαβαίνετε ότι το δημοκρατικό, κοινοτικό, συνεργατικό σχολείο και αυτό το Πρόγραμμα δεν θα λειτουργήσει. Κλείνοντας, θα ήθελα να επαναλάβω ότι η νέα ηγεσία στο Υπουργείο Παιδείας είναι απολύτως ανοικτή και στη Βουλή, αλλά και σε όλους τους φορείς για κοινή επεξεργασία δράσεων και για τη μελέτη όλων των προτάσεων που μπορούν να συμβάλλουν θετικά στην αντιμετώπιση της σχολικής βίας, αλλά και στην κατεύθυνση της δημιουργίας θετικού κλίματος σε ολόκληρη την εκπαιδευτική κοινότητα.
Για το δελτίο τύπου πατήστε εδώ.
Read More…