Τη δεκαετία του 1990 το ποσοστό των ανεξεταστέων μαθητών στο λύκειο που παραπεμπόταν για τον Σεπτέμβριο ήταν γενικά περίπου το ένα τέταρτο του συνόλου των μαθητών. Τώρα έχει σχεδόν μηδενιστεί. Τι έχει συμβεί; Βελτιώθηκε τόσο πολύ το επίπεδο των μαθητών μας ή η γενική λειτουργία του εκπαιδευτικού μας συστήματος, ώστε να έχουμε αυτή την εντυπωσιακή εξέλιξη;
Καμιά έρευνα, καμιά σοβαρή ανάλυση δεν έχει υποστηρίξει κάτι τέτοιο.
Η ερμηνεία είναι απλή. Με την μεταρρύθμιση του 1997 και την αύξηση του αριθμού των πανελλαδικώς εξεταζομένων μαθημάτων περίπου σε 28, «ελαστικοποιήθηκε», πολύ σωστά, η βάση και ο τρόπος απόρριψης των μαθητών. Στη συνέχεια, όμως, καταργήθηκε αυτός ο όγκος των εξετάσεων με εθνικού επιπέδου θέματα, αλλά παρέμεινε η ελαστικοποίηση. Και όχι μόνο αυτό αλλά προστέθηκε και μια νοοτροπία των εκπαιδευτικών να βάζουν μεγάλους βαθμούς που δεν αντιστοιχούν σε καμιά πραγματικότητα.
Αν εξετάσει κανείς τους προφορικούς βαθμούς των μαθητών και τους συγκρίνει με τους βαθμούς που γράφουν στις ενδοσχολικές εξετάσεις, θα διαπιστώσει ότι η απόκλιση είναι εντυπωσιακή, με την γραπτή βαθμολογία να είναι, κατά κανόνα, κατά πολύ μικρότερη από την αντίστοιχη προφορική. Θα μπορούσα να ισχυριστώ, κάπως απλουστευτικά, ότι συχνά τα γραφτά των μαθητών δείχνουν να μην είναι δικά τους!
Προφανώς, η προφορική βαθμολογία λαμβάνει υπόψη της ορθώς και άλλους συντελεστές που δεν συμμετέχουν στην γραπτή βαθμολογία. Αλλά όχι όμως μέχρι του σημείου ώστε να ανατρέπεται η πραγματική βαθμολογική εικόνα του μαθητή. Τι σχέση έχει, για παράδειγμα, ένας γραπτός βαθμός του 5 με εκείνους των προφορικών που κυμαίνονται στο 14 και στο 15; Αν μάλιστα γινόταν μια στατιστική, θα βρισκόμαστε σε μια μαγική εικόνα, μια εικόνα αντιστροφής των πραγμάτων.
Με τους μεγάλους και εκτός πάσης πραγματικότητας βαθμούς δημιουργείται μια πλασματική κατάσταση. Οι εκπαιδευτικοί αισθάνονται ότι έτσι «αποδίδει καλύτερα αποτελέσματα το έργο τους». Στις συζητήσεις δύσκολα υπερασπίζονται τους μεγάλους βαθμούς, αλλά δικαιολογούνται με την περίφημη φράση «έτσι κάνουν οι άλλοι, γιατί να μην το κάνω και εγώ; εγώ θα είμαι ο κακός;». Αλλά αν, τους ρωτήσεις, ποιοι είναι οι «άλλοι» (γιατί ο καθένας μπορεί να αναφέρεται στον «άλλο») δεν υπάρχει απάντηση.
Οι μαθητές δεν έχουν κανέναν λόγο να μην αισθάνονται ικανοποιημένοι, το ίδιο και οι γονείς, αφού δεν μπορούν από πουθενά αλλού να σταθμίσουν το βαθμολογικό status των παιδιών τους (τα φροντιστήρια καρπώνονται την πλασματική βαθμολογία ως δική τους συμβολή και υπερακοντίζουν στην βαθμολογική αποτίμηση, έτσι ώστε να νομιμοποιείται η αναγκαιότητά τους).
Τίθεται ένα ερώτημα. Μπορεί η χώρα μας να έχει το μεγαλύτερο ποσοστό αριστούχων στην Ευρώπη, αλλά στις διεθνείς αξιολογήσεις των μαθητικών επιδόσεων να έχουμε από τα χαμηλότερα ποσοστά. Είναι τόσο δύσκολο να αναρωτηθούμε γι’ αυτή την αντίφαση; Είναι δυνατόν να καθρεφτιζόμαστε σε αντεστραμμένο κάτοπτρο; Είναι τόσο ισχυρός ο λαϊκισμός και οι ψευδαισθήσεις στην εθνική μας αυτογνωσία;
Αλλά ας δούμε τα πραγματικά αποτελέσματα αυτών των βαθμολογικών συμπεριφορών. Όταν ο μαθητής βλέπει ότι έχει μια υπέρ το δέον καλή βαθμολογική εικόνα – παρά το γεγονός ότι δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα – ενθαρρύνεται να συνεχίσει τις σπουδές και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, χωρίς όμως να έχει τα απαραίτητα προσόντα. Στη συνέχεια, συμβαλλομένων και άλλων παραγόντων, εγκαταλείπει τις σπουδές ένα μεγάλο ποσοστό (σχεδόν το 30% !!) και έτσι ο μαθητής κάνει μια «υπόγεια διαδρομή» και χάνει 2 έως 3 χρόνια από την επαγγελματική του εξέλιξη σε μια εποχή αρκετά δύσκολη.
Εδώ συμβάλλει και η «νόσος των άπειρων προσδοκιών» των γονέων που μεταφέρουν όνειρα και φιλοδοξίες ανεκπλήρωτες δικές τους στα παιδιά τους με αρκετή ευκολία… Υπάρχει και κάτι εξίσου σοβαρό. Όταν υπάρχουν μαθητές στο λύκειο, που καταγράφουν μόνο φυσική παρουσία (κυριολεκτικά!), και εν τούτοις το τελειώνουν ευδοκίμως, τι μήνυμα καταγράφει το παιδί; Ότι με μηδενική προσπάθεια και χωρίς κόπο τα καταφέρνει στη ζωή του.
Είναι αυτό διαπαιδαγώγηση και αγωγή; Είναι αυτό εκπαιδευτικό πλαίσιο προετοιμασίας για τη ζωή; Προάγουμε το καλό ή το συμφέρον για τους μαθητές μας με αυτή τη νοοτροπία;
Ο βαθμολογικός πληθωρισμός είναι μια αποκλειστική ευθύνη δική μας, των εκπαιδευτικών. Και ισχυρίζομαι ότι αυτή η μορφή λαϊκισμού θα πρέπει να εγκαταλειφθεί.