Δελτίο Τύπου
1. Η σκιά της οικονομικής κρίσης πέφτει βαριά πάνω στην εκπαίδευση.
Στην πενταετία του μνημονίου, μειώθηκαν κατά 35,6% οι δημόσιες δαπάνες για την παιδεία, εξωθήθηκαν σε αποχώρηση 30.000 εκπαιδευτικοί και έγιναν ελάχιστες προσλήψεις, τα δύο τελευταία χρόνια μάλιστα μηδενικές, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα από τα πιο γερασμένα σχολεία. Η έκθεση του ΟΟΣΑ φέτος καταγράφει ότι 4 στους 10 εκπαιδευτικούς, ιδιαίτερα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι πάνω από 50 ετών. Κι ακόμη μόλις 1% κάτω από 30 ετών και το 39% από 40 έως 49 ετών.
Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για τη δημιουργία νέων υποδομών έχει οδηγηθεί σε τέλμα. Υπολειτουργεί η αρμοδιότητα της υποχρηματοδοτούμενης τοπικής αυτοδιοίκησης για την επισκευή των σχολείων. Εκδιώχθηκαν χιλιάδες εργαζόμενοι (σχολικοί φύλακες και καθαρίστριες) που επέστρεψαν με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Και βέβαια, οι εκπαιδευτικοί βιώνουν τις συνέπειες της μείωσης των αποδοχών τους, συχνά μάλιστα κάτω από δυσμενέστατες συνθήκες όπως αυτές των πρωτοδιόριστων ή αναπληρωτών σε δυσπρόσιτα μέρη.
Στις επιπτώσεις της δημοσιονομικής κρίσης προστίθενται και οι συνέπειες της γενικότερης κρίσης, καθώς στο σχολείο εσωτερικεύονται οι αγωνίες και τα αδιέξοδα των νοικοκυριών, που προκαλούν συναισθηματικές εντάσεις αλλά και πρόσθετες μαθησιακές δυσκολίες για πολλά παιδιά από φτωχότερες οικογένειες. Στις εικόνες της κρίσης συγκαταλέγονται και εκείνες της ακραίας φτώχειας, όπως η λιποθυμία μικρών μαθητών από υποσιτισμό, μέσα στην τάξη.
2. Βρεθήκαμε λοιπόν αντιμέτωποι με οξυμένα προβλήματα που κληρονομήσαμε από τα προηγούμενα χρόνια των μνημονίων. Αλλά κι από προβλήματα που δημιουργήθηκαν από την ακραία νεοφιλελεύθερη αντίληψη που άρχισε να εφαρμόζεται πριν την κρίση και αμφισβητεί το δικαίωμα όλων των παιδιών στη μόρφωση, μέσα από ιδεοληψίες που μετατρέπουν το καθολικό δικαίωμα σε προνόμιο των δήθεν άξιων.
Παρά τον δημοσιονομικό καταναγκασμό, προχωρήσαμε φέτος σε προσλήψεις 22.616 αναπληρωτών εκπαιδευτικών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, έναντι 18.469 πέρυσι, δηλαδή 4.147 περισσότερους από πέρυσι, ποσοστό αύξησης 22,45%.
Ειδικότερα στα σχολεία ειδικής αγωγής πραγματοποιήθηκαν φέτος προσλήψεις-ρεκόρ. Προσλήφθηκαν 2.468 για το Ειδικό Εκπαιδευτικό και Βοηθητικό Προσωπικό, έναντι 1.244 πέρυσι, δηλαδή αύξηση κατά 1.224 ή ποσοστό αύξησης 49,59%.
Από φέτος επανέρχεται ο θεσμός της ενισχυτικής διδασκαλίας. Αμέσως μετά τα Χριστούγεννα ξαναλειτουργούν οι τάξεις ενισχυτικής διδασκαλίας, που κατά τεκμήριο απευθύνονται σε παιδιά από φτωχότερες κοινωνικές ομάδες, τα οποία δεν έχουν την δυνατότητα να κάνουν φροντιστήριο. Πρόκειται για μέτρο κοινωνικά αντισταθμιστικής πολιτικής, από αυτά που, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, πρέπει να αποτελούν διαρκές μέλημα της πολιτείας.
Ως αποτέλεσμα των πολιτικών επιλογών της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, με την επιστροφή των διαθεσίμων εκπαιδευτικών και τη δημιουργία ειδικοτήτων, που είχαν καταργηθεί και αφορούν κυρίως τα κορίτσια, αυξήθηκε φέτος κατά 8.000 ο αριθμός των μαθητών και των μαθητριών στη Β΄τάξη των ΕΠΑΛ. Άλλη μια εξέλιξη που αφορά κυρίως παιδιά από τις φτωχότερες οικογένειες.
Αυτή την περίοδο βρίσκεται σε εφαρμογή πιλοτικό πρόγραμμα για το «δεκατιανό στα σχολεία». Αφορά 11.000 μαθητές και μαθήτριες, που φοιτούν σε σχολεία χωρίς κυλικείο, δηλαδή σε σχολεία που οι οικογένειες δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν το καθημερινό χαρτζηλίκι των παιδιών. Το πρόγραμμα αυτό, που γίνεται σε συνεργασία με το Υπουργείο Κοινωνικής Αλληλεγγύης, προβλέπεται να επεκταθεί από το Σεπτέμβριο σε περισσότερα σχολεία, ακόμη και με διανομή γευμάτων.
Τέλος, ανοίγουμε το Ανοικτό Πανεπιστήμιο, προκειμένου, χωρίς περιορισμούς στον αριθμό των εισακτέων, να μπορούν να παίρνουν μαθήματα οι ενδιαφερόμενοι. Με το μέτρο αυτό, εκτός των άλλων, δημιουργούνται θέσεις εργασίας για πολλούς νέους επιστήμονες κατόχους διδακτορικών.
3. Όλες αυτές οι δράσεις αποσκοπούν στη δημιουργία ελαχίστων συνθηκών αξιοπρεπούς και ισότιμης φοίτησης των παιδιών. Γνωρίζουμε ότι δεν είναι αρκετές, είναι όμως η αρχή πρωτοβουλιών που θα ενισχύσουν το δημόσιο ενδιαφέρον για την περαιτέρω αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου.
Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, οι δαπάνες του προϋπολογισμού για την παιδεία σταθεροποιούνται στο 2,8% του ΑΕΠ. Τα τελευταία χρόνια είχαμε μια συνεχή πτώση των δαπανών παιδείας ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, διατίθενται για το 2016 ποσά ύψους 590 εκατομμυρίων ευρώ, περισσότερα από εκείνα του 2015. Επίσης, τα κονδύλια για την φοιτητική μέριμνα δεν θίγονται.
Κεντρική επιδίωξή μας είναι να γίνουν φέτος, μετά από πολλά χρόνια αδιοριστίας, διορισμοί μονίμων εκπαιδευτικών. Αναλόγως της πορείας των δημόσιων οικονομικών, σχεδιάζουμε το ενδεχόμενο χιλιάδων προσλήψεων φέτος, προκειμένου να σταματήσει το φαινόμενο της κάλυψης των μόνιμων κενών από αναπληρωτές με χρήματα του ΕΣΠΑ.
Οι χιλιάδες προσλήψεις μονίμων εκπαιδευτικών θα δώσουν τη δυνατότητα σε χιλιάδες εκπαιδευτικούς που ανακυκλώνονται ως αναπληρωτές στην εκπαίδευση, αλλά και σε χιλιάδες νέους πτυχιούχους, οι οποίοι τελειώνουν τις σπουδές τους μέσα στην καρδιά της κρίσης, με το φάσμα της ανεργίας ή της μετανάστευσης, να ζήσουν την κανονικότητα, να έχουν ευκαιρίες απασχόλησης και προσφοράς στη χώρα μας.
Επίσης, οι χιλιάδες προσλήψεις αποκαθιστούν άλλη μια ανωμαλία. Εκείνη που μετατρέπει τα κονδύλια του ΕΣΠΑ για την ανάπτυξη της εκπαίδευσης, σε κονδύλια μισθολογικής κάλυψης.
4. Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να τονίσω ότι η πρακτική της υποκατάστασης των δημόσιων υποχρεώσεων προς την εκπαίδευση από την χρησιμοποίηση κονδυλίων ΕΣΠΑ, δηλαδή η σιωπηρή αποχώρηση του κράτους από το καθήκον του να στηρίζει την δημόσια εκπαίδευση, είναι ένα σύμπτωμα που προϋπήρξε της οικονομικής κρίσης. Είχε συνδεθεί μάλιστα με δογματισμούς σύμφωνα με τους οποίους το σχολείο αντιμετωπιζόταν ως δυνάμει επιχείρηση με διευθυντές σε ρόλο μάνατζερ, υποκείμενο στη δυναστεία των χορηγών, δηλαδή με μειούμενο τον κυρίαρχο μορφωτικό-πολιτισμικό ρόλο του, μετατρεπόμενο σε εργαλείο κατάρτισης.
Κανείς δεν αρνείται την ανάγκη επαγγελματικής μαθητείας και κατάρτισης. Ήδη, ετοιμάζουμε ένα νέο σχέδιο που θα απαντά στην ανάγκη σύνδεσης των ΕΠΑΛ με τη μαθητεία. Αλλά αυτή η ανάγκη, δεν πρέπει να υποκαθιστά την αναγκαία, κατά το δυνατόν, ολόπλευρη μόρφωση των παιδιών.
5. Οι επιπτώσεις του νεοφιλελεύθερου δογματισμού είναι ήδη εμφανείς στην εκπαίδευση. Όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ.
Διαβάζοντας κανείς την έκθεση του ΟΟΣΑ για το 2015, επισημαίνει ότι το διδακτικό δυναμικό σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ γηράσκει, με μακροπρόθεση συνέπεια την πτώση στην ποιότητα των εκπαιδευτικών συστημάτων. Επίσης, οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση μετά την οικονομική κρίση του 2008, ιδιαίτερα μεταξύ των ετών 2010 και 2012, μειώθηκαν σε μεγάλο ποσοστό στο 1/3 των χωρών του ΟΟΣΑ. Αλλά και άλλες βεβαιότητες, όπως αυτή ότι ο αριθμός των παιδιών ανά τάξη δεν επηρρεάζει ουσιαστικά το διδακτικό έργο, καταρρίπτονται από τον ίδιο τον ΟΟΣΑ, ο οποίος τώρα παραδέχεται ότι οι τάξεις με περισσότερα παιδιά οδηγούν σε μειωμένο χρόνο διδασκαλίας και μάθησης και σε περισσότερο χρόνο για την τήρηση της ησυχίας στην τάξη.
Στα αρνητικά δεδομένα των χωρών του ΟΟΣΑ είναι και η μείωση των αποδοχών των εκπαιδευτικών, που δημιουργεί τον κίνδυνο να υποχωρήσει το επίπεδο των νεοπροσλαμβανόμενων.
Όλα αυτά θα αποτελέσουν στοιχεία στην επικείμενη αξιολόγηση της έκθεσης του ΟΟΣΑ για την ελληνική εκπαίδευση που θα γίνει από επιτροπή εμπειρογνωμόνων, προκειμένου να καταλήξει σε συμπεράσματα τους επόμενους μήνες.
6. Με βάση την πραγματικότητα που έχουμε κληρονομήσει και πρέπει να υπερβούμε, με βάση την πεποίθηση ότι το σχολειό της κρίσης πρέπει να γίνει σχολειό της ανάπτυξης, χωρίς βιασύνες αλλά με αποφασιστικότητα, χωρίς μονομέρειες αλλά με επιδίωξη συναίνεσης, χωρίς να παραβλέπουμε τις διαφορετικές αξιακές προσεγγίσεις, αλλά με συνείδηση ότι μπορούν να βρεθούν κοινοί τόποι ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις για την αναβάθμιση της εκπαίδευσης που υποστασιοποιεί το κοινό καλό της μόρφωσης, προχωρούμε σε εθνικό και κοινωνικό διάλογο.
Δεν επιδιώκουμε άλλη μια συζήτηση μεταξύ ειδικών, μακρυά από την κοινωνία και την εκπαίδευση. Δεν οργανώνουμε μια διαδικασία νομιμοποίησης προειλημμένων αποφάσεων. Δεν θέλουμε η συμμετοχή να γίνει με εκπροσώπους, που συχνά οδηγούν σε μια διαθλασμένη διαμεσολάβηση, ορισμένες φορές με συντεχνιακό πρόσημο.
Επιδιώκουμε τον εθνικό και κοινωνικό διάλογο, μέσα από τρεις παράλληλες διαδικασίες, με στόχο χωρίς να απεραντολογούμε, να ιεραρχήσουμε προτεραιότητες και να αρχίσουμε να επιλύουμε σταδιακά κομβικά προβλήματα της εκπαίδευσης. Οι τρεις παράλληλες διαδικασίες είναι: α) η Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, με τη συμμετοχή των κομμάτων που μπορούν να ορίσουν εμπειρογνώμονες σε ίσο αριθμό β) το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας, με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων και των φορέων και γ) η Επιτροπή Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου με τη συμμετοχή προσωπικοτήτων από την εκπαίδευση.
Για πρώτη φορά, στόχος του διαλόγου δεν θα είναι η επικέντρωση στα Πανεπιστήμια, αλλά η αναζήτηση λύσεων από τα κάτω προς τα πάνω. Από την προσχολική ηλικία, το δημοτικό, τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και την τριτοβάθμια, συμπεριλαμβανομένης και της αναζήτησης νέου τρόπου πρόσβασης στα Πανεπιστήμια, που δεν θα γίνει βιαστικά, γιατί δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε αναστάτωση, όπως συνέβαινε κατά το παρελθόν.
Στην καρδιά του Διαλόγου, θα είναι μια νέα φιλοσοφία για το σχολειό, ένα σχολείο συνεργασίας και όχι άκρατου ανταγωνισμού, ένα σχολειό δημοκρατίας και όχι αυθαιρεσίας.
Ένα σχολειό που θα προάγει την κριτική σκέψη, θα δημιουργεί και θα αναδεικνύει δεξιότητες, θα δημιουργεί χαρά στα παιδιά, θα αποκαθιστά την κοινωνική αναγνώριση του εκπαιδευτικού, θα περιορίσει την φροντιστηριακή επιβάρρυνση. Ένα σχολειό που θα αντισταθεί στον πειρασμό της γυμνασιοποίησης του δημοτικού σχολείου, θα καταργήσει το σχολείο-εξεταστικό κέντρο, περιορίζοντας τις εξετάσεις υπέρ του χρόνου διδασκαλίας, αλλάζοντας και μειώνοντας την ύλη, αλλάζοντας τα βιβλία, δίνοντας τη δυνατότητα μελέτης σε βάθος. Ένα σχολείο που θα αποκαθιστά τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα της μόρφωσης και θα στηρίζει την τέχνη-σε όλες της τις έννοιες.
Ένα σχολείο που θα διαπλάθει τον πολίτη της δημοκρατίας, με εμπλουτισμένη την εθνική ταυτότητα σε αναφορά προς τις ευρωπαϊκές και παγκόσμιες εξελίξεις.
Κεντρικό ρόλο σε αυτό το διάλογο, επιδιώκουμε να έχει το σύνολο της κοινωνίας και ιδιαίτερα οι εκπαιδευτικοί. Χάρη σε αυτούς έχουν φιλτραριστεί οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στα σχολεία, χάρη σ΄αυτούς δεκάδες χιλιάδες μεταναστόπουλα εντάχθηκαν στην κοινωνία μας, στα ίδια θρανία δίπλα δίπλα με τα ελληνόπουλα. Και θα ήταν άδικο να υπερ-αξιολογούνται αρνητικές συμπεριφορές περιορισμένης μερίδας εκπαιδευτικών, ή να δημιουργούνται κοινωνικοί αυτοματισμοί με πρόσχημα τις ιδιαίτερες συνθήκες εργασίας των εκπαιδευτικών.
7. Η μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση είναι όραμα και έργο πολλών γενεών. Ποιός δεν θυμάται την ιστορική μεταρρύθμιση του Ευάγγελου Παπανούτσου, που είχε προκαλέσει την αντίδραση των συντηρητικών δυνάμεων της εποχής. Και μετά την πτώση της δικτατορίας, την μεταρρύθμιση Ράλλη, που κατά κάποιον τρόπο αποκατέστησε την μεταρρύθμιση Παπανούτσου, αλλά και τις μεταρρυθμίσεις των πρώτων χρόνων της διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, που ενέγραψαν προωθητικά αιτήματα των κινημάτων διδασκόντων και διδασκομένων.
Έκτοτε, η έννοια της μεταρρύθμισης έχει δεινοπαθήσει. Η επέλαση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, εγκαθίδρυσε μια νεογλώσσα (σαν αυτή που είχε προβλέψει ο Όργουελ). Και η μεταρρύθμιση κατήντησε συνώνυμο της άρνησής της, δηλαδή της αντιμεταρρύθμισης.
Γιατί η μεταρρύθμιση ιστορικά είχε προοδευτικό πρόσημο. Αποσκοπούσε και αποσκοπεί στην αναδιάταξη των σχέσεων εξουσίας υπέρ των μη προνομιούχων, πραγματοποιεί διαρθρωτικές αλλαγές και ρήξεις με έναν ορίζοντα διαρκούς διεύρυνσης της δημοκρατίας παντού.
Γι΄ αυτό προκαλεί ερωτήματα « η παράδοξη λογική που ωθεί τις σύγχρονες κοινωνίες, ύστερα από ένα ορισμένο όριο ανάπτυξης, να καταστρέφουν τα πλέον χειραφετητικά κεκτημένα της ίδιας της νεωτερικότητας», όπως στοχαστικά επισημαίνει ο Ζαν Κλωντ Μισέα, στο γνωστό βιβλίο του «Η εκπαίδευση της αμάθειας».
Αυτό το ιστορικό έργο της αποκατάστασης του κομμένου νήματος των μεταρρυθμίσεων στην εκπαίδευση, μέσα από την δημιουργία προϋποθέσεων ενός παράλληλου προγράμματος σταδιακών αλλαγών και μεγάλων τομών, προεξαγγέλλοντας σε κάποιο βαθμό και παρακολουθώντας τελικά την πορεία της χώρας από την κρίση στην ανάπτυξη, με επίκεντρο τις ανάγκες του πολίτη, αυτό το ιστορικό έργο «της μεταρρύθμισης ξανά», είναι η δέσμευση της κυβέρνησης της για πρώτη φορά Αριστεράς. Είναι δέσμευση απέναντι στη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού που βιώνει τις επιπτώσεις της διάλυσης των κοινωνικών του δικαιωμάτων. Είναι δέσμευση υπαρξιακή. Γι΄αυτό καλούμε όλους τους πολίτες να δείξουν εμπιστοσύνη στη δημόσια εκπαίδευση, που μπορεί να αποδειχθεί για άλλη μια φορά μηχανισμός αποκατάστασης της κοινωνικής κινητικότητας και της ισότητας, μέσα σε ένα περιβάλλον μεγάλων ανισοτήτων και διάλυσης των μεσαίων και λαϊκών τάξεων.
Εμπιστοσύνη στο δημόσιο σχολείο! Δηλαδή, εμπιστοσύνη στη δημοκρατία. Δηλαδή εμπιστοσύνη σε μια πορεία της Ευρώπης με κοινωνική δικαιοσύνη και αξιοβίωτη ανάπτυξη, που προϋποθέτει συνειδητό και μορφωμένο πολίτη.
Κυρίες και κύριοι,
εμπιστοσύνη στο δημόσιο σχολείο.
Και ξανά, εμπιστοσύνη στο δημόσιο σχολείο.
Για το οποίο υποσχόμαστε να ανοίξει τον Σεπτέμβριο από την πρώτη μέρα, χωρίς τα γνωστά προβλήματα των τελευταίων χρόνων. Γι΄αυτή την αυτονόητη υποχρέωση, εργαζόμαστε ήδη στο Υπουργείο Παιδείας, προχωρώντας στις αναγκαίες διοικητικές και υπηρεσιακές μεταβολές, επιταχύνοντας εκσυγχρονισμούς και αποκαθιστώντας ένα κλίμα συνεργασίας με τους εκπαιδευτικούς φορείς.
Σας ευχαριστώ.
Για το Δελτίο Τύπου σε μορφή doc πατήστε εδώ.