14 ΧΡΟΝΙΑ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΔΙΕΤΕΣ ΛΥΚΕΙΟ ΕΛΙΤ
δημοσιεύτηκε στις 14/10/16 στην εφημερίδα των συντακτών
του Κοτσιφάκη Θέμη, εκπαιδευτικού
Έχει ανάψει για τα καλά η συζήτηση για τα προβλήματα του εκπαιδευτικού μας συστήματος το τελευταίο διάστημα. Οι παρεμβάσεις στο πρόγραμμα σε Δημοτικό, Γυμνάσιο και ΕΠΑΛ, αρκετές από τις οποίες προήλθαν από τις συλλογικά διαπιστωμένες απόψεις του εκπαιδευτικού κινήματος, αλλά και οι ίδιες οι διαδικασίες διαλόγου για τη παιδεία με τις προτάσεις για τις αναγκαίες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, έδωσαν και δίνουν υλικό για τη συζήτηση αυτή.
Το λύκειο και το σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελούν εδώ και χρόνια τα θέματα γύρω από τα οποία συγκεντρώνονται κυρίως οι αντιπαραθέσεις στην εκπαιδευτική κοινότητα αλλά και την κοινωνία ευρύτερα.
Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι σήμερα διαθέτουμε ένα ιδιαίτερα εξετασιοκεντρικό Γενικό Λύκειο, που είναι προσανατολισμένο μονομερώς προς την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση χωρίς αυτόνομο ρόλο και ένα Επαγγελματικό Λύκειο που μέχρι τώρα ήταν στο περιθώριο της εκπαιδευτικής πολιτικής.
Με μια σειρά από αλλαγές που ξεκίνησαν από το 1998, οδηγηθήκαμε σε ένα σχολείο με υπερβολικά διογκωμένη και δύσκολα αφομοιώσιμη διδακτέα ύλη, η οποία διαρκώς «κατέβαινε» από τις ανώτερες προς τις κατώτερες εκπαιδευτικές βαθμίδες, με στόχο να γίνουν οι μαθητές και οι μαθήτριες «περισσότερο ανταγωνιστικοί».
Οι τελευταίες αλλαγές στο Γυμνάσιο που ισχύουν από εφέτος (μείωση εξετάσεων, αύξηση χρόνου μαθημάτων, ενισχυτική διδασκαλία κ.λπ.) αποτελούν μια κατά αρχήν θετική εξέλιξη γιατί οδηγούν σε μείωση του εξεταστικού φόρτου των μαθητών και δίνουν τη δυνατότητα, μαζί με την απαιτούμενη αναδιοργάνωση της ύλης, να οδηγηθούμε σε ένα σχολείο πιο κοντά στις ανάγκες των μαθητών/-τριών μας. Η βοήθεια που το ίδιο το σχολείο θα δίνει στα παιδιά που αποτυγχάνουν (ενισχυτική διδασκαλία μετεξεταστέων) είναι ένα μικρό αλλά πολύ θετικό βήμα για τον περιορισμό των ιδιωτικών φροντιστηρίων. Ο πυρήνας αυτών των αλλαγών σηματοδοτεί ότι η βασική εκπαιδευτική αξία είναι η διαδικασία μάθησης και όχι οι εξετάσεις.
Όσον αφορά τις εξελίξεις στο Λύκειο, η συλλογική σκέψη αλλά και η εκπαιδευτική εμπειρία από τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν τα προηγούμενα χρόνια («μεταρρύθμιση Αρσένη», «νέο σχολείο» της Διαμαντοπούλου, ν.4186 του Αρβανιτόπουλου) δείχνουν πως αυτές βρίσκονται στον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης λογικής και οδηγούν σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που εξοβελίζει τις βασικές παιδαγωγικές αρχές, περιορίζει τη γενική μόρφωση και την πολυδιάστατη γνώση, και προάγει τον άκρατο ανταγωνισμό και τη φροντιστηριοποίηση μέσα και έξω από το σχολείο. Αποτέλεσμα αυτού είναι πως πολύ δύσκολα κάτι που δεν ανήκει στη σφαίρα «του εξεταστικά χρήσιμου» μπορεί να κινητοποιήσει το ενδιαφέρον των μαθητών, ιδιαίτερα στο Γενικό Λύκειο.
Στη χώρα μας εδώ και δεκαετίες έχει αναδειχτεί σε πρωτεύουσα αξία η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και η απόκτηση επίζηλου τίτλου σπουδών. Σχεδόν όλες οι αλλαγές των τελευταίων μεταρρυθμίσεων στην εκπαίδευση σχεδιάστηκαν με αυτή την επιδίωξη στο επίκεντρό τους. Και μάλιστα με τη λογική της περαιτέρω ενίσχυσης της σύνδεσης των εκπαιδευτικών διαδικασιών του Λυκείου με την προοπτική της πρόσβασης και με τελικό αποτέλεσμα την ουσιαστική ακύρωση του μορφωτικού ρόλου του Λυκείου και την πρόσδεσή του στο άρμα των πανελλαδικών εξετάσεων.

Απόψεις όπως του Αντ. Λιάκου, που παρουσιάζουν ως λύση απέναντι σε αυτά προβλήματα το τετραετές Γυμνάσιο και ένα ελιτίστικο διετές Λύκειο για επιλεγμένους μαθητές/-τριες, κινούνται στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης ατζέντας και πριμοδοτούν την επιλογή όσων «αντέχουν» σε ένα σκληρό διετή αγώνα δρόμου. Αντιλαμβανόμαστε πολύ καλά πού θα οδηγήσει μια εκπαιδευτική πολιτική συνεχών εξετάσεων ακόμα και από το Γυμνάσιο. Το ταξικό κριτήριο της επιλογής θα ενταθεί. Το εξεταστικά χρήσιμο θα είναι η κυρίαρχη «εκπαιδευτική αξία» στο Λύκειο, αλλά και στο Γυμνάσιο.
Ας θυμηθούμε:η καθιέρωση του «Νέου Λυκείου», με την τράπεζα θεμάτων σε όλες τις τάξεις και την αλλαγή του τρόπου προαγωγής από τάξη σε τάξη, η πιο στενή σύνδεση του Λυκείου με το απολυτήριο και αυτού με την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αύξησε ακόμη περισσότερο τη μαθητική διαρροή και οδήγησε στην αύξηση των εγγραφών στα φροντιστήρια (16% από 4% αυξήθηκε ο αριθμός των μετεξεταστέων και 15% τα ιδιωτικά φροντιστήρια κατά τη σχολική χρονιά 2014-15). Προφανώς ο τελικός στόχος ήταν η μείωση του αριθμού των μαθητών στο Λύκειο και η εξώθησή τους στη πρόωρη μεταγυμνασιακή στενή κατάρτιση, δηλ. στις Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης, που πρόσφατα καταργήθηκαν και που ο κ. Αντ. Λιάκος προτείνει να επανασυσταθούν ως ΕΠΑΣ.
Οι προτάσεις του κ. Λιάκου, αν εφαρμόζονταν, θα οδηγούσαν στο ξεθεμελίωμα όσων θετικών αλλαγών έγιναν τα τελευταία δύο χρόνια και την επαναφορά των ταξικών φίλτρων στην εκπαίδευση: τράπεζα θεμάτων στο Γυμνάσιο, επιλογή για πρόσβαση στο Λύκειο, επαναφορά της πρόωρης κατάρτισης μέσω των ΕΠΑΣ, πολλαπλές εξεταστικές διαδικασίες στο Λύκειο, απολυτήριο για κάποιους και πιστοποιητικό για τους υπόλοιπους, επιλογή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση από τις σχολές. Και βεβαίως το μενού συνδυάζει αξιολόγηση εκπαιδευτικών με βάση τις επιδόσεις των μαθητών, κτύπημα εργασιακών δικαιωμάτων, απαξίωση ειδικοτήτων αλλά και της εμπειρίας των εκπαιδευτικών. Σκληρές νεοφιλελεύθερες απόψεις, σε πλήρη ανάπτυξη, όπως πολλές από αυτές περιγράφονται και στην έκθεση του ΟΟΣΑ του 2011, η οποία οδήγησε σε πολιτικές απαξίωσης του δημόσιου σχολείου, που απορρίφθηκαν και από την κοινωνία.
Η εφαρμογή του τετραετούς Γυμνασίου δεν πρέπει να υλοποιηθεί και για δυο ακόμα λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η υπάρχουσα κτιριακή υποδομή είναι δεδομένη και πιθανή επιλογή ενός τέτοιου σχήματος μόνο με συνολικές ανατροπές και δραστική μείωση σχολείων μπορεί να εφαρμοστεί, οδηγώντας αρκετά από αυτά σε γιγαντισμό. Ο δεύτερος λόγος είναι πως η υιοθέτηση του σχήματος τετραετές Γυμνάσιο – διετές Λύκειο και μάλιστα με αυτές τις λογικές που περιγράφονται στην «πρόταση Λιάκου» θα είναι ο πλήρης ενταφιασμός της προοπτικής για την καθιέρωση της 14χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης (12χρονη εκπαίδευση και 2χρονη προσχολική αγωγή), που αποτελεί και προγραμματική εξαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό που απαιτείται να γίνει είναι η άμεση καθιέρωση και των τριών ετών του Λυκείου ως υποχρεωτικής εκπαίδευσης, με ταυτόχρονη διατήρηση των σημερινών τύπων (Γενικό και Επαγγελματικό). Αναθεώρηση των αναλυτικών προγραμμάτων των μαθημάτων και εξορθολογισμός της ύλης, νέα βιβλία και ενίσχυση των σπουδών στο Λύκειο. Συνέχιση και διεύρυνση της μεταρρύθμισης του Επαγγελματικού Λυκείου, που θα το μετατρέψει σε πραγματικά ισότιμο Λύκειο με εκπαιδευτικές και επαγγελματικές διεξόδους ώστε να αποτελέσει ελκυστική επιλογή για τις μαθήτριες και τους μαθητές.
Παραμένει ο οραματικός στόχος για το Ενιαίο Λύκειο Θεωρίας και Πράξης, στα χνάρια του Πολυκλαδικού, αφού προηγηθεί βεβαίως πολύχρονος εξαντλητικός διάλογος για το περιεχόμενό του και το σταδιακό άνοιγμα της δυνατότητας σε όλο και περισσότερα παιδιά να συνεχίζουν τις σπουδές τους σε Πανεπιστήμια και ΤΕΙ.
Σε κάθε περίπτωση, η εκπαιδευτική πολιτική και οι σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις πρέπει να είναι επικεντρωμένες στην άρση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων και απόλυτα προσηλωμένες στην αδιαπραγμάτευτη αρχή ότι η εκπαίδευση είναι δημόσιο αγαθό, δεν είναι εμπόρευμα, και οφείλει η πολιτεία να φροντίζει ώστε με τις πολιτικές της να προσφέρεται αυτή από το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα σε όλες τις βαθμίδες, δωρεάν και χωρίς καμία διάκριση οποιασδήποτε μορφής σε όλα τα παιδιά που ζουν σε αυτή τη χώρα.
Και μια απαραίτητη διευκρίνηση: Οι προτάσεις που είδαν τελευταία το φως της δημοσιότητας απηχούν προφανώς τις απόψεις του συντάκτη τους κ. Α. Λιάκου. Η επιτροπή του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου, της οποίας ήμουν μέλος, παρέδωσε στο ΥΠΠΕΘ τις προτάσεις που διαμορφώθηκαν από τις υποομάδες ή κατατέθηκαν στην διάρκεια του διαλόγου από το Μάιο του 2016, χωρίς βεβαίως στο σύνολό τους να δεσμεύουν όλα τα μέλη της επιτροπής. Αλλά, από τη στιγμή που η επιτροπή έχει ολοκληρώσει το ρόλο της, κανείς δεν νομιμοποιείται να παρουσιάζει τις απόψεις του, που είναι θεμιτό βεβαίως να εκφράζονται δημόσια ως τέτοιες, ως προτάσεις της Επιτροπής Διαλόγου.

Αθήνα, 10/10/2016